Ήθη και έθιμα Αρβανιτόβλαχων ποιμένων υπό Θεόδωρου Γενναίου Κολοκοτρώνη

Αρβανιτόβλαχοι στη Βόρεια Πίνδο αρχές 20ού αιώνα, (D. Angelescu - Αφοί Μανάκια)Τον Ιούνιον του 1851, ανθυπολοχαγός τον βαθμόν, συνώδευον μετ' αναλόγου αποσπάσματος αρχηγόν μεταβατικού, περιοδεύοντας τους ανατολικούς δήμους της επαρχίας Φωκίδος, ένεκα της φοβεράς τη εποχή εκείνη λυμαινομένης τον τόπον ληστείας.

Περνών δε καλά, ως λέγουσι κοινώς -διότι ομολογουμένως ο συνοδεύων, έστω και πεζός εγώ, επίσκοπον ή αρχηγόν μεταβατικού, περιοδεύοντας, περνά ως μικρός Λούκουλος- και έχων συγχρόνως άπασας σχεδόν ελευθέρας τας νύκτας μου, εκράτουν καθ' εκάστην λεπτομερείς σημειώσεις, δίκην ημερολογίου, επί παντός περιέργου ή αξίου λόγου.
Εκ των σημειώσεων τούτων δημοσιεύω σήμερον τας «περί ηθών και εθίμων Αρβανιτόβλαχων νομάδων ποιμένων», όπως δώσω, αφ' ενός μεν εις τους ειδικώς ενδιατρίβοντας περί τα τοιαύτα φιλολόγους και συγγραφείς αφορμήν εγκύψεως, αφ' ετέρου δε εις τους λοιπούς αναγνώστας της εφημερίδος «Τηλέγραφος», ήτις έχει την ευμένειαν να φιλοξενήση εις τας στήλας της το έργον, τέρπνην και ευχάριστον όντως απασχόλησιν της ώρας των.

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ
ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ

I

13 Ιουνίου εσπέρας

Μετά κοπιώδη από βαθέος όρθρου και δι’ όλης της ημέρας γενικήν περιπολίαν, -κοινώς λεγομένη παγάναν- προς ανίχνευσιν ληστών, εχωρήσαμεν, όπως διανυκτερεύσωμεν, προς τα παρά την Βομπόκαν (*) τοποθετημένα Αρβανιτοβλάχικα καλύβια, ως πλησιέστερα ημών από της περιποληθείσης θέσεως, άτινα περί την 7 μ.μ. περίπου και μετά δίωρον πορείαν αντικρύσαμεν.
Αι καλύβαι αυτών των Αρβανιτοβλάχων καθώς και των λοιπών εν Ελλάδι νομάδων εν γένει ποιμένων, αίτινες κατασκευάζονται και παρά των ιδίων εκ χόρτου και πασσάλων, εισί σχεδόν κωνοειδείς. Εν τω μέσω αυτών, προς στήριξιν της τε στέγης και λοιπού σκελετού της καλύβης, τοποθετείται ιστός, αρχόμενος από της κορυφής καταλήγων καθέτως προς την γην, εν ή εμπήγνυται. Η κυκλοτερής βάσις της καλύβης στηρίζεται επί πασσαλίσκων, εμπεπηγμένων επίσης καθέτως επί της γής, ων τα μεταξύ κενά πληρούνται δια χόρτου, καθώς και η λοιπή περιφέρεια, έχουσα ίνας προσηρτημένας από της κορυφής των πασσαλίσκων, και συγκεντρουμένας δια του ετέρου άκρου επί την κορυφήν της καλύβης και πέριξ του ιστού, εφ’ ού τίθεται, ούτως ειπείν, σκούφος εκ του αυτού υλικού των χόρτων, κωλύων την άνωθι είσοδον της βροχής εντός της καλύβης.
Με άλλας λέξεις αι καλύβαι αύται εισίν είδος σκιάδος, ομοιαζούσης αλεξιβρόχιον ανοικτόν, του οποίου το μέσον ξύλον είνε εκ της λαβής εμπεπηγμένον εις την γην, ή προς επιτυχεστέραν παρομοίωσιν η καλύβη των Αρβανιτοβλάχων είναι απαράλλακτος ως αι στρατιωτικαί σκηναί αλλ’ αντί πανίου εισί κεκαλυμμέναι δια χόρτου πεπυκνωμένου εξ είδους στάχεων (σάλμα), και με μόνην την ωφέλιμον διαφοράν, ότι κατά την έσωθεν περιφέρειαν της καλύβης εις ανάλογον ύψος από της βάσεως προσαρτώνται οριζοντίως και εις μήκος περίπου μέτρου, δίκην περονών, ξύλα, εφ’ ών τοποθετούνται σανίδες, χρησιμεύουσαι, αφού ριφθώσιν επ’ αυτών τ’ αναγκαία, ως κλίναι τακτικαί ή ως σκίμποδες (καναπέδες).
Ίνα δε δέχωνται φως, έχουσι πέριξ δύω, τρείς ή τέσσαρας, αναλόγως του μεγέθους της καλύβης, οπάς τετραγωνικάς, χρησιμευούσας ως παράθυρα, ών άνωθι και έξωθεν προσκολλώσιν επιμετώπιον, ως επί των στρατιωτικών πίλων, αλλά σχήματος κυρτού. Ως ημιτετμημένου κυλίνδρου, πλατυτέρου του παραθύρου και ολίγον κεκλιμένου προς τα κάτω, ώστε ουχί μόνον τα ύδατα της βροχής να μη εισέρχονται δια της οπής εντός της καλύβης, αλλά και να καταρρέωσιν. Ως παραθυρόφυλλα δε μεταχειρίζονται ομοιόσχημον και ισομεγέθη της οπής του παραθύρου σανίδα, ήν, μη ούσαν προσηρτημένην, αφαιρούν ή θέτουσιν αναλόγως της ανάγκης.
Δια τον αυτόν δε της βροχής λόγον τοποθετούσι τας καλύβας των επ’ ολίγον κεκλιμένου εδάφους, σκάπτοντες πέριξ της έξωθεν περιφερείας και εν επαφή της βάσεως αυτής αύλακα, έχουσαν διέξοδον προς το κατωφερές μέρος, και κωλύουσαν ούτω την εντός του εδάφους της καλύβης είσοδον της βροχής.
Η θύρα των καλυβών είναι προς το μέρος, όπερ δεν προσβάλλεται σπουδαίως υπό του ανέμου, και εν γένει αι καλύβαι εισί κατεσκευασμέναι τόσω στερεώς και προσηρμοσμέναι τόσω καλώς, ώστε ουχί μόνον δεν τας διαπερά βροχή, χιών, ή ήλιος, αλλά και εν ανάγκη δύνανται να μεταφερθώσιν, ανασηκονόμεναι ολόκληροι, άνευ βλάβης.

