Featured

Οι Βλάχοι της Αλμωπίας (Βυζαντινό θέμα Μογλενών)

Μογλενίτισσες από τη Χούμα, αρχές 20ου αιώναΠάνω στο όρος Πάικο, στα σύνορα των νομών Πέλλας και Κιλκίς, συναντούμε δύο ομάδες βλαχόφωνων χωριών, τη δυτική, που ανήκει στην επαρχία Αλμωπίας του νομού Πέλλας και την ανατολική, που ανήκει στην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς

Στην επαρχία Αλμωπίας βρίσκουμε τα χωριά Αρχάγγελος (παλ. Όσιανη), Λαγκαδιά (παλ. Λουγκούντσα, Λούτζιν), Περίκλεια (παλ. Μπιρισλάφ) και μέχρι το 1922 συμπεριλαμβανόταν και το χωριό Νότια, το οποίο σήμερα κατοικείται από πρόσφυγες Μικρασιάτες. Στην επαρχία Παιονίας συναντούμε την ανατολική ομάδα που περιλαμβάνει τα χωριά Σκρα (παλ. Λιούμνιτσα), Κούπα, Κάρπη (παλ. Τσέρνα-ρέκα), και Καστανερή (παλ. Μπαροβίτσα). Τις δύο αυτές ομάδες συμπληρώνουν τα χωριά, Χούμα, Κοϊνσκό και Σερμενίν που βρίσκονται στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας,
Πρέπει, τέλος, να αναφέρουμε ότι πάνω στο Πάικο συναντούμε και ένα άλλο βλαχόφωνο χωριό, τα Μεγάλα Λιβάδια, το οποίο δεν συνδέεται ούτε ιστορικά ούτε γλωσσικά με τα προηγούμενα χωριά, αλλά αποτελεί νεότερο εποικισμό (εποχής του Αλή Πασσά) από τη Γράμμοστα και τη Δυτική Μακεδονία.
Οι κάτοικοι αυτών των χωριών αυτονομάζονται Vlaû Vlaši (=Βλάχος, Βλάχοι) γιατί από το ιδίωμα τους λείπει ο φθόγγος (χ), τουλάχιστον σε παλιότερη εποχή, και διαφέρουν γλωσσικά από τους υπόλοιπους Βλάχους του ελληνικού χώρου, τους γνωστούς μας Κουτσοβλάχους που συναντούμε κυρίως στην Ήπειρο, Θεσσαλία και δυτική Μακεδονία.
Στην ξένη και διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται ως Μογλενίτες Βλάχοι και η γλώσσα τους ως Μογλενιτική (Méglénoroumains, Meglenit/meglenoromân). Η ονομασία αυτή είναι λόγιας καταγωγής και προέκυψε από το βυζαντινό θέμα των Μογλενών ή Μεγλένων, που εδαφικά ανταποκρινόταν και στις περιοχές που βρίσκονται διασκορπισμένα σήμερα τα «Μογλενοχώρια».
Η γλώσσα τους αποτελεί ένα από τα τέσσερα νεολατινικά ιδιώματα που κληροδότησε η λατινική στη Βαλκανική Χερσόνησο (τα άλλα τρία είναι: η κουτουβλαχική, η δακορουμανική = ρουμανική και η ιστρορουμανική),
Σήμερα τα βλαχόφωνα αυτά χωριά βρίσκονται σε παρακμή, τόσο δημογραφική όσο και γλωσσική. Η μετανάστευση εσωτερικού και εξωτερικού τα έχει αποψιλώσει από τον ενεργό πληθυσμό με κάποιες εξαιρέσεις (π.χ. Αρχάγγελος), ενώ οι γνήσιοι ομιλητής του ιδιώματος δεν ξεπερνούν τις δύο με τρεις χιλιάδες άτομα.
