Ο Βλάχος στο δημοτικό τραγούδι

Πολιτιστικός Σύλλογος Αργυροπουλίου, photo Δημήτρης ΣμιξιώτηςΣτις τελευταίες δεκαετίες, ένα σύνθημα φιλοξενούνταν στους τοίχους της Αθήνας που προκάλεσε την αντίδραση συλλόγων βλαχόφωνων, καθώς θεωρούσαν ότι αυτό αμφισβητούσαν από τη μια μεριά την εθνολογική τους συνείδηση και από την άλλη υποτιμούσε και διακωμωδούσε τον πολιτισμό και την προσφορά τους, δεδομένου ότι η Αθήνα είναι γεμάτη από ιδρύματα που χτίστηκαν και λειτουργούν με διαθήκες βλάχων εμπόρων και επιχειρηματιών. Το σύνθημα «έξω οι βλάχοι από την Αθήνα» έθετε το βλάχικο ζήτημα του παρελθόντος με άλλους όρους, εντασσόταν στη συνθηματολογία των τοίχων που αργότερα έκανε την εμφάνισή της στους τοίχους και αφορούσε μετανάστες από την Ανατολή, την Αφρική και τα Βαλκάνια(Αλβανούς), ή αποτελούσε μέρος της συζήτησης για το νεοελληνικό πολιτισμό, στοιχεία του οποίου αποτυπωνόταν στην οικιστική οργάνωση της πόλης, ιδίως της Αθήνας στη μεταπολεμική περίοδο ;

 

 

Προφανώς, η συνθηματολογία του τοίχου διαμαρτύρεται για την άναρχη ανάπτυξη της πόλης, για τα αποτελέσματα που είχε το γεγονός ότι η Αθήνα έγινε ένα μεγάλο κεφάλι στο αδύναμο κεφάλι της Ελλάδας, κατά τον Burgel,με όλες τις επιπτώσεις στο οικιστικό περιβάλλον, στην καθημερινότητα των ανθρώπων.Η κατηγορία «βλάχος» ταυτίζεται με την ιδεολογία των λαϊκισμού που διαπότισε τη σχέση της εξουσίας με το περιβάλλον, με τα πεζοδρόμια, με το πράσινο, με τους πολίτες, που οδήγησε σε μια τραγελαφική κατάσταση. Η λέξη «βλάχος» αποτελεί κοινωνιολογική κατηγορία, που προσδιορίζει την κακοποίηση της αισθητικής και την έλλειψη σεβασμού στον άνθρωπο, δεν υπονοεί εθνολογικές αναφορές.Αντίθετα, η έννοια «βλάχος» γίνεται αιχμή για διαμαρτυρία και συνθηματολογική αντίσταση ενάντια στην ισοπέδωση που προωθεί η εξουσία.Αποτελεί συστατικό στοιχείο του λαϊκισμού, που διαποτίζει τη σκέψη των ιθυνόντων.
Ωστόσο, το θέμα αυτό μπορεί να γίνει αφορμή για την ανίχνευση της κατηγορίας «βλάχος» στο λαϊκό πολιτισμό, για τη θέση που κατέχει και τον τρόπο που εμφανίζεται στις διάφορες μορφές του, όπως είναι το δημοτικό τραγούδι, την παροιμία, την ευτράπελη διήγηση και το παραμύθι.

Βλάχοι και ταυτότητα
Το υλικό που έχει χρησιμοποιηθεί είναι δημοτικά τραγούδια από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, το οποίο αντλήθηκε από συλλογές και ανθολογίες.Η λέξη «βλάχος» ως εθνολογική κατηγορία απουσιάζει. Υπάρχουν μόνο δύο αναφορές που προκαλούν σύγχυση και προβληματισμό. Η πρώτη ανιχνεύεται στην Κρήτη, στο τραγούδι του Δασκαλογιάννη.(στίχοι 309-14).

Εκ` ίδια τς` εσκοτώσασι τσοι Βενετούς οι Βλάχοι,
Οι Βλάχοι κ` οι Σκορδύληδες,κ` άλλ` απού τσοι Μωρηάνους,
Αυτοίνοι τσ` εσκοτώσασιν εκεί τσοι Βενετζάνους.
Και τότε βλαστημήξασι κιανείς να μη ξανάρθη,
Να κατοικήση `ς τα Σφακιά, τα ίδια να μην πάθη.