II.

Το όλον της απέναντι ημών ορωμένης μεγάλης καλυβοπόλεως, μετά των εδώ και εκεί διεσπαρμένων επί των ορέων καλυβών, ήτο το τσελιγκάτον, ή το βασίλειον του Αρβανιτοβλάχου αρχιποιμένος Πούλιου.
Οι αρβανιτόβλαχοι ή αλβανόβλαχοι ποιμένες εισί σκηνίται. Εκάστη ομάς -όπως αι αρχαίαι φυλαί των Ισραηλιτών, τότε ποιμένων, είχον τον πατριάρχην των- έχει τον αρχηγόν της, καλούμενον  Τσέλεγκα,  όστις είναι πάντοτε ο πρωτότοκος της αρχούσης γενεάς, ή ο γεροντότερος ελλείψει διαδοχής.
Οι Τσέλεγκαι είναι αληθείς βασιλείς επί των άλλων. Οσάκις μεταξύ των λοιπών γεννηθή διαφορά, δικάζει ο Τσέλεγκας, και η απόφασις αυτού είναι ανέκλητος. Θεωρείται δε ως Παρίας ο μη υπακούσας, και διώκεται, μη ών δεκτός πλέον εις ουδέν τσελεγκάτον αρβανιτοβλάχων. Είναι δε βασιλείς πατέρες και δίκαιοι -ίσως διότι δεν έχουσι ποσώς αυλικούς, και βλέπουσι δια των ιδίων οφθαλμών των τα πάντα.
Ο Τσέλεγκας αποφασίζει περί των γάμων των, περιοριζομένων εντός της καλυβοπόλεώς των, και είναι εν γένει ο γενικός έφορος, ον σέβονται, φοβούνται και υπακούουσι πάντες μετά προθυμίας.
Οι ποιμένες ούτοι ζώσι πάντοτε μακράν των πόλεων, και το μεν θέρος μεταβαίνουσιν εις ορεινά μέρη, τον δε χειμώνα εις επίπεδα και προσήλια. Ως εκ της απομονώσεώς των δε ταύτης είναι σχεδόν ημιάγριοι.
Περιουσία των είναι η κτηνοτροφία -αίγες, πρόβατα, ίπποι και ημίονοι. Εκ του γάλακτος των ποιμνίων κατασκευάζουσι τυρόν, βούτυρον, και λοιπά, εκ δε των ερίων την εξωτερικήν ενδυμασία των, -την χονδρήν λεγομένην- ήν φέρουσι σχεδόν ομοίαν άνδρες τε και γυναίκες. Το έριον μάλιστα των προβάτων, μεταβαλλόμενον εις κλωστήν, βάπτεται παρά των ιδίων γυναικών των, και τα ενδύματά των έχουσι χρωματισμούς και ποικίλματα.
Κάμνουσιν έτι, αλλ’ εκ των ερέων των προβάτων κυρίως, κλινοσκεπάσματα μαλακώτατα (βελέντζας) και τάπητας ποικιλοχρόους, διότι η γενεά των προβάτων είναι η καλούμενη βούντα, η έχουσα πλατείαν ουράν και επιμήκη μαλλία, αλλ’ ής το κρέας δεν είναι τόσω νόστιμον, όσω των λοιπών προβάτων.
Εκ των τριχών των αιγών κάμνουν επενδύτας και μανδύας (καπότας) ελαφροτάτους και απαλλασσομένους αφ’ εαυτών της βροχής, καθόσον η σταγών κυλά, ούτως ειπείν, μόνη, άμα τη πτώσει επί του ενδύματος.
Κάμνουσιν επίσης ταγάρια, σακκία, πανί μάλλινον και λοιπά σχετικά, είτε μονόχροα, είτε ποικιλόχροα.
Το περισσεύον της παραγωγής πωλούσιν. Ως εκ τούτου αναφαίνονται εις πόλεις, ουχί μόνον κατά τας ετησίους πανηγύρεις, αλλά και εβδομαδιαίως κατά τας ημέρας των αγορών, πωλούντες τα προϊόντα των και αγοράζοντες κυρίως σίτον, βάμβακα και σιδηρά εργαλεία. Τας τιμάς δε ορίζει ο Τσέλεγκας, και παραγγέλει δι’ έκαστον είδος οποίαν αξίαν να ζητήσωσι και εις ποίαν να συγκαταβώσι.
Οι κύνες των είναι γένους μεγαλοσώμων και εκ φύσεως αγρίων και ορμητικών. Όπως δε παλαίωσιν αποτελεσματικώτερον κατά λύκων, προσαρτάται εις τους άρρενας περιδέραιον πλατύ, εις ού το μέσον, ακριβώς επί του στήθους του κυνός υπό τον λαιμόν, τίθεται δίκοπον εγχειρίδιον, μήκους πλέον του υποδεκαμέτρου, στερεώς και ούτως, ώστε ότε, ανυψούμενος ο κύων επί των οπισθίων αυτού ποδών, επιτίθεται κατά του λύκου, να τον τρυπά συγχρόνως. Τα θήλεα μένουν συνήθως εν ταις καλύβαις μετά των γυναικών και υπεργήρων.

ΙΙΙ.

