Παραδοσιακά τραγούδια Ξηρολίβαδου Ημαθίας

Ξηρολίβαδο, χορεύοντας στα Πεύκα 1972Στο σημερινό μας άρθρο θα παρουσιάσουμε τα παραδοσιακά τραγούδια του Ξηρολιβάδου, ξεκινώντας πρώτα από αυτά με την βλάχικη λαλιά. Είναι λογικό αλλά και δεοντολογικό κάθε σύλλογος αλλά και κάθε ερευνητής που σέβεται την παράδοση, να καταγράφει πρώτα την παράδοση του τόπου του και ύστερα να ασχολείται με τραγούδια και έθιμα κλπ άλλων ομοειδών περιοχών.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι θα αποτυπώσουμε αυτό που πραγματικά μας παραδόθηκε από τους παλιότερους, χωρίς καμιά αλλότρια επιλογή και παρέμβαση με σκοπό να προπαγανδίσουμε κάτι. Όλα θα τηρηθούνε σύμφωνα με τους κώδικες της παράδοσης.
Δίπλα σε κάθε τραγούδι θα σημειώνουμε πότε έγινε η καταγραφή και τον αξιόπιστο πληροφοριοδότη. Θα ξεκινήσουμε με δύο τραγούδια: 

Το πρώτο είναι ένα τραγούδι, που αποτελεί θα λέγαμε τον ‘ύμνο’ των Ξηρολιβαδιωτών. Πρόκειται για ένα λυπητερό τραγούδι ( Βαλκανική περισσότερο μελωδία), που δημιουργήθηκε, όπως μας λένε οι παλιότεροι, στις αρχές του 20 αιώνα κατά την περίοδο, στην οποία πολλοί κάτοικοι του χωριού αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Ρουμανία, εξαιτίας των γνωστών πολιτικών καταστάσεων.
Το δεύτερο τραγούδι είναι ένα τραγούδι του γάμου που το συναντούμε ως θέμα σε όλους τους βλαχοφώνους της Πίνδου με διαφορετικές μελωδίες και εκδόσεις. Στην έκδοση του Ξηρολιβάδου έχουμε επιρροή στην μελωδία από την Μακεδονική Στάγκενα, αποδιδόμενη με βλάχικο τρόπο, σε ρυθμό των 4/4 και όχι των 11/8 της Μακεδονικής, όπως είπαμε, Στάγγενας.
Προτιμούμε το ελληνικό αλφάβητο για την αποτύπωση των βλάχικων γιατί απλούστατα απευθυνόμαστε σε Έλληνες. Η φωνητική είναι δύσκολο να αποτυπωθεί, όπως και σε κάθε ελληνική ντοπιολαλιά, ωστόσο, για χτυπητές περιπτώσεις προτιμούμε το σύμβολο (6) για το παχύ σίγμα όπως στην γαλλική λέξη chien και ( ' ) για το κλειστό επικεντρωμένο φωνήεν, όπως στην γαλλική λέξη que.

1. ΞΗΡΟΛΙΒΑΔ (Χορευτικό στρωτό - Κυρίτσης Τάκης 1995)

-Ξηρουλίβαδ λελε χουάρ' μ6ιάτ'
κου κ'6έρλια μβούρλιγκατ'
φιάτι λε βα φουτζίμ

-Αϊντι φιάτι λελε π'ν λα μπάρα
σου βιντέμ νιγκ' ούν' ουάρα
φιάτι λε βα φουτζίμ

-Αϊντι φιάτι λελε π'ν του κίνι -
κάλτ' βιάρ' νου βα χίμου
φιάτι λε βα φουτζίμ

-Αϊντι φιάτι λε π'ν μπισιάρκ'
σ΄απριντέμ ν τσιάρ' μάρι
φιάτι λε βα φουτζίμ

-Ιο μωρ μάνα λε αγ'πσιέσκου
ουν τζόνι ντι Ξηρουλίβαδ
φιάτι λε βα φουτζίμ

ουν τζόνι ντι Ξηρουλίβαδ
μάνα λε ιό νού γιν

-Ξηρολίβαδο όμορφο χωριό
με τυροκομεία περιτριγυρισμένο
κορίτσια θα φύγουμε

-Άιντε κορίτσια μέχρι την μπάρα
να την δούμε ακόμα μια φορά
κορίτσια θα φύγουμε

-Άιντε κορίτσια μέχρι τα πεύκα
γιατί άλλο καλοκαίρι δεν θα είμαστε
κορίτσια θα φύγουμε

-Άιντε κορίτσια μέχρι την εκκλησία
να ανάψουμε ένα μεγάλο κερί
κορίτσια θα φύγουμε

-Εγώ μωρ μάνα αγαπάω
έναν νέο από το Ξηρολίβαδο
κορίτσια εμείς θα φύγουμε

ένα νέο από το Ξηρολίβαδο
μάνα εγώ δεν έρχομαι

 

2. ΦΙΑΤΑ ΝΙΚΑ (Χορευτικό του γάμου - Κώστας Τσιαμήτρος 1983)