Δυστυχώς η ελληνική επιστήμη, ιστορική και γλωσσική, δεν ασχολήθηκε μ' αυτά τα χωριά και τη γλώσσα τους. Έχουμε ελάχιστες αναφορές, ερασιτεχνικές σχεδόν στο σύνολό τους, όσον αφορά το ιστορικό μέρος και απλές μνείες σε διάφορα ιστορικά έργα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η μοναδική ερευνήτρια που ασχολήθηκε κατά τρόπο επιστημονικά με την ιστορία, τη γλώσσα και τη λαογραφία των Μογλενιτών Βλάχων, είναι η Μαρία Παπαγεωργίου, άριστη γνώστρια της γλώσσας τους και της ιστορίας τους. Αντίθετα, οι ξένοι ερευνητές, κυρίως Γερμανοί και Ρουμάνοι, ασχολήθηκαν από τα τέλη του περασμένου αιώνα, τόσο με την ιστορία όσο και με την γλώσσα τους. Μολονότι πολλές φορές οι προθέσεις τους δεν ήταν καθαρά επιστημονικές, στη διεθνή βιβλιογραφία εμφανίζονται ως οι μόνοι που ασχολήθηκαν με τους Μογλενίτες Βλάχους και φυσικά τα συμπεράσματά τους γίνονται αποδεκτά από την πλειοψηφία των ειδικών, αφού δεν υπάρχει και τη γνώμη της άλλης πλευράς ή μια διαφορετική άποψη.
Ο πρώτος που μνημονεύει στα νεότερα χρόνια τους Μογλενίτες Βλάχους είναι ο Έλληνας B. Nikolaidy, Les Turcs et la Turquie contemporaine, Paris 1859 (2 τομ.). Ακολουθούν οι ξένοι, κυρίως, ερευνητές, όπως ο G. von Hahn, 1867, Picot, 1875, Popilian, 1885, Weigand, 1892, Nenițescu, 1895, Papahagi, 1900, 1902, Capidan, 1925, 1928, 1935 και στα νεότερα χρόνια: Μ. Caragiu - Mareoțeanu, 1975, P. Atanasov, 1973. 1976, 1990, B. Wild, 1983 και Μ. Παπαγεωργίου, 1966, 1969, 1970, 1976, 1984, 1992, 1995, 1996.
Τα βασικά προβλήματα που απασχόλησαν τους ερευνητές σχετικά με τους Βλάχους της Αλμωπίας είναι δυο: η καταγωγή τους και το γλωσικό τους ιδίωμα. Σχετικά με το ζήτημα της καταγωγής των Μογλενιτών συναντούμε τα ίδια προβλήματα με το αντίστοιχο πρόβλημα των Κουτσαβλάχων: λείπουν οι συγκεκριμένες ιστορικές μαρτυρίες και αποδείξεις, ενώ οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι ελάχιστες και πενιχρές. Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι το εξής: οι διάφορες απόψεις που υποστηρίχτηκαν κατά καιρούς ν' αποτελούν μόνο λογικές υποθέσεις που συχνά αλληλοσυγκρούονται μεταξύ τους. Αξιοπαρατήρητο είναι ότι όλοι, όσοι ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό, δεν συμπεριλαμβάνουν στις υποθέσεις τους και την περίπτωση της εντοπιότητας τους. Όλοι, εκ προυιμίου, τους θεωρούν έποικους από άλλα, βορειότερα, σημεία της Βαλκανικής, χωρίς να διαθέτων κανένα ιστορικό στοιχείο ή μαρτυρία.