Αρβανιτόβλαχοι κατά το θέρος εισί διεσκορπισμένοι εφ’ όλης σχεδόν της νύν οροθετικής γραμμής και εις πολλάς του εσωτερικού καταλλήλους δια ποίμνια τοποθεσίας. Έκαστον τσελεγκάτον, επανερχόμενον κατά τον Μάρτιον -διότι τον χειμώνα τα πλείστα μεταβαίνουσιν εις τας πεδιάδας της Ηπείρου και της Θεσσαλίας- τοποθετείται επί της αυτής θέσεως και ανανεοί την καλυβόπολίν του.
Είτε εξ ανάγκης, διότι μένουν εις απόκεντρα μέρη, είτε εκ της ημιαγρίας ανατροφής των, εισίν οι κυρίως των ληστών τροφοδόται και οι ποιηταί συγχρόνως, οι υμνούντες, εν περιπτώσει φόνου ληστού, τον πεσόντα ήρωα. Τα ελεγεία των είναι τοις πάσι γνωστά. Εκ των Αρβανιτοβλάχων μάλιστα γίνονται και λησταί. Συχνάκις δε συνέβη να αποσπασθή-πάντοτε όμως εν γνώσει του Τσέλεγκα-αριθμός τούτων, να διαπράξη μετά συμμορίας ληστείαν και να επανέλθη εις το τσελεγκάτον ως άγιος Ονούφριος. Δι’ αυτόν τον λόγον η διοίκησις, δηλ. είτε δια την ασφάλειαν αυτών, είτε όπως τους επιτηρή, τοποθετεί πλησίον των τσελεγκάτων, άμα τη επανόδω των εις το εσωτερικόν, σταθμόν στρατιωτικόν.
Οι αρβανιτόβλαχοι διατείνονται ότι είναι χριστιανοί, αλλ’ ουδ’ εκκλησιάζονται, ουδ’ ιερέα έχουσι, και ο ίδιος Τσέλεγκας ευλογεί τους γάμους των. Εις τας κηδείας, εάν ο θανών είναι γέρων, ακολουθούν άπαντες σιωπηλοί, εάν δε νέος, άδοντες αυτοσχέδιον δια τον θανόντα.
Τας γυναίκας θεωρούσι συμφώνως με τας εντολάς του Μωϋσέως, και δια τούτο εις τας δίς του έτους μεταναστεύσεις των κατά τας πορείας οι μεν άνδρες -εκτός των φυλασσόντων τα ποίμνια και λοιπά κτήνη, άτινα θέτουσιν εις το μέσον του Καρβανίου- διαιρούμενοι εξ ημισείας εις προπορευομένους και οπισθερχομένους, εισίν άπαντες έφιπποι, αι δε γυναίκες ανεξαιρέτως ουχί μόνον πεζαί οδοιπορούσιν, όσω και αν ώσι τυχόν ηλικιωμέναι, αλλά και φέρουσι φορτίον ανάλογον της κράσεως και ηλικίας των.
Ειδώ άλλοτε πορείαν των ζουλαπίων (μικρών αγρίων ζώων) τούτων, ηρώτησα διατί αι γυναίκες οδοιπορούσι πεζαί; και με απήντησαν το ρητόν, όπερ έχουν και όπερ λυπούμαι μη δυνάμενος, ένεκα της αισχρότητος, όσω φυσικωτάτης κ' εκφραστικοτάτης και συνήθους εις την απλήν γλώσσαν των φράσεως, να το δημοσιεύσω ως λέγεται, αλλά δια παραφράσεως χωρίς να μακρυνθώμεν πολύ της εννοίας εις την απλήν επίσης γλώσσαν·
«άρρωστη γυναίκα μπορεί· αλλά κουρασμένος άνδρας δεν μπορεί.»

ΙV.

Εν γένει οι άνδρες είναι μεγαλόσωμοι και ουχί παχείς, αι δε γυναίκες άπασαι σχεδόν ξανθαί και λεπτότεραι. Και το περίεργον ότι, ενώ οι άνδρες έχουσιν έκφρασιν αρειμάνιον και αγρίαν, αι γυναίκες απ’ εναντίας έχουν δειλήν και θηλυπρεπή όλως, και τόσον εξαφνίζονται εις την εμφάνισιν ξένου, ώστε σκορπίζονται περίτρομοι εις τας περιοχάς και προς τα δασώδη μέρη, ως αι δορκάδες όταν καταδιώκονται. Σπανίως δ’ ακολουθούσι τους άνδρας των εις τας αγοράς, ή μάλλον ποτέ, είτε παιδικής ηλικίας εισίν, είτε γραίαι. Αν δε ποτε συμβή γυνή Αρβανιτόβλαχος ούσα να ομιλήση προς ξένον, θα είναι μήτηρ, αδελφή ή σύζυγος του Τσέλεγγα.
Ενταύθα προς διάκρισιν και ίνα μη πλανηθή αναγνώστης τις, ή νομίση ότι ημείς επλανήθημεν, αναγκαζόμεθα να προσθέσωμεν ότι υπάρχει και ετέρα φυλή νομάδων ποιμένων εν τω Κράτει μας, ενδιαιτωμένων επίσης εν ταις καλύβαις εκ χόρτου και ενδεδυμένων ομοίως σχεδόν. Ούτοι εισίν οι Αμπλιανίτες-βλάχοι, οίτινε δεν εξέρχονται των μεθορίων, αλλά κατοικούσι το μεν θέρος εις τα βουνά των, τον δε χειμώνα εγγύς πόλεων ή κεφαλοχωρίων, και ών αι γυναίκες, όλως ελεύθεραι, εισέρχονται καθ’ εκάστην μόναι εις τας πόλεις ή τα χωρία, εν οίς έξωθεν εισί τοποθετημένα τα ποίμνιά των, και πωλούσιν αι ίδιαι γάλα,  γιαούρτην,  φρέσκο  βούτυρο και ξύλα προς θέρμανσιν, εξαιρέσει της πόλεως Αθηνών, εν ή δεν βλέπεις γυναίκας πωλούσας γάλα εις τας οικίας, αλλ’ άνδρας, διότι, ως λέγουν ούτοι, φοβούνται την φράγκικη  διαφθοράν.
Αι Αμπιλανίτισσες εισίν ωραίαι και εκφραστικαί αληθώς και έχουσι το σατανικόν μειδίαμα εις τα χείλη, την ηδυπάθειαν εις τους οφθαλμούς και, το εκπλήττον κυρίως, τας ευφυεστάτας απαντήσεις των.
Εν παράδειγμα προς σύγκρισιν Αμπλιανιτίσσης και Αρβανιτοβλαχίσσης. Εάν ατενίσης πονηρώς Αμπλιανίτισσα, θα σε ειπή αίφνης ως συνέβη:
- Τι με τηράς; σ' αρέσω; και συ μ' αρέσεις, αλλά κρίμα που καπαριάστηκα αλλιώς θα βγέναμε σώϊ απο σένα.
Εάν κατά σπανίαν σύμπτωσιν συναντήσης και ατενίσης Αρβανιτοβλάχισσαν, θα σ' ατενίση επίσης, αλλ' ως ελαφιασμένη και εις την στιγμήν θα εξάξη δυνατήν φωνήν άναρθρον, ούτως ειπείν ούρλισμα και θα τραπή εις φυγήν. Αλλ' ας επανέλθωμεν.
Οι αρβανιτόβλαχοι παρατείνουσι την καθαριότητα μέχρι δεισιδαιμονίας και αποβάλουν τας τρίχας των κρυφίων μελών. Ομιλούσι το πλείστον ως Γερμανοί τα ελληνικά και έχουν κυρίαν γλώσσαν την αλβανικήν ή μάλλον παρεφθαρμένον τι κουλουβάχατα εκ λέξεων των διαφόρων ανατολικών γλωσσών και διαλέκτων. Αντί του ορέ ή βρέ π.χ. έχουν την λέξιν αλάι. Ίσως εκ του λαός (λεώς), όπερ εσήμαινε κατα πρώτον άθρωπος.
Οι Αρβανιτόβλαχοι φέρουν διαρκώς τον οπλισμόν των, εκτός του τουφεκίου των, όπερ φέρουσι μόνον όταν φυλάττουν τα ποίμνια ή οδοιπορούν.

