Ο βίος και η εθνική δράση του ιατρού Ιωάννη Αργυρόπουλου αποτελούν μια από τις ελάχιστα γνωστές πτυχές του Μακεδονικού Αγώνα και καταλαμβάνουν ελάχιστες γραμμές στις σελίδες των βιβλίων ιστορίας της περιόδου αυτής. Εξάλλου ο αγώνας απαιτούσε ανωνυμία και ανιδιοτελή θυσία για την επιτυχία του και αυτά συνέβαλαν να παραμείνουν στην αφάνεια οι ήρωες πρωταγωνιστές του και η δράση τους.
Η παρούσα εισήγηση στηρίζεται σε ένα ανέκδοτο κείμενο του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Αργυρόπουλου1, γιου του Ιωάννη Αργυρόπουλου, σε μια προσπάθειά του να καταγράψει τον βίο και την εθνική δράση του πατέρα του μέσα από τις διηγήσεις που είχε ακούσει και όσα θυμόταν από το ημερολόγιο του πατέρα του. Όπως συνάγεται και από μαρτυρίες άλλων μελών της οικογένειας, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος είχε καταγράψει σε ένα ημερολόγιο πολλά από τα γεγονότα της ζωής του2. Το ημερολόγιο όμως αυτό κάηκε μέσα στο σπίτι του γιου του Χαρίλαου κατά τη διάρκεια του ολοκαυτώματος της Κλεισούρας από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στις 5 Απριλίου 1944.
Η σύνταξη του κειμένου της βιογραφίας του πατέρα του ολοκληρώθηκε από τον Κωνσταντίνο Αργυρόπουλο πιθανόν το έτος 1971. Ο ίδιος παρακαλούσε επίμονα, όπως γράφει, τον πατέρα του κατά το τελευταίο έτος της ζωής του να γράψει τα απομνημονεύματά του, δυστυχῶς ὅμως τὸν ἐπρόλαβεν ὁ θάνατος. Αν και δεν προχώρησε ποτέ στην τυπογραφική έκδοση της εξιστόρησης αυτής, φρόντισε εντούτοις για την ευρύτερη διάδοση της στον κύκλο των συγγενών τους υπό τη μορφή αντιγράφων.
Προσωπικότητες
Το έργο του Λεωνίδα Μακρή, λογοτεχνικό και λαογραφικό, αποτελεί λόγω της ιδιορρυθμίας και της ποικιλομορφίας του πραγματική πρόκληση για έναν σύγχρονο μελετητή, ο οποίος εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ότι έχει να κάνει με μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα.
Γεννήθηκε στην Αχρίδα το 1836 από γονείς Βλάχους καταγόμενους από την περιοχή της Μοσχοπόλης.
Τις εγκύκλιες σπουδές του τις έκανε στην Αχρίδα και το Μοναστήρι. Είχε την τύχη να έχει δάσκαλο τον Μαργαρίτη Δήμιτσα, στο ιδιωτικό σχολείο του οποίου, στο Μοναστήρι, δίδαξε επί ένα χρονικό διάστημα και βοήθησε τον δάσκαλό του στην συγγραφή των διαφόρων μελετών του.
Ο Δήμιτσας τον προέτρεψε να μεταβεί, το 1856, στην Αθήνα, να τελειώσει εκεί το Γυμνάσιο και να εγγραφεί στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1859 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για να καλύπτει τα έξοδα των σπουδών του αντέγραφε διάφορα έγγραφα και συγγράμματα και από το δεύτερο χρόνο των σπουδών του έλαβε υποτροφία από το Βελλίειο κληροδότημα. Συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις κινητοποιήσεις των φοιτητών, τόσο για το Μακεδονικό ζήτημα όσο και τις αντικαθεστωτικές κατά της βασιλείας του Ὀθωνα.
Όταν τιμά κανείς ανθρώπους της συνέπειας και του χρέους, άξιους και υπεύθυνους πολίτες – ανθρώπους δηλαδή της πόλης – με κοινωνική προσφορά, τιμά πρώτα τον ίδιο τον εαυτό του. Στον τόπο μας πολύ δύσκολα λέγεται ο καλός λόγος, ο δίκαιος έπαινος, “φιλότιμοι γαρ και φιλοκατήγοροι οι Έλληνες”. Η αναγνώριση και η αποδοχή συμπολιτών μας που επάξια ξεχωρίζουν με το ήθος και την ανιδιοτελή προσφορά τους στα κοινά – ιδιαίτερα όσο αυτοί είναι ζωντανοί – σχεδόν σπανίζουν στον τόπο μας. Όταν αυτοί φύγουν από τη ζωή – φύγουν μέσα από τα πόδια μας – τότε όλοι ανταγωνίζονται στους επαίνους και τα εγκώμια. “Γιατί κανείς πριν πέσει κάτω νεκρός το μέτρο του να δώσει δεν μπορεί;”. Η οικογένεια Ζάννα ανήκει στην εξαίρεση. Η τιμή και ο δίκαιος έπαινος δεν άργησε να έλθει. Οι άνθρωποί της τιμήθηκαν και τιμούνται όσο ζουν. Η αναγνώριση των αγώνων και του έργου τους είναι καθολική και αναμφισβήτητη.
Η οικογένεια Ζάννα είναι μια οικογένεια ευπατριδών, σεμνών και ενάρετων ανθρώπων του χρέους, των αγώνων και της κοινωνικής προσφοράς. Ταπεινών και γενναιόφρονων στο έπακρο. Πρωτοστάτησαν και πρόσφεραν σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής αποβλέποντας πάντοτε στον άνθρωπο, ιδιαίτερα στον αδύνατο και στον αναξιοπαθούντα στους σκληρούς καιρούς των πολέμων και της Κατοχής.