ΟΙ ΖΙΑΚΑΙΟΙ

Θεόδωρος ΖιάκαςΈλαβα αφορμή από σχετικό δημοσίευμα στα άρθρα της ιστοσελίδας σας για τους  Ζιακαίους (Ο ΖΙΑΚΑΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ) και  παραθέτω ορισμένα άλλα στοιχεία
1.- Μακρυνόρος Γρεβενών δεν υπάρχει. Εννοεί όμως Μαυρονόρος Γρεβενών. Ωσαύτως ανακριβώς ως Μακρυνόρος, το αναφέρει ο μέγιστος Κώστας Κρυστάλλης.
2.- Ο αρματολός των Γρεβενών Ντελή-Δήμος εφονεύθη σε ενέδρα στην κορυφή της Πίνδου Βασιλίτσα (ένθα το ομώνυμο χιονοδρομικό), από τον Βελή-αγά, (Βελάγια, όπως τον αποκαλούσαν), δερβέναγα του Κουρτ –πασά. Επί πλέον ήταν ψυχοπατέρας του γέρο Ζιάκα, απόρροια δε τούτου ήταν η κληρονομιά του αρματωλικίου Γρεβενών.
 
 

3.- Ο γερο-Ζιάκας απέκτησε τέσσερα άρρενα τέκνα με πρωτότοκο το Γιαννούλα και με τελευταίο τον Θόδωρο όστις υπήρξε κηδεμών του ανηλίκου υιού του αδελφού του ονόματι Γούλα ( Γεώργιος, Γεωργούλας, Γούλας). Για τα άλλα δύο παιδιά του δεν αναφέρεται τίποτα.
4.- Ναι πρόκειται για τον βλάχικης καταγωγής στρατηγό Χριστόδουλο Χατζηπέτρο.
Για την αδελφοκτόνο διαμάχη μεταξύ των Ζιακαίων και  Μακραίων αναφέρονται:
Ο πρεσβύτερος των αδελφών Μακραίων, ο Αλέξιος Μακρής ή Μακραλέξης, υπήρξε μπουλουκτσής (σωματάρχης) του καπετάν Γιαννούλα Ζιάκα, όταν στην περιοχή του χωριού Σπήλιο, εληστεύθησαν τούρκοι οδοιπόροι, από τους άνδρες του Μακραλέξη.Τότε ο των Ιωαννίνων, Ιμίν – Πασάς, απέστειλεν εναντίων του Μακρή τον υιόν του Αλή – Φαρμάκη Αρία – Μπέη, όστις μετά 300 Λαλιωτών προσέβαλεν αιφνιδίως τους 30 συντρόφους του Μακρή. Οι τελευταίοι αντέστησαν γενναίως, ο δε Αλέξης Μακρής, καίτοι φέρων βαρείας πληγάς, ηδυνήθη δι’ ηρωϊκής εξόδου να διασχίσει τον τούρκικο στρατό και να καταφύγει εις την αρωγήν του καπετάνιου του Γιαννούλα Ζιάκα. Αυτός απειληθείς από τον Ιμίν - Πασά αναγκάστηκε να παραδώσει το σωματάρχη του στον Αρία – Μπέη. Ο Μακραλέξης απήχθη   στα Ιωάννινα καιεθανατώθη σκληρότατα. Την πράξη του Ζιάκα  οι συγγενείς του Μακρή τηνθεώρησαν προδοσία και έκτοτε επιζητούσαν εκδίκηση. Έτσι συμμαχήσαντες με το Σελιχτάραγα Γρεβενών Μεχμέτ – Αγά, επετέθησαν αιφνιδίως κατά της οικίας των Ζιακαίων και εφόνευσαν το καπετάν Γιαννούλα και όλους τους περί αυτόν εκτός του Θόδωρου Ζιάκα, όστις ξιφήρης, έσπασε των κλοιό των πολιορκητών και κατέφυγε στη Νότια Ελλάδα, απ’ όπου επανήλθε αργότερα. Από τη φάρα των  Μακραίων επικεφαλής ήταν ο συγγενής τους Ζώγος Κυπριώτης.
Κρίνω επάναγκες να παραθέσω και ορισμένα άλλα άσματα των παραπάνω πρωταγωνιστών, μετά σχετικών διευκρινήσεων.