Η ποιητική σύνθεση αναφέρεται στον πόλεμο που κήρυξε κατά του Σουλτάνου το 1769 ο αγωνιστής από τα Σφακιά Δασκαλογιάννης, ο οποίος παρακινήθηκε «παρ` εξοχωτάτων προσώπων της τε Ρωσσίας, Μολδοβλαχίας και Πελοποννήσου». Στην περίπτωση αυτή, η αναφορά γίνεται σε κάποια ομάδα που χαρακτηρίζονται ως Βλάχοι, οι οποίοι βοήθησαν τους Σκορδύληδες να νικήσουν τους Βενετούς. Μάλλον, πρόκειται για τη γνωστή οικογένεια των Βλάχων στα Σφακιά, που αργότερα μετονομάστηκε σε Βλαχάκηδες. Παραμένει, όμως, το ερώτημα για την προέλευση του επωνύμου.
Πιο ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά σε τραγούδι του ακριτικού κύκλου από τη Χίο.

Ένα μικρό βλαχόπουλο αφ` την Βλαχιάν εβγαίνει,
λαλεί μουλάρια Δώδεκα,μουλάρια τσαι λοάρι
όσον `που ζέβγε τα στενά τσ` ήπιασε της απλάδες.
Αρκίζ` ο νηος τσαι τραγουδά αρκίζ` ο νηος τσαι λέγει.
-Δεν είνε κλέφταις`ς τα βουνά,δεν είναι χαραμίταις
να χαραμίσουν τον νηον,να πάρουν το λοάρι;
Ακόμ` ο λόγος ήστεκε τα` ακόμη επεκράτει,
Άλλος του κρούει μια σπαθιά τα` άλλος τον μαχαιρόνει,
τσ` αδελφός τα` ο γκαδριακλής με το βαρύ χαζάρι
πρώτα κυπά την χαζαριά τα` ύστερα ανερωτά τον.
-Για `πε μου, βρε Βλαχόπουλο, ως πού κρατά η γενηά σου;

-Η μάνα μ` είνε αφ` την Βλαχιά,τσ` ο τσύρης μ` αφ` την Δύση.

Στο συγκεκριμένο τραγούδι υπάρχει το διαδεδομένο μοτίβο της διφυούς καταγωγής.Το γνωρίζουμε από το Διγενή, το συναντάμε και αλλαχού.Το θέμα του τραγουδιού ανήκει στην κατηγορία των παραλογών «Ο φόνος του πραματευτή απ` τον ληστή αδελφό του».Η διαφορά βρίσκεται στον τρόπο γνωριμίας του δολοφόνου με το μαχαιρωμένο πραματευτή αδελφό του. Στο πιο πάνω τραγούδι η αναγνώριση γίνεται με αναφορά στην καταγωγή(Βλαχιά και Δύση).Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι περιοχές καταγωγής παραπέμπουν σε πολιτισμικό δυισμό (Ανατολή-Δύση) κατ` αναλογία προς το θέμα του Διγενή.Είναι αρκετά επισφαλές να επιχειρηματολογήσει κανείς υπέρ του εθνολογικού προσδιορισμού των λέξεων «Βλάχος και Βλαχιά».Για την αποφυγή αυτής της επιλογής συνηγορεί και μια παραλλαγή της παραλογής αυτής από τη Χαλκιδική, όπου ο ετοιμοθάνατος αδελφός δίνει την εξής απάντηση για την καταγωγή του.
-Μάνα `χα `που τα Γιάννινα, πατέρα `που τη Λάρσα.
Ο στίχος αυτός διευκολύνει την ταύτιση με γεωγραφικό διαμέρισμα, όχι με πολιτισμικό σύστημα. Είναι γνωστό, ότι στις βυζαντινές πηγές η Θεσσαλία αναφέρεται ως Μεγάλη Βλαχία και η Ήπειρος ως Δύση. Ως εκ τούτου, το τραγούδι από τη Χίο ενσωματώνει αυτό το μοτίβο, το οποίο είναι κοινός τόπος, όπως αποδεικνύει και η παραλλαγή από τη Χαλκιδική.
Η εθνολογική χρήση, λοιπόν, της κατηγορίας «βλάχος» δεν τεκμηριώνεται από τα κείμενα της λαϊκής ποίησης.Συνήθως, ο βλάχος ανήκει στην ευρύτερη αντιστασιακή ομάδα, η οποία αντιπαλεύει την εχθρική ετερότητα, Τούρκους και Αρβανίτες. Είναι λίγες οι φορές, που το τραγούδι ομαδοποιεί τους Βλάχους ως ξεχωριστή ομάδα που συντάσσεται με άλλες πληθυσμιακές ομάδες με σαφή την πρόθεση της ληστρικής δραστηριότητας, όπως συμβαίνει με τον Αλβανό Λιάζη, ο οποίος «ήτο λήσταρχος εφάμιλλος και οπαδός του Μέτσου Ίτσου, εξ εκείνων οίτινες την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα κατεμάστιζον ατιμωρητί και συστηματικώς την Μακεδονίαν, Θεσσαλίαν και Ήπειρον».