-Νουν τα ρ'ντι φιάτ' νίκ'
σνού γινού λα νόϊ
λα νόϊ άρι βάλι μάρι
σνού βα πότς τρα σ τρετς
φιάτa ν βά τινέτς

-Πέσκου τάπ' βαν μι φάκου
6ιό λα βόϊ βα γιν

-Νουν τα ρ'ντι φιάτa νικ'
σνου γινού λα νόϊ
λα νόϊ άρι μούντ ανάλτ'
σνου βά ποτς τρα σ τρετς

-Πούλ του βίμτου βάϊν μι φάκου
σιό λα βόϊ βα γιν

-Νουν τα ρ'ντι φιάτ νικ'
σνου γινού λα νόϊ
λα νόϊ άρι σουάκρ' ράου
σνού βάϊ ποτσς τρα στρέτς

-Σοάκρ' ράου σνόρ' μπούν'
ντάουλι βά τριτσέμ

-Σκρεκ λάϊ τζόνι σπλ'σκ'νέ6τι
σιό λα βόϊ βα γιν

-Μη γελιέσαι μικρή κόρη
και μην έρχεσαι σε μας
σε μας έχει μεγάλες ρεματιές
και δεν θα μπορέσεις να περάσεις
κορίτσι θα πνιγείς

-Ψάρι στο νερό θα γίνω
και εγώ θα έρθω σε σας

-Μη γελιέσαι μικρή κόρη
και μην έρχεσαι σε μας
σε μας έχει ψηλά βουνά
και δεν θα μπορέσεις να περάσεις

-Πούλ του βίμτου βάϊν μι φάκου
και εγώ θα έρθω σε σας

-Μη γελιέσαι μικρή κόρη
και μην έρχεσαι σε μας
σε μας έχει κακιά πεθερά
και δεν θα μπορέσεις να περάσεις

-Κακιά πεθερά και καλή νύφη
οι δυο μας θα τα πάμε (καλά)

-Να σκάσεις και να πλαντάξεις
και εγώ θα έρθω σε σας

ΦΙΑΤΑ ΝΙΚΑ απο τον σύλλογο Βλάχων Βέροιας

«Πήγαινε στα δημοτικά τραγούδια, στη δημοτική τέχνη και στη χωριάτικη λαϊκή ζωή, για να βρεις τη γλώσσα και την ψυχή σου, και μ’αυτά τα εφόδια, αν έχεις ορμή μέσα σου και φύσημα, θα πλάσεις ό,τι θέλεις, παράδοση και πολιτισμό και αλήθεια και φιλοσοφία». Ίων Δραγούμης

Συνεχίζουμε παραθέτωντας δύο τραγούδια που καταγράψαμε από αυθεντικούς και παλιούς Ξηρολιβαδιώτες. Αναφέρουμε τους πληροφοριοδότες υποχρεωτικά διότι ακόμα και στο ίδιο το χωριό υπάρχουν διαφορές (όχι βέβαια μεγάλες) στα λόγια την μελωδία και την φωνητική των τραγουδιών ανάμεσα σε άτομα αλλά και σε οικογένειες. Αυτή η διαφορετικότητα αποτελούσε την πεμπτουσία σε όλες της μορφές του παραδοσιακού τρόπου ζωής.

Το πρώτο τραγούδι είναι της αγάπης, όπου, ο άγνωστος και ‘αγράμματος’ δημιουργός της λαϊκής ποίησης που η φύση τον προίκισε με ιδιοφυία,με απλό λόγο περιγράφει το ερωτικό, νεανικό και άδολο σκίρτημα, ένα σκίρτημα που, όσο και να φαίνεται παράξενο, δύσκολα μπορεί να νοιώσει ο σύγχρονος νέος γιατί του λείπει η αγνότητα των παλιών εκείνων χρόνων. Παραθέτουμε το τραγούδι στα βλάχικα με την μετάφρασή του δίπλα:

ΣΤΑΟΥ ΟΥΝΟΥ ΤΖΟΥΑ (Κάθομαι μια ημέρα - Αργό τσάμικο - Κυρίτσης Τάκης 1995)

Στάου ουν' τζούα του λιδάδι
τριάτζ ουν τζόνι ντιν μι βιάντι .

-Μπούν' τζούα μωρ μουσιάτ',
καρ τι φιάτσ αχτάρ' μ6ιάτ' ;

Τζ'σ' ζμπόρλου 6 τριάψι κάλεα,
6ιό μαράτα μ'τριάμ βάλια,
μ'τριαμ βάλεα σλ' κριμάμου,
6ι του σόμνου με γκισάμου:

Τσές φου ζμπόρλ ατσέλ τσεσ τζ'σι,
στου ιρνιοάρ' με πιτρούμσι !

Κάθομαι μια μέρα στο λιβάδι
περνάει ένας νέος και με βλέπει.

- Καλημέρα όμορφη μου,
ποιος σ’έκανε τόσο όμορφη;

Είπε τα λόγια και πήρε το δρόμο,
κι εγώ η καημένη κοίταζα τη ρεματιά,
κοίταζα την ρεματιά και δάκρυσα
και στον ύπνο μου ονειρευόμουν:

Τι λόγια ήταν αυτά που είπε,
την καρδιά μου τρύπησε!

