Η παροικία των Κλεισουριέων στο Ζέμουν (Σεμλίνο)

Η συνοικία Αγίου Νικολάου Κλεισούρας πριν την καταστροφή του 1912Αμφίδρομες σχέσεις με τον γενέθλιο τόπο
Οι εμπορικές μετακινήσεις πληθυσμών της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας στη Βόρεια Βαλκανική, τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στην Κεντρική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 17ου και 19ου αιώνα καταγράφεται από την ιστοριογραφία ως μια σημαντική πτυχή στη διαδικασία της οικονομικής ανέλιξης και της εθνικής συγκρότησης των χριστιανικών πληθυσμών του βαλκανικού χώρου. Η ανάδειξη ορισμένων ορεινών οικισμών αυτού του χώρου σε κοιτίδες ενός σημαντικού εμποριοβιοτεχνικού πληθυσμού αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παραμέτρους αυτής της διεργασίας1. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση αποτελεί η Κλεισούρα, η οποία κατά τη διάρκεια του 18 ου και 19ου αιώνα καθίσταται ένα από τα κυριότερα κέντρα διοχέτευσης εμπορικών πληθυσμών στις χώρες της Βόρειας Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Αγωγιάτες, εμπορικοί πράκτορες, μεγαλέμποροι, χρηματοπιστωτές, λόγιοι, επιστήμονες, πολιτικοί και άλλοι 2, που διέπρεψαν σε αυτές τις περιοχές, είχαν ως αφετηρία τους την ορεινή πολίχνη της Δυτικής Μακεδονίας.

Βαλκάνιοι έμποροι στην Αψβουργική Μοναρχία (18ος - μέσα 19ου αιώνα)

Οι αυτοκράτορες της Αυστρίας παραχωρούσαν κατά καιρούς προνόμια στους βαλκάνιους ορθόδοξους εμπόρους.ΕΘΝΟΤΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΑΜΗΧΑΝΙΕΣ
Οι σκέψεις που κατατίθενται σε αυτό το άρθρο είναι προϊόν μιας αμηχανίας. Εννοώ την αμηχανία στην οποία περιέρχεται ένας ερευνητής που ασχολείται με τις εμπορικές μεταναστεύσεις από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προς την Κεντρική Ευρώπη κατά τον 18ο και 1% αιώνα, όταν πρέπει να χρησιμοποιήσει ένα συλλογικό προσδιορισμό για τα υποκείμενα της έρευνας του· την αμηχανία, που προκύπτει από το γεγονός ότι για να περιγράψει το πεδίο αναφοράς του, χρησιμοποιεί όρους που από μόνοι τους αποτελούν ερμηνευτικά πλαίσια ή στην καλύτερη περίπτωση ζητούμενα προς διερεύνηση. Προκειμένου να διευθετήσει το πρόβλημα, ο ερευνητής αναγκάζεται να ακροβατεί μεταξύ διαφόρων προσδιορισμών: έλληνες έμποροι, ορθόδοξοι, βαλκάνιοι, Οθωμανοί υπήκοοι, Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Θεσσαλοί- να βάζει τους προσδιορισμούς σε εισαγωγικά, να δικαιολογεί προλογικά την επιλογή του ενός έναντι του άλλου. Έχοντας υπόψη τη συμβολή του Traian Stoianovich, που ανέδειξε το πολυεθνοτικό περιεχόμενο της έννοιας «Έλληνας» στην περίπτωση των ορθόδοξων εμπόρων στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ευρώπη1, στέκεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε συγκρούσεις μεταξύ μελών των εθνοτικών ομάδων που υπάγονταν στο νοηματικό πεδίο της έννοιας αυτής. Με δεδομένη τη δυσκολία οριστικής απαγκίστρωσης από εθνικές κατηγορίες -και ακριβώς η αμηχανία, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, αποτελεί ένδειξη της δυσκολίας αυτής-, αναγνωρίζοντας τουλάχιστον τον ιστορικό χαρακτήρα τους, διερευνά, προσεκτικά, ίχνη ανάλογων διαδικασιών στο αντικείμενο που μελετά.