Ο Αλβανός Λιάζης
Εβγήκε ο Λιάζης `ς τα βουνά,`ς ταις κρύαις ταις βρυσούλαις
Και παλληκάρια μάζονε,Βουργάρους κι` Αρβανίτες,
Και διαλεχτά Βλαχόπουλα,με πάλαις ασημένιαις.

Στο παραπάνω τραγούδι αυτό που ενώνει τις διαφορετικές ομάδες, είναι το διαγούμισμα, η ταυτότητα δεν αποκτά νόημα, καθώς τους συνδέει ο κοινός στόχος.Την άποψη αυτή ενισχύουν και όσα παρατηρεί ο Αλέξης Πολίτης. «Δεν πρέπει, βέβαια, να πιστεύουμε πως μονάχα ελληνικές κλεφτοσυμμορίες υπήρχαν. Πολύ συνηθισμένες ήταν και οι τουρκαλβανίτικες συμμορίες,
καθώς και οι μικτές, δηλαδή εκείνες που περιλάμβαναν τόσο Έλληνες όσο κι Αρβανίτες ή και Τούρκους. Το πράγμα, αν κι αποσιωπάται συχνά από τους ιστορικούς, είναι ευνόητο. Οι κατατρεγμένοι από τον νόμο κλέφτες δεν είχαν περιθώρια για εθνικές διακρίσεις».
Η συμμαχία τους αφορά τον προσπορισμό αγαθών μέσω της ληστρικής συμπεριφοράς. Πρόκειται για μια συνάντηση ομάδων, που δεν είναι συχνή στα δημοτικά τραγούδια. Εδώ, η συνείδηση της προέλευσης αμβλύνεται και υπερτονίζεται η «επαγγελματική» δράση.
Αντίθετα, σ` άλλα τραγούδια υποδηλώνονται με σαφήνεια τα όρια της ομάδας και προσδιορίζεται ποιος είναι ο άλλος.Αυτό συμβαίνει σ`ένα μορολόι.

Σήκω Μπόσκα,σήκω αδέλφι
τι χτυπάει η καμπάνα.
Ήρθ` η παγανιά μωρ` Μπόσκα
τούρκικο ασκέρι.
Σήκω Μπόσκα,σήκω αδέρφι
για να δεις αμάχη.
Βλάχοι με Τούρκους πώς χτυπιούνται
για να σώσουν τη βλαχιά μας.