Αξίζει να σημειώσουμε ότι το τραγούδι αυτό λέγονταν σε πολλά βλαχοχώρια. Παρακάτω παραθέτουμε μια παραλλαγή του ίδιου τραγουδιού από το βλαχοχώρι Αετομηλίτσα (Ντένισκο). (πηγή: Λαογραφικά Αετομηλίτσας του Βασίλη Γ. Νιτσιάκου Β' Έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Αετομηλίτσας). Μεταφέρουμε τα βλάχικα όπως τα μιλάνε στην Αετομηλίτσα, γεγονός που δείχνει ότι έχουμε πολλά ιδιώματα στην βλάχικη λαλιά. Ελεύθερη Μετάφραση (από τον συγγραφέα):

Στάου ούν' τζούα του λιβάδι,
τριάτζ ουν τζιόνι ντιν μι βιάντι.
Ελου μι βιάντι 6ι μι ζμπουρά6τι.
Τσι φου ζμπόρλου αλούι τσι νι γκριά6τι.
6ιο μαράτα νι μ'τριάμ,
μ'τριάμ βάλια 6ι λ'κριμάμ.
Του πρώτου σόμλου μι νγκισάμ μι λάϊ μι σπιλάϊ,
νι αρκάϊ όκλι ν’αντριάπτα βιτζούι ούνου τζιόνι αλέπτου.

-Τζιόνε, κ'του λου ντάϊ νέλου;
-Φιάτ' ούνου όκλιου ντι ατ'λου.
-Τζιόνι σ’τσ’ αμούρτ' τι ζμπόρλου τσι τζ'σέ6ι.


Φιάτα νιτζιά ν’τράπου 6’τζιόνιλι λ’γινιά τας κριάπ'

Καθόμουνα μια μέρα ‘κει στο πράσινο λιβάδι.
Περνάει λεβέντης διαλεχτός,
γυρίζει και με βλέπει.
Γλυκά τα μάτια μού ‘ριξε, δειλά λόγια μου λέει.
Και ‘γώ η δόλια κοίταγα
το πέλαο δακρυσμένη.
Στον ύπνο μ’όνειρο έβλεπα, έβλεπα πως πλενόμουν,
τα μάτια μ’έριξα δεξιά κι είδα σωστό λεβέντη.

-Λεβέντη, πόσο το πουλάς τ’όμορφο δαχτυλίδι;
-Κόρη μου, μόνο μια ματιά απ’τα γλυκά σου μάτια.
-Να μαραθεί το στόμα σου, σαν φύλο να στεγνώσει για την κουβέντα τούτη ‘δω,
που μου ‘πες παλικάρι.

Κόρη στο ρέμα πήγαινε κι ο νιός πάει να σκάσει.

Το δεύτερο τραγούδι ανήκει στον κύκλο των κλέφτικων τραγουδιών που είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής λαϊκής ποίησης. Τα κλέφτικα τραγούδια ήταν δημιούργημα των ελληνοφώνων και βλαχοφώνων Ελλήνων κλεφτών και αρματολών της ορεινής και δυσπρόσιτης Ελλάδας και αποτυπώνουν την δράση τους κατά τους τελευταίους αιώνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι ένοπλες αυτές ομάδες περιβλήθηκαν με μυθοποιητική διάσταση και ανάχθηκαν σε εθνικούς μύθους, ως τεκμήρια για τη διαρκή αντίσταση του ελληνικούέθνους ενάντια στους Οθωμανούς. Τα θέμα του παρακάτω τραγουδιού το συναντάμε σε πολλά κλέφτικα τραγούδια όπως και στο γνωστό τραγούδι «Παιδιά της Σαμαρίνας»: 

ΣΚΟΥΑΛΟΥ ΚΑΠΙΤΑΝ (Σήκω Καπετάνιε - Αργό ιστορικό μοιρολόϊ -Κυρίτσης Τάκης 1995)

-Σκουάλ Καπιτάν, ντι σόμνουλ ατσέλ ντιτ μουάρτι,
κ' βίνι ουάρα σε φουτζίμ, σν'τσέμ του λόκλου ανόστρου.

-Τσετς βρε βόϊ φιτ6ιόρ, βόϊ φιτ6ιόρ ντι Τούργια (Κρανιά),
κας ντριτσέτσ πριτ χουάρα αμιά,

λα 6όπουτλου ντι νγκιάρι, κ'ντ 'τσι μούλτι 6νου κ'ντάτσ,
ντουφέκτσ σνού αρουκάτσ, σνού βάβντ' λάϊα μούμα αμιά,

6ι βρούτα αμιά ντι σόρ'.
Κα σβ'ντριάμπ' τσιβά τρι ιό, τρι ιό λελε μαράτλου,

6νού λι τσέτσ κ' λάϊ ιό μουρί, σλι τσέτς κ' μινσουράϊ,
6ιν βιάστ' λόκλου βρούτα αμιά.