Μικρές Μοσχοπόλεις

ΚρούσοβοΗ εγκατάσταση των Μοσχοπολιάνων Βλάχων στον χώρο της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Η παρούσα εισήγηση τοποθετείται ακριβώς στο σημείο εκείνο που οι συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου «συναντώνται» στα εδάφη της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης του 18ου αιώνα. Την περίοδο δηλαδή, κατά την οποία το στέμμα των Αψβούργων μοναρχών, μετά από μια σειρά μακροχρόνιων μαχών, συνθηκολογεί τελικά με την παραπαίουσα αυτοκρατορία των Οθωμανών δημιουργώντας νέους όρους στην καθημερινή ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Εκεί ακριβώς λοιπόν, σε εκείνο το τέμνον σημείο, που δημιουργείται, πρέπει να αναζητήσουμε και να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τη Μοσχοπολίτικη παρουσία στην περιοχή της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης.
Ο χάρτης της ιστορικής αφήγησης, στο μακρύ ταξίδι των Μοσχοπολιτών, έχει ως αφετηρία το οροπέδιο που ενώνει τα βουνά της Όπαρης και της Οστροβίτσας, στα δυτικά των λιμνών Πρεσπών και της Αχρίδας1 . Οι πολύβοοι και πολυσύχναστοι δρόμοι των καραβανιών και των κιρατζίδων2 , στις εμπορικές διακλαδώσεις των οποίων αναπτυσσόταν ένα πολυεδρικό σύστημα εθνικών, κοινωνικών, οικονομικών και θρησκευτικών αξόνων, προκάλεσαν πολύ νωρίς το ενδιαφέρον των Μοσχοπολιτών.

Οι Μεγαλολιβαδιώτες Βλάχοι στον «καλλικρατικό» Δήμο Πυλαίας- Χορτιάτη

Μεγαλολιβαδώτες στο Μικρασιατικό μέτωπο, λίγο πριν το ΣαγγάριοΗ παρουσία Βλάχων στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης ανάγεται από πολύ παλιά. Η Θεσσαλονίκη οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο των Βαλκανίων για περίπου 20 αιώνες, συνδέεται ανέκαθεν άρρηκτα με τους Βλάχους. Απόδειξη ότι οι Βλαχόφωνοι του βορειοελλαδικού χώρου είναι οι μόνοι που στη λαλιά τους διασώζουν το αρχαιότατο όνομά της. Ιδού τρεις αποκαλυπτικοί προαιώνιοι δεσμοί όπως τους αναφέρει ο Νίκος Μέρτζος ο βλαχόφωνος πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών:
α. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι στον Θερμαϊκό κατά τους Μηδικούς Πολέμους, πριν 2.500 σχεδόν χρόνια, υπήρχαν τρείς μικροί οικισμοί: η Θέρμη, η Χαλάστρα και η Αλία. Αυτές συνένωσε, μετά δύο περίπου αιώνες, ο βασιλιάς Κάσσανδρος σε μια μεγάλη πόλη στην οποία έδωσε το όνομα Θεσσαλονίκη, το όνομα δηλαδή της γυναίκας του και αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αλία στην αρχαία ελληνική σημαίνει θαλασσινή και αλμυρή: άλς η αλμυρή θάλασσα και άλας το αλάτι της. Το άλας στη λατινική ονομάζεται sal-salis και στη δική μας ντοπιολαλιά sare και, γι’αυτό, εμείς οι Βλάχοι ονομάζουμε Saruna τη Θεσσαλονίκη, δηλαδή Αλία όπως την ονόμαζε ο Ηρόδοτος. Την ονομασία Saruna βρήκαν μετά χίλια χρόνια στα χείλη των γηγενών Βλάχων οι Σλάβοι τον 6ο αιώνα μ.Χ. και την ονόμασαν Σόλουν.

Αναζήτηση