Τα βλαχοχώρια της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας αναπτύχθηκαν στα ορεινά και τις διαβάσεις της περιοχής ως δορυφόροι ενός οικιστικού συστήματος με αναμφισβήτητο μητροπολιτικό κέντρο την περιοχή στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου. Το Πισοδέρι, το Νυμφαίο (Νέβεσκα) και η Κλεισούρα, αλλά και η Βλάστη (Μπλάτσι), τα Νάματα (Πιπιλίστα) και το Σισάνι, παρά την αμφιλεγόμενη συμμετοχή Βλάχων στην εδραίωσή τους, σχημάτιζαν το βασικό δίκτυο. Υπήρξαν οικισμοί που δέχθηκαν κύματα Βλάχων προσφύγων από τις περιοχές της Μοσχόπολης και του Γράμμου, στα τέλη του 18ου αιώνα, και με τη σειρά τους προώθησαν νέες κινήσεις μετοικεσίας. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ανέπτυξαν μια κοινωνική και οικονομική ταυτότητα που βασίστηκε κατά πολύ στις μεταφορές, τη βιοτεχνία, το εμπόριο και την περιοδική μετανάστευση σε αναζήτηση επαγγελματικών ευκαιριών. Αρχικά, οι κάτοικοί τους στράφηκαν σε αρκετά μακρινές περιοχές, στο βορρά των Βαλκανίων και μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η πληθυσμιακή κινητικότητα έδωσε ευκαιρίες για το σταδιακό σχηματισμό οικογενειακών δικτύων οικονομικής δράσης και επαγγελματικής αλληλοϋποστήριξης. Τόσο οι βίαιες μαζικές μετακινήσεις, όσο και ακόλουθες, ομαδικές, μεταναστευτικές κινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα την εδραίωση και την ανάπτυξη στη γύρω περιοχή μίας σειράς νέων βλάχικων εγκαταστάσεων στα τοπικά διοικητικά, οικονομικά και αστικά κέντρα, ανάμεσα σε δημογραφικά πλειοψηφούντες, αλλόγλωσσους πληθυσμούς.
Όταν αναφερόμαστε στους διάφορους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα σε αυτούς. Παραμένει μία από τις πλέον άγνωστες περιπτώσεις. Ωστόσο, αν και δεν κατοικήθηκε ποτέ αποκλειστικά και μόνο από Βλάχους, υπήρξε η πιο αξιόλογη εγκατάστασή τους σε ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία. Γνωστή παλιότερα με το όνομα Κάτω Τζουμαγιά δε φημίζεται για το απώτερο ιστορικό παρελθόν της, καθώς μας παρουσιάζεται ως ένας οικισμούς που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτό που την έκανε ξεχωριστή, άλλοτε, ήταν ο ρόλος της ως ένα ιδιαίτερα δυναμικό κέντρο εμπορίου, το οποίο γεννήθηκε μέσα από την παραγωγική οικονομία του κάμπου του Στρυμόνα και τις επιχειρηματικές ικανότητες των Βλάχων κατοίκων της και το οποίο τόλμησε, κάποτε, να ανταγωνιστεί ακόμη και τις Σέρρες.
Τα χρόνια και τα γεγονότα που συνδέονται με την επανάσταση του 1821 αποτέλεσαν μία χρονική και ιστορική καμπή για τη γεωγραφική χωροθέτηση των Αρβανιτόβλαχων στη Βαλκανική. Μέχρι τότε μπορούμε να πούμε πως το μεγαλύτερο μέρος των προγόνων των σημερινών Αρβανιτόβλαχων κινούνταν κυρίως στην Ήπειρο και τη σημερινή κεντρική και νότια Αλβανία. Αν και είναι σίγουρο πως η συνεχής αναζήτηση των αναγκαίων για τα κοπάδια τους χορτολιβαδικών εκτάσεων και κυρίως χειμαδιών έφερνε, συχνά, ορισμένες αρβανιτοβλάχικες ομάδες μέχρι τις πεδινές εκτάσεις της Θεσσαλίας και της Ρούμελης. Όμως, από τη δεκαετία του 1820, τα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων εμφανίζονται να εξαπλώνονται σταδιακά, αναζητώντας ευκαιρίες για νέες σταθερότερες εγκαταστάσεις πέρα από την Ήπειρο και την Αλβανία.