Η αντιμετώπιση της ρουμανικής προπαγάνδας από τον επίσκοπο Κίτρους Παρθένιο Βαρδάκα

Οι κάτοικοι της Κατερίνης διαμαρτύρονται για τη δράση της Ρουμανικής ΠροπαγάνδαςΜια από τις βασικότερες πτυχές της δράσης του Παρθενίου κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα ήταν η αντιμετώπιση της ρουμανικής προπαγάνδας, η ύπαρξη της οποίας ταλάνιζε και διαιρούσε την επαρχία Κίτρους.

Τι ακριβώς όμως επεδίωκε η ρουμανική προπαγάνδα;
Ο μακεδονικός Ελληνισμός και όχι μόνο είχε να αντιπαλέψει εκτός από την βουλγαρική αντίδραση, την όμοιά της σερβική, σε μικρότερο βαθμό, τις προπαγάνδες των διαφόρων χριστιανικών ομολογιών και την δραστηριότητα της ρουμανικής προπαγάνδας27. Η τελευταία δραστηριοποιούταν μεταξύ των βλαχοφώνων πληθυσμών της Μακεδονίας και της Ηπείρου28.

Η εμφάνιση και η ανάπτυξη της εδράστηκε στο γεγονός της ύπαρξης μιας ομάδος ανθρώπων, οι οποίοι μιλούσαν μια γλώσσα που έμοιαζε με την λατινική όπως και η ρουμανική. Από αυτό το σημείο ξεκινώντας οι Ρουμάνοι εξέφρασαν την άποψη ότι οι βλαχόφωνοι είναι απόγονοι του ρουμανικού έθνους γι’ αυτό έπρεπε να προστατευθούν και να στραφούν προς την Ρουμανία την οποία έπρεπε να βλέπουν ως μητέρα πατρίδα 29. Οι προσπάθειες ξεκίνησαν περί τα μέσα του 19ου αιώνα 30, εντάθηκαν μετά την δημιουργία της ρουμανικής ηγεμονίας και ιδιαίτερα μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878)31. Κύριος εκφραστής της προπαγανδιστικής αυτής πολιτικής απέβη το Μακεδονορουμανικό κομιτάτο το οποίο μόλις ιδρύθηκε (1862), εξέδωσε προκήρυξη προς τους βλαχοφώνους της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Αλβανίας32. Σκοπός του η πολιτιστική, εκκλησιαστική και εκπαιδευτική χειραφέτηση των Βλάχων, με την απόσπασή τους από την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου33. Η προσπάθεια αυτή βρήκε θερμό συμπαραστάτη την ρουμανική κυβέρνηση και αποτέλεσε κυρίαρχο ζήτημα της πολιτικής ζωής του νεοπαγούς ρουμανικού κράτους 34. Φυσικά οι πολιτικοί ταγοί του ρουμανικού αυτού κράτους δεν πίστευαν ούτε έτρεφαν αυταπάτες ότι η Ρουμανία θα αγκάλιζε τους βλαχικούς αυτούς πληθυσμούς επεκτεινόμενη εδαφικά, ούτε φυσικά ότι θα δημιουργούνταν κάποιο αυτόνομο κράτος το οποίο θα περιλάμβανε εδαφικά τους πληθυσμούς αυτούς. Ολόκληρη η προσπάθεια της ρουμανικής πολιτικής απέβλεπε στην εκμετάλλευση του ζητήματος αυτού για να μπορέσει να διαπραγματευτεί μια επωφελή για αυτήν διαρρύθμιση των συνόρων της με την Βουλγαρία στην περιοχή της Δοβρουτσάς35. Δηλαδή ήθελε να χρησιμοποιήσει τις περιοχές αυτές με τους βλαχόφωνους κατοίκους ως αντάλλαγμα προς την Βουλγαρία, εάν η τελευταία ικανοποιούσε τις επιδιώξεις της στα μακεδονικά εδάφη36. Αυτή η διπλωματική προσπάθεια της Ρουμανίας δημιούργησε μια προϊούσα αντιπαλότητα με το ελληνικό κράτος η οποία διήλθε από πολλές και κρίσιμες φάσεις37. Βεβαίως η γιγάντωση της ρουμανικής προσπάθειας, οφειλόταν και στην ενίσχυσή της τόσο από την Ρωσία όσο και από την Αυστροουγγαρία. Και οι δύο αυτές δυνάμεις ήθελαν να στρέψουν το αυξημένο αλυτρωτικό πνεύμα του νεοπαγούς ρουμανικού κράτους προς τους βλαχοφώνους πληθυσμούς της Μακεδονίας και την απομάκρυνσή του από την περιοχή της Τρανσυλβανίας που κατείχε η Αυστροουγγαρία και της Βεσσαραβίας που κατείχε η Ρωσία, περιοχές οι οποίες είχαν στην πλειοψηφία τους ρουμανικούς πληθυσμούς38.

Προς υποστήριξη των προσπαθειών της η ρουμανική intelligentsia άρχισε να αναπτύσσει διάφορες θεωρίες περί καταγωγής των βλαχοφώνων, με ιδιαίτερη σπουδή στο να καταδειχθεί η από την Ρουμανία καταγωγή τους 39. Το πρόβλημα της καταγωγής των βλαχοφώνων ή κουτσοβλάχων απασχόλησε και απασχολεί την επιστημονική κοινότητα χωρίς ακόμη να έχει δοθεί κάποια κοινά αποδεκτή λύση. Οι περισσότερες θεωρίες αναφέρουν ότι οι Βλάχοι είναι γηγενείς 40. Ιδιαίτερα μετά την κατάδειξη ότι η βλαχική γλώσσα έχει άμεσες καταβολές από την ελληνική προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα στην θεωρία περί της αυτόχθονης καταγωγής τους41.

Το βάρος της προσπάθειας για την επιτυχία του εγχειρήματος ανέλαβε ο Απόστολος Μαργαρίτης, ο οποίος προσπάθησε να υλοποιήσει τους στόχους και τις επιδιώξεις της ρουμανικής προπαγάνδας 42. Έπρεπε να οργανωθούν όλοι οι κουτσοβλαχικοί πληθυσμοί της Ευρωπαϊκής Τουρκίας έτσι ώστε να αποτελέσουν ένα σπουδαίο όπλο της ρουμανικής εξωτερικής πολιτικής. Τα μέσα για την υλοποίηση αυτού του εγχειρήματος ήταν: η με άφθονα υλικά μέσα ενίσχυση των φτωχότερων για να μπορούν να καταστούν εύκολα όργανα της προπαγάνδας, η ίδρυση σχολείων με παροχή υποτροφιών, δωρεάν σίτισης, βιβλίων και ρουχισμού και η χρησιμοποίηση βίαιων μέσων όσων αντιστέκονταν και δεν ήθελαν να απαρνηθούν την σχέση τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ελληνική εθνική ιδέα 43. Τα αποτελέσματα της ρουμανικής δραστηριότητας μέχρι το 1903 δεν ήταν αρκετά ικανοποιητικά σε σχέση με τις δαπάνες44 και την τεράστια ενέργεια που δαπανήθηκε και παρά την ενίσχυση της ρουμανικής δραστηριότητας από την πολιτική της Πύλης, η οποία ήθελε να κάμψει την ισχυρή πολιτιστική και οικονομική παρουσία του Ελληνισμού 45. Μετά το 1903, έτος κατά το οποίο δόθηκε η άδεια για αυτόνομη κοινοτική παρουσία 46, και το 1905, έτος κατά το οποίο δόθηκε το δικαίωμα αυτόνομης εκκλησιαστικής παρουσίας 47, η πολιτική της Πύλης υπήρξε ιδιαίτερα ευμενής προς την δράση της ρουμανικής προπαγάνδας. Μετά δε την έκρηξη του νεοτουρκικού κινήματος η Πύλη την ενίσχυε απροκάλυπτα 48. Και πάλι όμως τα αποτελέσματα της προπαγάνδας δεν ήταν ικανοποιητικά, μέχρι δε την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων η δράση της είχε καταπαύσει. Μετά την λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, διπλωματικές ανάγκες, έκαμαν τον Ε. Βενιζέλο να υποσχεθεί ρηματικά στους Ρουμάνους την ελεύθερη δημιουργία και λειτουργία των κουτσοβλαχικών σχολείων στην Ελλάδα, τα οποία λειτούργησαν μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αποτέλεσαν τον Δούρειο Ίππο των βλαχοφώνων49.

Στην επαρχία Κίτρους, στον καζά Κατερίνης, η προπαγάνδα εμφανίστηκε, αδύναμα στην αρχή, την δεκαετία του 1880 και είχε ως έδαφος δράσης της τους μόνιμους και παρεπιδημούντες βλαχόφωνους κατοίκους 50. Η ύπαρξη βλαχοφώνων στην περιοχή του Ολύμπου και των Πιερίων ανάγεται, όπως έχει αποδείξει η σχετική έρευνα, στα χρόνια του Βυζαντίου 51. Κατά την διάρκεια όμως της Οθωμανοκρατίας αρκετοί Βλάχοι από την Πίνδο άρχισαν να μεταναστεύουν προς την περιοχή αυτή. Αιτίες ήταν η αναστάτωση που επήλθε κατά τον 17 ο αι. στην περιοχή της Πίνδου από την κατάργηση των προνομίων που κατείχαν οι οικισμοί της Πίνδου 52, ο υπερπληθυσμός, η φορολογία, η φτώχια , οι τοπικές κομματικές διαμάχες, ανάγκασαν τους Βλάχους της Πίνδου να μετακινηθούν προς τον Όλυμπο και τα Πιέρια 53. Η εμφάνιση του Αλή Πασά και η σύγκρουσή του με τους βλαχοφώνους της Πίνδου δημιούργησε νέες μετακινήσεις54 οι οποίες συνεχίσθηκαν με σπουδαιότερες μεταξύ των ετών 1854‐1860 55. Συνάμα άρχισε και η αστικοποίηση των βλαχοφώνων της περιοχής, αφού οι περισσότεροι άρχισαν να κατεβαίνουν και να εγκαθίστανται μόνιμα στην Κατερίνη, η οποία από καθαρά αγροτικός μικρός οικισμός αρχίζει να αποκτά αστική και εμπορική δομή και ανάπτυξη56. Έτσι κατά την εποχή του Παρθενίου Βαρδάκα συναντάμε μαζικές εγκαταστάσεις βλαχοφώνων μόνιμες ή μη, στην Κατερίνη, Λιτόχωρο, Κολινδρό, Πάλιανη, Κίτρος, Χράνη, Κολοκούρι, Καρίτσα, Μαλαθριά, Άγιο Ιωάννη, Βρωμερή, Κορινό, Λιμπάνοβο, Νεόκαστρο, Μελίκι, Βούλτιστα, Καταχά 57.

Η δραστηριότητα της προπαγάνδας εντάθηκε στην επαρχία Κίτρους μετά το 1890. Αιχμή του δόρατός της αποτέλεσε η δημιουργία ρουμανικού σχολείου στην Κατερίνη. Επίσης την ίδια εποχή πραγματοποιήθηκαν ενέργειες για την δημιουργία τέτοιων σχολείων και στους βλαχόφωνους οικισμούς της Καρίτσας και Καλύβια Κουντουριωτίσσης 58. Η προπαγάνδα συνεχώς αυξάνουσα είχε ριζώσει ισχυρά στην επαρχία και δημιουργούσε αρκετά προβλήματα και προκαλούσε αρκετή αναστάτωση στην περιοχή, εξ αιτίας των διχογνωμιών και διχονοιών και της υποβόσκουσας αντιπαλότητας που η δράση της δημιούργησε. Το 1904, έτος ενθρόνισης του Παρθενίου στην επαρχία του, στην Κατερίνη λειτουργούσε καλά οργανωμένο ρουμανικό σχολείο με πέντε ρουμανοδασκάλους και 160 μαθητές59. Υπήρχαν συμπαγείς ρουμανίζοντες βλαχόφωνοι στην Κατερίνη και στα χωριά Χράνη, τσιφλίκι του Χρ. Τζέγκα, Πάλιανη, Καταχάς, Κίτρος και λιγότεροι στις άλλες βλαχόφωνες κοινότητες.