V.

Τέταρτον ώρας έξωθεν της καλυβοπόλεως μας ανέμενε, συνοδευόμενος υπό τριάκοντα περίπου αρειμανίων ποιμένων, προς προϋπάντησιν ο Τσέλεγκας Πούλιος, όστις, αφού επροσκύνησε τον αρχηγόν, επροπορεύθη και μας ωδήγησεν ο ίδιος εις την εν ή επρόκειτο να καταλύσωμεν θέσιν, ολίγον μακράν των καλυβών και υπό σύσκια δένδρα μεγάλα. Ήτο ανήρ ογδοηκοντούτης, ως μας εβεβαίωσεν ο ίδιος, διατηρούμενος καλώς και φαινόμενος μόλις πεντηκοντούτης.
Εκαθίσαμεν και ηρχίσαμεν να πίνωμεν ρακίον μετά ψυχρού ύδατος κατά την συνήθειαν· αλλ’ ο αρχηγός, μη ανθέξας επί τέλους και ζαλισθείς, εκοιμήθη προ της παραθέσεως του δείπνου, ών και κεκμηκώς εκ της περιπολίας, ημείς δε μετά τρίωρον διαμονήν εν αυτώ. Αλλ’ ο τόπος έβριθε μυρμήκων ουχί ευκαταφρονήτων, οίτινες μας επετέθησαν εισερχόμενοι και εις το σώμα. Ως εκ τούτου δεν ηδυνήθην να κλείσω τους οφθαλμούς. Ως δε να μη ήρκει τούτο, περί την χαραυγήν και έβρεξε προς συμπλήρωσιν.
Ένεκα τούτου ηγέρθην ταχύτερον του ύπνου ή μάλλον ενίφθην, αφού δι’ εκατοστήν φοράν ετίναξα τους μήρμηκας. Ήτο λίαν πρωΐ και ερημία συγχρόνως. Ο δε ουρανός, ών πλήρης νεφών μοί εγέννησε την μελαγχολίαν. Ίσως όμως και διότι ήμην ολόβρεκτος, καθόσον τα δένδρα, υφ' α' εκοιμηθήμεν, ουχί μόνον δεν εκώλυον την βροχήν, αλλά και κατόπιν έσταζον. Ήναψα σιγάρον και ριφθείς εις σκέψεις ανεπόλησα συμβάντα· αλλ' όταν ο νούς έφθασεν εις Αθήνας εστέναξα. Ίσως όμως ένεκα και των μυρμήγκων, διότι τας στιγμάς εκείνας εις μύρμηξ -Τσέλεγκας του είδους του φαίνεται- περιδιαβάζων ο αδιάκριτος εις τον λαιμόν μου, μοι έδωκε δάγκασμα επαισθητόν, όπερ τον απέστειλεν εις την άλλην ζωήν.
Ναι! εστέναξα και είπον πότε θα φύγωμεν εντεύθεν.
Αλλά μετ' ολίγον ο διοικητής με ειδοποίησεν δια του υπασπιστού, καλέσαντος και άπαν το επιτελείον, ότι ανέβαλλε την αναχώρησιν του, ως έχων γραφικήν εργασίαν. Λοιπόν εγώ τι να πράξω; Ήρχισα να διατρέχω τους πλησίον βράχους, ονειροπωλών, διότι η τοποθεσία ήτο αληθώς ρωμαντικωτάτη και ιδέαι της τότε εικοσαετούς μου ηλικίας απησχόλουν την φαντασίαν μου· επί τέλους κατελήφθην υπό ποιήσεως.

Σύννεφον! αντί να ρίπτης την βροχήν σου εις την γην.
Ρίψε την... Να εύρω πρέπει λέξιν λήγουσα εις γήν.
Ρίψε την... Λαμπρά πηγαίνει εάν θέσω την πηγήν.
Όχι ! κάλλιον να θέσω λέξιν πάθους... την πληγήν.
Όθεν σύννεφον μη ρίπτης την βροχήν σου εις την γην,
Αλλ' εις στήθος φλογισμένον, φέρον φοβεράν πληγήν.

Μεταξύ μας αναγνώστα. Ως δεν αγνοείς, εαν έχεις ηλικίαν άνω της εφηβικής, ην είχον τότε, και κάτω της γεροντικής, ην έχω τώρα, ο έρως μετά της τροφής της πόσεως, του ύπνου και των δύο τέκνων της χωνεύσεως -ο έρως, λέγω, είναι η έκτη φυσική ανάγκη του ανθρώπου. Λοιπόν είχον αφίσει και εγώ τότε αναχωρών των Αθηνών μια ελαφόπιδα, ήτις μ' αντεκατέστησεν ίσως άμα απήλθον· αλλ' εγώ, ευρισκόμενος εις την ερημίαν, με ποίαν ηθέλετε, έστω και αν απεφάσιζον, να την αντικαταστήσω; Όθεν έμενον πιστός, υποχρεωτικός και ρεμβάζων μάλιστα.
Ενταύθα, και πάλιν μεταξύ μας αναγνώστα, δύνασαι και χωρίς να λανθάσης, να φαντασθής, ότι με διέφυγον επτά αχ, δεκατέσσαρες παλμοί και εικοσιοκτώ πύρινα δάκρυα. Εν τέλει δεν είχον και άλλην εργασίαν να κάμω, ενώ οι λοιποί έγραφον.

VI.

Αίφνης αντηχούσιν εις τα ώτα μου γλυκοί φθόγγοι αρμονίας πρωτοφανούς και ακατανοήτου δι’ εμέ. Προσηλώθην. Ήρχετο εκ των αντίπερα των βράχων καλυβών. Όλος εν εκστάσει εχώρησα προς τον εναρμόνιον ήχον, -καλέσας και τινας στρατιώτας, καθόσον οι ποιμενικοί κύνες ήσαν ως οι μύρμηκες βάρβαροι, και δεν εσέβοντο την ξενίαν,- αλλ’ άμα επλησίασα τας αδούσας, το άσμα διεκόπη, και φρρρ… πτερύγισμα, ως να επέταξε σμήνος πτηνών, ηκούσθη.
Επροχώρησα, αλλ’ αι άδουσαι είχον φύγει αληθώς· όθεν διέτρεχον τας καλύβας, ότε έξωθεν τινός τούτων αντίκρυσα σεβάσμιον και καθαρώς ενδεδυμένον υπέργηρον, καθήμενον απέναντι του ηλίου και απολαμβάνοντα γαλήνην εκ των ημιθέρμων ακτίνων. Τον επλησίασα, και:

 - Πόσο χρονών είσαι, γέρω; τω λέγω.
 - Εκατόν είκοσι, παιδί μου. Απήντησεν αταράχως.