Στο μοιρολόι είναι σαφή τα όρια των ομάδων, από τη μια μεριά οι Βλάχοι και από την άλλη οι Τούρκοι. Είναι ο αντίπαλος, η ετερότητα, την οποία αντιμάχονται. Στόχος αυτού του αγώνα είναι η διάσωση της Βλαχιάς, όλων δηλαδή εκείνων των στοιχείων που συγκροτούν την ιδιαιτερότητά τους. Πρόκειται για αγώνα υπέρ μιας ταυτότητας που δεν είναι σαφές ότι έχει εθνολογικά χαρακτηριστικά, παρόλο που θα μπορούσε να το υπονοήσει κανείς, καθώς μετεωρίζεται. Τα στοιχεία, όμως, δεν είναι επαρκή, ώστε να στοιχειοθετηθεί μια τέτοια θέση. Κυρίως, ο αγώνας αυτός αφορά το χωριό, την τοπικότητά τους, το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, εντός του οποίου κινούνται.
Αντίθετα, είναι αρκετά τα κλέφτικα τραγούδια, τα υμνούν τα κατορθώματα βλάχων που οργανώνουν ένοπλες αντιστασιακές ομάδες εναντίον των Τούρκων, όπου δε γίνεται αναφορά στη λέξη «Βλάχος»,αλλά παραπέμπουν στους χώρους δράσης, ιδίως τον ορεινό χώρο. Η στενή σχέση των βλάχικων χωριών με τις ένοπλες ομάδες, προκάλεσε, συχνά, την οργή των Τούρκων και δεν είναι λίγα τα χωριά που κάηκαν, ακριβώς γιατί εκδήλωναν τη διάθεση και την πρόθεση να αγωνιστούν όχι μόνο υπέρ της προστασίας της Βλαχιάς τους, των χωριών τους, αλλά και υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα, όπως έκανε ο Λεπενιώτης και άλλοι.

Ο Λεπενιώτης
Εσείς πουλιά άγρια και ήμερα, άγρια κι ημερωμένα,
εσείς δουλειά δεν έχετε αυτού στα Βλαχοχώρια,
διαβάτε απάνου στ` Άγραφα πέρα απ` τα Βλαχοχώρια,
να βρήτε τους Αρματωλούς τους τρεις Λεπαινιωταίους!
Σε τι βουνά να βρίσκωνται,σε τι κεφαλοχώρια,
τέτοιο κακό δεν καρτερούν, Τούρκους δεν παντυχαίνουν!

Οι Τούρκοι είναι ο άλλος, ο αντίπαλος για τα βλαχοχώρια, τα οποία λειτουργούν ως βιότοπος είτε για την ανάδειξη κλεφτών είτε για την παροχή διευκολύνσεων και απόκρυψης στα βουνά, τα οποία είναι ο φυσικός χώρος των κλεφτών.Στην περίπτωση του προηγούμενου τραγουδιού, είναι γνωστή η προέλευση του Λεπενιώτη, τη βοήθεια του οποίου απεγνωσμένα ζητούν οι πατριώτες του.
Σ` ένα άλλο τραγούδι τα βλαχοχώρια στα βουνά είναι ο ασφαλής χώρος που επιτρέπει την άνθηση του αντάρτικου κινήματος.Η μετακίνηση των Βλάχων στον κάμπο για τον ξεχείμασμα στερεί το ανθρώπινο δίκτυο υποστήριξης, που είναι τόσο αναγκαίο για τους κλέφτες, σε σημείο που η άνοδος στα βουνά την άνοιξη χαιρετίζεται στα κλέφτικα τραγούδια ως ταυτόσημη με την κλέφτικη δράση.

Οι κλέφτες αναμένοντες το έαρ
Ήσυχα που είναι τα βουνά, ήσυχοι που είν` οι κάμποι!
Δεν καρτερούνε θάνατο, γεράματα δεν έχουν,
μόν` καρτερούν την άνοιξι, το Μάη,το καλοκαίρι,
να ιδούν τους Βλάχους `ς τα βουνά, να ιδούν ταις βλαχοπυλαις,
να κούσουν τα Βλαχόπουλα λαλώντας ταις φλογέραις,
βόσκοντας τα κοπάδια τους με τα χοντρά κουδούνια.
Όντας τα στήσουν τα μανδριά, την αρτησιά να φτιάσουν
θα`βγουν και τα κλεφτόπουλα να παίζουν, να χορεύουν.
Συχνά συχνά θα ροβολάν `ς τους κάμπους των Φερσάλων,
να πιάνουν Τούρκους ζωντανούς, να γδύνουν σκοτωμένους,
να φέρνουν γρόσια και φλωριά, κ` εκεί να τα μοιράζουν,
και να χαρίζουν κάνα δυο `ς ταις άσπραις Βλαχοπούλαις,
κλέφτοντας και κάνα φιλί, και γλυκοπαιγνιδάκι.