Η κατάσταση γύρω από αυτό το θέμα έπρεπε να αντιμετωπισθεί, γιατί η τεχνητή δημιουργία ρουμανικής κοινότητας στην επαρχία, αλλοίωνε την αμιγή πληθυσμιακή εικόνα του καζά Κατερίνης και παρέσυρε τους ακραιφνείς Έλληνες βλαχόφωνους σε ένα δύσκολο και επικίνδυνο γι’ αυτούς πολιτικό παιχνίδι. Από την άλλη η ύπαρξή της σε έναν συνοριακό καζά, όπως της Κατερίνης, μείωνε την ισχυρή παρουσία του Ελληνισμού, σε εποχή κατά την οποία κάθε άλλο παρά μειωμένη έπρεπε να είναι. Τον κίνδυνο τον οποίο ενείχε η ρουμανική προπαγάνδα σε έναν κατ’ εξοχήν αμιγή καζά όπως αυτός της επαρχίας Κίτρους πρώτο διείδε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τοποθέτησε, όπως είδαμε, τον Παρθένιο ως επίσκοπο στην επαρχία αυτή. Ο Παρθένιος μόλις ανέλαβε την επισκοπή του άρχισε να δραστηριοποιείται προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης της ρουμανικής προπαγάνδας πολύ πριν δράσει στην περιοχή η ελληνική κυβέρνηση, γιατί αναγνώρισε τον κίνδυνο που ελλόχευε για την διάβρωση της πολιτιστικής και εθνικής συνείδησης των βλαχοφώνων από την διχοστατική δραστηριότητα της προπαγάνδας. Βλαχόφωνος και ο ίδιος στην καταγωγή, δεν ήθελε οι συμπάροικοί του να γίνονται βορρά μιας έωλης προπαγάνδας, η οποία ως μοναδικά μέσα δράσης είχε το χρήμα και τις ραδιουργίες.

Πρώτος στόχος ήταν η λειτουργία του ρουμανικού σχολείου στην Κατερίνη, το οποίο ήταν άριστα οργανωμένο και παρείχε τα πάντα δωρεάν στους μαθητές, ενώ το αντίστοιχο ελληνικό είχε σχεδόν τους μισούς μαθητές και λειτουργούσε κάτω από άθλιες συνθήκες. Για να γίνει αυτό έπρεπε να πεισθούν οι βλαχόφωνοι γονείς να εγγράψουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο. Πριν από αυτό όμως ο Παρθένιος έπρεπε να λύσει το πρόβλημα των κοινοτικών διενέξεων μεταξύ των ελληνοφώνων κατοίκων και των βλαχοφώνων. Οι πρώτοι συμμετείχαν κανονικά στα δρώμενα της επαρχίας ενώ οι δεύτεροι όχι. Αυτός ο τεχνικός διαχωρισμός οφειλόταν και στις αντιδράσεις των βλαχοφώνων οι οποίοι κάτω από την δικαιολογία της μη μόνιμης εγκατάστασής τους απέφευγαν να τηρούν τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις που αναλάμβαναν. Αργότερα, όμως, όταν άρχισε η μόνιμη εγκατάσταση τους και η μαζική αστικοποίηση του βίου τους, ήταν αναγκαίο να συμμετέχουν στα κοινά με τους ίδιους όρους και των μονίμων ελληνοφώνων κατοίκων. Τούτο έπραξε ο Παρθένιος, αμέσως μετά την εγκατάσταση στην επαρχία του, με την σύνταξη νέου διοικητικού και εκλογικού κοινοτικού κανονισμού με σκοπό να ομογενοποιήσει όλους τους κατοίκους της. Με τον κανονισμό αυτό οι βλαχόφωνοι καθίσταντο μέλη της κοινότητας με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με αυτά των ντόπιων κατοίκων, από τους οποίους δεν διακρίνονταν καθόλου. Η κίνηση αυτή του Παρθενίου ήταν σωστή γιατί από το τα τέλη του 1903, και μετά τον ιραδέ της Πύλης με τον οποίο επιτρεπόταν στους βλαχοφώνους να ιδρύουν ανεξάρτητες βλαχικές κοινότητες, οι οποίες θα αναγνωρίζονταν από την οθωμανική κυβέρνηση, άρχισαν στην Κατερίνη οι ρουμανίζοντες να εργάζονται συστηματικά για την δημιουργία τέτοιας κοινότητας. Αυτές τις προσπάθειες πρόλαβε ο Παρθένιος60 . Κατόπιν ο Παρθένιος άρχισε περιοδείες στα χωριά της επαρχίας του. Επισκεπτόμενος τους βλαχοφώνους κατοίκους, ιδία της Κατερίνης και συζητώντας μαζί τους προσπαθούσε να καταδείξει το σφάλμα της φοίτησης σε μια τέτοια σχολή όπως η ρουμανική. Με αυτόν τον τρόπο έπεισε τους βλαχοφώνους γονείς, ίσως και η βλαχική του καταγωγή να έκαμε την προσπάθεια πιο εύκολη61. Όπως ο ίδιος περιγράφει:
«… εἰς τούς γονεῖς αὐτῶν [των μαθητών] ἐδιδάχθη παρ’ ἡμῶν αὐτῶν προσωπικῶς καί ἀνεπτύχθη καί καλῶς παρ’ αὐτῶν κατενοήθη τό ἀσύμφορον ἀπότε ἐθνικῆς καί πρακτικῆς ἀπόψεως τῆς ἐν τῇ Σχολῇ ἐκείνη φοιτήσεως τωντέκνωναὐτῶν,ὅπουπᾶνἄλλοἤτήνμόνηνχρήσιμονεἰςτόντόπονμας διά τό μέλλον αὐτῶν ἑλληνικήν γλῶσσαν θέλουσιν ἐκμάθει»62.
Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα οι βλαχόφωνοι μαθητές εγκατέλειψαν το ρουμανικό σχολείο και εγγράφηκαν στο ελληνικό, χάρη στις προσπάθειες του Παρθενίου, αλλά και «εἰς τήν φιλοπατρίαν καί τήν φιλογενῆ ἀπόφασιν τῶν βλαχοφώνων γονέων καί μαθητῶν»63. Και όπως είδαμε σε άλλη ενότητα, το σχολείο από το 1905 στεγάσθηκε σε περικαλλές κτήριο. Κατά την σχολική χρονιά 1904‐1905 στο ρουμανικό σχολείο, το οποίο λειτουργούσε στο σπίτι του ρουμανίζοντα τσιφλικά Χρ. Τζέγκα, εγγράφηκαν μόνον 10‐15 μαθητές64. Κατά δε την σχολική χρονιά 1905‐1906, εγγράφηκαν 4‐5 μαθητές, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην ρουμανική σχολή της Βέροιας, γιατί το ρουμανικό σχολείο της Κατερίνης αναγκάσθηκε να κλείσει και οι δάσκαλοί του να μετατεθούν σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας65. Έτσι ο πρώτος στόχος του Παρθενίου επιτεύχθηκε. Ο ίδιος όμως δεν σταμάτησε, αφού προείχε ο γενικός σκοπός της εκμηδένισης της ρουμανικής προπαγάνδας στην επαρχία του.

Όπως αναφέραμε, στα τέλη του 1903 δόθηκε από την Πύλη η άδεια για την συγκρότηση ανεξαρτήτων κοινοτήτων των βλαχοφώνων. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ απέστειλε επιστολή προς τους αρχιερείς, με την οποία τους καλούσε να προσέξουν ιδιαίτερα την ρουμανική προπαγάνδα 66. Με την συνέχιση όμως της δραστηριότητας και το ξέσπασμα της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης έλαβε την απόφαση να ζητήσει από τους βλαχοφώνους να συντάξουν και να επιδώσουν αναφορές πίστης και αφοσίωσης προς την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία και να τις επιδώσουν τόσο προς τις οικείες διοικήσεις όσο και προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επίσης με σημείωμά του ενημέρωσε σχετικά τους επισκόπους της Μακεδονίας και Ηπείρου67. Ο Παρθένιος αμέσως ήλθε σε επαφή με τους βλαχοφώνους της επαρχίας του και αποφασίστηκε να αποσταλούν οι ανωτέρω αναφορές. Πράγματι οι αναφορές στάλθηκαν τόσο προς τον Γενικό Διοικητή Θεσσαλονίκης όσο και προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο68. Σε αυτές οι βλαχόφωνοι δήλωναν ότι «οὐδαμῶς ἑαυτοὺς τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων χωρίζοντες οὐδεμίαν εὑρίσκουσι διάστασιν καὶ διαφορὰν ἀπὸ τῶν ἁπανταχοῦγῆς Γραικῶν»69.