Ο ΝΤΕΛΗ – ΔΗΜΟΣ 1  (1780) 
Ενας πλάτανος με δέκα οχτώ κλωνάρια
και στη ρίζα του κοιμάται ο Ντελή – Δήμος           
τρεις τον έκλαιγαν  και δυο μοιριολογούσαν
«Σήκω Δήμο μου και μη βαριοκοιμάσαι,
μάσε παγανιά όλο Γρεβενόπουλα
κι έβγα στο βουνό, ψηλά στη Βασιλίτσα2,
τ’ έχεις πόλεμο μαζί με το Βελάγια ».   

1 Κλεφταρματολός της περιφέρειας Γρεβενών φονευθείς σε αιφνίδια ενέδρα από τον οδοφύλακα   (ντερβέναγα) του Κουρτ – Πασά, το Βελάγια (Βελή-Αγάς). Ο Ντελή–Δήμος υπήρξε    ψυχοπατέρας και καπετάνιος του Γέρο – Ζιάκα.
2 Κορυφή του Σμόλικα, ένθα σήμερα και οργανωμένη χιονοδρομική πίστα.     

Ο  ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ  ΖΙΑΚΑΣ 1 (1826) 
Πουλί μ’ που πάς στα Γρεβενά στο βλογημένο τόπο
χαιρέτα μου την κλεφτουριά τον, τον Καπετάν – Γιαννούλα,
να ‘ χει τα μάτια του ανοιχτά, σ’ όλο το σύνορό του.
Δεν είναι ο περσινός καιρός, που ‘ταν ο Μουσελίμης2                                                 
κι ήταν κι ο Μπαϊχτάραγας3 απάνω στα δερβένια.                                                  
Φέτο ήρθε ένα πασιόπουλο, ένα βεζυροπαίδι.
ειν’ κι ο Σελιχτάραγας4, σε όλα τα δερβένια.                                                                        
Κράζει τους κλεφταρματολούς στα Γιάννινα να ‘ρθούνε,
γυρεύει τα Τσαπόπουλα5 και το χρυσό ζευγάρι.
Τα μαύρα τα Τσαπόπουλα,  στέκουν συλλογισμένα                                   
γιατί φοβούνται ‘ν απιστιά, σκιάζονται τη ζωή τους.

1  Πρεσβύτερος υιός του Καπετάν  γερο – Ζιάκα, όπως αναφερθήκαμε παραπάνω.                                   
2,3,4 Τούρκοι αξιωματικοί, επικεφαλής της φρουράς των περασμάτων.
5 Αδέρφια, ο Δημήτρης και ο Γιωργάκης  τέκνα του αρματολού Καπετάν Αποστόλη Τσάπου (Δεληγιάννη) δράσαντες εναντίον των  Τούρκων στην περιοχή της Θεσσαλίας και της Ηπείρου καταγόμενοι εκ Μετσόβου.  (Στη Βλάχικη γλώσσα  τσάπος σημαίνει   τράγος). Επίσης όλοι οι αδελφοί Δεληγιάννηδες, έφεραν το παρατσούκλι
Τσαπαίοι.,   δερβένια = περάσματα, διαβάσεις
‘ν απιστιά = την απιστία                                                                                                                                 
σκιάζονται =τρομάζουν, φοβούνται υπερβολικά

                 Ο  ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ  ΖΙΑΚΑΣ 
Με γέλασε η χαραυγή, της νύχτας το φεγγάρι
και βγήκα νύχτα στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,                                                
ακούω τα πεύκα που βροντούν και τα βουνά βογκούνε.                                              
« Εσείς βουνά των Γρεβενών και πεύκα του Μετσόβου,                                         
τι έχετε και μαλώνετε, τι έχετε και βογκάτε; »                                                     
« Μπήκαν οι Κλέφτες στα μαντριά, ο Καπετάν Γιαννούλας,                            
σκλάβους μας πήρε τα παιδιά, μας πήρε τα κορίτσια,                                               
και μας γυρεύει ξαγορά, πολλές σακούλες άσπρα,                                                   
γυρεύει για του δοθεί και το καπετανλίκι,                                                                    
στο Γρεβενό, στο Μέτσοβο και σ’ όλα τα Ζαγόρια.                                                              
Τρεις μέρες μόνο καρτερεί, τρεις μέρες και τρεις νύχτες                                          
κι απέ θα κάψει τα χωριά, ‘κλησιές και μοναστήρια ».                                             
Τα βιλαέτια το ‘μαθαν κι έτρεξαν οι μεγάλοι,                                                       
στα Γιάννενα επάησαν, στην πόρτα του Βεζύρη.                                                         
«Κακό μεγάλο πάθαμαν, κακό πολύ θα γένει,                                                        
στο Γρεβενό, στο Μέτσοβο, στο δόλιο το Ζαγόρι,                                                              
αν ίσως και δεν σιάσουμε, τον Καπετάν Γιαννούλα ».



Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ 
           (Mάχη του Μεγάλου Σπηλαίου 1854)    
Εσείς βουνά  των Γρεβενών  και πεύκα του Μετσόβου
λίγο για χαμηλώσετε για δυό ντουφέκια τόπο,                                                            
για να φανούν τα Γρεβενά κι αυτό το Μέγα Σπήλιο,                                                            
πως πολεμούν οι ΄Ελληνες με του Αβντή2 τ’ ασκέρι.                                                            
Πέφτουν τα τόπια σαν βροχή, γκιουλέδες σαν χαλάζι                                                 
κι αυτά τα λιανοντούφεκα, σαν τη ψιλή βροχούλα.                                                           
Αντέμ – Πασάς3 εχούγιαξε, όσο και να μπορούσε.                                                           
« Πάψε Ζιάκα μ’ τον πόλεμο, πάψε και το ντουφέκι,                                              
να μετρηθεί τ’ ασκέρι μας, να ‘δούμε πόσοι λείπουν ».                                
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις βολές και λείπουν τρεις χιλιάδες                                     
μετρήθηκαν κι’ οι ΄Ελληνες και λείπουν τρεις νομάτοι.

1  Αναφέρεται στον αρματολό Θεόδωρο Ζιάκα, τον τέταρτο και μικρότερο υιό του   γερο – Γάκη  (Γεώργιος – Γεωργάκης – Γάκης – Ζάκας - Ζιάκας ) όπως αναφέρει ο Κ. Κρυστάλλης,του οποίου    πρεσβύτερος  υιός ήταν ο Γιαννούλας.
2  Τούρκος σερασκέρης που εξεστράτευσε προς καταστολήν της επαναστάσεως που πραγματοποίησαν οι ΄Ελληνες με τους Ζιακαίους το έτος 1854.                                          
3  Μπουλούκμπασης του εκστρατευτικού σώματος των Τούρκων.                                                        
τόπια = μπόμπες                                                                                                                                                
γκιουλέδες= ατομικά όπλα της εποχής                                                                                                             
εχούγιαξε όσο και να μπορούσε= φοβέρισε με όλη του της δύναμη της φωνής του
βολές = φορές (ιδιωματισμός).


    Ο ΘΟΔΩΡΟΣ  ΖΙΑΚΑΣ  (παραλλαγή)
(Μάχη του Μεγάλου Σπηλαίου 1854)  
Εσείς βουνά του Γρεβενού και πεύκα του Μετσόβου,                                                 
λίγο για χαμηλώσετε, κάνα ντουφέκι τόπο,                                                                          
για να φανεί απ’ το Ζυγό, το παινεμένο Σπήλιο,                                                        
να δούμε το Ζιακόπουλο πως πολεμάει τους Τούρκους.                                          
«Βάστα καημένε Θόδωρε, βαστάξου στο ντουφέκι,                                                     
μην σε φοβίζουν τίποτες, τ’ Αβδή Πασά τα τόπια.                                                      
«Πώς να βαστάξω μπρε παιδιά και πώς να πολεμήσω;                              
Μπαρούτι δεν έχω σπυρί, δεν μ’ έμεινε ένα βόλι                                                     
και χίλια γυναικόπαιδα, κρεμιούνται στο λαιμό μου.                                                      
Άϊστε παιδιά ας φύγουμε, στην Καλαμπάκ’ ας πάμε,                                         
να βρούμε τους συντρόφους μας κι αυτό το Χατζή-Πέτρο».                                     
«Ζιάκα μου και πως το ‘παθες;  Ζιάκα μου πως εστάθη;                                        
Πως άφησες τις εκκλησιές κι αυτό το μοναστήρι; »                                                         
«Κάλλιο ν’ αφήσω τ’ς εκκλησιές κι αυτό το μοναστήρι,                                            
παρά ν’ αφήσω στη σκλαβιά, χίλια γυναικοπαίδια.                                                    
Εκεί το λεν Αρβανιτιά, το λένε Αρβανίτες,                                                                
που για να κάμουν πλιάτσικο και για να πάρουν  σκλάβους,                                              
δεν συλλογιούνται σκοτωμό, ζωή δεν συλλογιούνται ». 