Οι Βλάχοι, λοιπόν, τα βλαχοχώρια και τα βουνά λειτουργούν, στο συμβολικό επίπεδο, ως το πεδίο, όπου αναπτύσσεται η αντιστασιακή δράση κατά των Τούρκων. Το βουνό γίνεται η έκφραση που διαφοροποιεί δυο βασικές ομάδες, τους Τούρκους και τους κατακτημένους. Οι Βλάχοι αποτελούν συστατικό στοιχείο της δεύτερης ομάδας, είτε ως δράστες είτε ως φιλοξενούντες και διευκολύνοντες την αντιστασιακή συμπεριφορά. Τα δημοτικά τραγούδια δίνουν μια σαφή εικόνα για το πού τοποθετούνται οι βλάχοι. Γι` αυτούς η ετερότητα, ο άλλος είναι οι Τούρκοι.Δε διαφαίνεται πουθενά ότι διαφοροποιούν τους εαυτούς τους από άλλα χωριά, που δεν είναι βλαχοχώρια. Αντίθετα, συμβολικοποιούν, λόγω της ορεινής τους διαμονής, το αντιστασιακό πνεύμα. Το βουνό και οι Βλάχοι εμπλέκονται σ` ένα ιστό σημασιών, που τους κατατάσσει στην ομάδα εκείνων που αγωνίζονται κατά του Τούρκου, που είναι ο αντίπαλος. Το βουνό και οι ίδιοι νοηματοδοτούνται με τη σημασία της εναντίωσης και της σαφούς διαφοροποίησης από τον κάμπο που συμπυκνώνει την υποτέλεια.

Οι κλέφταις επροσκύνησαν,κ` γίνηκαν ραγιάδες.
Άλλοι φυλάγουν πρόβατα,κ` άλλοι βοσκούνε γίδια.
Κ` ένα μικρό Κλεφτόπουλο,της ερημιάς καμάρι,
του λαγκαδιούνε σύντροφος δεν θε να προσκυνήση.
Το πλάγι πλάγι `πήγαινε,τον ταμπουρά `λαλούσε.
-«Εγώ ραγιάς δε γένομαι,Τούρκους δεν προσκυνάω,
δεν προσκυνώ τους Άρχοντες και τους Κοντζαμπασίδες.
Μόν καρτερώ την άνοιξι,ναρτούν τα χελιδόνια,
να βγουν η Βλάχαις ` στα βουνά,να βγουν η Βλαχοπούλαις.

Στο παραπάνω τραγούδι ο πόλος του ορεινού χώρου είναι προφανές ότι ταυτίζεται με το ελεύθερο, ανυπότακτο πνεύμα.Το μικρό κλεφτόπουλο αρνείται να μετακινηθεί στον κάμπο, που αποκτά τη συμβολική σημασία της συμμόρφωσης σε μια δεδομένη εξουσιαστική σχέση, που περιλαμβάνει τον αλλόθρησκο κατακτητή (Τούρκο), αλλά και την κοινωνική ομάδα των ομόθρησκων (άρχοντες, κοτζαμπάσηδες), που συμβιβάστηκαν και αποδέχτηκαν το καθεστώς της εξουσίας.
Η αναγέννηση, συνεπώς του βουνού την άνοιξη με τον ερχομό των Βλάχων διερμηνεύει αυτή τη διπλή αντίσταση στην εξουσία, καθώς το βουνό και οι Βλάχοι είναι η εγγύηση για τη συνέχιση της αντίστασης. Σ` αυτή την περίπτωση, τα όρια ανάμεσα στις ομάδες ορίζονται από το χώρο, το βουνό και τον κάμπο. Καθένας πόλος συμπυκνώνει ένα διαφορετικό αξιακό σύστημα ένα πλέγμα εξουσιών που συγκρούονται.Το βουνό και οι Βλάχοι εκφράζουν την αντίσταση απέναντι στον άλλο, στην εξουσιαστική ετερότητα που μπορεί να είναι ο αλλόθρησκος κατακτητής, αλλά και ο ομόθρησκος προσκυνημένος.Ο κάμπος, αντίθετα, είναι συνώνυμος με την υποτέλεια, το συμβιβασμό, την απαξίωση. Έτσι, η αέναη κίνηση του βλάχου ανάμεσα στο βουνό και τον κάμπο αποκτά την αναγεννώμενη σημασία κατά την άνοιξη ότι η αντίσταση έχει χώρο ύπαρξης.
Εξάλλου, η άνοδος και η κάθοδος στο βουνό του βλάχου οριοθετεί το χρόνο στην παραδοσιακή κοινωνία αλλά και τα συναισθήματα που προκαλεί η σχέση με το βουνό σ` αντίθεση με τον κάμπο.Η άνοδος, ο χρόνος της άνοιξης, συνδέεται με τη ζωή, την κίνηση, την παρουσία.