Ότε δε οι παρακολουθούντες στρατιώται τω είπον:

 - Είναι καπετάνιος, γέρω, και ήλθε να σε ίδη.
 - Γέρασα, παιδί μου, απαντά, και τώρα μόνον κοντά το γιόμα βλέπω λιγάκι θαμπά τον ήλιο. Και πώς σε λένε;

Τω είπον το όνομά μου.

 - Άχ! καϋμένος, εφώναξε τότε. Γνώρισα τον παπούλη σου και τον προπαπούλη σου τον Κωνσταντή (Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πατέρας του Θεόδωρου). Έκαμα κοντά του κλέφτης και με τον Οδυσσέα (Οδυσσέα Ανδρούτσο). Όταν ’κάψαν τον Κουντάνη (Κουντάνης Κολοκοτρώνης, πρώτος ξάδελφος του Θεόδωρου) ’σ το Μωργιά, πήγα με τον παπούλη σου ’σ τη Ζάκυθο. Άχ! καϋμένος! πεθάναν τα λιοντάρια.

Πάραυτα δ’ ημιεγερθείς

 - Έ! αλάϊ, εκραύγασε, δεν είναι κανένας εδώ να φωνάξη του Πούλιου;

Στραφείς δε προς με:

 - Είμαι ο πατέρας του Πούλιου, προσέθηκε, και όταν έχασα το φώς μου, εδώ και δέκα χρόνια, πήρε ο γυιός μου το τσελιγκάτο. Που είσαι, Πούλιο;

Ο Πούλιος εμφανισθείς·

 - Τι θέλεις, πατέρα; τω λέγει.
 - Αλάϊ Πούλιο· αυτό το παλληκάρι αντάμ μπαμπαντάμ είναι καπετανόπουλο· να το κρατήσεις ’σ τα χέργια.
 - Και ’σ το κεφάλι μου το βάζω, απήντησεν ο Πούλιος.

Αρβανιτόβλαχοι τότε, εις νεύμα του Πούλιου επλησίασαν και ήρχισαν να φαίνονται εύθυμοι, όσω εξαφνισμένοι και σκυθρωποί ήσαν μέχρι της στιγμής εκείνης.

VII.

Τας στιγμάς εκείνας παρετήρησα μακρόθεν ποιμενίδας τρωγούσας ορθίας· ίσως δια να φύγωσιν, άμα κάμωμεν προς τα εκείσε βήμα. Ηρώτησα τότε περί του άσματος, και επληροφορήθην, ότι οσάκις γείνη γάμος, τραγωδούν αι παρθένοι επί εβδομάδα την νύμφην. Ο δε Πούλιος μας προσέθηκε·

- Έχουμε γάμο. Εγούρμασαν τα παιδιά και τάσμιξα προχθές. Σε γλέπω· θέλεις να μάθης τ’ αντέτλα μας; (συνηθείας), έλα κοντά μου.

Διευθύνθημεν προς το κάτω μέρος, και εισήλθομεν εις την απέναντι της νύμφης καλύβην.

 - Ας φύγουν τώρα τα παιδιά, μας λέγει τότε ο Πούλιος, εννοών τους ακολουθούντας με στρατιώτες.

Άμα δ’ ανεχώρησαν:

 - Αλάϊ, εφώναξε, να βγή η νύφη. Στραφείς δε προς με·
 - Σύ, κάτσε εδώ, μου λέγει εξερχόμενος, και να μή φύγης όσω νάρθω.

Τη εμφανίσει του Πούλιου έξωθεν, η νύμφη εξήλθε και εκάθησεν επί βαρελίου. Εγώ δ’ εθεώρουν έσωθεν εκ του παραθύρου της καλύβης. Βαθμηδόν συνήχθησαν ποιμενίδες και εκύκλωσαν την νύμφην όρθιαι. Εκράτουν όλαι ηλακάτας, φερούσας ποσόν μαλλίων διαφόρου χρώματος εκάστη, υψούσαι δε τας χείρας ένηθον το νήμα, και στρέφουσαι τότε το αδράκτιον μετά ρυθμού, το άφινον να κατέρχηται μετέωρον μέχρι γής, και ούτως, ως είναι γνωστόν, εσχημάτιζον την κλωστήν, και την περιετύλισσον εις το αδράκτιον.
Ήσαν άπασαι νεώταται, ωραίαι και ξανθαί, έχουσαι και τον αυτόν σχεδόν τύπον.
Άμα η νύμφη εκυκλώθη εντελώς, τας εχαιρέτισε, κύψασα την κεφαλήν.
Τότε μία τούτων ήρχισε να άδη· βαθμηδόν δε την ηκολούθησαν και αι λοιπαί μετά δυνατής φωνής και μετά μελωδίας παραξένου δι’ εμέ το πρώτον, αλλά βαθμηδόν ευχαρίστου. Ό,τι δ’ ηδυνήθην ν’ αντιληφθώ εκ του άσματος, διότι εις εκάστην στροφήν το επανελάμβανον, ήτο:

 »Μας άφησες· σκλαβώθηκες γιατί ο Θεός το θέλει·
 »Νυφούλα μου, να κάμης γυιούς για να σκλαβώσουν άλλαις.

Ετερπόμην αληθώς, έως ού ελθών ο Πούλιος μας έκαμε νεύμα. Εξήλθον, αλλ’ εις την στιγμήν πτερύγισμα ηκούσθη, και ως να ηγέρθην εξ ονείρου αντίκρυσα ερήμους καλύβας μόνο, διότι και αυτό το βαρέλιον ανελήφθη.

VII

Παρεχωρήθησαν ημίν δύο καλύβαι εστρωμέναι καλώς και χωρητικότητος εκάστη είκοσι περίπου ατόμων, εξ ών εις την μίαν τούτων ητοιμάσθησαν κλίναι δια τους αξιωματικούς, εις δε την ετέραν παρετέθη τράπεζα πλουσία, αλλά κατα γης επί χόρτων, πέριξ της οποίας είχον τεθή προσκεφάλαια επιμήκη, όπως καθήσωμεν.
Την ώραν του γεύματος ο Πούλιος, μεθ’ όλου του σεβασμού εξαιτήσας την άδειαν να παρακαθήση εν τη τραπέζη, λέγει:

 - Με το κεφάλι που έχουμε σας προσκυνούμε, και να μας συγχωρέση ο αρχηγός, το καπετανόπουλο και οι άλλοι αξιωματικοί.

Μικρόν δε προ του πέρατος του αφθόνου και λαμπρού γεύματος, ο Πούλιος εζήτησεν έτι την άδειαν να φέρη ποιμένας να τραγωδήσουν.
Ουδείς ηρνήθη.

-Αλάϊ, εφώναξε τότε, νάρθουν τα παιδιά.