Ο  ΘΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ (ετέρα παραλλαγή)
(Μάχη του Μεγάλου Σπηλαίου 1854) 
Εσείς βουνά  των Γρεβενών  και πεύκα του Μετσόβου                                               
λίγο για χαμηλώσετε μιας τουφεκούλας  τόπο,                                                      
για να φανούν τα Γρεβενά κι αυτό το Μέγα Σπήλιο,                                                            
πως πολεμούν οι ΄Ελληνες με του Αβδή τ’ ασκέρι.                                                              
Τρεις μέρες κάνουν πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,                                                  
χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, χωρίς κάνα μαντάτο.                                                        
Πέφτουν τα τόπια σαν βροχή, τα τόπια σαν χαλάζι                                                        
κι αυτά τα λιανοντούφεκα, σαν τη ψιλή βροχούλα.                                                           
Κι Αβδή – πασάς εφώναξε, Αβδή – πασάς φωνάζει.                                                            
«Ζιάκα  πάψε  τον πόλεμο, πάψε και το ντουφέκι,                                                         
να κατακάτσ’ ο κουρνιαχτός, να σηκωθεί αντάρα,                                                           
να βρούν’ οι μάνες τα παιδιά και τα παιδιά τις μάνες,                                               
να βρει η χήρα τον υγιό, π’ άλλον υγιό δεν έχει                                                        
να μετρηθεί τ’ ασκέρι μας, να ‘δούμε πόσοι λείπουν ».                            
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις χιλιάδες                                      
μετριούνται τα Ελληνόπουλα και λείπουν τρεις νομάτοι. 

Τα παραπάνω άσματα είναι εμπνευσμένα από την φονικωτάτη μάχη του Σπηλαίου Γρεβενών μεταξύ των Ελλήνων του Θόδωρου του Ζιάκα και των Τούρκων του Αβδή - Πασά που έγινε το 1854.  Γεγονός  είναι  ότι  υπάρχουν  παραλλαγές του άσματος.

                           Ο  ΘΟΔΩΡΟΣ  ΖΙΑΚΑΣ
«Εσείς πουλιά πετούμενα που πάτε στον αέρα,                                                           
αυτού που πάτε κι έρχεστε και πίσω δεν γυρνάτε,                                                         
μην είδατε το Θόδωρο, το Θόδωρο το Ζιάκα; »                                                          
«Εμείς εψές τον είδαμε, μεσ’ τ’ ΄Ασπρο το ποτάμι,1                                                                                          
παλικαράκια μάζωνε, όλα των είκοσι ένα.                                                                   
Παίρνει το Νάσιο Μάνταλο2 και το Σωτήρη Στράτο,3                                                                                    
τριών μερών περπάτημα, το κάνει σε μια μέρα,                                                        
στα Γρεβενά ξημέρωνε, στον έρημο τον τόπο,                                                          
ήταν παραμονή Βαγιού, ημέρα του Λαζάρου ».  

1 Υπονοεί τον Ασπροπόταμο (Αχελώο)                                                                                                             
2,3 Πρωτοπαλλήκαρα του Θόδωρου Ζιάκα. Περί του δεύτερου υπάρχει μαρτυρία τις  ότι προσκύνησε τον Αλή-πασά και του αποδόθηκε το αρματολίκι Αγράφων. (Αραβαντινός) 

          Ο  ΘΟΔΩΡΟΣ  ΖΙΑΚΑΣ   
(Παραλλαγή) 
«Εσείς πουλιά που πέτεστε, που πάτε στον αέρα,                                                       
μην είδατε το Θόδωρο, το Θόδωρο το Ζιάκα; »                                                        
«Εψές – προψές τον είδαμε, να πολεμάει τους Τούρκους.                                                  
Πέφτουν τα βόλια σαν βροχή κι οι σφαίρες σαν χαλάζι                                               
κι αυτά τα λιανοντούφεκα, σαν άμμος της θαλάσσης ».                                                 
«Βάστα Ζιάκα μ’ τον πόλεμο, βάστα και τα νταμπούρια ».                                             
«Τι να  βαστάξω ο έρημος και τι να νταγιαντήσω;                                                              
Δεν είναι ένας δεν είναι δυό, δεν είναι τρεις χιλιάδες,                                              
μον’ ειν’ ασκέρι αμέτρητο, λογαριασμό δεν έχει ».  
πέτεστε = πετάτε,      νταμπούρια = οχυρωμένες θέσεις, οχυρά,                                                                 
βάστα = κράτησε,       νταγιαντήσω = αντέξω, ζωογονηθώ. 