Οι κυριότερες απόψεις, σχετικά με την καταγωγή τους είναι οι εξής: Ο Weigand, 1892, 54, ισχυρίζεται ότι οι Βλάχοι των Μογλενών αποτελούν υπολείμματα του βλαχοβουλγαρικού κράτους του τέλους του 12ου αιώνα που επαναστάτησε εναντίον των Βυζαντινών. Μετά την διάλυση του βλαχοβουλγαρικού κράτους, ομάδες Βλάχων καταφεύγουν στα ανατολικά της Αλμωπίας (θέμα Μογλενών) και στο όρος Πάικο. Κρίνοντας ο Capidan, 1925, 55, την άποψη του Weigand αναφέρει ότι: «Ο Weigand δεν προσφέρει, για την υποστήριξη αυτής της άποψης κανένα επιχείρημα πέρα από την ανθρωπολογική εμφάνιση των Μογλενιτών η οποία απομακρύνεται από τον καυκασιακό τύπο». Μια δεύτερη άποψη είναι αυτή που υποστηρίχτηκε από τον Ν. Jorga/Capidan, 1925, 56, που ισχυρίζεται ότι οι Μογλενίτες Βλάχοι αποτελούν τμήμα των Βλάχων που συμμάχησαν με τον τσάρο Σαμουήλ και αργότερα αιχμαλωτίστηκαν από τον Βασίλειο Β΄. Ο τελευταίος τους μετέφερε στη Ροδόπη όπου και παρέμειναν πολλά χρόνια απομονωμένοι, γεγονός που συνετέλεσε σε ορισμένες γλωσσικές ιδιομορφίες που απόκτησε το γλωσσικό τους ιδίωμα. Και η υπόθεση αυτή δεν στηρίζεται σε καμιά μαρτυρία ή πληροφορία, όπως ισχυρίζεται πάλι ο Capidan, ο οποίος προσπάθησε να λύσει το ζήτημα της καταγωγής με την εξέταση του γλωσσικού ιδιώματος των Μογλενιτών Βλάχων. Επιγραμματικά αναφέρει για την συγκεκριμένη περίπτωση ότι ισχύει το limba noastra represintă istoria noastră (=η γλώσσα μας καθρεφτίζει την ιστορία μας), γιατί ήταν απογοητευμένος από την έλλειψη ιστορικών αποδείξεων. Έτσι, το λατινογενές ιδίωμα των Μoγλενιτών αποτέλεσε ένα από τα βασικά στοιχεία για τη διερεύνηση και του προβλήματος της κατάγωγης αυτής της ομάδας των Βλάχων. Αλλά και στο θέμα της γλώσσας συναντούμε αλληλοσυγκρουόμενες υποθέσεις μεταξύ των ερευνητών. Κατά τον κορυφαίο Ρουμάνο γλωσσολόγο Densusinnu, 1901, το γλωσσικό ιδίωμα των Μογλενιτών μας οδηγεί να τους θεωρήσουμε τμήμα του δακορουμανικού κορμού και όχι του κουτσοβλαχικού.
Κατά συνέπεια, και η γλώσσα τους βρίσκεται πιο κοντά στα δακορουμανικά (=ρουμανικά) παρά στα βλάχικα. Οι διαπιστώσεις αυτές του Ροuμάνου γλωσσολόγου υποδηλώνουν ότι οι Μογλενίτες ήταν Δακορουμάνοι που αποσχίστηκαν από τον κύριο κορμό και όδευσαν προς τα νότια στις σημερινές τους κατοικίες, και η γλώσσα τους συγγενεύει περισσότερο με τα ρουμανικά παρά με τα κουτσοβλαχικά.
Τη γνώμη αυτή του Dersusianu απορρίπτει ο Capidan, 1975, 164, ύστερα από σοβαρή συγκριτική μελέτη της διακορουμανικής, κουτσοβλαχικής και μογλενιτικής. Συγκεκριμένα, o Capidan πιστεύει ότι η γλώσσα των Μογλενιτών Βλάχων αποτελεί νεολατινικό ιδίωμα της Βαλκανικής, ανεξάρτητο από τη δακορουμανική, κουτσοβλαχική και ιστρορουμανική, όπως άλλωστε αναφέρεται και στα περισσότερα εγχειρίδια της Ρωμανικής Γλωσσολογίας. Δεύτερον, διαπιστώνει ότι η γλώσσα των Μογλενιτών συγγενεύει περισσότερο με την κουτουβλαχική και λιγότερο με την δακορουμανική, όπως υποστήριζε ο Densusianu. Σήμερα τη γνώμη του Capidan την αποδέχεται το σύνολο σχεδόν των Ρουμάνων και ξένων γλωσσολόγων. Τέλος, το πιο κρίσιμο συμπέρασμα των ερευνών του Capidan, που προσπαθεί να συμβιβάσει τα γλωσσικά στοιχεία με το θέμα της καταγωγής είναι το εξής: οι Μογλενίτες Βλάχοι αποτελούν τμήμα του κουτσοβλαχικού κορμού και όχι του δακορουμανικού. Πριν εγκατασταθούν στο Πάικο παρέμειναν για πολλα χρόνια στη Ροδόπη. Την προέλευσή τους από τη Ροδόπη την στηρίζει σ' ένα γλωσσικό φαινόμενο, μοναδικό στο ιδίωμα των Μογλενών, το οποίο συναντούμε και σε μια βουλγαρική διάλεκτο της Ροδόπης, (διάλεκτο του Σμολιάν) η οποία διαθέτες ένα Ǫ (Ǫa) π.χ. στα μoγλενίτικα οι λατινικές λέξεις LANA, CANTO, CAMPUS > Iǫna, cǫntic, cǫmp, ενώ στα κουτσαβλαχικά οι ίδιες λέξεις μας δίνουν: lîna, cînta, cîmpu.
