Το κατράνι με το οποίο θα ασχοληθούμε σήμερα παραγότανε τουλάχιστον στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία , κατ’ εξοχήν στο Δίστρατο. Το Δίστρατο, πρώην Μπριάζα, είναι ένα βλαχοχώρι στους πρόποδες του Σμόλικα και της Βασιλίτσας, σε υψόμετρο χιλίων μέτρων. Μέχρι και το τέλος του ″Καποδίστρια″ ήταν αυτόνομη κοινότητα με σημαντικό ρόλο και παρουσία στην περιοχή. Με το πρόγραμμα ″Καλλικράτης″ εντάχθηκε πλέον στο σημερινό Δήμο Κόνιτσας. Οι Διστρατιώτες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν αποκλειστικοί παραγωγοί και διαθέτες του κατρανιού, εξού και το προσωνύμιο ″κατρανάδες″.
Τι είναι όμως το κατράνι ή αλλιώς κατράμι;
Είναι ένα παχύρευστο, ελαιώδες μαύρο υγρό, με πολύ έντονη χαρακτηριστική μυρωδιά, το οποίο παράγεται από την εξειδικευμένη καύση του δαδιού. Το δαδί (βλαχ. τζάντα) είναι το εσωτερικό μέρος, η καρδιά δηλαδή, των γέρικων ρητινούχων πεύκων που ευδοκιμούν σε πετρώδη και ξηρά εδάφη.
«...Η ανάπτυξη εμπορικών μετακινήσεων από τα νοτιοδυτικά Βαλκάνια στην Κεντρική Ευρώπη υπήρξε μια διαδικασία που συγκροτήθηκε μέσα στην οθωμανική μακρά διάρκεια, έλαβε, όμως, ώθηση από την παγκόσμια οικονομική και πολιτική συγκυρία του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα. Οι μετακινήσεις αυτές ξεκίνησαν από τους ελληνόφωνους και βλαχόφωνους ορθόδοξους οικισμούς του ορεινού και ημιορεινού χώρου της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και έφεραν στις απαρχές τους το στοιχείο ενός ελλείμματος και μιας κρίσης στους τόπους προέλευσης. Ο προσανατολισμός στο εμπόριο αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό διέξοδο για το «περίσσευμα» του πληθυσμού που προέκυψε από τη διατάραξη της ισορροπίας μεταξύ αριθμού ψυχών και παραγωγικών αποθεμάτων, η οποία έγινε ιδιαίτερα αισθητή στις τοπικές οικονομίες στα τέλη του 16ου αιώνα και επιδεινώθηκε με τη γενικότερη οικονομική κρίση του 17ου αιώνα...»
«...Οι κύριοι φορείς της αποδημίας στη Βιέννη ήταν Έλληνες και Βλάχοι της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, που ανήκαν στα ευπορότερα στρώματα των τοπικών τους κοινωνιών. Αυτοί λειτούργησαν ως μοχλός, που προκάλεσε τη συμμετοχή ευρύτερου πληθυσμού: υπηρετικού προσωπικού, νεαρών ανδρών, μαθητευόμενων και υπαλλήλων σε εμπορικούς οίκους, λιγότερο εύπορων εμπόρων.
Το τσάι του βουνού ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών (Lαmiαceαe) και στο γένος Sideritis, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 150 είδη, που φύονται κυρίως στις παραμεσόγειες χώρες (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Τουρκία, Κύπρος). Στη χώρα μας είναι γνωστό από την αρχαιότητα και αναφέρεται από το Θεόφραστο (372-287 π.Χ.) και τον Διοσκουρίδη (10 μ.Χ. αιώνα). Το επιστημονικό του όνομα είναι Sideritis spp.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, η ονομασία αυτή προέρχεται από τη λέξη σίδηρος εξαιτίας της ικανότητάς του να θεραπεύει τις πληγές που προκαλούνται από σιδερένια αντικείμενα. Σύμφωνα με άλλη ονομάστηκε έτσι επειδή αποτελεί φυσική πηγή σιδήρου, αφού στα ροφήματα που παρασκευάζονται από αυτό περιέχεται αρκετός σίδηρος. Μια τρίτη εκδοχή αναφέρει ότι το όνομα προέρχεται από το σχήμα του άνθους (τα δόντια κάλυκα του άνθους) που μοιάζουν με αιχμή λόγχης.
Συναισθήματα και νοοτροπίες στους ήχους της μουσικής και στα βήματα του χορού.
Η παρούσα ιστορική - λαογραφική έρευνα έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της μουσικοχορευτικής παράδοσης του Μετσόβου και στόχο την ανίχνευση της πολιτισμικής διάστασης της τοπικής κοινωνίας Μετσόβου από το 17ο έως τον 20ο αιώνα. Η μελέτη ακολουθεί την ανθρωπολογική αντίληψη της μπρωντελικής ιστοριογραφίας που προβάλλει τη σύνδεση Οικονομίας-Κοινωνίας-Πολιτισμού και εντάσσει τη μουσικοχορευτική παράδοση του Μετσόβου στο πολιτικό περιβάλλον της ορεινής κοινωνίας στις οικονομικές και κοινωνικές δομές. Εστιάζει κυρίως στα συλλογικά συναισθήματα και στις κοινωνικές νοοτροπίες ως συνεκτικές δομές διατήρησης της μουσικοχορευτικής βιωματικής παράδοσης. Στη μελέτη αξιοποιούνται νέοι άξονες για τον προσδιορισμό της μουσικοχορευτικής κουλτούρας, όπως οι νοοτροπίες και τα συναισθήματα που απορρέουν από την κοινωνική ιστορία του τόπου και λειτουργούν ως γούστο και αισθητική ενός ύφους ζωής. Στο πλαίσιο αυτό, οι νοοτροπίες ως συλλογική συνείδηση αντανακλώνται στις κοινωνικές συμπεριφορές.