-Σήκω Καπετάνιε, από αυτόν τον ύπνο του θανάτου,
ήρθε η ώρα να φύγουμε να πάμε στον δικό μας τόπο

- Πηγαίνετε εσείς παιδιά, παιδιά της Τούργιας ( Κρανιάς),
κι άμα πάτε στο δικό μου τόπο,

στην βρύση στο ανήλιο, πολλά τραγούδια μην τραγουδήσετε,
τουφέκια μην ρίξετε, να μην ακούσει η καημένη η μάνα μου,

κι η αγαπημένη μου αδελφή.
Κι αν σας ρωτήσουν τίποτα για μένα, για μένα τον καημένο,

μην πείτε πως σκοτώθηκα, μον’ πείτε πως παντρεύτηκα
και πήρα την γη (χώμα) για αγαπημένη νύφη.

«Κίνησ' ου Ρόβας κίνησι μεσ' στην Βλαχιά να πάει
νύχτα σιλώνει τ’άλουγου νύχτα του καλιγώνει
βάνει τα πέταλα ασημιά καρφιά μαλαματένια
κι η αρματοσιά τ' αλόγου του χρυσό μαργαριτάρι…»
(από την δημοτική μας ποίηση)

Συνεχίζοντας θα αναφερθούμε σε δύο βλαχόφωνα τραγούδια εκ των οποίων το ένα είναι κιρατζίδικο και το άλλο του γάμου.
Τα κιρατζίδικα τραγούδια είναι τραγούδια αργά, χωρίς μέτρο, δηλαδή μη χορευτικά και τραγουδιούνταν από την τάξη των κιρατζήδων. Οι βλαχόφωνοι Έλληνες ήταν φημισμένοι κιρατζίδες και είχαν ιδιαίτερη έφεση στο εμπόριο. {Κιρατζής = οδηγός καραβανιού, αγωγιάτης. (Κιρά = ναύλο, αραβιστί & από εκεί, τουρκιστί kiraci = ενοικιαστής) πραματευτής,,εμπορευόμενος ή ιδιοκτήτης μέσων μεταφοράς (μουλάρια, κάρα κλπ.) που ανελάμβανε αγώγια σε μακρινές αποστάσεις με καραβάνια}. Οι αγωγιάτες, που επονομάζονταν και "κιρατζήδες", μετέφεραν τα εμπορεύματα ή διακινούσαν τους ταξιδιώτες με άλογα και συχνότερα με μουλάρια. Ήταν οι "πρόδρομοι" των αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές κυρίως εμπορευμάτων.

Πρώτος τούς αναφέρει ο Κεδρινός (11ος αι.), αντιγράφοντας τον Ιωάννη Σκυλίτζη, με αφορμή ένα γεγονός του 976 μ.Χ. Στην τοποθεσία «Καλαί Δρύες» μια ομάδα Βλάχων αγωγιατών ή οδοφυλάκων σκοτώνει έναν από τους αδελφούς του μετέπειτα τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ: «Τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθύς απεβίω αναιρεθείς μέσον Καστορίας και Πρέσπας και τας λεγομένας Καλάς Δρυς, παρά τινων Βλάχων οδιτών».

Οι αγωγιάτες με τα πολυάριθμα καραβάνια τους μεταφέρανε τόσο στον Ελλαδικό χώρο όσο και στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ευρώπη τα προϊόντα κυρίως της Ηπείρου και της λοιπής Ελλάδας. Οι αγωγιάτες, παράλληλα με το εμπόριο, διαδραμάτισαν σπουδαίο εκπολιτιστικό και εθνικό ρόλο, γιατί μετέφεραν στις αετοφωλιές της Πίνδου τις αντιλήψεις της ελεύθερης Ευρώπης. Έτσι, συνετέλεσαν τα μέγιστα στην πνευματική αφύπνιση των υποδούλων Ελλήνων με την ταχεία διάδοση των ιδεών του Ρουσσώ, του Ρήγα Φεραίου και της φιλικής Εταιρείας. Από αυτούς μάλιστα αναπήδησαν βλαχόφωνοι και ελληνόφωνοι Ευεργέτες,οι οποίοι είχαν πλουτίσει με το εμπόριο στα Βαλκάνια και την κεντρικά Ευρώπη επί Τουρκοκρατίας.

Τα ταξίδια στην Ευρώπη εγίνονταν βέβαια δια ξηράς με τα καραβάνια από ζώα -φορτηγά (άλογα και μουλάρια) με επικεφαλής τον Καραβανάρη, που διέθετε από 20 έως 100 ζώα. Από τους καραβανάρηδες αυτούς γνωστοί για τον τόπο μας ήταν ο Φεντάνης από την Τσαρκοβίστα των Κουρέντων κι ο περίφημος Ρόβας Γιαννιώτης, (καταγόταν από την Καλωτά ή τα Γιάννενα), που η λαϊκή μούσα τον αποθανάτισε με το γνωστότατο τραγούδι. Ο αρχικαραβανάρης Ρόβας επί 40 χρόνια σχεδόν χρόνια ήταν ο μόνος μίτος που συνέδεε την Ήπειρο με την «Βλαχία» (σημερινή Ρουμανία). Ξένοι περιηγητές μας αναφέρουν ότι περνούσε και από το Ξηρολίβαδο,στάθμευε στο μεγάλο Χάνι του Ξηρολιβάδου, το οποίο φιλοξενούσε μέχρι και 100 μουλάρια και άλογα. Το κιρατζίδικο τραγούδι του Ξηρολιβάδου έχει ως εξής:

ΑΣΙΑΡΑ ΝΟΥΑΠΤ' (Ψες την νύχτα - Αργό κιρατζίδικο Κυρίτσης Τάκης 1995)

Ασιάρα νουάπτ' ντιούμ τριτσιάμ
λα 6όπουτλου ντινκιάρι
ντι Φούρκα π'ν Κεράσοβα,
ντιν γκουά ντι Σαμαρίνα,
βιντιάμ ντόϊ φράτς
κουμς πλ'ντζιά μαράσλι
σκουμ π'ρλ'κ'6ιά
τρας νού τζιλιτιπ6ιά.

Ψες την νύχτα καθώς περνούσα
στη βρύση στο ανήλιο,
από την Φούρκα προς το Κεράσοβο,
από δω από τη Σαμαρίνα,
έβλεπα δύο αδέλφια
πως έκλαιγαν οι καημένοι
και πως παρακαλούσαν
να μη τους τυρρανήσουν.

 
Το επόμενο τραγούδι είναι του γάμου και ως θέμα το συναντάμε σε πολλά βλαχοχώρια της Πίνδου με παραλλαγές τόσο στον στίχο όσο και στην μελωδία.


ΟΥΝΟΥ ΦΙΑΤ' Σ'ΡΓΚ'ΝΙΑΤ' (αργό του γάμου - Τάκης Κυρίτσης 1995)

Ούνου φιάτ' σ'ργκ'νιάτ'
6ουν λάϊ τζόνι σκουμπουλιάνου
ντόϊλι ντόϊλι σι ζμπουρέσκου
σμάρι λ'κ'ρντί σφάκου
λα ντουκιάνα ντι μπ'ζάρι

αϊντι φιάτ' σι ν' λόμου
6ν' ντουτσέμ του λόκλου ανόστρου
ακλό ιού 6μπάντι
πούλιου βιάρα
6πιτρουνίκια προυμουβιάρα

Μια όμορφη κόρη
κι ένα ακριβό παλικάρι
μιλάνε και οι δυο τους
και μεγάλη συζήτηση κάνουν
σ΄ένα οίκημα στο παζάρι

αϊντε κορίτσι να παρθούμε
να πάμε στον δικό μας τόπο
εκεί που κελαηδάει
το καλοκαιρινό πουλί
και η ανοιξιάτικη πετροπέρδικα

 

"Τα μοιρολόγια των γυναικών μας, θαυμαστά ελεγειογραφίας αριστουργήματα, αυτόφυτα της ελληνικής ευαισθησίας προϊόντα, κινοϋσι τον θαυμασμόν των ποιητών και εφελκύουσι των γραμματολόγων την προσοχήν όσον ουδέν άλλο, έστω και το εντεχνότερον, των λοιπών έξηυγενισμένων και τετορνευμένων ημών στιχουργημάτων". (ΣΠ. ΖΑΜΠΕΛΙΟΣ)

Θα αναφερθούμε στα μοιρολόγια τα οποία είναι μια μεγάλη κατηγορία του δημοτικού μας τραγουδιού Τα μοιρολόγια είναι έμμετρα στιχουργήματα με θλιβερή υπόθεση. (Πηγή: www.mani.org.gr). Είναι τραγούδια θρηνητικά, που τα απαγγέλλουν οι άνθρωποι κατά το θάνατο αγαπημένων τους προσώπων.Τα μοιρολόγια και γενικά τα τραγούδια του Χάρου έχουν παλιά παράδοση και διασώζουν Ομηρικά έθιμα γύρω από το συγκλονιστικό γεγονός του θανάτου. Ο θάνατος για τους αρχαίους Έλληνες, όσο και αν η διδασκαλία τους δέχεται την αθανασία της ψυχής και το χωρισμό της από το σώμα, δεν έπαυε να είναι γεγονός που έφερνε θλίψη και πόνο στους ανθρώπους. Τα πρώτα μοιρολόγια τα βρίσκουμε στον Όμηρο, όπου αναφέρονται νεκρώσιμα τραγούδια της Ανδρομάχης, της Εκάβης, της Ελένης, του Αχιλλέα κτλ., με περιεχόμενο όμοιο σχεδόν με τα σημερινά Ελληνικά μοιρολόγια. Για τον ήρωά τους, τον Έκτορα, οι Τρώες αρχίζουν ομαδικό και ατομικό θρήνο: Έλεγε κλαίοντας και ομού στενάζαν κι οι πολίτες και πρώτη εμοιρολόγησε των γυναικών η Εκάβη: «Τέκνον, τι έπαθα η πικρή! Και ακόμη εγώ θα ζήσω, αφού μου απέθανες εσύ, που ημέρα νύκτα ήσουν το ζηλευτό καμάρι μου…». Από την άλλη μεριά οι Έλληνες κλαίνε τον Πάτροκλο ολόκληρη τη νύχτα: «Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθον των δακρύων κι η αυγή τους ήβρε ολόγυρα στο λείψανο να κλαίουν».

