Ο πατήρ ή ο πλησιαίτατος των συγγενών του νέου, όταν ούτος υπερβή το εικοστόν της ηλικίας του έτος, αφού σκεφθούν πρότερον οι οικείοι εις το σπίτι των και αποφασίσουν «ποιά κάνει για το παιδί των» (care face trĭ ficiorlu ameu), στέλλουσι τον προξενητήν (pruxenitulu) λεγόμενον, ίνα συναντήση είς το μεσοχώρι ή την οικίαν τον πατέραν ή τον κηδεμόνα της νέας και ομιλήσουν (tră si sburască) δια την ληφθείσαν απόφασιν υπ' αυτών. Αφού λοιπόν αμφότεροι συγκατανεύσωσιν εις την ένωσιν δια γάμου των τέκνων ή ανεψιών αυτών, δια του προξενήτου, «λέγουν για τον αρραβώνα» (ḑicu tră issosiire). Ορίζουν δε συνήθως το προσεχές σάββατον, πάντοτε την εσπέραν και ως εκ τούτου πυρετώδης γίνεται ετοιμασία «για φαγοπότι» (tră mânkare çi bĕare) αλλ' εις την οικίαν του μελλονύμφου μόνον. Η αναμενόμενη «με καρδιοχτύπι» (cu inima la bricu) εσπέρα του Σαββάτου ήλθε και εκκινεί από της του νέου οικίας η υπό την ηγεσίαν του προξενήτου στελλομένη πομπή, αποτελουμένη από πολύ ολίγους πλησιαιτάτους συγγενείς. Ο νέος δεν είναι μετ' αυτών, αλλ' ουδ' οι γονείς του, οίτινες έπεμψαν τας ευχάς των δια την ευόδωσιν της αποστολής των συγγενών. Φθάνουσι δε σιωπηλοί, ίνα μή τις εννοήση αυτούς εις την οικίαν της νέας.
Στέργιος Ζ. Παπαγεωργίου, Περιοδικό Λαογραφία, τόμος 2ος, 1910

«...Η ανάπτυξη εμπορικών μετακινήσεων από τα νοτιοδυτικά Βαλκάνια στην Κεντρική Ευρώπη υπήρξε μια διαδικασία που συγκροτήθηκε μέσα στην οθωμανική μακρά διάρκεια, έλαβε, όμως, ώθηση από την παγκόσμια οικονομική και πολιτική συγκυρία του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα. Οι μετακινήσεις αυτές ξεκίνησαν από τους ελληνόφωνους και βλαχόφωνους ορθόδοξους οικισμούς του ορεινού και ημιορεινού χώρου της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και έφεραν στις απαρχές τους το στοιχείο ενός ελλείμματος και μιας κρίσης στους τόπους προέλευσης. Ο προσανατολισμός στο εμπόριο αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό διέξοδο για το «περίσσευμα» του πληθυσμού που προέκυψε από τη διατάραξη της ισορροπίας μεταξύ αριθμού ψυχών και παραγωγικών αποθεμάτων, η οποία έγινε ιδιαίτερα αισθητή στις τοπικές οικονομίες στα τέλη του 16ου αιώνα και επιδεινώθηκε με τη γενικότερη οικονομική κρίση του 17ου αιώνα...»
Το τσάι του βουνού ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών (Lαmiαceαe) και στο γένος Sideritis, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 150 είδη, που φύονται κυρίως στις παραμεσόγειες χώρες (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Τουρκία, Κύπρος). Στη χώρα μας είναι γνωστό από την αρχαιότητα και αναφέρεται από το Θεόφραστο (372-287 π.Χ.) και τον Διοσκουρίδη (10 μ.Χ. αιώνα). Το επιστημονικό του όνομα είναι Sideritis spp.