Πότε θε να`ρθει όμορφος Μάης
και η άνοιξη η πανώρια
να βγουν οι βλάχοι στα βουνά
και στο χωριό το Σέλι
να βγούνε και τα πρόβατα
με τα` ασημοκουδούνια
να βγουν κοπέλες στο χορό
λεβέντες στο σιργιάνι
να βγω και γω ο μαύρος μου
με την κακιά αρρώστια.

Η άνοδος του βλάχου στα βουνά είναι ταυτόσημη με την αναγέννηση, ενώ η κάθοδος, το ξεκίνημα για τα χειμαδιά κλείνει τον κύκλο της αισιοδοξίας, καθώς οδηγεί στον κάμπο. Αντιμετωπίζεται ως ξενιτεμός με όλες τις συναισθηματικές παρενέργειες που έχει η κίνηση αυτή για τους μετακινούμενους.
Φθινοπώριασε και βρέχει
φεύγουν με τα` αρνιά οι βλάχοι
φεύγουν να ξεχειμωνιάσουν
παρα πάν` πια δεν αντέχουν
.

Η εννοιολογική κατηγορία «βλάχος», λοιπόν, ποικίλει σε σημασιολογικές αποχρώσεις.Οι ίδιοι, πάντως, αναδεικνύουν εκείνα τα πολιτισμικά στοιχεία, που θεωρούν σημαντικά για τον αυτοπροσδιορισμό τους. α. Το πρώτο είναι η ορθόδοξη πίστη τους.

(…)
-Πού είν` πατέρας σ`
όμορφή μου;
-Έφυγε,πάει σ` ένα γάμο
σ`ένα γάμο Χριστιανώνε
Χριστιανών και βλάχικο

β. Το δεύτερο είναι το ομόγλωσσο που αποτελεί ευκρινές όριο για τη συγκρότηση της ταυτότητας, στα όρια της οποίας αναπτύσσεται η ενδογαμία.

`Γω δεν είμαι γι` Αρβανίτες
μα για `να λεβέντη Βλάχο
όμορφο σαν καλοκαίρι
και της ρίζας μας βλαστάρι.
Αει λεβέντη να παρθούμε
γιατί οι δυο ταιριάζουμε:
Ίδια γλώσσα έχουμε.

Αν η ορθόδοξη πίστη αποτελεί τον άξονα του μιλλέτ που περιλαμβάνει όλους τους ορθόδοξους, η γλώσσα, προφανώς, αναδεικνύει την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα, που συμβάλλει στην οριοθέτηση του χώρου των γαμήλιων ανταλλαγών έναντι μιας ετερότητας, όπως είναι οι Αρβανίτες. Στην περίπτωση αυτή η λέξη «βλάχος» λειτουργεί ως μια εντοπιότητα, όπου το κυρίαρχο στοιχείο δεν είναι το βουνό αλλά η γλώσσα.
Αυτό αναδεικνύεται πιο έντονα σ` ένα Μωραϊτικο τραγούδι, όπου η ετερότητα είναι ο Βλάχος.
Ο Ζαχαριάς
Βγήκαν τα Νικολόπουλα και κυνηγάν τους κλέφτες
και κυνηγάν το Ζαχαριά,τον τρομερό τον κλέφτη.
Πανάθεμά σε Ζαχαριά,με τη συνήθεια πόχεις,
κάθε μερούλα πόλεμο,γυναίκα κάθε μήνα.
Τίγαρις παίρνει βλάχισσες,τίγαρις βλαχοπούλες,
μάν` παίρνει τις Μανιάτισσες και τις Μανιατοπούλες,
πόχουν κορμί για φορεσιά,μεσούλα για ζωνάρι.

