Ευαγγέλης και Κωνσταντίνος Ζάππας, οι αναβιωτές των Ολυμπιάδων

Ευαγγελής και Κωνσταντίνος ΖάππαςΗ πορεία
Η ζωή των Ζάππα ήταν περιπετειώδης. Ο Ευαγγέλης Ζάππας γεννήθηκε, το 1800, στο Λάμποβο της Βορείου Ηπείρου. Νεότερος γιος (είχε έναν αδερφό μεγαλύτερο του κατά επτά χρόνια, τον Αναστάσιο, ο οποίος μετανάστευσε στη Μολδοβλαχία), του Βασίλη Ζάππα, σημαντικού τοπικού εμπόρου και της Σωτήρας, το γένος Μέξη. Στο χωριό του διδάχθηκε “...ολίγιστα γράμματα [...] και ταύτα αυτοδιδασκόμενος...”. Εκδηλώνοντας την ανήσυχη και τυχοδιωκτική του φύση εγκατέλειψε σε ηλικία 13 χρόνων την πατρική οικία για να ενταχθεί στη στρατιωτική υπηρεσία του Αλη Τεπελενλη, πασά των Ιωαννίνων. Μετά την εκτέλεση του αλβανού τοπάρχη από τα σουλτανικά στρατεύματα, ακολούθησε το Μάρκο Μπότσαρη στις νότιες ελληνικές επαρχίες. Συμμετείχε σε σειρά μαχών της επαναστατικής περιόδου, ενταγμένος ως κατώτερος αξιωματικός στα σώματα της οικογένειας των Μποτσαραίων και του Νάκου Πανουργιά, κάτω από την αρχηγία του οποίου πήρε το βαθμό του Ταξιάρχου και ανέλαβε τη διοίκηση των Βλαχοχωρίων της επαρχίας Σαλώνων στη Ρούμελη.
Μετά το τέλος των στρατιωτικών συγκρούσεων ο Ευαγγέλης Ζάππας, ως αναγνωρισμένος πια αξιωματικός, είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει κτήματα. Αυτός όμως επανήλθε στη γενέτειρα του με στόχο να ασχοληθεί με το εμπόριο.

Η πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων στην Πελαγονία (1912 - 1930), Νικόλαος Βασιλειάδης

Η πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων στην Πελαγονία (1912 - 1930), Νικόλαος ΒασιλειάδηςΟι Ρουμανίζοντες
Παρά την περιορισμένη εμπλοκή της Ρουμανίας στους Βαλκανικούς πολέμους, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών με τις άλλες βαλκανικές εθνότητες, αυτή κατόρθωσε, σε επίπεδο διπλωματικό-νομικό με κύρια έκφραση τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, να κομίσει σημαντικά οφέλη, καθώς πέτυχε την παραχώρηση εκκλησιαστικής και εκπαιδευτικής αυτονομίας στους Κουτσοβλάχους, τους ευρισκόμενους στην επικράτεια των τριών άλλων κρατών (Ελλάδος, Σερβίας, Βουλγαρίας). Ουσιαστικά κατάφερε ώστε οι πληθυσμοί εκείνοι να ‘’πιστωθούν’’ σε αυτήν ως έχοντες ρουμανική καταγωγή, πραγματώνοντας, σε θεωρητικό πάντοτε επίπεδο, τον στόχο που επί αιώνες είχε θέσει και για την επίτευξη του οποίου είχε δαπανήσει τεράστια ποσά.134 Η παταγώδης αποτυχία της βέβαια στο πρακτικό πεδίο τελούσε σε πλήρη συνάρτηση με το γεγονός της ακμαίας ελληνικής εθνικής συνείδησης της συντριπτικής πλειονότητας των Κουτσοβλάχων, η ταυτότητα και το φρόνημα των οποίων δεν απαλλοτριωνόταν από κανένα χαρτί συνθήκης που υπογράφτηκε για εκείνους χωρίς τη δική τους συμμετοχή. Παράλληλα, προβλεπόταν και η σύσταση ιδιαίτερης ρουμανικής Αρχιεπισκοπής, ενώ τα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα επιχορηγούνταν από την ρουμανική κυβέρνηση και θα τελούσαν υπό την επίβλεψη εκάστης των τριών κυβερνήσεων.135

Βλάχοι - Αρμάνοι - Τσιντσάροι: Διαδίδοντας τον ελληνικό πολιτισμό στις Σερβικές χώρες

Ο τίτλος ευγενείας του Βαρόνου Παύλου ΣπίρταΑδήριτες οικονομικές, πολιτικές και δημογραφικές ανάγκες ώθησαν τους κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας, κυρίως της Ηπείρου και της Μακεδονίας, να μεταναστεύσουν κατά την Τουρκοκρατία στις χώρες της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης, όπου δημιούργησαν ανθηρές ελληνικές παροικίες. Οι Έλληνες απόδημοι, με τη σκληρή και τίμια εργασία τους, απέκτησαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια και μπόρεσαν έτσι να βοηθήσουν τις γενέτειρές τους που ήταν τότε υπόδουλες, αλλά να ευεργετήσουν ακόμη και τις θετές τους πατρίδες.
Η παρουσία ελληνικού στοιχείου, κυρίως βλαχοφώνου, στις σερβικές περιοχές, ανάγεται από τα μέσα του 18ου αιώνα. Προέρχεται κυρίως από τη δυτική Μακεδονία (Μπλάτσι, Κλεισούρα, Καστοριά, Κοζάνη) αλλά και από την Βόρεια Ήπειρο,τα Γιάννενα και τη Μοσχόπολη. Οι Βλάχοι, κυρίως έμποροι και ξενοδόχοι, εγκαταστάθηκαν κατά μήκος του εμπορικού δρόμου στον άξονα από Θεσσαλονίκη προς Βελεσσά-Σκόπια-Νις-Βελιγράδι –Νόβισαντ-Πέστη-Βιέννη αλλά και βορειότερα έως το Πόζναν της Πολωνίας με τους ονομαστούς Μοσχοπολίτες εμπόρους κρασιού.
Οι Βλάχοι ή οι αυτοαποκαλούμενοι Αρμάνοι στις σερβικές περιοχές αποκαλούνται από τους ντόπιους Σέρβους «Τσιντσάροι». Αναφορικά με την προέλευση του παρωνυμίου αυτού δεν υπάρχει σύμφωνη γνώμη ανάμεσα στους μελετητές. Κάποιοι θεωρούν ότι προέρχεται από το λατινικό «quinque = πέντε» προκειμένου να αποδώσει το στοιχείο εκείνο που απέμεινε από την πέμπτη Ρωμαϊκή λεγεώνα.

Αναζήτηση