Έτσι, ο Capidan, με βάση την ομοιότητα ενός γλωσσικού φαινομένου μεταξύ της μoγλενιτικής και ενός βουλγαρικού ιδιώματος της Ροδόπης, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Μογλενίτες προέρχονται από τη Ροδόπη, μια και το ιδίωμα που εμφανίζει αυτό το χαρακτηριστικό βρίσκεται στη Ροδόπη. Σήμερα το επιχείρημα αυτό του Capidan για ένα τόσο σοβαρό ιστορικό γεγονός δεν γίνεται εύκολα αποδεχτό, ούτε από την ιστορική επιστήμη, ούτε και από την γλωσσολογία, Στις μέρες μας αποτελεί «κοινό τόπο» για τη γλωσσολογία ότι πολλά όμοια γλωσσικά φαινόμενα έχουν ανεξάρτητη προέλευση και δεν είναι απαραίτητο να συνδέονται και με γενετική συγγένεια, Ακόμη, ένα γλωσσικό φαινόμενο μπορεί και ταξιδεύει με γλωσσικούς δανεισμούς. Τέλος, το επιχείρημα του Capidan καταρρίπτεται έμμεσα από τον ίδιο. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται στη βουλγαρική διάλεκτο του Σμολιάν μεταξύ του 12ου και 14ου αιώνα, οπότε και η κάθοδος των Μογλενιτών Βλάχων θα πρέπει να χρονολογηθεί μετά τον 12ο αι. και με μεγάλη πιθανότητα μέσα στον 13ο αι., αν όχι και αργότερα.
Νεότερες πηγές, άγνωστες τότε στον Capidan, όπως είναι τα Αctes de Lavra, 1970, μας πληροφορούν ότι ήδη τον 12ο αιώνα, αλλά και προνενέστερα, όπως προκύπτει από τα αγιορείτικα έγγραφα, βρίσκονται εγκατεστημένοι Βλάχοι στο θέμα Μογλενών. Έτσι, το επιχείρημα για κάθοδο των Μογλενιτών Βλάχων μετά τον 12ο αι. είναι αδύναμο και αστήριχτο,
Η πρώτη μνεία για τους Βλάχους του θέματος Μογλενών γίνεται σε μια πρόσταξη του Ανδρονίκου Α΄ Κομνηνού (1183-1185) με ημερομηνία: Φεβρουάριος 1184. Αφορμή για την έκδοσή της έδωσαν οι Κουμάνοι Προνοιάριοι, οι οποίοι αθετούσαν τις υποχρεώσεις τους προς τη μονή του αγίου Αθανασίου (Μεγίστης Λαύρας) του Άθω που κατείχε εκ δωρεάς το χωριό Χώστιανη του θέματος Μογλενών, το οποίο δωρήθηκε από την οικογένεια του Λέοντος Κεφαλά που είχε την ιδιοκτησία του παραπάνω χωριού από το 1089 με χρυσόβουλλο του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού εις ανταμοιβήν κόπων και τροπαίων εν τω Κάστρω της Λαρίσης ... ότι παρά του καταράτου Βοημούνδου απεκλείετο. Βλ. Acres de Lavra, 1970. 258. Παπαγεωργίου, 1969.
