Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην παρούσα μελέτη καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι οικισμοί της περιοχής του Μετσόβου και γενικά της Πίνδου ανάλογα τη γεωγραφική τους θέση, την ιστορική τους πορεία και τους πόρους που διέθεταν ανέπτυσσαν ένα ευρύ φάσμα αγροτικών δραστηριοτήτων. Αν εξαιρέσουμε τους απόλυτα κτηνοτροφικούς οικισμούς, οι οποίοι εγκαταλείπονταν το χειμώνα από τους κατοίκους τους, οι υπόλοιποι διατηρούσαν πάντα μία γεωργική βάση. Το γεγονός δε ότι η γεωργική παραγωγή δεν ήταν πλεονασματική, δεν την καθιστά μία περιθωριακή οικονομική δομή. Απλώς, η οικονομική και δημογραφική άνοδος που βιώνει η οροσειρά, κυρίως μετά τον 18ο αιώνα διαφοροποιεί την σχέση των οικισμών με την γεωργική οικονομία. Μερικοί εξ’ αυτών διατηρούν στο ακέραιο τη γεωργική τους βάση, σε ορισμένους περιορίζεται σε τμήματα των πληθυσμών, ενώ υπήρξαν και οικισμοί που την ανέτρεψαν εντελώς μεταστρεφόμενοι αποκλειστικά στον κτηνοτροφικό κλάδο. Επίσης, και σε επίπεδο κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων η γεωργική παραγωγή διαφοροποιείται ανάλογα με τους οικονομικούς σκοπούς που εξυπηρετούσε.
Την Κυριακή 17 Μαΐου πραγματοποιούνται στο Λουτρό των Αέρηδων στην Πλάκα τα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας Μέτσοβο 1900, H καθημερινή ζωή στις ορεινές κοινότητες της Ηπείρου στις αρχές του 20ου αιώνα. Η έκθεση, που θα διαρκέσει απο τις 17 Μαΐου εως 12 Ιουλίου 2015, περιλαμβάνει φωτογραφίες της Μυρτώς Παπαδοπούλου που αναβιώνουν την καθημερινή ζωή στον ορεινό οικισμό του Μετσόβου στις αρχές του 20ου αιώνα. Χρησιμοποιώντας αυθεντικά ρούχα και αντικείμενα της εποχής, οι φωτογραφίες μας ταξιδεύουν σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών που μεταμορφώνουν τις ορεινές κοινότητες της Πίνδου και μας καλούν να ανακαλύψουμε άγνωστες πτυχές της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωή του Μετσόβου. Μέσα από τη διαρκή επαφή με Ανατολή και Δύση και την αφομοίωση νέων προτύπων και συνηθειών, το Μέτσοβο του 1900 μας αποκαλύπτει έναν κόσμο που βασίζεται στην αλληλεγγύη, την αυτόχθονη βιώσιμη παραγωγή, την παιδεία και τον ευεργετισμό, αρχές που είναι ιδιαίτερα σημαντικές και επίκαιρες στην εποχή μας.
Στις αρχές του 18ου αιώνα το Ζαγόρι αποκτά την οικιστική μορφή και τη γεωγραφική έκταση με την οποία και σήμερα μας είναι γνωστό. Η περιοχή αυτή διαιρείται άτυπα, περισσότερο για λόγους ιστορικούς παρά για λόγους μορφολογίας, σε τρία τμήματα: το Δυτικό Ζαγόρι ή «Κατούμενα» που αποτελείται από 12 χωριά, το Κεντρικό Ζαγόρι ή «Βοϊνίκο» που αποτελείται από 21 χωριά, και το Ανατολικό Ζαγόρι ή «Βλαχοζάγορο» που αποτελείται από 12 χωριά.
Για την παρουσία των Βλάχων στο Ζαγόρι η παλαιότερη υπόθεση του Λαμπρίδη (1889α: 37) ότι το βλάχικο στοιχείο ήταν «δέσποσαν κατ' αρχάς και του ημίσεως ίσως του Ζαγορίου», φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τη σύγχρονη γλωσσολογική διερεύνηση της προέλευσης των τοπωνυμίων στο Ζαγόρι από τον Κ. Οικονόμου (Τοπωνυμικό Ζαγορίου 1991: 972, 975), με τον εντοπισμό των κυριότερων ξενόθετων αρωμουνικής προέλευσης τοπωνυμίων στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της περιοχής.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι μόνο τρία από τα ονόματα των (σημερινών) οικισμών αποτελούν τοπωνύμια ξενόθετα αρωμουνικής προέλευσης (Βραδέτο, Σοποτσέλι και Τσερβάρι - Οικονόμου 1991: 575, 561, 660, 976) θα μπορούσε να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα πως το Ζαγόρι κατοικήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από νομαδικούς βλαχόφωνους πληθυσμούς, που όμως άργησαν, σχετικά, να εγκατασταθούν.
Οι Αρωμουνοι Βλάχοι χαρακτηρίζονται από δύο πολυφωνικά συστήματα: ένα ετεροφωνικό που χαρακτηρίζει τους Βλάχους της Πίνδου και που ονομάστηκε από τον George Marcu «αυθόρμητη πολυφωνία» (spontaneous polyphony), και ένα δεύτερο τρίφωνο πολυφωνικό που παρουσιάζεται στους Φαρσεριώτες Βλάχους της Βόρειας Ηπείρου στη σημερινή Νότιο Αλβανία με ξεκάθαρους ρόλους ανάμεσα στις φωνές. Οι παλαιότερες μουσικολογικές απόψεις επανεξετάζονται με βάση επιπλέον στοιχεία που προέρχονται από επιτόπια έρευνα στην περιοχή τής Βόρειας Πίνδου και της Θεσσαλίας. Επιπλέον επιχειρείται μέσα από τη μουσικολογική έρευνα να δοθεί ερμηνεία σχετικά με τους πιθανούς λόγους εξέλιξης της πολυφωνίας στις δύο αυτές μεγάλες ομάδες των Βλάχων.
Ο όρος «πολυφωνία» στην παραδοσιακή μουσική δεν αφορά τη στενή και πλέον συγκεκριμένη έννοια με την οποία χρησιμοποιείται στην ευρωπαϊκή μουσική. Σύμφωνα με την άποψη του Bruno Nettl, είναι περισσότερο δόκιμο να κάνουμε χρήση του όρου αυτού για οποιαδήποτε συνήχηση διαφορετικών τονικών υψών (Nettl 1977: 77).