Εκτός από την Κατερίνη η ρουμανική προπαγάνδα δραστηριοποιούνταν και στα χωριά Χράνη, Πάλιανη (Σφενδάμι) και σε μικρότερο βαθμό στον Καταχά και στο Λιμπάνοβο (Αιγίνιο). Στο χωριό Χράνη, το οποίο ήταν τσιφλίκι του ρουμανίζοντος Χρήστου Τζέγκα, δημιουργήθηκε εστία δράσης της ρουμανικής προπαγάνδας τόσο με την προσπάθεια ίδρυσης ρουμανικού σχολείου όσο και με την δραστηριότητα του ρουμανίζοντα ιερέα Νικολάου Παπαζήση. Ο τελευταίος καταγόταν από τα Γρεβενά και τον είχε χειροτονήσει ο προκάτοχος του Παρθενίου Θεόκλητος. Αμέσως μετά την χειροτονία του ασπάστηκε την ρουμανική προπαγάνδα και έγινε δραστήριο μέλος της. Ο Θεόκλητος του έδωσε απολυτήριο για να φύγει από την επαρχία του70, αυτός όμως δεν αναχώρησε από την επισκοπή Κίτρους αλλά συνέχισε να ιεροπρατεί. Όταν ήρθε ο Παρθένιος του ζήτησε να παύσει να ενστερνίζεται και να δραστηριοποιείται υπέρ της ρουμανικής προπαγάνδας, αυτός όμως αρνήθηκε και ο Παρθένιος τον καθαίρεσε. Αυτός όμως, κάτω από την προστασία του Χρ. Τζέγκα, μετέβη στο χωριό Χράνη και άρχισε να λειτουργεί στην ρουμανική γλώσσα71. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η κίνηση αυτή εντασσόταν στο ευρύτερο σχέδιο για εκκλησιαστική αυτοτέλεια και παρουσία των βλαχοφώνων κάτω από την ρουμανική προστασία και κατά το πρότυπο της βουλγαρικής προπαγάνδας στη Μακεδονία, γιατί ο Χρ. Τζέγκας ήταν από τα πρόσωπα τα οποία ανακήρυξαν τον άλλοτε μητροπολίτη Πρεσπών και Αχριδών Άνθιμο Γκέτση ως πρώτο μητροπολίτη των Βλάχων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 72. Εξ αυτού του γεγονότος η ρουμανική βουλή είχε ψηφίσει στα τέλη του 1903 πίστωση 600.00 λέι για την ανέγερση ρουμανικών εκκλησιών στη Μακεδονία 73. Μερικοί κάτοικοι του χωριού Χράνη είχαν πεισθεί από τον Χρ. Τζέγκα και ακολουθούσαν την ρουμανική προπαγάνδα, οι υπόλοιποι ζητούσαν από τον Παρθένιο εναγωνίως να τοποθετήσει ιερέα κανονικό, ώστε να τελείται η λειτουργία στην «πατρώα ελληνική φωνή»74. Ο Παρθένιος φοβούμενος ότι η δραστηριότητα του Τζέγκα θα «εκρουμούνιζε» ολόκληρο το χωριό, γιατί οι χριστιανοί δε θα άντεχαν για πολύ να μεταβαίνουν για εκκλησιασμό στα γύρω χωριά και στο τέλος θα αναγκάζονταν να συμμετέχουν στην ρουμανική λειτουργία75, διόρισε ιερέα τον ιερομόναχο Παχώμιο και ζήτησε από την μητρόπολη Θεσσαλονίκης να του χορηγήσει μισθό για την συντήρησή του, γιατί το χωριό αδυνατούσε να τον συντηρήσει από μόνο του76. Η μητρόπολη, πράγματι, ανέλαβε από τον Μάρτιο του 1905 να πληρώνει τον μισθό του ιερέως, ώστε οι κάτοικοι του χωριού να πάψουν να δέχονται τον ρουμανίζοντα ιερέα Νικόλαο Παπαζήση77.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας. (1867-1933).Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας. (1867-1933).Αυτή η δραστηριότητα του Παρθενίου είχε ως αποτέλεσμα να κατηγορηθεί από τα όργανα της ρουμανικής προπαγάνδας στις τουρκικές αρχές ως ταραξίας78. Στις καταγγελίες ανεμίχθη και η ρουμανική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, η οποία από νωρίς, διαβίβασε αναφορά προς το Ρουμανικό Υπουργείο Εξωτερικών και διαμαρτυρήθηκε στην Πύλη. Σε αυτήν κατηγορούνταν ο Παρθένιος ότι ασκεί βίαιη πολιτική εναντίον των βλαχοφώνων. Συγκεκριμένα η αναφορά79 έλεγε: « …Ο Μητροπολίτης Κατερίνης(sic) Παρθένιος Βαρδάκας, επισκέπτεται τα σπίτια των πιστών, ακόμα και αυτά των Ρουμάνων. Σ’ αυτούς λέγει ότι ήσαν Ελληνο‐βλαχόφωνοι. Τους συμβουλεύει να μη στέλνουν τα παιδιά των στα ρουμανικά σχολεία και όποιοι τολμήσουν να ονομασθούν Ρουμάνοι θα εκδιωχθούν και θ’ αφοριστούν. Ο ρουμάνος ιερέας της Κατερίνης Νικόλαος Παπαζήσης αρνούμενος να ονομασθεί Έλλην, εκδιώχθη σε τέτοιο σημείο ώστε να εξαναγκασθεί να υποβάλει την παραίτησή του …»80. Παρά τις αναφορές αυτές ο Παρθένιος συνέχισε την δράση του χρησιμοποιώντας την πειθώ και το πλεονέκτημα της καταγωγής του. Στο χωριό Χράνη μετά την τοποθέτηση του ιερέως Παχωμίου, ο ρουμανίζων ιερέας Νικόλαος Παπαζήσης, μη έχοντας πλέον «πιστούς», αναγκάστηκε να αναχωρήσει από την επισκοπή Κίτρους και να μεταβεί στο Κρούσοβο81.

Ένα άλλο σημείο εμφανίσεως και αναπτύξεως της ρουμανικής προπαγάνδας, στο οποίο χρειάσθηκε να επέμβει δυναμικά ο Παρθένιος, ήταν το χωριό Πάλιανη (Σφενδάμι) και Καλύβια Κίτρους. Η γέννηση της ρουμανικής προπαγάνδας στα χωριά αυτά ξεκίνησε από μια διχογνωμία του αρχιτσέλιγκα Χρήστου Βασίλη και του ανεψιού του Κώστα Βασίλη. Κάποια διαφορά μεταξύ τους, ίσως κληρονομική, έκαμε τον ανεψιό να δυσαρεστηθεί και έτσι δημιουργήθηκε μεταξύ τους αντιπαλότητα, η οποία τελικά οδήγησε στην διάσπαση της πατριαρχικής βλάχικης οικογένειας του αρχιτσέλιγκα. Έτσι δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις του Χρήστου, η οποία ήταν η μεγαλύτερη, και του Κώστα Βασίλη. Ο τελευταίος για να ισχυροποιήσει την θέση του ασπάσθηκε την ρουμανική προπαγάνδα 82.

Το φθινόπωρο του 1904 οδήγησε τους οπαδούς του στα χωριά Καλύβια Κίτρους και Πάλιανη για να διαχειμάσουν. Εγκαθιστάμενοι εκεί έδιωξαν τον Έλληνα δάσκαλο και προσέλαβαν δύο ρουμανίζοντες 83. Παράλληλα την ρουμανική προπαγάνδα ακολούθησαν και οι δύο ιερείς των βλαχοφώνων. Οι τελευταίοι κατέλαβαν την εκκλησία της Πάλιανης και άρχισαν να τελούν τις ιερές ακολουθίες στην ρουμανική γλώσσα, εμποδίζοντας όσους εκ των βλαχοφώνων παρέμειναν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στον επιτόπιο αρχιερέα να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα 84. Μάλιστα ο ιερεύς παπα Νικόλαος Δημητρίου με επιστολή του στον Παρθένιο τον ενημέρωνε ότι η κατάσταση είναι δύσκολη και οι πιστοί οι μένοντες στα πάτρια θα έλθουν τα Χριστούγεννα και δεν θα έχουν που να λειτουργηθούν 85. Ο Παρθένιος παρά τον κίνδυνο που διέτρεχε μετέβη στην Πάλιανη και προσπάθησε να πείσει τους δύο ιερείς και τους ακολουθούντες την ρουμανική προπαγάνδα, αφού δεν τα κατάφερε τους καθαίρεσε. Οι ρουμανίζοντες θέλησαν να τον δωροδοκήσουν, βλέποντας όμως ότι η προσπάθειά τους αυτή δεν τελεσφόρησε προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν86. Επειδή οι ιερείς δεν απομακρύνθηκαν από το χωριό μετά την καθαίρεσή τους, ο Παρθένιος σκέφθηκε να αφαιρέσει το εγκαίνιον του ναού 87, παράλληλα απέστειλε τακρίριο προς τον καϊμακάμη Κατερίνης ζητώντας του να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να επιστραφεί η εκκλησία στους ρωμαίους βλαχοφώνους χριστιανούς, στους οποίους ανήκε και να τιμωρηθούν οι ιερείς και λαϊκοί που είναι υπεύθυνοι88. Στην υπόθεση ενεπλάκη και ο Ν. Μπίτσιος, βλαχόφωνος, στο τσιφλίκι του οποίου ανήκε η περιοχή89. Αυτός, με εντολή του Γενικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, του οποίου ήταν συνεργάτης, άρχισε ενέργειες για την απομάκρυνση των ρουμανιζόντων βλαχοφώνων από την περιοχή90. Από πληροφορίες των αρχείων μαθαίνουμε ότι η ρουμανίζουσα ομάδα και οι δύο παυθέντες ιερείς είχαν υποβάλει δηλώσεις μετάνοιας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και είχαν επιστρέψει στην δικαιοδοσία του, μετά από λίγο όμως φαίνεται ότι αποσκίρτησαν εκ νέου, γι’ αυτό το Πατριαρχείο απέστειλε επιστολή προς τον Παρθένιο να ερευνήσει το θέμα91. Δεν γνωρίζουμε την απάντηση του Παρθενίου, αλλά το πιθανότερο για την επισκοπή Κίτρους το θέμα πρέπει να λύθηκε, όταν οι τελευταίοι μετακινήθηκαν προς τα χωριά Ελαφίνα και Άνω Σέλι του καζά Βεροίας92. Οι προσπάθειες αυτές του παρθενίου έκαμαν τα όργανα της ρουμανικής προπαγάνδας να τον κατηγορήσουν στις τουρκικές αρχές ότι διατρέχει ολόκληρη την επαρχία του και προσπαθεί να επαναστατήσει την περιοχή εναντίον των Τούρκων93.

Μετά την έναρξη των μεταρρυθμίσεων στην Μακεδονία από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αποφασίστηκε να απογραφεί ο πληθυσμός του Ευρωπαϊκού τμήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η απογραφή ήταν απόρροια του μυρστέγειου προγράμματος των μεταρρυθμίσεων και η διεξαγωγή της αποφασίσθηκε ώστε από τα απογραφικά αποτελέσματα να διαρρυθμιστεί καλύτερα η διοικητική διάρθρωση, να επέλθει φυλετική ομογενοποίηση των νέων επαρχιών και να γίνει πιο εύκολη η δραστηριότητα και ανάπτυξη των αστυνομικών σωμάτων94. Εξ αυτού του λόγου είχε εξαιρετική σημασία για την ελληνική κυβέρνηση, γιατί από αυτήν θα εξαρτιόταν η νέα διοικητική διαίρεση της Μακεδονίας95.

Πρέπει να σημειωθεί ότι τον Μάιο του 1905 η οθωμανική κυβέρνηση εξέδωσε τον περίφημο ιραδέ, με τον οποίο έδιδε τα δικαιώματα χρήσης της ρουμανικής γλώσσας στις λατρευτικές συνάξεις, την δημιουργία σχολείων και διορισμό δασκάλων σε αυτά, καθώς και την συμμετοχή ενός μέλους κάθε ρουμανικής κοινότητας στα τοπικά διοικητικά συμβούλια 96. Τα γεγονότα αυτά δεν ήταν άμοιρα των προσπαθειών των τοπικών οθωμανικών οργάνων κατά την απογραφή. Κατά την διάρκεια της απογραφής οι κατά τόπους Οθωμανοί διοικητές πήραν διαταγές να απογράψουν τους ορθοδόξους κατοίκους πους μιλούν το βλαχικό ιδίωμα ως «Βλάχ» και μόνον όσους μιλούσαν ελληνικά ως «ρουμ ορθοδοξ», ανεξάρτητα από την θέλησή τους. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, βλέποντας ότι η απογραφή είχε ως απώτερο στόχο να μειώσει την ισχύ και το κύρος του αλλά και να αλλοιώσει την βούληση και έκφραση του ορθοδόξου πληρώματός του, απέστειλε στους αρχιερείς εγκύκλιο προτρέποντας τους να προσέξουν στο να απογραφούν όλοι οι πιστοί του, ανεξαρτήτως γλώσσας, ως «ρουμ όρθοδοξ»97.