Στην ίδια πρόσταξη υπάρχει και η πληροφορία ότι οι Κουμάνοι Προνοιάριοι παρενοχλούσαν και τους Βλάχους τους διαφέροντας τη Μονή του Αγίου Αθανασίου δηλ. τους Βλάχους που ανήκαν στη μονή. Από το ίδιο έγγραφο πληροφορούμαστε ότι οι Βλάχοι το καλοκαίρι ανεβαίνουν στην Κοζούχα Πλανηνά το γνωστό βουνό Βόρας και τον χειμώνα κατεβαίνουν στα πεδινά. Μάλωστα ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος τους δίνει την άδεια να βόσκουν τα παντοία ζώα τους, σ' όλο το θέμα των Μογλενών ανενοχλήτους και άνευ οιασούν αποδόσεως κατά τη χειμερινή περίοδο.
Κέντρο των Βλάχων είναι το χωριό Χώστιανη, -νες που ανήκει στη μονή Μεγίστης Λαύρας που, όπως λέχτηκε, αποτελούσε δωρεά της οικογένειας του Λέοντος Κεφαλά και των παιδιών του προς τη μονή (Μ. Παπαγεωργίου, 1969). Το χωριό Χώστιανη ταυτίστηκε, από τη Μ. Παπαγεωργίου με το σημερινό χωριό Όστιανη (σημ. Αρχάγγελος). Το Χώστιανη εύκολα, και σύμφω να με τους κανόνες του ιδιώματος των Μογλε νών, τρέπεται σε Όσιανη. Π.χ. ο φθόγγος [χ] λείπει από το ιδίωμα και το συμφωνικό σύμπλεγμα st > š, π.χ. το λατ. Ustia > ušă
Ακόμη, τα έγγραφα αναφέρουν τα ονόματα των παροίκων του χωριού Χώστιανη που είναι ελληνικά τα περισσότερα, καθώς και τα ονόματα των Κουμάνων Προνοιαρίων. Κοντά στους ελληνόφωνους κατοίκους του χωριού Χώστιανη υπάρχει και «κατούνα» (χωριό) Βλάχων. Οι Βλάχοι είναι δύο ειδών, διαφέροντες τη Μονή δηλ. εξαρτημένοι από τη Μονή (πάροικοι) και αλλότριοι δηλ. άσχετοι προς τη Μονή.
Συμπερασματικά, από τις πληροφορίες των εγγράφων καταλήγουμε στα εξής: το χωριό Χώστιάνη - Όσιανη, και σήμερα Αρχάγγελος, του θέματος, Μογλενών ήδη από τον 11ο αιώνα κατοικείται από ελληνόφωνο πληθυσμό, όπως δείχνουν τα ονόματα των παροίκων, μαζί με τα οποία συναντούμε και δύο - τρία σλαβικά. Παράλληλα συναντούμε δύο κατηγορίες Βλάχων: διαφέροντες τη Μονή και αλλοτρίους οι οποίοι ανεβοκατεβαίνουν στα βουνά όπως όλοι οι Βλάχοι. Τέλος, τον 12ο αιώνα συναντούμε και Κουμάνους Προνοιαρίους στο θέμα Μογλενών και στο χωριό Χώστιανη - Όσιανη. Πρόκειται για μικρό αριθμό, 16 συνολικά, που έρχονται σε προστριβές με τη μονή και τους Βλάχους.
Οι ημερομηνίες που αναφέρονται στα παραπάνω έγγραφα για τους Βλάχους της Αλμωπίας δεν αποτελούν και την αφετηρία της εγκατάστατης των Βλάχων και των Κουμάνων στην εν λόγω περιοχή. Θα πρέπει να θεωρήσουμε την παρουσία τους προγενέστερη και ακόμη να την συνδέσουμε με την αρχική παραχώρηση του χωριού Χώστιανη στον Λέοντα Κεφαλά στα τέλη του 11ου αιώνα. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τα διάφορα ιστορικά γεγονότα, όπως π.χ. πότε έρχονται οι Κουμάνοι στο Μογλενά.
Το πιο σημαντικό όμως συμπέρασμα που προκύπτει από τις ημερομηνίες, και σχετίζεται με την έλευση των Βλάχων Μογλεντών, είναι η ασυμφωνία που προκύπτει με τις ημερομηνίες που επικαλείται ο Capidan, για να υποστηρίξει τον ερχομό τους από τη Ροδόπη. Θεωρεί ότι οι Μογλενίτες Βλάχοι πρέπει να ήρθαν όχι πριν από τον 12ο αι., αφού το βασικό γλωσσικό φαινόμενο είναι μεταγενέστερο, ενώ από τα αγιορείτικα έγγραφα πληροφορούμαστε ότι ήδη τον 11ο αιώνα βρίσκονται στην παραπάνω περιοχή.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραπάνω πληροφορίες, σχετικά με την προέλευση των Βλάχων της Αλμωπίας και Παιονίας, θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε και μια άλλη περίπτωση, αυτή της εντοπιότητας των Μογλενιτών την οποία αρνούνται να ερευνήσουν οι ξένοι ερευνητές.
