H Ιεροπηγή ένα χωριό που βρίσκεται βορειοδυτικά της Καστοριάς είναι ένα από τα λίγα βλαχόφωνα χωριά της περιοχής. Οι βλάχοι της Ιεροπηγής ανήκουν στον γενικότερο κλάδο των λεγόμενων αρβανιτοβλάχων που ονομάζονται έτσι γιατί εκτός από τα βλάχικα μιλούσαν και τα αλβανικά πιθανόν λόγω της γειτνίασής τους με αλβανόφωνους πληθυσμούς.
Κάποτε μπορούσαν να είναι και τρίγλωσσοι και τότε μιλούσαν εκτός από την βλάχικη, την αλβανική και την ελληνική. Η περιοχή της καταγωγής τους είναι το βορειότερο τμήμα της Ηπείρου στην σημερινή Νότιο Αλβανία, και κυρίως η περιοχή της Κολόνια γι’αυτό ονομάζονται και Κολονιάτες. Οι Αρβανιτόβλαχοι αποτελούν έναν από τους κλάδους των Αρωμούνων βλάχων. Οι άλλες ομάδες στις οποίες αναφέρεται και ο George Marcu στην μελέτη-συλλογή του Folklor Muzical Aroman (Marcu 1977,13-14), είναι οι Πινδικοί και οι Μοναστηριώτες βλάχοι. Οι Αρβανιτόβλαχοι αλλά και οι βλάχοι της Πινδου δεν αυτοπροσδιορίζονται ως «βλάχοι», αλλά ως «Αρ’μάνοι». Ειδικότερα, οι Βλάχοι της Πίνδου αυτοπροσδιορίζονται ως «Armînu» ενώ οι Αρβανιτόβλαχοι αυτοπροσδιορίζονται με την παραλλαγή της ίδιας ονομασίας ως «Rîmăn».
Στα 1840, ύστερα από ληστρικές επιθέσεις Τουρκαλβανών, αναφέρεται πως καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε ο μεγάλος οικισμός των Αρβανιτόβλαχων στο Μπιτσικόπουλο. Τότε το μεγαλύτερο μέρος των οικογενειών που είχαν εγκατασταθεί εκεί από την εποχή του Αλή Πασά, έφυγε για περισσότερη ασφάλεια στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, όπου συνέχισαν τη νομαδοκτηνοτροφική ζωή, μετακινούμενοι ανάμεσα στα Άγραφα και άλλες ορεινές περιοχές της Ευρυτανίας, αλλά και της Ηπείρου, στο τουρκικό τότε ακόμη έδαφος, και τις χαμηλές περιοχές της Ξηρόμερου-Ακαρνανίας μέχρι τις εκβολές του Αχελώου.
Ο L. Heuzey αναφέρει πως στα 1856 αριθμούσαν συνολικά 800 οικογένειες, (περίπου 4.000 με 5.000 ψυχές) και σχημάτιζαν 12 μεγάλα χειμαδιά, που αριθμούσαν το καθένα από 50 έως 100 οικογένειες.[1]
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Μοσχόπολη και οι βλάχικοι οικισμοί της περιοχής της γνώρισαν το απόγειο της ανάπτυξης και της ακμής, αλλά και μία σειρά από αξεπέραστες καταστάσεις που οδήγησαν σε καταστροφές και μαρασμό.
Βέβαια, τα θεμέλια για αυτή την ένδοξη εποχή είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, όταν η Μοσχόπολη ενδυναμώνονταν όχι μόνο πληθυσμιακά, αλλά οικονομικά και πολιτισμικά. Ενδεικτικό αυτής της εξέλιξης είναι το κτίσιμο, γύρω στο 1630, του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου.
Σε κάποιες εργασίες η Μοσχόπολη αναφέρεται πως ήταν τότε η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη των Οθωμανικών Βαλκανίων, μετά βέβαια από την Κωνσταντινούπολη. Γεγονός μάλλον απίθανο αν αναλογιστούμε πόλεις όπως τη Θεσσαλονίκη και την Αδριανούπολη.
Το 1854 ξέσπασε ο Κριμαϊκός Πόλεμος και τα γεγονότα του επηρέασαν το νεοσύστατο ακόμη ελληνικό κράτος. Προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν τα πολιτικά και στρατιωτικά σύμβαντα οι ιθύνοντες της Αθήνας ξεσήκωσαν τους χριστιανούς κατοίκους της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Νότιας Μακεδονίας ελπίζοντας πως θα μπορούσαν να επεκτείνουν τα σύνορα της μικρής τότε Ελλάδας που έφτανε από τον Παγασητικό μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο.
Η επαναστατική κίνηση χαρακτηριζόταν από έλλειψη κατάλληλης οργάνωσης και υποστήριξης από τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις. Έτσι οι Τούρκοι μπόρεσαν να εξουδετερώσουν την κίνηση σχεδόν από την γέννηση της. Ένας από τους υποστηρικτές της επανάστασης ήταν και ο Θεόδωρος Ζιάκας, απόγονος της οικογένειας των αρματολών της περιοχής των Γρεβενών και στενός συνεργάτης των βλάχων της περιοχής. Καθώς οι επαναστατικές κινήσεις φαίνεται πως εκδηλώθηκαν μέσα στην άνοιξη του 1854, τα φαλκάρια από τα διάφορα ημινομαδικά βλαχοχώρια κατά μήκος της Βόρειας Πίνδου βρίσκονταν ακόμη στα θεσσαλικά χειμαδιά.