Η απογραφή διεξήχθη και στην επισκοπή Κίτρους. Οι κατά τόπους επιτροπές της απογραφής πλαισιώνονταν από τους οθωμανικούς υπαλλήλους και από ορθόδοξο ιερέα. Η απογραφή όμως στην επαρχία Κίτρους δεν εξελίχθηκε ομαλά, γιατί ο καϊμακάμης Κατερίνης δεν ήθελε να απογράψει του βλαχοφώνους ως «ρουμ όρθοδοξ» αλλά επέμενε όλους όσους μιλούσαν το ιδίωμα ή φορούσαν την χαρακτηριστική στολή των Βλάχων να τους απογράψει ως «βλάχ», παρά τις διαμαρτυρίες των ιδίων, οι οποίοι επέμεναν να απογραφούν με βάση τις παλαιές τους ταυτότητες (νοφούζια) ως «ρουμ όρθοδοξ», κατόπιν τούτων εξαιτίας της συμπεριφοράς αυτής του καϊμακάμη οι βλαχόφωνοι στην Κατερίνη και τα γύρω χωριά στα βρίσκονταν σε αναβρασμό98. Ο Παρθένιος με την δημογεροντία διαμαρτυρήθηκαν έντονα προς τον Γενικό Διοικητή Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα, ο Παρθένιος, απέστειλε αναφορά προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης περιγράφοντας λεπτομερώς τα γεγονότα99. Μάλιστα δήλωσε ρητά προς τον καϊμακάμη ότι αγνοεί «τήν ὕπαρξιν Ρουμάνων ἐν τῷ Καζᾶ»100. Οι ισχυρές αντιδράσεις των βλαχοφώνων είχαν ως αποτέλεσμα να ανασταλεί προσωρινά η διενέργεια της απογραφής στην επαρχία Κίτρους101. Όλες αυτές οι ενέργειες των οθωμανικών αρχών κατά την διάρκεια της απογραφής έκαμαν τους βλαχοφώνους να ισχυροποιήσουν τα αισθήματά τους προς τον Ελληνισμό και να δηλώσουν ευθαρσώς σύσσωμοι ότι είναι ορθόδοξοι Έλληνες, πιστοί στην Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία102. Τούτο φαίνεται καθαρά και από την στατιστική των βλαχοφώνων στην επαρχία Κίτρους, όπου σε σύνολο 733 οικογενειών μόνον οι 13 ήταν οπαδοί της ρουμανικής προπαγάνδας103.

Αυτή ήταν η κατάσταση μέχρι το τέλος του 1905. Χάρη στις προσπάθειες του Παρθενίου η ρουμανική προπαγάνδα είχε πλέον αρχίσει να μειώνεται. Υπό την επίδρασή της παρέμειναν κάποια πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο Χρ. Τζέγκας, ο οποίος διεύθυνε την προπαγάνδα στην επαρχία Κίτρους, έχοντας ως βοηθό και επίκουρο τις οθωμανικές αρχές. Οι τελευταίες ανησυχούσαν από την ισχυροποίηση του Ελληνισμού της περιοχής και μάλιστα σε έναν συνοριακό καζά, όπως ο καζάς Κατερίνης, γι΄ αυτό προσπαθούσαν να μειώσουν την ισχυρή πολιτιστική και κοινωνική παρουσία του Ελληνισμού, ενισχύοντας την ρουμανική προπαγάνδα. Για παράδειγμα τον Μάιο του 1906 έληξε η θητεία ενός χριστιανού εκπροσώπου (αζά) στο διοικητικό συμβούλιο της επαρχίας (Ιδαρέ Μετζλισί). Οι χριστιανοί (Έλληνες ) της επαρχίας συμμετείχαν με δύο εκπροσώπους στο συμβούλιο αυτό. Η εκλογή του αντιπροσώπου γινόταν από όλους τους χριστιανούς της επαρχίας, οι οποίοι ψήφιζαν γνωστά και ευυπόληπτα μέλη της επαρχίας συνήθως από την έδρα αυτής. Κατά την διάρκεια εκλογής του χριστιανού αντιπροσώπου στην επαρχία Κίτρους ο καϊμακάμης απέστειλε ψηφοδέλτια στις κοινότητες της επαρχίας στα οποία αναγραφόταν ως υποψηφίου και το όνομα ενός ρουμανίζοντος, του Τάκη Μπαρμπαγιάννη, ο οποίος ήταν ράπτης στο επάγγελμα και έφορος της ρουμανικού σχολείου Κατερίνης. Ο Παρθένιος, αφού έλαβε γνώση του γεγονότος αυτού, εισηγήθηκε κατάλληλα να μην ψηφισθεί από κανένα χωριό της επαρχίας, πράγμα το οποίο και έγινε, αφού εξελέγησαν ο Κωνσταντίνος Μόσχας, γνωστός βλαχόφωνος καταγόμενος από το Λιβάδι Ολύμπου και ο Αναστ. Καλαμπαλίκης104. Όμως ο καϊμακάμης εφαρμόζοντας εντολές της προϊσταμένης του αρχής, κατά τις οποίες έπρεπε να διορισθεί αντιπρόσωπος στο διοικητικό συμβούλιο, οπαδός της ρουμανικής προπαγάνδας, επέμενε να διορισθεί ως τέτοιος ο Τάκης Μπαρμπαγιάννης. Ο Παρθένιος και η δημογεροντία αντέδρασαν σφοδρά στις πιέσεις αυτές του καϊμακάμη105. Ο τελευταίος κατηγόρησε τον Παρθένιο ότι ασκεί ανατρεπτική δράση και συνεννοείται με τα ελληνικά ανταρτικά σώματα. Οι κατηγορίες αυτές είχαν ως συνέπεια να διαταχθούν ανακρίσεις για να αποδειχθεί ή όχι η κατηγορία του καϊμακάμη, παράλληλα διατάχθηκε να επαναληφθούν οι εκλογές από την αρχή, με την εγγραφή στα ψηφοδέλτια τριών ρουμανιζόντων, αλλά και πάλι η επαρχία εξέλεξε τα ίδια πρόσωπα106. Παρ’ όλα τα ανωτέρω ο νέος καϊμακάμης διόρισε στις 4‐9‐1906 στο διοικητικό συμβούλιο της επαρχίας τον Τάκη Μπαρμπαγιάννη, ως αντιπρόσωπο της ανύπαρκτης ρουμανικής κοινότητας. Ο Παρθένιος βρέθηκε στη δίλημμα, το οποίο ανέφερε και στο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, εάν θα έπρεπε να συμμετέχει των εργασιών του διοικητικού συμβουλίου, αναγνωρίζοντας έτσι τον αντιπρόσωπο της ρουμανικής προπαγάνδας, ή να μη μετέχει107. Τελικά ο Παρθένιος συνέχισε να μετέχει των εργασιών του διοικητικού συμβουλίου, αφού το ζήτημα ανέλαβαν να λύσουν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα, όπως θα δούμε παρακάτω. Οι αντιδράσεις του Παρθενίου για την απογραφή και τον διορισμό του ρουμανίζοντα αζά έκαμαν τον καϊμακάμη να τον κατηγορήσει στην Πύλη για δράση εναντίον των Βλάχων. Η Πύλη μετά από την αναφορά αυτή διαβίβασε στο Πατριαρχείο τεσκερέ, με τον οποίο καταγγελλόταν οι δραστηριότητά του «καὶ ἰδίᾳ ἡ πρὸς τοὺς Βλάχους πολιτεία»108.

Όταν η περιοχή της επαρχίας Κίτρους άρχισε να οργανώνεται και να εμφανίζονται και να δρουν τα ένοπλα ανταρτικά ελληνικά σώματα, άρχισε η συστηματική καταδίωξη των ρουμανιζόντων πληρωμένων οπαδών της προπαγάνδας, με συνέπεια να αυξηθεί η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο μερών. Ο Ματαπάς, ως αρχηγός του διαμερίσματος Ολύμπου, συνεργάσθηκε με τον Παρθένιο τόσο στην οργάνωση της περιοχής όσο και για τον περιορισμό της ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή109. Ο Χρ. Τζέγκας μετά τις επιτυχίες του Παρθενίου απέναντι στους βλαχοφώνους εντατικοποίησε την προπαγάνδα του. Τα δε ελληνικά σώματα την δική τους δράση εναντίων των οργάνων της προπαγάνδας, έτσι άρχισε η βίαιη διαπάλη μεταξύ της ρουμανικής προπαγάνδας και του Ελληνισμού της περιοχής. Η δραστηριότητα της ρουμανικής προπαγάνδας έπρεπε να σταματήσει, γι’ αυτό τα ελληνικά σώματα άρχισαν, ως πρώτο μέτρο προειδοποίησης, να προβαίνουν σε επιχειρήσεις δολιοφθοράς και αυτό για να καταδειχθεί η δύναμη του Ελληνισμού και να ισχυροποιηθεί παράλληλα το φρόνιμα των βλαχοφώνων Ελλήνων. Έτσι στις 4‐1‐1906 ομάδα ελληνικού σώματος κατέστρεψε αποθήκες και ζώα του Χρ. Τζέγκα στα χωριά Χράνη και Νιόκαστρο 110. Ο τελευταίος έστειλε τον γιο του Τασούλη στην Κατερίνη με ισχυρή δύναμη τουρκικού στρατού και υπέδειξε ως υπαίτιους ηθικούς αυτουργούς τα μέλη του ελληνικού κομιτάτου, τα οποία με δήθεν διαταγή του Παρθενίου προέβησαν στην ενέργεια αυτή. Σε αυτήν την κατηγορία ο Παρθένιος δήλωσε, όπως έπρεπε να πράξει, άγνοια και μάλιστα σε επιστολή του προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης τόνισε ότι ουδεμία σχέση έχει τόσο ο ίδιος όσο και η δημογεροντία Κατερίνης με το γεγονός 111. Όμως ο καϊμακάμης, έχοντας υπ’ όψιν τις ενέργειες του Παρθενίου και την αντίδρασή του σε κάθε προσπάθεια ενίσχυσης της ρουμανικής προπαγάνδας, τον θεώρησε υπεύθυνο και τον κατηγόρησε με αναφορά του στο Γενικό Διοικητή του Βιλαετίου 112. Ο Χρ. Τζέγκας θέλοντας να ισχυροποιήσει την θέση του, άρχισε να συνεργάζεται με τις βουλγαρικές συμμορίες του Τάνε από το Γκόρκτσοβο και του Αλέκο από την Μπάνιτσα 113. Βεβαίως η ρουμανική προπαγάνδα δεν αδράνησε, αλλά προέβη και αυτή σε πράξεις δολιοφθοράς. Τέτοιες ενέργειες συνέβησαν στο κτήμα του Ν. Μπίτσιου, όταν βουλγαρορουμανική συμμορία έκαψε αποθήκες με ζωοτροφές 114, το ίδιο συνέβη και στο κτήμα του γιατρού Στέργιου Μάρκου στον Κορινό115. Ακόμη στην περιοχή ξεκίνησε η προσπάθεια να επεκταθεί και να οργανωθεί συμμορία ρουμανιζόντων υπό την αρχηγία του Νταρλαγιάννη. Η προσπάθεια όμως αυτή ναυάγησε χάρη στην άμεση επέμβαση του Παρθενίου προς τα ελληνικά σώματα, τα οποία έδρασαν άμεσα και σταμάτησαν την απόπειρα στη γένεσή της116.

Η κατάσταση άρχισε να σκληραίνει κατά τις αρχές του 1907. Τότε απήχθηκε από το σώμα του Ματαπά κοντά στο χ. Μπριάζα (Βρύα) ο αντιπρόσωπος των ρουμανιζόντων στο διοικητικό συμβούλιο της επαρχίας Τάκης Μπαρμπαγιάννης. Ο καϊμακάμης με έγγραφό του κατηγόρησε για την ενέργεια αυτή τον Παρθένιο117. Ακόμη σε άλλο έγγραφό του κατηγόρησε πάλι τον Παρθένιο ότι προβαίνει σε εξοντωτικό αγώνα εναντίων των Βλάχων της επαρχίας, συνεργάζεται στενά με τον γιατρό Γιάννη [Ζάννα] στη Θεσσαλονίκη καθώς και με το γενικό Προξενείο και συντονίζει παράλληλα τα ανταρτικά σώματα με αρχηγό τον Ματαπά118.