Ανάλογα μοιρολόγια έψελναν και στους κλασικούς χρόνους γυναίκες «Θρηνωδοί» (μοιρολογίστρες, όπως τις λένε σήμερα), οι οποίες θρηνούσαν τραγουδιστά κατά την εκφορά των νεκρών. Διάσημοι ποιητές, σαν τον Πίνδαρο και το Σιμωνίδη, έγραψαν επικήδεια τραγούδια για τους νεκρούς πλούσιων οικογενειών. Το έθιμο αυτό συνεχίστηκε και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, περνά μέσα από τη Βυζαντινή εποχή, ακμάζει στη μεταβυζαντινή και φτάνει στη νεότερη εποχή με την πλούσια σε λυρικότητα ποικιλία. Τα σύγχρονα μοιρολόγια αποτελούνται συνήθως από δεκαπεντασύλλαβους στίχους και διακρίνονται σε μοιρολόγια επαινετικά του νεκρού και σε μοιρολόγια του Χάρου.

Τη γυναίκα που λέει ένα μοιρολόι δεν πρέπει να τη διακόψει κανένας και αυτή που θέλει να συνεχίσει ζητά την άδειά της. Το μοιρολόι αρχίζει με το ξενύχτισμα του νεκρού, συνεχίζεται όταν το φέρετρο μεταφέρεται στην εκκλησία και αλλάζει μ' ένα σπασμωδικό κλάμα μέσα στην εκκλησία την ώρα της ακολουθίας. Γίνεται εντονότερο στο δρόμο προς το νεκροταφείο, όπου ενώνεται με τις φωνές των συγγενών του νεκρού, και αποκορυφώνεται μπροστά στον τάφο. Οι μοιρολογήτρες, μερικές από τις οποίες κάνουν μεγάλα ταξίδια για να θρηνήσουν ένα μακρινό συγγενή τους ή κάποτε και ανθρώπους που δε συνάντησαν ποτέ, αυτοσχεδιάζουν βασικά τα μοιρολόγια τους δίπλα στο νεκρό, με βάση ορισμένες τυπικές φράσεις που επαναλαμβάνονται σταθερά.

Παρακάτω παραθέτουμε δύο μοιρολόγια από παραδοσιακούς και αυθεντικούς Ξηρολιβαδιώτες. Το ένα είναι μοιρολόι που έλεγαν οι γυναίκες στις κηδείες,όπου και αυτοσχεδίαζαν ανάλογα με τον νεκρό και το άλλο είναι ιστορικό και αναφέρεται στον σκοτωμό κάποιου Τσιαμήτρου (παρατσούκλι ‘Αντ'ρίκου’) από το Ξηρολίβαδο κατά τους άσχημους χρόνους του Μακεδονικού Αγώνα.


ΠΡ 'ΝΤΖ' ΦΙΑΤ' (μοιρολόϊ, Αρμένου Αθηνά,1995)

Πρ'ντζ'μι φιάτ', πρ'ντζ'μι,
νουν γκάϊ λα πρ'ντζ',
κ' ιό βα λιάου ξ6ιάνιλι,
6νου βα μι τόρνου .

πρ'ντζ'μι φρά φράτε πρ'ντζ'μι
νουν γκάϊ λα πρ'ντζ,'
κ' ιό βα λιάου ξ6ιάνιλι,
6νου βα μι τόρνου. κ

πρ'ντζ'μι βια βιάστιν πρ'ντζ'μι
νουν γκάϊ λα πρ'ντζ',
κ' ιό βα λιάου ξ6ιάνιλι,
6νου βα μι τόρνου

Βάλε μου κόρη να φάω για μεσημέρι,
δεν έφαγα για μεσημέρι,
γιατί εγώ θα πάρω τα ξένα
και δεν θα γυρίσω.

Βάλε μου αδελφέ να φάω για μεσημέρι
δεν έφαγα για μεσημέρι,
γιατί εγώ θα πάρω τα ξένα
αι δεν θα γυρίσω.

Βάλε μου νύφη να φάω για μεσημέρι
δεν έφαγα για μεσημέρι,
γιατί εγώ θα πάρω τα ξένα
και δεν θα γυρίσω.