Το τραγούδι αυτό εστιάζει σε μια άλλη εντοπιότητα, θέτοντας στο χώρο της ετερότητας τις βλαχοπούλες, με τη χρήση όρων αισθητικής.Για τον Πελοποννήσιο η εντοπιότητα ταυτίζεται με λιπόσαρκες αναλογίες στη γυναίκα-προτιμούν τις Μανιάτισσες-,σ` αντίθεση με τη γυναικεία ετερότητα που υιοθετεί άλλο αισθητικό πρότυπο.

Οι βλάχοι και τα στερεότυπα

Η δύναμη του στερεοτύπου είναι η σχηματική σχέση με την πραγματικότητα, γεγονός που ενισχύεται από τη δομή του δημοτικού τραγουδιού.Ο βλάχος, για παράδειγμα, είναι συνώνυμος με τον κτηνοτρόφο, το φυσικό περιβάλλον, τη γαλήνη της φύσης,με βουκολικές εικόνες.

Στ` άσπρα ντυμένος με σπαθί
Τον κούκο ως τα φρύδια
Βλάχος είμαι μια ζωή
Βοσκός απ` τα βουνά μας.
Την κάπα έχω για σκεπή
Γι` αδέλφια το κοπάδι.
Για χάρη τα` δίνω τη ζωή
Κι αυτό τη δίν(ει) για μένα.
Σκυλιά έχω με λιονταριού μαλλί
Με γάλα τα ταϊζω.
Το έχος μου αυτοί φυλάν
Γαυγίζουν νύχτα-μέρα

Η εικόνα αυτή, σαφώς, και δεν ανταποκρίνεται στην κοινωνική πραγματικότητα των βλαχόφωνων, οι οποίοι είχαν μια εξίσου ισχυρή εμπορευματική τάξη, που βασίστηκε σε βιοτεχνικές δραστηριότητες (μάλλινα, αργυροχοϊα, ξυλοτεχνία, κ.λπ.).Ο ορεινός χώρος και η ημι-νομαδική ζωή εντάσσονται στο αγροτο-αστικό δίπολο,το οποίο αντιμετωπίστηκε με ακαμψία και θεωρήθηκε ότι ο πρώτος πόλος συμπύκνωνε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αγροτοκτηνοτροφικής δραστηριότητας, ενώ ο αστικός πόλος συγκέντρωνε τις βιοτεχνικές και εμπορευματικές δράσεις, γεγονός που αποτυπωνόταν και στα αυστηρά οριοθετημένα πολιτισμικά συστήματα. Πρόκειται για μια σχηματική προσέγγιση στη σχέση πόλης υπαίθρου, ορεινού χώρου-κάμπου.
Ο Βλάχος, λοιπόν, είναι ο κτηνοτρόφος που ζει μια ειδυλλιακή ζωή στο φυσικό περιβάλλον, προσανατολισμένος και καθοδηγούμενος από τις εικόνες που τον περιβάλλουν. Οφείλουμε, βεβαίως, να διευκρινίσουμε ότι αυτό το στερεότυπο δημιουργήθηκε με τη διεύρυνση του περιεχομένου της λέξης «βλάχος»,που συμπεριέλαβε κάθε κτηνοτρόφο, ιδίως τους Σαρακατσάνους, αλλά και άλλους μη βλαχόφωνους ημι-νομάδες. Οι εδραίοι κάτοικοι διαφόρων περιοχών αποκαλούν τους Σαρακατσάνους και κάθε ημι-νομάδα κτηνοτρόφο βλάχο.Αυτή η σύμφυρση παρατηρείται και στα δημοτικά τραγούδια,όπου άλλοτε γίνεται η διασαφήνιση και άλλοτε όχι.

Κάτω στ` Αρβανιτοχώρια
και τα Βλάχικα κουνάκια
πάνε οι κλέφτες να πατήσουν
και χωριά να διαγουμήσουν.
Πήραν άσπρα, πήραν γρόσια,
το γιαλό την κατεβάζουν
και βαριά την εξετάζουν:
- Στο Θεό σου, βλαχοπούλα,
να μην είσαι Τουρκοπούλα,
να `σαι Σαρακατσιανούλα,
να `χεις χίλες προβατίνες
κι άλλες τόσες γκόρμπες γίδες.
- Εγώ δεν είμαι Τουρκοπούλα,
Είμαι Σαρακατσιανούλα.

