Προξενιό, Αρραβώνες (ισουσίρεα)
Όπως συνέβαινε σε όλους τις πληθυσμιακές ομάδες τον παλιό καιρό, έτσι και στους Βλάχους του Βερμίου ήταν δύσκολη η επαφή ανάμεσα στους νέους γιατί τα ήθη ήταν αυστηρά και οι ‘έξοδοι’ των νέων περιορισμένες. Περιπτώσεις να συναντηθούν οι νέοι, έστω και με φευγαλέες ματιές ήταν κάποια σημαντικά γεγονότα, όπως γιορτές, γάμοι και πανηγύρια.
Ακόμα επειδή εκείνο τον καιρό οι κοινωνικές τάξεις π.χ. κτηνοτρόφοι-εμποροβιοτέχνες ήταν κλειστές, ήταν πολύ δύσκολο να γίνει αρραβώνας ανάμεσα σε διαφορετικές τέτοιες τάξεις. Ωστόσο, τα κύρια κριτήρια επιλογής ήταν το καλό σόι, η ομορφιά, η τιμιότητα, η εργατικότητα, η νοικοκυροσύνη και γενικά η καλή ηθική και πνευματική κατάσταση των νέων και των οικογενειών τους. Οι γάμοι συνήθως δεν γινότανε με έρωτα και η δουλειά ξεκίναγε από το σόι του γαμπρού με προξενήτρα. Η γειτονιά έβλεπε το ερχομό της προξενήτρας κι έλεγε: Ούϊ!! Τρι ιου βα κάφτ' φιάτα = πωπω!! Για ποιόν θα ζητήσουν το κορίτσι!
Περίληψη
Τα βλαχοχώρια των ημινομάδων της Β. Πίνδου δημιουργήθηκαν από συνένωση βλάχικων κατούνων και μετατροπή τους σε σταθερούς ορεινούς οικισμούς και κοινότητες. Η οικονομία αυτών των χωριών στηριζόταν κατά κύριο λόγο στην αιγοπροβατοτροφία. Οι κάτοικοι των βλαχοχωριών της Πίνδου, ήταν αναγκασμένοι να αναζητούν το περιβάλλον, που θα πρόσφερε στα κοπάδια τους υψηλή ποιότητα και ποσότητα βοσκής, καλής ποιότητας νερό και ευνοϊκές θερμοκρασίες. Η άσκηση της κτηνοτροφίας είχε ημινομαδικό χαρακτήρα, έξι μήνες στα βουνά, τα οποία οι Βλάχοι θεωρούσαν ως τόπο της κύριας κατοικίας τους, και έξι μήνες στους κάμπους, στα χειμαδιά. Οι Βλάχοι κτηνοτρόφοι ήταν οργανωμένοι σε τσελιγκάτα, τα οποία αποτελούνταν από πολλές οικογένειες. Στην παρούσα εργασία γίνεται αναφορά σ’ αυτή την ιδιαίτερης μορφής επιχείρηση, η οργάνωση της οποίας βασιζόταν στην αρχή της συμπληρωματικότητας κεφαλαίου και εργασίας, καθώς επίσης και στο κερατζιλίκι (αγωγιατισμός), το οποίο ήταν για τους Βλάχους δευτερεύουσα δραστηριότητα, συμπληρωματική της κτηνοτροφίας και αποτέλεσε τον προθάλαμο για την ανάπτυξη των μετέπειτα εμπορικών δραστηριοτήτων.
Οι νεολατινικές γλώσσες και διάλεκτοι σήμερα
Με τον όρο ρομανικές ή νεολατινικές ή λατινογενείς γλώσσες εννοούμε το σύνολο των γλωσσών που κατάγονται από τη λαϊκή λατινική και έχουν εξελιχθεί οι περισσότερες σε εθνικές γλώσσες (Γαλλική, Ιταλική, Ισπανική, Πορτογαλική, Ρουμανική κ.λπ.). Οι νεολατινικές γλώσσες καλύπτουν όλον σχεδόν τον δυτικο-ευρωπαϊκό χώρο της αρχαίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ένα μέρος του ανατολικού της τμήματος. Στο τμήμα αυτό το Latinum Balcnicum, η Βαλκανική Λατινική, έδωσε τέσσερις νεολατινικές γλώσσες, τη Δακορουμανική, την Κουτσοβλαχική, τη Μεγλενιτική και την Ιστρορουμανική,1 εκ των οποίων η πρώτη αποτελεί την επίσημη γλώσσα του Δημοκρατίας της Ρουμανίας, ενώ οι άλλες τρεις χρησιμοποιούνται από ολιγάριθμες πληθυσμιακές ομάδες που είναι διάσπαρτες σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο.
Με την αποικιακή εξάπλωση των ευρωπαϊκών λαών σε άλλες ηπείρους, από τα χρόνια της Αναγέννησης και μετά, τρεις από τις νεολατινικές γλώσσες, η ισπανική, η πορτογαλική και η γαλλική, διαδόθηκαν και επικράτησαν σε ένα μεγάλο μέρος του Νέου Κόσμου. Σήμερα περίπου 170 εκατομμύρια Ευρωπαίοι μιλούν γλώσσα ή διάλεκτο που προέρχεται από τη λατινική2. Η ιστορική περιγραφή, η συγκριτική έρευνα και η δομολογική ανάλυση των νεολατινικών γλωσσών αποτελούν το αντικείμενο της ρομανικής γλωσσολογίας3.