Είναι γνωστό ότι η περιοχή του Πάικου και ιδίως εκείνη της ανατολικής ομάδας των χωριών που αρχίζει από τη δυτική όχθη του Αξιού, στο ύψος της Γευγελής, και καταλαμβάνει τον ορεινό όγκο του σημερινού Πάικου, παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον από στρατιωτική άποψη. Από τη θέση αυτή ελέγχεται ο κάτω ρους του Αξιού και κατά συνέπεια και η φυσική δίοδος που οδηγεί προς το εσωτερικό της Βαλκανικής και προς τη θάλασσα. Επίσης, η περιοχή έχει οπτική επαφή με τον κάμπο της Θεσσαλονίκης και αποτελεί το πιο προσιτό πέρασμα για την είσοδο στην Αλμωπία και στην περιοχή της αρχαίας Πέλλας. Η μετάβαση στην Αλμωπία, από το ύψος της Γευγελής και μέσω της τοποθεσίας Πάτισκα («πέρασμα) που βρίσκεται ανάμεσα στο υψ. 1096, στην ανατολική απόληξη της Τζένας, είναι η συντομότερη και η ευκολότερη. Υπάρχει και μια δεύτερη από την τοποθεσία Κρούτσι («Σταυρός), νότια του χωριού Σκρα.
Απ' όλα αυτά συνάγεται ότι η ανατολική ομάδα των Βλαχόφωνων χωριών, με επίκεντρο το Σκρα, αποτελούσε σημείο ελέγχου των συγκοινωνιών και ιδίως του πόρου του Αξιού που αποτελεί την φυσική δίοδο από και προς το εσωτερικό της Βαλκανικής. Ένα δεύτερο στοιχείο, που συνηγορεί στην υπόθεση της εντοπιότητας, είναι η παρουσία έντονης ζωής, κατά την ρωμαϊκή περίοδο. Απόδειξη απιοτελούν τα τυχαία αρχαιολογικά ευρήματα και η ανάδειξη πόλεων στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Παιονίας, όπως των Βυλαζόρων, Στόβων, της Τιβεριουπόλεως, του Αστίβου, της Αντιγονείας κ.λπ. Φαίνεται ότι κατά την Ρωμαιοκρατία στην περιοχή του ανατολικού Πάικου αναπτύχθηκαν φρουρές Ακριτών, εντεταλμένες να φυλάγουν τις διαβάσεις μέσω του Αξιού και από την Αμφαξίτιδα προς την Πέλλα και την Αλμωπία.
Υπολείμματα αυτών των ρωμαϊκών φρουρών πιθανόν να επέζησαν μέχρι τις μέρες μας και να αποτέλεσαν ένα μέρος από τους λατινόφωνους Μογλενίτες. Κατά τη μεσαιωνική εποχή γνωρίζουμε ότι στο θέμα Μογλενών εγκαθίστανται Κουμάνοι και Πετσενέγοι καθώς και άλλα φύλα, σλαβικά, τα οποία έρχονται σε επιμειξία με τους εντόπιους λατινόφωνους πληθυσμούς, από τους οποίους και κληρονομούν το γλωσσικό τους ιδίωμα.
Έτσι, η υπόθεση της εντοπιότητας των Μογλενιτών Βλάχων εμφανίζεται μάλλον ισχυρότερη από τις άλλες, που δεν διαθέτουν κανένα ιστορικό στοιχείο ή μαρτυρία που να συνηγορεί με τις απόψεις τους.

Οι Βλάχοι της Αλμωπίας (βυζαντινό θέμα Μογλενών)
Νικος Κατσάνης
Β΄ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συμπόσιο. Η Έδεσσα και η περιοχή της: ιστορία και πολιτισμός. 19-21 Σεπτεμβρίου 1997

Βιβλιογραφία
Actes de Lavra, 1970: Actes de Lavra, Paris,1970.