Περί τους δέκα ποιμένας, ανθηροί, εισήλθον και εκάθησαν παρά την θύραν της καλύβης, ούς ηκολούθει η γραία σύζυγος του Πούλιου, ήτις χαιρετήσασα, έδωκε την χείρα εις τον αρχηγόν, καλέσαντα αυτήν να καθήση παρ’ αυτώ.
Το τοιούτο ήτο εξαιρετική τιμή κατά το έθιμόν των, να παρακαθήση δηλαδή εις τράπεζαν ξένων η γυνή του Τσέλεγκα, ήτις, αφού εχαιρέτισε, κλίνασα την κεφαλήν και εις τους λοιπούς ημάς, έλαβε πάραυτα ποτήριον πλήρες και το εκένωσεν εις υγείαν του αρχηγού.
Τον χαιρετισμόν κατ’ εντολήν ανταπέδωκα εγώ, κενώσας ποτήριον εις υγείαν του Πούλιου, αυτής και των λοιπών.
Οι ποιμένες τότε, ειδική παραγγελία του Πούλιου, ήρχισαν να τραγωδούσιν αρμονικώτατα το τραγούδι του Κουντάνη Κολοκοτρώνη, κυκλωθέντος και καέντος υπό των Τούρκων κατά το 1806 μετά τριών συντρόφων του.

Τα κυπαρίσσια γύρανε και στέκουν πικραμένα·
κ’ ή λεύκες μέσ’ τα ρέματα πως άγρια βοΐζουν;
και τα κλαριά φορτώματα ρωτάνε που τα πάνε·
σαν τι μαντάτο θλιβερό που φέρνει ο αγέρας.
«Κάψανε κλέφτη ξακουστό, έναν Κολοκοτρώνη·
 - Κουντάνη, δόσε τ’ άρματα, πασσά για να σε κάμουν.
 - Είνε γιομάτα τ’ άρματα κ’ ελάτε να τα πάρτε.
Βάλαν φωτιά τον έκαψαν, κι ακόμη τον φοβούνται.

Άμα τω πέρατι του άσματος ο αρχηγός ύψωσε κουπάριον (*) εις υγείαν του πατρός Πούλιου. Ο Τσέλεγκας τότε, η γυνή του και οι λοιποί ποιμένες εγερθέντες έθεσαν την δεξιάν επί του στήθους, και έκλιναν ολίγον την κεφαλήν προς ένδειξιν σεβασμού και ευγνωμοσύνης δια την τιμήν, μείναντες ούτω όρθιοι καθ’ όλην την διάρκειαν της προπόσεως, μετά την οποίαν αυτοστιγμεί εφάνη κρατούμενος και τρέμων γέρων -ο πατήρ του Πούλιου- όστις πλησιάσας τον αρχηγόν προσεκύνησε, και τώ είπε λαβών ποτήριον πλήρες.

 - Ευχαριστώ, παιδί μου, και πίνω και εγώ για να ζήσης σαν τα βουνά, ως καθώς και όλη η συντροφιά σου.

Διετήρει περιέργως σώας τας φρένας και την αρχικήν νοημοσύνην.

IX.

Μετά το πέρας του γεύματος οι λοιποί μετέβησαν εις την καλύβην του ύπνου εγώ δε, καθόσον αφιχθέντος του ταχυδρομείου δι' επίτηδες πεζού, είχον λάβει επιστολήν ενδιαφέρουσαν, δεν είχον ύπνον· όθεν ώδευσα προς τους βράχους, ως την πρωΐαν, και εκάθισα εφ' ενός τούτων και μεταξύ δύο παμμεγίστων ελάτων. Κάτωθι ακριβώς του βράχου τούτου ήτο μικρά κοιλάς, ην διέρρεε ποταμίσκος έχων θολώτατον το ύδωρ όπερ ρέον ορμητικώς και συμπαρασύρον λίθους έκαμε θόρυβον, όσω δυνατόν, τοσούτω θέλγοντα.
Οιστρηλατήθην τότε εκ νέου, αλλ' η φαντασία μου είχεν υποχωρήσει τω στομάχω μου, πλήρει ψητού της σούβλας, γαλακτερών τερψιλαρυγγίων και κυρίως κασιμαρίου, έτι δε μπογάτσας της μπογάνας, κοτόπητας, οίου και της λοιπής κουστωδίας. Όθεν περιορίσθην εις το κάπνισμα, μέχρις ου εβασίλευσαν τα μάτια μου, ως λέγουν κοινώς, και και βασιλεύσαντα έκλεισαν, ως συμβαίνει πάντοτε. Εκοιμήθην ούτω περί τας τρεις ώρας, ότε έλθοντες και οι λοιποί, με αφύπνισαν.

- Ωραία θέσις είπε τις τούτων, ρωμαντική!
- Δια τούτο την επέλεξα, απήντησα, ανέλθετε να καθίσωμεν.
- Ανεχώρησαν, με ερωτά τότε ο αρχηγός ανέλθων, ως διέταξα;
- Μάλιστα, τω απήντησα, τοις έδωκα δε προς συνοδείαν και τον σκοπόν είκοσιν άνδρας έτι του αποσπάσματος, διότι είναι ο έτερος λόχος εδώ άνω είς Βομπόκαν, όπου θα υπάγωμεν.
- Έχει καλώς· στραφείς δε προς τους άλλους: και πότε νομίζετε ότι πρέπει να αναχωρήσωμεν; ηρώτησε.
- Η Βομπόλα, κύριε αρχηγέ, δεν απέχει είμη μόλις τέταρτον ώρας εντεύθεν, είπεν ο διοικητής του εκεί λόχου λοχαγός Γεώργιος Νταγκλής, (νυν συνταγματάρχης όστις είχεν έλθη από πρωΐας εκ του εκεί σταθμού), ώστε πάντοτε έχομεν καιρόν. Μάλιστα η οδός δεν είναι κακή, και αν διατάσσητε, να υπάγωμεν πεζοί.

Ηγέρθην τότε κατά διαταγήν και μεταβάς εις την καλύβην του ύπνου απέστειλον την αποσκευήν του επιτελείου και έδωκα τας αναγκαίας διαταγάς, διότι εξέφρασαν την επιθυμίαν άπαντες να μεταβώμεν πεζή εις τον σταθμόν της Βομπόκας· εξερχόμενος δε της καλύβης είδον τον Πούλιον ιστάμενον έξωθεν.