 

ΤΟΥ ΑΝΤ'ΡΙΚΟΥ (Ιστορικό μοιρολόϊ - Τσιαμήτρος Κώστας 2007)

Καρ βα σιάβντ' πλ'νγκου τι,
πλ'νγκου τι σμιρολόγι.
6ιάς  απρ'άπ'  ντι λα Άγιο Θανάση,
αγνάντια ντι Βρωμοπήγαδ',
6΄άβντ'  Σουλτάνα κουμ πλ'ντζι,
6κουμ μοιρουλουγιουξ6ά6τι,
κ' λ'β'τμάρι λάϊλου Γιάννη,
Γιάννη αλ Αντ'ρίκου,


-Σκουάλ'τι Γιάννη σκουάλ'τι,
τρας νι τσεμ α κάσ',
κ' νιάστι φρίκ' σίγκουρ'.
-Κου τσελ τ6ουάρι τρας μι σκουόλ,
6 μ'ν' σμαντρουπέσκου,
τρασί τσασπούν λαβόματλι;

Ποιος θέλει ν’ακούσει κλάματα,
κλάματα και μοιρολόγια,
να βγει κοντά στον Αη Θανάση,
αγνάντια από το Βρωμοπήγαδο,
ν’ακούσει την Σουλτάνα πως κλαίει
και πως μοιρολογάει,
γιατί σκότωσαν τον έρμο Γιάννη,
τον Γιάννη τον Ανταρίκο,


-Σήκω Γιάννη σήκω,
να πάμε σπίτι,
γιατί φοβάμαι μοναχιά.
-Με ποια πόδια να σηκωθώ
και χέρια ν’ακουμπήσω,
να σου δείξω τα λαβώματα;

Είναι γνωστό ότι τα δημοτικά μας τραγούδια, στο πέρασμα του χρόνου, έχουν υποστεί και σώζονται σε πολλές παραλλαγές. Η παραλλαγή ενός δημοτικού τραγουδιού μπορεί να προέλθει από τον καθένα που τραγουδάει το τραγούδι το αλλάζει, είτε γιατί δεν το θυμάται, είτε γιατί το προσαρμόζει στη δική του ψυχική ιδιοσυγκρασία. Επίσης στο ίδιο θέμα ενός τραγουδιού μπορούμε να δούμε παραλλαγές σε διαφορετικά διαμερίσματα της χώρας μας,αλλά ακόμα και σε γειτονικά χωριά, σε μαχαλάδες και σε οικογένειες του ίδιου του χωριού.

Αν και με την πάροδο του χρόνο άρχισε να επικρατεί η (σωστή) αντίληψη περί ουσιαστικής διάσωσης και διατήρησης του αυθεντικού πρωτότυπου (και εδώ η παρέμβαση του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Ν. Πολίτη υπήρξε πολύ σημαντική), εν τούτοις, πολλά δημοτικά τραγούδια που έχουν συλλεχθεί και περιλαμβάνονται σε χιλιάδες συλλογών και ανθολογιών, βρίσκονται σήμερα - άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο - σε μια παραλλαγμένη ή και εντελώς αλλοιωμένη μορφή, σε σχέση με την πρωταρχική τους έκδοση.
Ακόμα και οι Έλληνες και ξένοι μελετητές και λαογράφοι,που κατέγραψαν (19ο &20ο αιώνα) πολλά παλιά δημοτικά τραγούδια,ήταν φυσικό να τα παραποιήσουν και να τα αλλοιώσουν,εξαιτίας των υπαγορεύσεων των τότε λογίων αλλά και προσωπικών τους επιλογών.

Παραλλαγές, προσαρμογές και αλλοιώσεις παρατηρήθηκαν και τα ύστερα χρόνια --μέσα του 20ου αι. ή και αργότερα. Ειδικότερα, προκειμένου για τραγούδια,που είχαν μεγάλη απήχηση στο λαό, και ως εκ τούτου διαδόθηκαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Έτσι αποτελεί σύνηθες φαινόμενο, ένα τραγούδι να είναι γνωστό και να ακούγεται σήμερα σε πολλές εκδόσεις, έτσι όπως αυτές διαμορφώθηκαν στην πορεία του χρόνου και στους διαφορετικούς τόπους. Ακόμα περισσότερο, αφού αρκετές παραλλαγές διαμορφώθηκαν και "επιβλήθηκαν" τις τελευταίες δεκαετίες από διάφορους κατά τόπους επαγγελματίες ερμηνευτές. Οι ερμηνευτές αυτοί άλλοτε διαφοροποιούσαν ελαφρώς τους αυθεντικούς στίχους και άλλοτε προσάρμοζαν το αρχικό "πρωτότυπο" στις δικές τους προτιμήσεις, επιφέροντας μικρότερες ή και μεγαλύτερες αλλοιώσεις στη μουσική ερμηνεία, στο στίχο, ή ακόμα και στο νόημα.

Σαν συνέπεια των παραπάνω, περιπτώσεις όπου είναι αμφίβολη η αρχική (τοπική και χρονική) προέλευση, οι στίχοι, οι αναφορές και η ακριβής μουσική απόδοση ενός δημοτικού τραγουδιού, υπάρχουν, μαρτυρούνται πολλές και απασχολούν κατά καιρούς τους διάφορους μελετητές, ιστορικούς, μουσικολόγους και λαογράφους. Έχει βεβαίως ως ένα βαθμό επικρατήσει - και αυτό είναι βέβαια φυσικό - να εκλαμβάνεται σαν αυθεντική εκδοχή, η παραλλαγή που αντιστοιχεί στα δεδομένα της πρώτης καταγραφής και δημοσίευσης: προέλευση (που ή/και από ποιόν ακούστηκε), στίχοι, ακόμα και ακριβής μουσική απόδοση (στο μέτρο που είναι δυνατόν να καταγραφεί). Αλλά και αυτή η αρχή συχνά καταστρατηγείται από τους μη "ειδικούς" ή και μπορεί να αμφισβητηθεί, αν βρεθούν ισχυρές μαρτυρίες και ενδείξεις για προγενέστερη ύπαρξή του, κάτι που ασφαλώς απαιτεί εξαντλητική έρευνα. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις ο εγερθείς προβληματισμός παραμένει ανοικτός, λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων για τις - συχνά αλληλοσυγκρουόμενες - ερμηνείες και εκδοχές. Και σε άλλες τέλος, τα όρια μεταξύ αλλοίωσης και παραποίησης συγχέονται.