Η δράση του Παρθενίου οδήγησε την ρουμανική προπαγάνδα να διοργανώσει δύο δολοφονικές απόπειρες εναντίον του. Μία από πληρωμένους Γκέγκηδες και μία από την συμμορία του Κουσκώνα που δολοφόνησε τον μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο. Οι απόπειρες αυτές αποκαλύφθηκαν έγκαιρα χάρη στο άριστο δίκτυο πληροφοριών που λειτουργούσε με βάση τις μυστικές επιτροπές και δεν καρποφόρησε το σχέδιο δολοφονίας και έτσι ο Παρθένιος σώθηκε119.

Αρχές του 1907 η Πύλη θέλησε να εφαρμόσει στο σύνολό του τον νόμο για την αυτοτελή εκκλησιαστική παρουσία των ρουμανιζόντων στα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Πατριαρχείο ζήτησε από όλους τους βλαχοφώνους να στείλουν αναφορές με τις οποίες θα δήλωναν ότι μένουν πιστοί στην ορθόδοξη πίστη και αποτελούν τέκνα πιστά της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Ο Παρθένιος, εκτελώντας την επιθυμία του Πατριαρχείου, περιήλθε όλα τα χωριά της επαρχίας του στα οποία έμεναν οι βλαχόφωνοι. Όλοι πρόθυμα δέχθηκαν να υπογράψουν την διαμαρτυρία εναντίων των αξιώσεων της ρουμανικής προπαγάνδας και την απέστειλαν στο Πατριαρχείο. Στην με ημερομηνία 18‐2‐1907 αναφορά 120 τους οι βλαχόφωνοι κάτοικοι της Κατερίνης τόνιζαν ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελεί γι’ αυτούς το «μόνον νόμιμον προστάτην τοῦ θρησκεύματος καί τῆς ἐθνικότητος ἡμῶν », στιγμάτιζαν τα μέσα που χρησιμοποιούσε η ρουμανική προπαγάνδα και διακήρυτταν «στεντορείᾳ τῇ φωνῇ, ὅτι πατροπαραδότως ἀπ’ αἰώνων Ἕλληνες εἴμεθα, ἀφοσιωμένοι ἀκραδάντως τῷ Πατριαρχείῳ Κανσταντινουπόλεως, ἀρρήκτως δὲ ὅτι συνηνωμένοι, ἕν ὅλων καὶ μόνων ἕν, ἐν κοιναῖς παραδόσεσι καὶ ἐθίμοι μετὰ τῶν ἑλληνιστὶ ὁμιλούντων ἀδελφῶν ἡμῶν Ἑλλήνων (ροὺμ μιλλέτ) ἀποτελοῦμεν, οὐδέποτε ἡμᾶς αὐτοὺς ἀπὸ τῶν Ἑλλήνων διακρίνοντες και χωρίσαντες…» 121. Παρόμοιες αναφορές απέστειλαν, όπως πληροφορούμαστε από την Εκκλησιαστική Αλήθεια122, και τα χωριά στα οποία κατοικούσαν βλαχόφωνοι όπως Καλύβια Πάλιανης, Καλύβια Κίτρους, Κίτρος, Χράνη, Κολοκούρι (Σβορώνος)123, Καρίτσα124, Άγιος Ιωάννης, Βρωμερή, Κορινός125 Καλύβια Κουντουργιωτίσης (Άγιος Σπυρίδων)126, Λιτόχωρο 127, Κολυνδρός, Λιμπάνοβο (Αιγίνιο), Λότζιανος (Παλιάμπελα), Σφίνιτσα, Μελίκη, Νεόκαστρον, Βούλιστα (Λιβάδι) και Καστανιά 128. Οι αναφορές αυτές των βλαχοφώνων της επαρχίας Κίτρους έκαμαν το εκκλησιαστικό όργανο του Πατριαρχείου να δηλώσει ότι το περιεχόμενο αυτών «τῶν διασπωσῶν ὡς ἰστὸν ἀράχνης τάς ἐν τῇ ἐπισκοπῇ Κίτρους τῆς μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ἐν τῷἐξυφαίνεσθαι μηχανοραφίας τῆς ρωμουνικῆς προπαγάνδας, ἀποτελεῖ ἅμα τὴνεὐγλωττοτέραν ἀναίρεσιν τῶν ἱστορικῶν, ἐθνολογικῶν καὶ γλωσσολογικῶν περὶ τοῦ κουτσουβλαχικοῦ πληθυσμοῦ ψευδολογιῶν καὶ σοφιστειῶν ταύτης, τηκομένων “ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸπροσώπου πυρὸς” ».129 Παράλληλα με τις σχετικές αναφορές ο Παρθένιος απέστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ονομαστικό κατάλογο των Ελλήνων βλαχοφώνων αντρών που διέμεναν στην επαρχία του130. Επειδή ήταν χειμώνας ο αριθμός τους ανήλθε στις 2.000 άνδρες γιατί πολλοί βλαχόφωνοι διαχείμαζαν στην επαρχία του 131. Από την κατάσταση αυτή αποδεικνύεται ότι όλοι σχεδόν οι βλαχόφωνοι της επαρχίας ήταν και παρέμειναν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στον Ελληνισμό. Αυτό θορύβησε την ρουμανική πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, η οποία με τηλεγράφημά της διέψευσε ότι οι βλαχόφωνοι κάτοικοι της επαρχίας Κίτρους έστειλαν αναφορές προς την Οικουμενικό Πατριαρχείο 132. Δυστυχώς για αυτήν, αλλά και για την ρουμανική πολιτική γενικότερα, το μόνο που κατάφερε στην επαρχία Κίτρους ήταν να δημιουργεί αναταραχές και να διασπά την ηρεμία της επαρχίας, βοηθούμενη κάθε φορά από τα όργανα της οθωμανικής κυβέρνησης. Μόνο ο Χρ. Τζέγκας παρέμεινε πιστό όργανό της 133 και πιθανόν όχι από σοβαρούς ιδεολογικούς λόγους και προσανατολισμούς αλλά περισσότερο από λόγους καθαρά συμφεροντολογικούς – οικονομικούς, αφού ένα από τα όπλα της ρουμανικής προπαγάνδας ήταν το χρήμα 134. Στο διάστημα 1904 μέχρι 1907, ο Παρθένιος κατάφερε να εκμηδενίσει την ρουμανική προπαγάνδα, αφού σύμφωνα με τις στατιστικές κατά το 1904 υπήρχαν περί τους 825 ρουμανίζοντες, ενώ το 1907 μόνο δύο και αυτοί στην Κατερίνη 135.

Οι τελευταίες δραστηριότητες του Παρθενίου επέφεραν το τελικό κτύπημα στη ρουμανική προπαγάνδα. Η δράση του για την οργάνωση της περιοχή για τον Μακεδονικό Αγώνα, οι δυσμενείς αναφορές του καϊμακάμη Κατερίνης και οι πιέσεις τις ρουμανικής πρεσβείας, οδήγησαν την Πύλη να θεωρήσει ανεπιθύμητο τον Παρθένιο στην επαρχία του και να ζητήσει την απομάκρυνσή του. Ήδη είχαν απομακρυνθεί από τις επαρχίες τους, μετά από πιέσεις της Πύλης, οι μητροπολίτες Πελαγονίας136 και Γρεβενών 137. Με την ενέργεια αυτή αυξήθηκε η απαιτητικότητα της βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας, η οποία είχε πλέον αποθρασυνθεί και άρχισε να πιέζει και για την απομάκρυνση και του Παρθενίου καθώς και του μητροπολίτου Βεροίας 138. Έτσι από το Μάρτιο του 1907 μέχρι τον Αύγουστο του ιδίου έτους η Πύλη συνεχώς εξέδιδε τεσκερέδες με τους οποίους ζητούσε την απομάκρυνση του Παρθενίου από την έδρα του. Συγκεκριμένα στις 3‐3‐1907 ο Υπουργός Δικαιοσύνης Αβδουραχμάν απέστειλε προς το Πατριαρχείο τεσκερέ139 με τον οποίο κατηγορούσε τον Παρθένιο ότι περιφέρεται στα χωριά της επαρχίας του, χωρίς να παραλαμβάνει χωροφύλακα και πιέζει τους Βλάχους και τους απειλεί με την ζωή τους. Ακόμη συγκαλεί σε συσκέψεις τους προκρίτους και με την βοήθειά τους προετοιμάζει τον πληθυσμό για εξέγερση. Στις 26‐3‐1907 εκδίδεται ο δεύτερος τεσκερές στον οποίο ο Υπουργός κατηγορούσε τον Παρθένιο για συνεννόηση με τα ανταρτικά σώματα και τον θεωρούσε υπεύθυνο για τις ενέργειες τους 140. Στις 3‐4‐1907 εκδόθηκε ο τρίτος τεσκερές στον οποίο ο Υπουργός κατηγορούσε τον Παρθένιο ότι εκφώνησε λόγο υπέρ του κομιτάτου και καταφέρθηκε κατά της κυβερνήσεως για τα τελευταία γεγονότα με τις αναφορές των βλαχοφώνων, επίσης κατά την θεία λειτουργία τέλεσε μνημόσυνο για την ανάπαυση των ψυχών των ανταρτών που σκοτώθηκαν και κάλεσε τους πιστούς να τους μιμηθούν. Στο τέλος ανέφερε: «…κατόπιν τούτων ἅτινα προστίθενται εἰς τὴν λοιπὴν κακὴν αὐτοῦ πολιτείαν, ἡ διατήρησις αὐτοῦ ἐν τῷ Καζᾷ τούτω τῷ ἐπὶ τῆς μεθορίου γραμμῆς καὶ οὗτινος τὸ πλεῖστον τῶν κατοίκων εἶναι Βλάχοι θὰ ἐπιφέρη διατάραξιν τῆς ἡσυχίας» και αξίωνε απὸ το Πατριαρχείο άμεση ενέργεια και υποδείκνυε στον Πατριάρχη «ὅπως μεταθέση αὐτὸν ἐκεῖθεν ἐν τάχει καθιστώσα περιττὴν τὴν χρήσην ἄλλων μέτρων... »141 Βλέποντας ο Υπουργός ότι ο Παρθένιος συνέχιζε τη δράση του, απέστειλε προς τον Πατριάρχη τεσκερέ με τον οποίο του ανακοίνωνε ότι εκδόθηκε ιραδές, αυτοκρατορικό διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε τάχιστα να απομακρυνθεί ο Κίτρους Παρθένιος από την επαρχία του142 .

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσανατολιζόταν, σύμφωνα με τον πρεσβευτή της Ελλάδος, για την απομάκρυνση του Παρθενίου από την έδρα του. Μόνο ήθελε να έμενε ο Παρθένιος προσωρινά στην επαρχία για τις εορτές του Πάσχα και ενημέρωσε γι’ αυτό τον Βεζύρη (Πρωθυπουργό). Μετά ο Παρθένιος θα πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη και την επαρχία θα αναλάμβανε επιτροπικά ο Αρδαμερίου143. Στο έγγραφό του ο πρεσβευτής ανέφερε ότι ο Πατριάρχης δήλωσε ότι «ἁλυσιτελὲς καὶ ἐπιβλαβὲς ἐθεώρησε πάντοτε καὶ θεωρεῖ νὰ τίθωνται ἐν τῇ πρώτῃ γραμμῇ οἱ Ἀρχιερεῖς, διότι θὰ μείνωσι τὰ μέρη ἄνευ Ἀρχιερέων, ἄνευ πρακτικοῦ ἀποτελέσματος» 144. Παράλληλα ο πρεσβευτής διατύπωνε στον Υπουργό την γνώμη ότι ο Κίτρους Παρθένιος πρέπει να μείνει στην επαρχία του και γι’ αυτό έπρεπε να εξαντληθούν όλα τα ενδεδειγμένα μέσα145. Τα ίδια ανέφερε και ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης σε έγγραφό του προς τον Υπουργό Εξωτερικών, τονίζοντας πως ο Κίτρους έπρεπε να μείνει στην Θέση του, γιατί όλες οι κατηγορίες ήταν ανυπόστατες και αποτελούσαν ραδιουργίες146.