 - Σε καρτέραγα εδώ, μου λέγει, όσω να τελειώσης την δουλειά σου. Το λοιπόν θα φύγης και μούρχεται κακό, και του πατέρα μου ακόμα.
 - Έτσι είναι οι στρατιώτες, Πούλιο, τώ απήντησα, σήμερα ’δώ και αύριο ’κεί, και να πής χαιρετίσματα ’σ το γέρω πατέρα σου και ’σ την τσελεγκίνα. Δεν πάγω ό ίδιος γιατί σήμερα ήσαν ’σ το πόδι.
 - Πώς; να πάμε, μου λέγει ο Πούλιος μετά ζέσεως, εγώ δεν κόταγα να ’σ το πώ· τάχα θα καταδεχόσουνα;

Ωδεύσαμεν τότε. Απεχαιρέτισα τον πατέρα Πούλιον, και εκείθεν μετέβην εις το τσελεγκάτον. Η γραία μ’ εδέχθη και μοί προσέφερεν η ιδία οίνον και αμύγδαλα· κατόπιν ανακράζει:

 - Αλάϊ, φωνάχτε της νύφης και του παιδιού να τους δώση την ευχή το καπετανόπουλο !

Εγέλασα από καρδίας και δυνατά, διότι ήμην εικοσαετής τότε. Οποίαν λοιπόν ευχήν;
Η νύμφη μετά του συζύγου της επροσκύνησαν εισελθόντες.

 - Να ζήσης ζουλάπι, τη είπον, και συ και ο άνδρας σου, να κάμετε παιδιά, και να ιδήτε ’γκόνια και παραγκόνια.

Η νύμφη επλησίασε τότε, και κύψασα κατά το έθιμον την κεφαλήν μου εφίλησε την δεξιάν και εμακρύνθη· τότε μ’ επλησίασε και ο γαμβρός, όστις έλαβε την χείρα μου, έκυψε την κεφαλήν και δώσας το μέτωπον προς με, έμενε. Ο δε Πούλιος ανέκραξε:

 - Τόχουμε αντέτι για το καλό να φιλούμε το γαμβρό ’ς το κούτελο· φίλησέ τον λοιπόν.

Τώ εφίλησα το μέτωπον, ούτος δε μοί εφίλησε την χείρα.

X.

Μετ’ ολίγον καλέσας με ο αρχηγός με διέταξε να συγκεντρώσω το απόσπασμα δι’ αναχώρησιν, ότε ο Πούλιος, όστις με παρηκολούθει, επρότεινε:

 - Κύριε αρχηγέ, το φαγί σας θ’ αργήση το βράδυ· λοιπόν, αν θέλετε, να κάμετε και σε μένα την τιμή, να πάρτε ’ς τη φτωχική μου καλύβα ένα κεμπάπι, και ύστερα πάτε ’ς την ευχή του Θεού.

Ο αρχηγός, ορών τη διάθεσι απάντων, διότι εις εκείνα τα ευάερα μέρη η όρεξις γεννάται ευκόλως, το παρεδέχθη. Όθεν μέν ο Πούλιος έδραμεν όπως προετοιμάση το κεμπάπι, εγώ δε ώδευσα όθεν έμενον οι στρατιώται, όπως μεταδώσω τώ λοχία την διαταγήν της συγκεντρώσεως των ανδρών, ούς, τώ προσέθηκα μεταδίδων την διαταγήν, να οδηγήση έξωθεν της καλύβης του Τσέλεγκα, άμα τη ηχήσει της σάλπιγγος, και επανηρχόμην, ότε ήκουσα εις την παρέκει καλύβην, ούσαν της νύμφης, λίαν ευκρινώς άσμα παθητικότατον, ένεκα του οποίου οιστρηλατηθείς εσκέφθην ει δυνατόν να κάμω ποίημα προς την νύμφην υπό το αυτό ύφος και την γλώσσαν, όπως το αφήσω προς ανάμνησιν. Όθεν εισελθών εις την καλύβην έγραψα·

Νυφούλα μου περήφανη, που πήρες το λεβέντη,
Άκουσε το τραγούδι μου, γιατί ’ναι ευχής τραγούδι.
Να ζήσης με τον άνδρα σου χρόνους καιρούς, ζαμάνια.
Και πάντα ’ς το κονάκι σου νάχης χαραίς και γλέντια.
Να κάμης γυιούς αρματωλούς να μοιάζουν του λεβέντη,
Τσούπες σαν τ’ άστρι της αυγής της μάνας τους να μοιάζουν.
Να ιδής γαμβρούς ’ς την πόρτα σου, νυφάδες ’ς την αυλή σου.
Να ιδής καλά γεράματα και ’γκόνια και τριγκόνια.
Κ’ όταν θα νάρθη ο καιρός τα μάτια σου να κλείσης
Τα αγγελούδια του Θεού να πάρουν την ψυχή σου.

Το ετακτοποίουν έτι, ότε εκλήθην εις το επί ποδός γεύμα, κατά το μέσον του οποίου απήτησα παρά της ενθουσιασμένης Τσελεγκίνας να καλέση τους νεονύμφους, όπως δήθεν τους ευχηθή ο αρχηγός, ενώ ο κύριος σκοπός μου ήτο γνωστοποίησις του ποιήματος.
Και τω όντι, άμα οι νεόνυμφοι ενεφανίσθησαν, -αλλά μετ’ ολίγης δυσκολίας είναι βέβαιον-, και τους ευχήθησαν οι λοιποί ασπαζόμενοι τον γαμβρόν εις το μέτωπον και δεχόμενοι το χειροφίλημα εκ μέρους αμφοτέρων.

 - Πούλιο, ανεφώνησα, εγώ θα τους ευχηθώ με τραγούδι που έκαμα σαν τα δικά σας.

 - Καλώς να ορίστε, απήντησεν ο Πούλιος.

Το άσμα απαγγελθέν εγένετο δεκτόν ενθουσιωδώς, και αν επετρέπετο να κενώσουν όπλα, άτινα απηγορεύοντο ένεκα της ληστείας, διότι ηδύναντο τότε απατηθέντες να δράμωσιν εκεί οι πέριξ σταθμοί, ήθελε καή ο κόσμος, κατά το λόγιον. Μάλιστα μοί εζητήθη, και ψάλλεται έτι και νύν.

XI.

Τέλος η ώρα της αναχωρήσεως ήχησε. Μετά δε τέταρτον πορείας είμεθα εις Βομπόκαν, όπου προπορευθείς ο σταθμάρχης λοχαγός μας εδέχθη φιλοφρόνως, ενώ ο Τσέλεγκας Πούλιος είχε συγχρόνως προαποστείλη όλα τα αναγκαία, και η καλύβη του λοχαγού ήτο πλήρης κλινοσκεπασμάτων. Έξωθεν ταύτης είχον σχηματίσει από της μεσημβρίας οι στρατιώται στρώμα παχύτατον εξ ελατοκλάδων, εφ' ου εκαθήσαμεν. Έκαμνε όμως ψύχος, και

- Περίεργον, είπον, 14 Ιουνίου σήμερον και να κρυόνω.