Στο τραγούδι αυτό η βλαχοπούλα είναι σαρακατσανοπούλα και υπεραμύνεται της πολιτισμικής ομάδας έναντι των αλλόθρησκων. Η λέξη «βλαχοπούλα» συνδέεται με τη νομαδική φύση και την κτηνοτροφική δραστηριότητα της ομάδας, στην οποία ανήκει. Το όνομα έχει χάσει την αναφορά του σε ιδιαίτερες πολιτισμικές ποιότητες, όπως είναι η γλώσσα-κύριο χαρακτηριστικό των βλαχόφωνων-, και μετασχηματίζεται σε μια ευρύτερη κατηγορία που παραπέμπει στην οικονομική συμπεριφορά(κτηνοτροφία) και τον κύριο χώρο αναφοράς της, με τον οποίο συνδέονται και μερικά γνωρίσματα που συγκροτούν το πολιτισμικό ήθος, το habitus του Bourdieu.
Πρόκειται για πολιτισμικές ιδιότητες, που ορίζουν και επιβάλλουν την άρνησή της στην πρόταση που της γίνεται. Αν όμως η θέση της στο συγκεκριμένο τραγούδι διαμορφώνεται σ` ένα πλαίσιο αυστηρών εθνοτικών ορίων ανάμεσα σε αλλόθρησκους(Χριστιανοί-Μουσουλμάνοι), η απόρριψη της πρότασης να παντρευτεί έναν εδραίο κάτοικο της υπαίθρου υπακούει στο habitus της πολιτισμικής της ομάδας, όπου η εξωγαμία ισοδυναμεί με την αποδόμηση των πολιτισμικών ορίων.

Μια βλάχα πλιένει στου πουτάμ`, πλιένει κι σκαματίζει
κι Γκρέκους την αγνάντιβι `που πίσου απ` του πλατάνι.
- Βλαχούλα – μ`, δεν παντρεύισι, Γκρέκου άντρα δεν παίρνεις;
- Κάλλιου να διω του αίμα μου της γης να κουκκινίζει
πέρι να διω τα μάτια μου Γκρέκους να τα φιλάει.

Τα εθνοτικά όρια, ωστόσο, διατηρούναι, ακόμη κι όταν αναφέρονται στους βλαχόφωνους, με τους οποίους ταξινομούνται υπό την ίδια εννοιολογική κατηγορία «βλάχος».
Ωστόσο, το πολιτισμικό ήθος που συνδέεται με την κατηγορία «βλάχος», χάνει τις ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις και διαποτίζει όλο τον ορεινό χώρο που θεωρείται ως δημιουργός μιας συγκεκριμένης οπτικής απέναντι στην πραγματικότητα, που ενεργοποιεί και την ανάλογη συμπεριφορά. Επιπλέον, η κατηγορία «βλάχος» διευρύνεται και περιλαμβάνει όλη την ύπαιθρο, που κατατάσσεται στον αγροτικό πόλο, αντιτιθέμενη στον αστικό χώρο. Πρόκειται για ένα σχήμα που, μερικές φορές, μετακινείται, για να ορίσει τα όρια ανάμεσα στο νησιώτικο πολιτισμικό σύστημα και το στεριανό στην Ελλάδα
Συνοψίζοντας, ο βλάχος στο λαϊκό πολιτισμό αποτυπώνεται με την κοινωνιολογική του διάσταση. Συνήθως, είναι ο κτηνοτρόφος, ο εκπρόσωπος της βουκολικής ζωής που συνοδεύεται από συγκεκριμένα γνωρίσματα, γεγονός που συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας στερεοτυπικής αντίληψης. Αυτό, βεβαίως, παραμορφώνει την πραγματικότητα, καθώς συγκαλύπτει την
εμπορευματική διάσταση στον ορεινό χώρο, η οποία ήταν πολύ έντονη ανάμεσα στους Βλαχόφωνους.

 

Ευάγγελος Αυδίκος
Καθηγητής Λαογραφίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Ο Βλάχος στο δημοτικό τραγούδι
7o Σεμινάριο Λαογραφίας και Βλάχικων Παραδοσιακών Χορών, Σαμαρίνα 28-29 Μαΐου 2005

Αναζήτηση