Τέλη Μαΐου 1907 ο Παρθένιος παρουσιάστηκε στην Γενικό Διοικητή Θεσσαλονίκης και έδωσε τις απαραίτητες εξηγήσεις αναφέροντας ότι δεν υπάρχουν Βλάχοι στην επαρχία του, παρά μόνον βλαχόφωνοι Έλληνες και ότι όλες οι κατηγορίες είναι ανυπόστατες και ραδιουργίες της ρουμανικής προπαγάνδας147. Ο Γενικός Διοικητής αφού άκουσε τις εξηγήσεις του Κίτρους, του έδωσε την άδεια να επιστρέψει στην επαρχία του με την ρητή απαίτηση «νὰ ἀποφεύγει ἐπιμελῶς πᾶν δυνάμενον νὰ ἐνοχοποιήσει αὐτὸν ἀπέναντι τῶν Αὐτοκρατορικῶν Ἀρχῶν…»148. Μετά από αυτό επέστρεψε στην Κατερίνη την 1ηΙουνίου149. Τον Ιούλιο όμως του 1907 ο Οθωμανός Υπουργός Δικαιοσύνης απέστειλε τεσκερέ προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στον οποίο ανέφερε ότι δεν έπρεπε να δοθεί άδεια στον επίσκοπο να επιστρέψει στην επαρχία του, γιατί είχε εκδοθεί ήδη ο ιραδές για την απομάκρυνση του επισκόπου. Παράλληλα ανέφερε ότι ο συγκεκριμένος επίσκοπος συνέχισε να ραδιουργεί και να προκαλεί τις οθωμανικές αρχές με την συμπεριφορά του. Τέλος τον Αύγουστο του 1907 και πάλι ο ανωτέρω υπουργός επανήλθε και απαίτησε την απομάκρυνση του γιατί «…ὁ ἐπίσκοπος οὖτος ρέπων εἰς διάπραξιν παντὸς εἴδους ἀπάτης καὶ κακίας…ὅπου καὶ ἂν μεταβῆ καὶ ἐν πάσῃ εὐκαιρία δὲν παύει εἰσηγούμενος τῷ λαῷ εἰσηγήσεις ταραχοποιούς…»150. Ο Κίτρους Παρθένιος παρά τις πιέσεις με την βοήθεια των διαβημάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο είχε πεισθεί από τον πρεσβευτή της Ελλάδος της Κωνσταντινούπολη Ι. Γρυπάρη, παρέμεινε στην θέση του151. Είχε γίνει κατανοητό και στις δύο πλευρές ότι η άμεση υλοποίηση των αξιώσεων της Πύλης για απομάκρυνση των αρχιερέων από την Μακεδονία θα είχε δυσμενή αποτελέσματα στην διεξαγωγή του αγώνα των Ορθοδόξων να παραμείνουν πιστά και εδραία μέλη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Παράλληλα, όπως είδαμε, το Πατριαρχείο εξέφραζε και τις επιφυλάξεις του προς την ελληνική πολιτεία, η οποία, απαιτώντας από τους αρχιερείς να υπηρετούν τους σκοπούς της εθνικής ιδέας, τους εξέθετε σε συγκρούσεις, εκτός από τις προπαγάνδες και με την Πύλη, με αποτέλεσμα το Πατριαρχείο να αναγκάζεται να τους απομακρύνει από τις θέσεις τους χάνοντας έτσι τα πιο ικανά του στελέχη και οι επαρχίες της Μακεδονίας να στερούνται ικανών αρχιερέων.

Οι ενέργειες του Παρθενίου αλλά και άλλων μητροπολιτών της Μακεδονίας έκαμαν τον Ρώσο Αυτοκρατορικό Πολιτικό Πράκτορα της Μακεδονίας να κατηγορήσει σε επιστολή του συγκεκριμένους αρχιερείς της Μακεδονίας, μεταξύ αυτών και τον Παρθένιο, ότι ασκούν προπαγάνδα υπέρ των επαναστατικών ομάδων με αποτέλεσμα η θρησκεία να γίνεται μέσο επίτευξης ενός αιματηρού πολέμου. Σε αυτήν την επιστολή περιέγραφε και τα μέτρα της Οθωμανικής Κυβέρνησης για τον περιορισμό των ενεργειών αυτών152.

Το ζήτημα της απομακρύνσεως του Παρθενίου από την έδρα του έληξε φαινομενικά με την ανακήρυξη του συντάγματος και της επανάστασης των Νεοτούρκων. Κατά το φθινόπωρο του 1907 ο Ματαπάς αναχώρησε από την περιοχή και την θέση του κατέλαβε ο υπαρχηγός του σώματος Γεώργιος Φραγκάκος (Μαλέας), μαζί με τους ντόπιους οπλαρχηγούς Γκόγκο και Ν. Στρέμπινα153. Το σώμα κάτω από την καθοδήγηση του Μαλέα συνέχισε το έργο του Ματαπά και επέβαλε την τάξη στην περιοχή και εξάσκησε τους κατοίκους στα όπλα 154. Η δράση κατά της ρουμανικής προπαγάνδας συνεχίστηκε με επιτυχή αποτελέσματα 155. Ο ρουμανίζων αζάς Τάκης Μπαρμπαγιάννης, στις αρχές του 1908 είχε επιστρέψει στον Ελληνισμό 156. Με την επικράτηση της επανάστασης των Νεοτούρκων και την ανακήρυξη του νέου συντάγματος τον Ιούλιο του 1908, ο ένοπλος Μακεδονικός Αγώνας έπαυσε. Το σώμα Ολύμπου διαλύθηκε και ο Μαλέας αναχώρησε για την Ελλάδα, οι ντόπιοι οπλαρχηγοί επέστρεψαν στα χωριά τους157 και οι μυστικές επιτροπές διαλύθηκαν 158. Αποτιμώντας την δράση της ρουμανικής προπαγάνδας και τους αγώνες του Παρθενίου μέχρι την ανακήρυξη του νέου συντάγματος, παρατηρούμε ότι κάθε δραστηριότητά της στην επαρχία Κίτρους είχε καταπαύσει. Η ενίσχυση των εκπαιδευτικών δομών, η εξάλειψη πάσης διάκρισης στα κοινοτικά δρώμενα και θέσμια μεταξύ βλαχοφώνων και ελληνοφώνων και η σωστή ενημέρωση των βλαχοφώνων για την βλαπτική και απέλπιδα πολιτική της ρουμανικής προπαγάνδας, από τον Παρθένιο, είχαν, όπως είδαμε, θετικά αποτελέσματα. Οι ακατάβλητες και συνεχείς προσπάθειές του αλλά και η σταθερή αφοσίωση της συντριπτικής πλειοψηφίας των βλαχοφώνων της επαρχίας του προς τον ελληνισμό και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είχαν ως αποτέλεσμα η ρουμανική προπαγάνδα να εξαφανισθεί από την επαρχία του και να αποδειχθεί παράλληλα το έωλο αυτής, αφού δεν στηριζόταν σε εθνικο‐ιδεολογικά ερείσματα, αλλά στην κάθε φορά εξαγοραζόμενη συνείδηση κάποιων οργάνων της. Η κύκνεια σπασμωδική κίνησή της θα πραγματοποιηθεί κατά την νεοτουρκική περίοδο, όπως θα δούμε παρακάτω, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

κεφάλαιο από τη Διδακτορική Διατριβή:
Ο Επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας 1904-1933, ο βίος και η δράση του: συμβολή στην επισκοπική ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Τζουμέρκας Παναγιώτης
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογική Σχολή, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας
Θεσσαλονίκη 2004

 