Όθεν ήναψαν πάραυτα οι στρατιώται πλησίον ημών πυράν και ετέραν παρέκει, όπως ψήσωσι το αρνί της σούβλας. Αλλ' εντός ολίγου ήρχισε βροχή λεπτή τος πρώτον, αλλ' ότε μετεβλήθη εις ραγδαίαν εισήλθομεν εις την καλύβην μέχρι της διακοπής της. Αι βροχαί του Ιουνίου εκεί είναι συνήθεις, και το ψύχος το εσπέρας λίαν επαίσθητον, αν και το μέρος δεν είναι τόσω υψηλόν.
Ελάβομεν ρακίον, αν και δεν είχομεν τοιούτου ανάγκην, και εκαθίσαμεν εκ νέου επί της στρώμνης των ελάτων ρίψαντες βελέντζας επ' αυτών. Εδειπνίσαμεν ως Ολύμπιοι θεοί και διασκεδάσαμεν αρκούντως.
Αλλ' ουχ ήττον ριφθείς να κοιμηθώ, άμα ηγέρθημεν, ησθάνθην στενοχωρίαν, διότι ήμην ρυπαρός, ως μη απεκδυθείς καθ' όλον το διάστημα της περιοδείας, επειδή εφοβούμην να αλλάξω υποκάμισον ένεκα των φθειρών, αίτινες εν τούτοις δεν απέλειπον. Όθεν μόνον δια τούτο επεθύμισα την Στυλίδα, όπου είχον οίκον υπ' ενοίκιον, καθόσον εκεί έδρευεν ο λόχος μου και η διοίκησις του τρίτου τάγματος της Οροφυλακή, εις ο ανήκον, και του οποίου διοικητής ήτο ο μακαρίτης Ζάχος Μήλιος, ο και αρχηγός του μεταβατικού τότε, ον συνώδευον, άνθρωπος όσω ανδρείος, τοσούτω και καλής καρδίας.

Φιλολογικαί μελέται υπο Θεόδωρου Γενναίου Κολοκοτρώνη
Ήθη και έθιμα Αρβανιτόβλαχων ποιμένων
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Τηλέγραφος την 31 Μαρτίου και 1 Απριλίου 1881.
Αναδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εστία στις 3 Μαΐου 1881 με τίτλο:
Ήθη και έθιμα αρβανιτόβλαχων ποιμένων
Αναδημοσιεύθηκε με σχολιασμούς στην Ηπειρωτική Εστία από τον Γεώργιο Θωμά το 1989 με τίτλο:
Οι Αρβανιτόβλαχοι της Όθρης. Παράξενα έθιμα τους από το 1851.
Το παρόν κείμενο βασίστηκε σε μεγάλο μέρος στην μεταγραφή του κειμένου της Εστίας από τον Σωτήρη Γ. Αλεξόπουλο στο blog του

(*) Βομπόκα -πηγή καλουμένη ούτως επί των νυν προς την Φθιώτιδα μεθορίων, έχουσα δροσερόν, άφθονον και διαυγέστατον ύδωρ, εξ ής εκλήθη ούτω και το οροπέδιον, εφ’ ού κείται. Η θέσις απέχει δύο μεν ώρας πλήρεις από του κεφαλοχωρίου «Μεγάλο Γαρδίκι» και πέντε περίπου από της Στυλίδος. Εκεί μένει (δηλαδή τότε) λόχος, όστις είναι το κέντρον των μεθορίων σταθμών των μερών εκείνων.
Όντως του μέρους ερήμου, οι ίδιοι στρατιώται είχον κάμει καλύβας εκ χόρτου και πασσάλων, αρκετά τεχνικάς και ευρυχώρους, εν αίς κατώκουν λίαν ανέτως. Τα τρόφιμά των επρομηθεύοντο, γαλακτερά μεν και κρέας, εκ του πλησίον ποιμνιοστασίου του Πούλιου, άλευρόν δε και λοιπά εν ποσότητι εκ Στυλίδος. Εζύμωναν μόνοι και προς τούτο είχον κατασκευάσει οι ίδιοι επίσης και κλίβανον κανονικώτατον.
[2] Αντί του ο ρ έ ή β ρ έ.
(*) Κουπάριον. Εκ του κούπα· λέξις κοινή, σημαίνουσα ποτήριον, κήλιξ. Κουπάριον δε σημαίνει κυρίως πρόποσιν μετά πλήρους εξ οίνου κήλικος, όπερ κατά σειράν κενούσιν οι συνδαιτημόνες κατά το ακόλουθον έθιμον.
Είς κρατών πλήρη μέχρι στεφάνης εξ οίνου κήλικα και θέλων να κάμη πρόποσιν υπέρ τινός, υψοί την χείρα και αναφωνεί:
 - Αυτό το ποτήρι το πίνω εις υγείαν του τάδε και καλώς να σ’ εύρω Γιάννη π.χ.
Μετά την αναφώνησιν ο προπίνων πάραυτα κενώνει το ποτήριον, όπερ πληρούται εκ νέου και δίδεται τω κληθέντι, εις όν είπε το «καλώς να σ’ εύρω», όστις λαμβάνων το ποτήριον και αποτεινόμενος τω προπιόντι λέγει: «καλώς ήλθες με το ποτήριο σου». Στρέφων δε συγχρόνως προς όλους και υψών την χείρα προσθέτει: «Κατά διαταγήν του φίλου μου... αυτό το ποτήρι το πίνω εις υγείαν του τάδε, και καλώς να σ’ εύρω Γιώργο π.χ.».
Και ούτω καθ’ εξής έως ού κενούσιν άπαντες οι συνδαιτημόνες κήλικα.
Συχνάκις τα κουπάρια συνοδεύονται και με άσμα, λέγοντος του προπίνοντος: «Αυτό το ποτήρι το πίνω εις υγείαν του... και καλώς να σ’ εύρω τάδε και με το τραγούδι».
Τότε ψάλλει ο ίδιος προ της κενώσεως του ποτηρίου άσμα τι, υποχρεουμένων τότε απάντων των συνδαιτημόνων να είπωσι τραγούδιον προ της κενώσεως του κουπαρίου.
Ενίοτε -και αυτό είναι το μόνον οχληρόν- υποχρεούσι τους πίνοντας, όταν μάλιστα η ευθυμία αυξήση, να κενώσι τον κήλικα μέχρι τρυγός εκόντες άκοντες. Ως εκ τούτου ίσως και το λόγιον, όπερ λέγουν κατά μεταφοράν, προκειμένου να πειθαναγκάσωσι τινά να πράξη τι, όπερ δεν θέλει· «θα το πιής και θα ειπής κ’ ένα τραγούδι».

Αναζήτηση