                     Ο  ΘΕΟΔΩΡΟΣ  ΖΙΑΚΑΣ 
Τι έχουν του Σπήλιου τα βουνά και στέκουν ρογκωμένα,                                            
μην απ’ τα χιόνια τα πολλά, μην από το χειμώνα;                                                            
Ούτ’ απ’ τα χιόνια τα πολλά, ούτε απ’ το χειμώνα,                                                   
το Θοδωράκη έκλεισε, αυτός ο Μεχμετάγας.                                                                        
Ο Κώστας Βλάχος1 φώναξε, το Μιντερλή2 και λέγει:                                             
«Τι καρτερούμε βρε παιδιά, κλεισμένοι απ’ τους Τούρκους;                                    
Αϊντε τραβάτε τα σπαθιά, βγάλτε τα γιαταγάνια                                                           
κι ελάτε να τους στρώσουμε, μπροστά σαν παλιογίδια ».                                       
Ανάμεσα στον πόλεμο και στο πυκνό τουφέκι,                                                    
έπιασε δυνατή  βροχή κι ένα χοντρό χαλάζι                                                                          
Κι έκαμε και τραβήχτηκε, το ‘να από τ’ άλλο ασκέρι. 

1,2 Πρωτοπαλήκαρα του Ζιάκα.


                              ΟΙ ΜΑΚΡΑΙΟΙ
Στην Κρανιά μεσ’ το γεφύρι, βγήκαν οι σκλο – Μακραίοι,                                
πάτησαν πολλά καρβάνια, πήραν  άσπρα, πήραν γρόσια,                                       
πήραν και μια βλαχοπούλα, που ‘ταν  άσπρη σαν το χιόνι,                                        
νόστιμη σαν το πεπόνι κι όμορφη σαν το τρυγόνι.                                       
΄Απλωσαν  εκεί τα γρόσια κι άρχισαν να τα μοιράζουν.                                         
Να  κι ο Θόδωρος  ο Ζιάκας, παταριά τους ρίχνει απάνω.                                       
Δέκα πέντε λαβωμένοι κι οι Μακραίοι σκοτωμένοι.                                                            
«Φέρτε ένα παλιογρίβα να τους βάλουμε σαν γίδια».

καρβάνια = καραβάνια        παταριά = ομοβροντία        παλιογρίβα = παλιάλογο                                                       

        ΑΛΕΞΗΣ  ΜΑΚΡΗΣ  (ΜΑΚΡΑΛΕΞΗΣ)  
«Για σκούξτε, βάξτε βρε παιδιά, ρέξτε πολλά ντουφέκια                                            
μπέλκιμ  ακούσει η συντροφιά και μας ερθεί μαντάτο.                                                  
Που ‘σαι αδερφέ μου Νικολό και Χρήστο αγαπημένε,                                             
τούτη την ώρα να βρεθείς, τρέξε να με γλυτώσεις,                                                       
τι έχω παιδιά ανήξερα κι άμαθα από ντουφέκι ».                                                           
«Τι να σου κάνει ο Νικολός, Αλέξη μου καημένε,                                                    
αυτού που αποκλείστηκες, στην έρημη την κούλια.                                                              
Δεν είναι τόπος για σπαθί, δεν είναι για ντουφέκι ».                                                             
Πικρό γιουρούσι έκαμαν οι Τούρκοι μες την κούλια,                                                  
τρία ντουφέκια πέτυχαν το δόλιο τον Αλέξη,                                                                     
ένα τον πήρε ξώδερμα, το δεύτερο στον ώμο,                                                          
το τρίτο του ετσάκισε το ζέρβιο του το χέρι. 
βάξτε = βοήστε,   ρέξτε = ρίξτε,   μπέλκιμ  (τούρκ) = μήπως,   μαντάτο = είδηση (εδώ βοήθεια)    

Σημείωση: 
Η περί των Ζιακαίων πραγματεία περιέχει πολλά άλλα στοιχεία, τα οποία δεν άπτονται των επιδιώξεων της ιστοσελίδας και ως εκ τούτου δεν αναφέρονται.

Απόστολος Αποστολίδης – Γρεβενά                                                  
Οικονομικά – Στατιστική – Χρηματοοικονομικά                                                        
Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Αναζήτηση