27. Για την δραστηριότητα των προπαγανδών στην Μακεδονία βλ ενδεικτικά Αγγελοπούλου, Αι ξέναι.
28. Σχετ. βλ. Νικολαΐδου, Η ρουμανική.
29. Αυτόθι, σ. 61 κ. ε.
30. Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη , τ. 11, σ. 186. Νικολαΐδου, Η στάση, σ. 331.
31. Βλάχου, Το Μακεδονικόν, σ. 190 κ. ε.
32. Το κείμενο της προκήρυξης αυτής βλ. Καζάζη, Μακεδονία, σ. 467‐469.
33. Βλάχου, Το Μακεδονικόν, σ. 191 κ. ε.
34. Αβέρωφ, Η Πολιτική, σ. 25‐26.
35. Βλάχου, Το Μακεδονικόν, σ. 35.
36. Stavrianos, The Balkans, σ. 494‐495. Σχετικά με τις βουλγαρουμανικές σχέσεις αυτήν την περίοδο βλ. και την μελέτη Popov, The Bulgarian, σ. 27‐47.
37. Ενδεικτικά βλ. Ηλιάδου‐Τάχου, Το Μακεδονικό, σ. 235‐246.
38. Stavrianos, The Balkans, σ. 494‐495. Επίσης Α. Λαζάρου, Θρακολογία, σ. 50.
39. Μια σύνοψη των ρουμανικών θεωριών βλ. Dvoichenko‐Marko, The Origins, σ. 13‐22.
40. Για την καταγωγή των Βλάχων ή Κουτσοβλάχων, Κεραμόπουλου,Κουτσόβλαχοι. Κεραμόπουλου,Οι Έλληνες, σ. 185‐197. Τ. Κατσουγιάννη, Περί των Βλάχων, τ. Α΄. Λαζάρου, Η Αρωμουνική. Lazarou, L’ aroumain. Λαζάρου, Βλέψεις, σ. 321‐346. Λαζάρου, Γλωσσικές, σ. 307‐321. Λαζάρου, Από την Αρμανία, σ. 5‐39. Λαζάρου, Πλάνες, σ. 231‐280. Αβέρωφ, Η Πολιτική. Κολτσίδα, Ιδεολογική. Τρίτου, Βλάχοι.
41. Λαζάρου, Η Αρωμουνική. Lazarou, L’ aroumain, όπου πλούσια βιβλιογραφία και βασική αποδεικτική αναλυτικο‐συνθετική μέθοδος με βάση τα σύγχρονα συγκριτικά δομικά δεδομένα της γλωσσολογίας.
42. Καζάζη, Το Μακεδονικόν, σ. 260‐263. Νικολαΐδου, Η ρουμανική, σ. 82 κ. ε.
43. Βλάχου, Το Μακεδονικόν , σ. 194.
44. Πίνακα ετήσιων δαπανών της ρουμανικής προπαγάνδας στην Μακεδονία βλ. ενδεικτικά στο Кирjазовски, За романската, σ. 82.
45. ΑΛΜΑΖ, Αι ιστορικαί, σ. 161.
46. Βλάχου, Το Μακεδονικόν , σ. 283 κ. ε.
47. ΕΑ 29(1905) 317‐318, όπου το κείμενο του ιραδέ και το τακρίριο του Πατριάρχου.
48. Βλάχου, Ιστορία, σ. 181 κ. ε.
49. Βλ. ενδεικτικά Αβέρωφ, Η πολιτική, σ. 64 κ. ε.
50. Αγγελοπούλου, Η συμβολή, σ. 64‐84.
51. Λαζάρου, Οι Βλάχοι, σ. 139‐148.
52. Βακαλόπουλου, Ιστορία, σ. 342.
53. Λαμπρίδου, Ηπειρωτικά 2, σ. 8. Γκούμας, Λιβάδι, σ. 129, 131, 218. Αδάμου, Κoκκινοπλός, σ. 206‐210.
54. Γκούμας, Λιβάδι, σ. 53‐54.
55. Τότε στην περιοχή της επαρχίας Κίτρους εγκαταστάθηκαν οικογένειες βλαχοφώνων από τις περιοχές της Σαμαρίνας, Σμίξης και Αβδέλας. Βλ. σχετ. Wace – Thompson, The Nomads, σ. 159.
56. Βακαλόπουλου Κ., Η Μακεδονία, σ. 92.
57. ΑΔΙΣ/ΜΑ, ΦΑΚ 92/Υποφ. 29/τμήμα Η’ / έγγραφο 1, φ. 1:22, Στατιστική των καζάδων του Σαντζακίου Θεσσαλονίκης/Καζάς Κατερίνης, φ. 10‐11.
58. Φαργκάνης, Η ρουμανική, σ. 56.
59.Πέρα από της πληροφορίες που μας δίνει ο Παρθένιος, έχουμε πληροφορίες και από την αναφορά του Ρώσου πολιτικού πράκτορα του γραφείου Θεσσαλονίκης, ο οποίος αναφέρει ότι στην Κατερίνη υπήρχε και λειτουργούσε ρουμανικό σχολείο με 5 δασκάλους και 150 μαθητές, βλ. σχετ. ΑΙΜΧΑ/ АПРИ/ ф. Политархив/Φ. 1/264.
60. ΜΜΑ, ΑΥΕ, 1903/ΑΑΚ/Α2, έγγραφο 499/11‐12‐1903, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης προς το Υπουργείο Εξωτερικών.
61. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί η πολύτιμη μαρτυρία του Αναστασίου Αγγελοπούλου. Ο Αναστάσιος Αγγελόπουλος ήταν ο πρώτος γραμματέας της μητρόπολης Κίτρους που προσλήφθηκε μετά την ενσωμάτωση των μητροπόλεων των Νέων Χωρών στην Εκκλησία της Ελλάδος. Τότε οι μητροπόλεις αυτές, με βάση τον καταστατικό νόμο, μπορούσαν να προσλάβουν επισήμως υπαλλήλους γραμματείς. Έτσι προσλήφθηκε περί το 1930 και μαζί με τον ιερέα Κωνσταντίνο Καραλόπουλο, Αρχιερατικό επίτροπο, οργάνωσαν την γραμματεία και τις λοιπές διοικητικές υπηρεσίες της μητρόπολης. Ο Αν. Αγγελόπουλος στις ελεύθερες ώρες του συζητούσε με τον Παρθένιο και κρατούσε σημειώσεις εκ των συζητήσεων αυτών. Εξ αυτών προκύπτει ότι ο Παρθένιος μιλούσε άπταιστα την βλαχική γλώσσα και όταν μετέβαινε στα σπίτια των βλαχοφώνων τους μιλούσε βλάχικα. Αυτή η αμεσότητα της επικοινωνίας έπαιξε, σίγουρα, μεγάλο ρόλο στον περιορισμό της ρουμανικής προπαγάνδας, όπως διηγείται ο μητροπολίτης στο γραμματέα του. Εδώ θέλω να ευχαριστήσω τον καθηγητή μου κ. Αθανάσιο Αν. Αγγελόπουλο, γιο του Αναστασίου Αγγελοπούλου, ο οποίος μου διέθεσε προς μελέτη, μέρος των σημειώσεων αυτών.
62. Παρθενίου, Περιγραφή, σ. 9.
63. Αυτόθι.
64. ΑΥΕ, 1905/Φ. 40/υποφ. 2/τμήμα α΄, έγγραφο 8‐6‐1905, ο Κίτρους Παρθένιος προς το γραφείο της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
65. Αυτόθι.
66. ΑΟΠ, ΚΠΑ, Α΄ 75, σ. 332. Πρβλ. και Τρίτου, Ο Οικουμενικός, σ. 187 [αναδημ. ΗΗ, 1993‐1994, σ. 273].
67. ΑΥΕ, 1904/Φ. 66/υποφ. 1, έγγραφο 219/13‐3‐1904, Ο Οικουμενικός Πατριάρχης προς τον Υπουργό των εξωτερικών.
68. ΑΜΘ, Φ. 147, αρ. 2595, έγγραφο 18‐5‐1904, ο Κίτρους Παρθένιος προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
69. ΑΣΔ, Φ. 138.3/Αθήναι φ. 102/16‐5‐1904.
70. ΑΜΘ, Φ. 8, αρ. 2578, έγγραφο 30‐7‐1903, ο Κίτρους Θεόκλητος προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
71. ΑΥΕ 1905/Φ. 79/υποφ. 1/τμήμα α΄, έγγραφο 8‐1‐1905, Οι κάτοικοι του χ. Χράνη προς τον Κίτρους Παρθένιο.
72. Αβέρωφ, Η Πολιτική, σ. 38. Κατσουγιάννη, Περί των Βλάχων Α΄, σ. 35. Βακαλόπουλου Κ., Η Μακεδονία, σ. 89.
73. Αβέρωφ, Η Πολιτική, σ. 35.
74. ΑΥΕ 1905/Φ. 79/υποφ. 1/τμήμα α΄, έγγραφο 8‐1‐1905, Οι κάτοικοι του χωριού Χράνη προς τον Κίτρους Παρθένιο.
75. ΑΜΘ, Φ. 8, αρ. 2605, έγγραφο 25‐1‐1905, ο Κίτρους Παρθένιος προς τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
76. ΑΥΕ, 1905/Φ. 79/υποφ. 1/τμήμα α’ , έγγραφο 26‐3‐1905, ο Κίτρους Παρθένιος προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
77. ΑΥΕ, 1905/Φ. 79/υποφ. 1/τμήμα α’ , έγγραφο 30‐3‐1905, η μητρόπολη Θεσσαλονίκης προς τον Κίτρους Παρθένιο.
78. ΑΜΘ, Φ. 147, αρ. 2600, έγγραφο 16‐11‐1904, ο Κίτρος Παρθένιος προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
79. Το κείμενο της αναφοράς στα Γαλλικά.
80. ΑΣΔ, Φ. 138.2/62/Documents diplomatiques conflit Gréco‐roumain 1905/p. XXIV, 17/30‐ 5‐1904, Rapport de E. M. de Roumain á Constantinople.
81. ΑΥΕ, 1905/Φ. 40/υποφ. 2/τμήμα α΄, έγγραφο 8‐6‐1905, ο Κίτρους Παρθένιος προς το γραφείο της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
82. ΑΥΕ, 1904/Φ. 66/υποφ. 1, έγγραφο 581//19‐11‐1904, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης προς τον Υπουργό Εξωτερικών.
83. ΜΜΑ, ΑΥΕ, 1904/ΑΑΚ/Κ, έγγραφο 23/15-11-1904, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης προς τον Υπουργό Εξωτερικών.
84. ΑΜΘ, Φ. 147, αρ. 2603, έγγραφο 30‐11‐1904, ο Κίτρους Παρθένιος προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
85. ΑΜΘ, Φ. 8, αρ. 2601, έγγραφο 28‐11‐1904, ο παπα Νικόλαος Δημητρίου προς τον Κίτρους Παρθένιο.
86. ΑΜΘ, Φ. 147, αρ. 2603, έγγραφο 30‐11‐1904, ο Κίτρους Παρθένιος προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
87. Αυτόθι.
88. ΑΜΘ, Φ. 147, αρ. 11, έγγραφο 30‐11‐1904, ο Κίτρους Παρθένιος προς τον καϊμακάμη Κατερίνης.
89. Ο Νικόλαος Μπίτσιου, Βλάχος από την Ήπειρο, είχε αγοράσει μεγάλη έκταση γης μεταξύ των χωριών Κίτρους και Αγ. Ιωάννη. Είχε κάμει σπουδές στο εξωτερικό και γνώριζε αρκετές ξένες γλώσσες, για αυτό αποτέλεσε για χρόνια διερμηνέας του Αγγλικού Προξενείου Θεσσαλονίκης. Κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα εργάσθηκε σθεναρά για την προστασία του Ελληνισμού της περιοχής τόσο έναντι των οθωμανικών αρχών όσο και απέναντι των δραστηριοτήτων της βουλγαρικής και της ρουμανικής προπαγάνδας. Βλ. σχετ. Παρθενίου, Περιγραφή, σ. 59‐60. Κουκούδη, Οι Ολύμπιοι, σ. 191.
90. ΑΥΕ, 1904/Φ. 66/υποφ. 1, έγγραφο 581//19‐11‐1904, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης προς τον Υπουργό Εξωτερικών και ΜΜΑ, ΑΥΕ, 1904/ΑΑΚ/Κ, έγγραφο 23/15-11-1904, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης προς τον Υπουργό Εξωτερικών.
91. ΑΟΠ, ΚΠΑ, Α΄ 78, σ. 308‐309, έγγραφο 7302/19‐11‐1905.
92. Κουκούδη, Οι Βεργιάνοι, σ. 341‐342.
93. ΑΜΘ, Φ. 147, αρ. 2603, έγγραφο 30‐11‐1904, ο Κίτρους Παρθένιος προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
94. ΑΛΜΑΖ, Αι ιστορικαί, σ. 98 κ. ε. Βλάχου, Το Μακεδονικόν, σ. 296.
95. ΑΥΕ, 1905/Φ. 1/υποφ. 1/τμήμα α΄, έγγραφο 2354/17‐6‐1905, ο Υπουργός Εξωτερικών προς το Προξενείο Ελασσόνας.
96. ΕΑ 29(1905) 317‐318, όπου το κείμενο του ιραδέ και το τακρίριο του Πατριάρχη τα σχετικά με το θέμα.
97. ΑΜΘ, φ. 45, αρ. 4235, έγγραφο 17‐5‐1905, Οικουμενικός Πατριάρχης προς τους Αρχιερείς της δικαιοδοσίας του.