Έτσι υπάρχουν και πολλά δημοτικά τραγούδια πολύ πρόσφατα (21ος αιώνας-Μακεδονικός αγώνας τελευταίοι Καπετάνιοι και Κλέφτες) που δεν μπόρεσαν να κατασταλάξουν σε ένα οριστικό αυθεντικό κείμενο και έχουμε πολλές παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού χωρίς να πούμε με ασφάλεια ποιο είναι το αυθεντικότερο. Εάν το τραγούδι μπει στην δισκογραφία τότε ‘επιβάλλεται’ η παραλλαγή που έχει περισσότερη απήχηση στους περισσότερους. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι πλέον το δημοτικό τραγούδι δεν τραγουδιέται με τον παραδοσιακό τρόπο. Οι πατεράδες μας, βέβαια ζώντας τον παραδοσιακό τρόπο ζωής,τα τραγούδησαν αυθεντικά. Ένα τέτοιο τραγούδι είναι το ‘Ξηρολίβαδ’ χουάρ' μ6ιατ'’ που το αναφέραμε στο πρώτο μας σημείωμα με παραλλαγή από τον μακαρίτη Κυρίτση Τάκη.

Θα παρουσιάσουμε μια παραλλαγή του από την οικογένεια των Αραβαίων, όπως μας το τραγούδησε ο Ηλίας Αράβας, ετών 58, ο οποίος αποτελεί έναν αυθεντικό συνδετικό κρίκο με τους παλιότερους του χωριού, μια όαση στην αναπόφευκτη ισοπέδωση της παράδοσης, εξαιτίας της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Η παραλλαγή έχει ως εξής:

Ξηρολίβαδ’ χουάρ' μ6ιατ

Ξηρουλίβαδ λελε χουάρ' μ6ιάτ',
κου κ'6έρλια μβ'ρλιγκατ',
φιάτιλε βάϊ φουτζίμ,
κου κ'σέρλια μβ'ρλιγκατ',
μάνα λε ιό νου γιν'.

Αϊντι λελε φιάτι λελε τρετ6 λα μπάρ',
φρατς βιντέμ νίγκα νουάρ'.

Αϊντι λελε φιάτι λελε τρετ6 λα κίνι,
κ' άλτ' βιάρ' νου γινίμου.

Αϊντι λελε φιάτι λελε τρετ6 λα τζιάν',
σαπριντέμ νίγκα ν τσιάρ'.

Φιάτιλι λε τόρκου 6 αρ'ντου,
6ι μουμ'νλι τσάσου 6 πλ'γκου.

Τρετ6 λα Ντα6τάμανι του πάντι
τουτς φιτ6ιόρλι 6έντου μπάντι

6έντου μπάντι 6ι ζμπορέσκου
6ι φιάτιλι πρι ελ νου μτρέσκου

Ξηρολίβαδο όμορφο χωριό,
από στάνες περιτριγυρισμένο.
Κορίτσια θα φύγουμε,
από στάνες περιτριγυρισμένο.
Μάνα εγώ δεν έρχομαι

Αϊντε κορίτσια τραβάτε στα μπάρα,
αδέλφια να δούμε ακόμα μια φορά.

Αϊντε κορίτσια τραβάτε στα πεύκα,
γιατί άλλο καλοκαίρι δεν θα έρθουμε.

Αϊντε κορίτσια τραβάτε στο ύψωμα,
ν’ανάψουμε ακόμα ένα κερί.

Τα κορίτσια γνέθουν και γελάνε,
και οι μαμάδες υφαίνουν και κλαίνε.

Tραβάτε στου Ντασταμάνη στο λιβάδι
όλα τα παιδιά κάθονται κάτω

κάθονται κάτω και μιλάνε
και τα κορίτσια δεν τους κοιτάζουν

 

Το ρεφραίν Φιάτιλε βάϊ φουτζίμ, μάνα λε ιό νου γιν (= κορίτσια θα φύγουμε, μάνα εγώ δεν έρχομαι ) είναι σε όλα τα στιχάκια.

 

του Γιάννη Τσιαμήτρου εκπαιδευτικού – χοροδιδασκάλου
τα άρθρα δημοσιεύθηκαν  στην εφημεριδα «ΛΑΟΣ» της Βέροιας

ΦΙΑΤΑ ΝΙΚΑ απο από αναβίωση βλάχικου γάμου στην Αετομηλίτσα 1982 (Ντένισκο)

Αναζήτηση