Atanasov 1973: Atanasov, P. Infinitivul Meglenoroman Analele Sociatatti de limba romana, (P.S.A. Voivodina) 3-4 (1972-73) 137-150.
Atanasov 1976: Atanasov, P. Infinitivul meglenoromân Stüdi şi cercetări lingvistice 27 (1976) 137-50
Atanasov 1990 Atanasov, P. Le Méglénoroumain des nos jours, Hamburg 1990.
Capidan, 1925: Capidan, T. Meglenoromânii. I. Bucureşti 1925.
Capidan, 1928: Capidan, T. Meglenoromânii, II. Bucuresti 1928.
Capislan, 1935: Capidan, T. Méglénoromânii, III, Bucureşti 1935.
Caragiu Mareoțeanu, 1975: Caragiu Mareoteanu, M. Compendiu de dialectologie română, Bucureşti 1975.
Densusianu, 1901: Densusianu, O. Histoire de la langue roumaine, Paris 1901.
Hahn von, G. 1867: Hahn von G. Reise durch die Gebiete des Drin und Vardar, Wien 1867.
Nenițescu, 1895: Nenițescu, I: Nenițescu, 1. De la Românii din Turcia Europeană, Bucureşti 1895.
Nikolaidy, 1859: Nikolaidy, B. Les Turcs et la Turquie contemporaine, Paris 1859.
Picot, 1875: Picot, Les Roumains de la Macédoine, Paris 1875.
Popilian. 1885: Popilian, N. Românii dim Peninsula Balcanikă, Bucureşti 1885.
Παπαγεωργίου, 1966. Παπαγεωργίου, Μ. «Νάμα» Μακεδονικά 7 (1966) 237-244
Παπαγεωργίου, 1969. Παπαγεωργίου, Μ. «Το χωριό Χώστιανες του θέματος Μογλενών», Μακεδονικά 9 (1969) 48-63.
Παπαγεωργίου, 1970. Παπαγεωργίου, Μ. «Έστι εκ της Πρασιάδος λίμνης σύντομος κάρτα ες τη Μακεδονίην (Ηροδ. ΙV, 17)». Μακεδονικά 10 (1970) 1-22.
Παπαγεωργίου, 1976. Παπαγεωργίου, Μ. Απόψεις για τους «Σταυρούς» του Σκρα, Θεσσαλονίκη 1976
Παπαγεωργίου, 1984: Παπαγεωργίου, Μ. Παραμύθια. I. II. Θεσσαλονίκη 1984.
Παπαγεωργίου, 1992. Παπαγεωργίου, Μ. «Παλαιαί συνήθειαι της 6 Μαΐου ημέρα μνήμης του «Παληού Αη Γιώργη» εις το βλαχόφωνον χωρίον Σκρα (Λούμνιτσα)», Βαλκανικά Σύμμεικτα 4 (1992)25-01.
Παπαγεωργίου, 1995. Παπαγεωργίου, Μ. «Παλαιαί συνήθειαι του Φθινοπώρου εις το βλαχόφωνον χωρίον Σκρα (Λιούμνιτσα)», Βαλκανικά Σύμμεικτα 7 (1995) 27-35.
Παπαγεωργίου, 1996. Παπαγεωργίου, Μ. «Η ημέρα του Διός εις το τυπικόν του παλαιού γάμου των Μογλενιτών Βλάχων», Βαλκανικά Σύμμεικτα 8 (1996) 9-18.
Papahagi, 1900 Papahagi. P. Românii din Maglenia, Bucureşti 1900.
Papahagi, 1902: Papahagi, P. Meglenoromânii. II. Bucureşti 1902.
Weigand, 1892: Weigand, G. Vlacho-Meglen, Leipsig 1892.
Wild, 1983: Wild, B. Meglenmorumänischer Sprachatlas, Hamburg 1983.

Μογλενίτισσες από τη Χούμα, αρχές 20ου αιώναΜογλενίτισσες από τη Χούμα, αρχές 20ου αιώνα

Αναζήτηση