98. ΑΥΕ, 1905/Φ. 1/υποφ 1/τμήμα α΄ , έγγραφο 238/24‐3‐1905, ο Πρόξενος Ελασσώνος προς το Υπουργείο Εξωτερικών. ΑΥΕ, 1905/Φ. 84/υποφ. 2, έγγραφο 26‐5‐1905, επιστολή Ν. Χ. Αδαμίδη προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
99. ΑΜΘ, Φ. 8, αρ. 2619, έγγραφο 24‐5‐1905, ο Κίτρους Παρθένιος προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
100. ΑΜΘ, Φ. 8, αρ. 2636, έγγραφο 31‐5‐1905, ο Κίτρους Παρθένιος προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
101. ΑΔΙΣ/ΜΑ/Φ. 30/υποφ. Α΄/αρ. 3, έγγραφο 179/10‐6‐1905, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης προς το Υπουργείο Εξωτερικών.
102. ΑΙΜΧΑ/Ζ/Φ. 17/350/φ. 1‐21:18.
103. Επίσημα Έγγραφα περί της εν Μακεδονία Οδυνηράς Καταστάσεως, Εν Κωνσταντινουπόλει 1906, ανατ. Θεσσαλονίκη 1993 (επιμ. ανατ. Αθ. Αγγελόπουλος), σ. με΄.
104. ΑΜΘ, Φ. 8, αρ. 2636, έγγραφο 31‐5‐1906, ο Κίτρους Παρθένιος προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
105. Paillarès, Η Μακεδονική, σ. 302.
106. ΑΜΘ, Φ. 8, αρ. 2636, έγγραφο 31‐5‐1906, ο Κίτρους Παρθένιος προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
107. ΑΜΘ, Φ. 8, αρ. 2641, έγγραφο 6‐9‐1906, ο Κίτρους Παρθένιος προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
108. ΑΟΠ, ΚΠΑ, Α’ 79, σ. 7, έγγραφο 133/9‐1‐1906.
109. Τσακούμη, Η απελευθέρωση, σ. 40‐41.
110. ΜΜΑ, ΑΥΕ, 1906, ΑΑΚ/Β Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 16/9‐1‐1906, ο Γενικός Πρόξενος προς το Υπουργείο Εξωτερικών.
111. ΑΜΘ, Φ. 8, αρ. 2632, έγγραφο 15‐1‐1906, ο Κίτρους Παρθένιος προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
112. Αυτόθι, επίσης βλ. ΑΟΠ, ΚΠΑ, Α΄ 79, σ. 19, έγγραφο 530/21-1-1906.
113. ΑΥΕ, 1911/Φ. Προξενικά/έγγραφο 846/28‐11‐1907, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης προς το Υπουργείο Εξωτερικών, με το οποίο διαβιβάζει έκθεση για τα γεγονότα στο διαμέρισμα Ολύμπου Βεροίας.
114. ΑΙΜΧΑ/Ζ΄/Φ. 20/18/φ. 1‐6: 4.
115. ΑΙΜΧΑ/Ζ΄/Φ. 20/19/φ. 1‐5: 4.
116. Πολύζου – Μαμέλη, Ιστορία, σ. 60.
117. ΒΟΑ, ΤFR, 1SL 149/14840, έγγραφο 845/1323 [1907].
118. ΒΟΑ, ΤFR, 1SL 149/14840, τηλεγράφημα 18 Haziran 1323 [1907].
119. Παρθενίου, Περιγραφή, σ. 23. Πολύζου – Μαμέλη, Ιστορία, σ. 60‐61.
120. Την αναφορά την υπογράφουν 480 βλαχόφωνοι (άντρες) κάτοικοι της Κατερίνης.
121. ΕΑ 31(1907) 159. Εκ των όσων σε αυτήν περιλαμβάνονται, αλλά και από το ύφος και τις διάφορες ερμηνείες και συσχετίσεις στις οποίες προβαίνει μπορούμε να πούμε ότι ο συντάκτης πρέπει να ήταν ο Παρθένιος. Στην αναφορά αυτή άξιο παρατηρήσεως τυγχάνει η ερμηνεία του ονόματος Βλάχος. Συγκεκριμένα οι βλαχόφωνοι της Κατερίνης γράφουν: «…ἐπειδή ἔτυχε μετά τῆς καθαρᾶς Ἑλληνικῆς γλώσσης νά ὁμιλῶμεν ἰδιαιτέρως εἰς τάς οἰκίας ἡμῶν καί ἑλληνοβλαχικόντι ἰδίωμα γλωσσικόν (παρεφθαρμένην δηλονότι τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν μετά τινων λατινισμῶν), ἐπάγγελμα δέ νά ἔχωμεν, ἀρχῆθεν, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, τό βόσκειν πρόβατα (ζῶα δηλαδή ἅτινα βλήχουσι‐βελάζουσι), διά ταῦτα Ἑλληνόβλαχους ἤ Κουτσόβλαχους ἤ καί ἁπλῶς Βλάχους ὠνόμασαν ἡμᾶς έκ τοῦ ἀρχικοῦ ἡμῶν ἐπαγγέλματος, ὅπερ καί σήμερονπολλοί ἐξ ἡμῶν ἐξακολουθοῦσι, κεχαγιάδες ὄντες » (αυτόθι, σ. 159). Ουσιαστικά ανάγουν την λέξη Βλάχος και την συσχετίζουν με τις επαγγελματικές τους ασχολίες και αποκλείουν οποιαδήποτε εθνική σημασία. Ολόκληρο το κείμενο αυτό βλ. στο παράρτημα της παρούσας εργασίας.
122. ΕΑ 31(1907) 160 και 224.
123. Τα χωριά αυτά, απέστειλαν κοινή αναφορά την οποία υπογράφουν 548 βλαχόφωνοι κάτοικοι τους.
124. Την αναφορά υπογράφουν 329 βλαχόφωνοι κάτοικοι.
125. Τα τρία αυτά χωριά απέστειλαν κοινή αναφορά την οποία υπογράφουν 286 βλαχόφωνοι κάτοικοι τους.
126. Την αναφορά υπογράφουν 172 βλαχόφωνοι κάτοικοι.
127. Την αναφορά υπογράφουν 71 βλαχόφωνοι κάτοικοι.
128. Τα χωριά αυτά απέστειλαν κοινή αναφορά την οποία υπογράφουν 217 βλαχόφωνοι κάτοικοι αυτών.
129. ΕΑ 31(1907) 160.
130. ΑΥΕ, 1908/ Φ. 84/υποφ. 1, Κατάλογος των εν τη Ιερά Επισκοπή Κίτρους Ελληνοβλάχων (1907).
131. Οι βλαχόφωνοι που καταγράφηκαν σε κάθε οικισμό ήταν οι εξης: Κατερίνη 444, Πάλιανη 241, Καλύβια Κίτρους 123, Κίτρος 17, Χράνη 45, Κολοκούρι 95, Καρίτσα 233, Μαλαθριά 47, Λιτοχώρου 61, Παντελεήμων και Πούρλια 19, Καλύβια Κονταριωτίσης 169, Αγίου Ιωάννου 164, Βρωμερής 55, Κορινού 54, Κολινδρού 38, Λιμπανόβου 44, Λότζιανου 10, Σφίντσας 19, Μελίκης 24, Νεόκαστρου 15, Βουλτίστης 35 και Καστανιάς 48.
132. ΕΑ 31(1907) 209.
133. ΑΥΕ, 1907/Φ. 10/υποφ. 3, έγγραφο 26‐3‐1907, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης προς το Υπουργείο Εξωτερικών.
134. Σχετικά με τους σκοπούς και στόχους του Χρ. Τζέγκα έχουμε να παρατηρήσουμε ότι όταν τα ανταρτικά ελληνικά σώματα προέβησαν σε εκτεταμένες δολιοφθορές, στα περιουσιακά του στοιχεία, ενώ η υπολογισθείσα ζημία ήταν της τάξης των 800 λιρών αυτός διατυμπάνιζε ότι η ζημία ξεπερνούσε τις 4.000 οθωμανικές λίρες, γιατί ήθελε να εισπράξει το υψηλό αυτό ποσό σαν αποζημίωση από το ρουμανική πρεσβεία, βλ. σχετ. ΑΔΙΣ/ΜΑ/Φ. 20/υποφ. Β/ αρ. 1.
135. ΑΥΕ, 1907/Φ. 10/υποφ. 3, έγγραφο 26‐3‐1907, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης προς το Υπουργείο Εξωτερικών.
136. Βοβολίνη, Η Εκκλησία, σ. 211‐212. Γερομιχαλού, Η εθνική, σ. 22‐23.
137. Ο Γρεβενών τότε ήταν ο Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης, ο οποίος μετά από αφόρητες πιέσεις της Πύλης προς το Πατριαρχείο κλήθηκε συνοδικός, σχετ. Κωσταρίδου, Η σύγχρονος, σ. 187. Επίσης βλ. Ι. Κωνσταντινίδη, «Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης», ΘΗΕ 1(1962), στ. 83‐84.
138. ΑΥΕ, 1907/Φ. 69, έγγραφο 231/2‐5‐1907, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης προς το Υπουργείο Εξωτερικών.
139. Το κείμενο του τεσκερέ βλ. ΑΜΘ, Φ. 8, αρ. 2653, έγγραφο 3‐3‐1907, ο Οθωμανός Υπουργός Δικαιοσύνης προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Επίσης πρβλ Παρθενίου, Περιγραφή, σ. 15‐16.
140. Το κείμενο του υπ. αριθμ. 2264/26‐3‐1907 ανωτέρω τεσκερέ βλ. Παρθενίου, Περιγραφή , σ. 16‐17.
141. ΑΥΕ, 1907/Φ. 69/υποφ. 2, έγγραφο 231/2‐5‐1907, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης προς το Υπουργείο Εξωτερικών, στο οποίο διαβιβάζει τον με αριθμό 2342/3‐4‐1907 τεσκερέ του οθωμανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης. Το κείμενο του ανωτέρω τεσκερέ βλ. επίσης Παρθενίου, Περιγραφή, σ. 16‐19.
142. Το κείμενο του υπ. αριθμ. 2427/7‐4‐1907 ανωτέρω τεσκερέ βλ. ΑΥΕ, 1907/Φ. 69/υποφ. 2, έγγραφο 231/2‐5‐1907, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης προς το Υπουργείο Εξωτερικών και Παρθενίου, Περιγραφή, σ. 19‐20.
143. ΑΙΜΧΑ/Α/Φ. 5/11/ έγγραφο 318/12‐4‐1907, ο Πρεσβευτής της ελληνικής πρεσβείας Κωνσταντινούπολης προς τον Υπουργό των εξωτερικών.
144. Αυτόθι.
145. Αυτόθι.
146. ΑΥΕ, 1907/Φ. 69/υποφ 2, τηλεγράφημα 241/27‐4‐1907, ο Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης προς τον Υπουργό Εξωτερικών.
147. Πᾳρθενίου, Περιγραφή, σ. 23.
148. ΑΥΕ, 1907/Φ. 69/υποφ. 2, έγγραφο 375/11‐7‐1907, τηλεγράφημα του Γενικού Προξένου Θεσσαλονίκης προς το Υπουργείο Εξωτερικών.
149. Αυτόθι.
150. Παρθένιος, Περιγραφή, σ. 22.
151. ΑΥΕ, 1907/Φ. 69/υποφ. 2, έγγραφο 662/27‐7‐1907, ο Πρεσβευτής της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη προς το Υπουργείο Εξωτερικών.
152. ΑΙΜΧΑ/АПРИ, (Αρχείο Αυτοκρατορικού (Ρωσικού) Πολιτικού Πρακτορείου στη Μακεδονία)/Φ. 2/264/φ. 1‐2. Μαζί με τον Παρθένιο κατηγορούνταν και οι μητροπολίτες: Σερρών, Δράμας, Φλωρίνης, Μοναστηρίου(sic), Καραφερίας(sic), και Κοζάνης.
153. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Μακεδονικός, σ. 266.
154. ΑΥΕ, 1908/Φ. 111/υποφ. 1/τμήμα β΄, Έκθεσις των κατά μήνα Μάιον συμβάντων εν τω Σαντζακίω Θεσσαλονίκης, σ. 1. Επίσης πρβλ. Βακαλόπουλου Κ., Μακεδονικός, σ. 308.
155. Οποιαδήποτε προσπάθεια αναπτύξεώς της καταπνίγονταν από το σώμα Ολύμπου, το οποίο το 1908 φόνευσε στο χωριό Καλύβια Κίτρους τον κεχαγιά Αδάμ Σαμαρά, γιατί πρόδιδε τις κινήσεις των σωμάτων, τον ρουμανίζοντα διερμηνέα του καζά Κατερίνης Αθανάσιο Παπαϊωάννου κοντά στο χ. Μηλιά και στην Λεπτοκαριά τον Τόλη. Βλ. σχετ. Κάκκαβου, Απομνημονεύματα, σ. 167.
156. ΑΥΕ, 1908/Φ. 111/υποφ. 1/τμήμα β΄, Έκθεσις των κατά μήνα Μάιον συμβάντων εν τω Σαντζακίω Θεσσαλονίκης, σ. 1.
157. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Μακεδονικός, σ. 294‐295. Επίσης Βακαλόπουλου Κ., Μακεδονικός, σ. 308 και 320.
158. Παρθενίου, Περιγραφή, σ. 14.

Αναζήτηση