Η Φούρκα του 1954

Η ΦούρκαΤο 1954 ο Ηπειρώτης συγγραφέας Λάμπρος Μάλαμας βρέθηκε στο χωριό Φούρκα για να περάσει εκεί τις ημέρες του Πάσχα.
Τις εντυπώσεις αλλά και τα ήθη των κατοίκων του ορεινού αυτού χωριού της Ηπείρου, τις κατέγραψε και τις δημοσίευσε αρκετά αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, στο βιβλίο του «Θωρώντας Βουνά & Πέλαγα».
«Νότες από τη Φούρκα. Τερπνή οδοιπορία. Χαρά στην ξένοιαστη ψυχή, που φτερουγάει σαν το πουλί, σε κοντινά ή μακρινά ταξίδια της αγάπης. Είναι ψυχή πάντα νέα, όποια ειν’ ερωτευμένη με τη ζωή, με τη φύση και μ’ όλα τα πλάσματα της. Ψυχή που αγαπάει, θαυμάζει δίκαια αξίες και μορφές, δημιουργεί κι αναγεννιέται, ποτέ της δε γεράζει. Όποιος δε γνώρισε, έστω και λίγο, τα ορεινά χωριά της Ηπείρου μας, κρίμα του, που δε γεύτηκε αυτή την ξέχωρη φυσική ομορφιά, τη φτώχεια και την αρχοντιά και κάθε χάρη του λαού μας.

 

Τριάντα τόσα χρόνια πέρασαν από τότε που έτυχε να επισκεφτούμε τη Φούρκα, 42 χλμ. από την Κόνιτσα, σε 1.360 υψόμετρο.
Ήταν μια πασκαλιά περίλαμπρη κι ολόχαρη στο έμπα του Μαγιού. Τότε που κι ο Σμόλικας στη βορεινή του άκρη, είχες την αίσθηση πως έμοιαζε ανήμερο θεριό, κι όπου αργούσε να ημερέψει απ; τους πολέμους…
Άγριος, περήφανος κι αγέρωχος, δεν είχε ακόμα μήτε δρόμο αμαξωτό, να τόνε περπατήσουμε γοργά, με άνεση και χάρη.
Σαν φτάσαμε στο Κεράσοβο, μας περίμενε γνωστός και φίλος για φιλοξενία. Το χωριό αυτό που έχει και νέο όνομα Αγία Παρασκευή, η μεταπελευθερωτική κυβέρνηση του 1913, το ‘χε ονομάσει επίσημα «Δεύτερο Σούλι», γιατ’ είχανε με ισχυρή άμυνα οι κερασοβίτες αποκόψει τις τούρκικες ενισχύσεις από τη Δ. Μακεδονία προς τα Γιάννινα…

Αλλά & το 1940 στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, όπως μας αφηγείται κι ο αγωνιστής Λάζαρος Τζίνας, οι Κερασοβίτες έδειξαν με δικούς τους σχηματισμούς και πρωτοβουλίες ξέχωρους ηρωισμούς…
Και στη συνέχεια σύσσωμοι στην Εθνική Αντίσταση- 260 λεβεντοψυχές, είχαν τρανή συμμετοχή, καθώς με δίκιο του καυχιέται κι ο φίλτατος γραμμάτων και τεχνών Παντελής Τσούμπανος.
Εκεί διανυκτερεύσαμε…

Την άλλη μέρα το πρωί, ξεκινάμε μ’ ανοιξιάτικες δροσόπνοες χαρές.
Περνάμ’ ένα ποταμάκι και παίρνουμε τον ανήφορο, τις δασοπλαγιές, για να βγούμε σε φουρκιώτικες κορφές.
Τα βουνά και τα δάση μας έχουν μια κλασική ομορφιά!
Στραφτοβολάν αχτίδες σαν εκείνες του αρχαίου ελληνικού πνεύματος που καταυγάζουνε το σύμπαν.
Θαρρείς και ξυπνούν εδώ την κάθε αυγή οι αμαδρυάδες νύφες, σαν ξωτικές παρθένες. Νύφες που χαιρετούν και στεφανώνουν τα ποικιλόμορφα κι αδερφωμένα δέντρα τα ρουμάνια και θλίβονται για τις διχόνοιες, τα μίση των ανθρώπων.
Χαριτωμένες οι μέρες τ’ Απριλίου στον αναγεννημό της φύσης.
Καλύτυχοι και ευτυχείς όσοι αγαπούν και χαίρονται τα δάση, μ’ όλα τα ήμερα και τ’ άγρια του φτερωτού κι ανάφτερου χιλιοτραγουδισμένου κόσμου.
Καλότυχοι και όσοι χαίρονται τούτο το λεύτερο φυτοβασίλειο το δρυμόχαρο, με τα πλατύφυλλα και βελονόφυλλα, ορθόκορμα και πλαγιαστά, αμέτρητα κλωνάρια.
Τούτες τις πολυφάμιλες ελατιάδες και πευκιάδες
τους βλοσυρούς κυπαρίσσους, τους κοντομπίθες κέδρους, τις γιγαντόκορμες οξιές και τις ευγενικές φιλλύρες.
Όλα είναι γεμάτα ποίηση και όλα σε εμπνέουν. Τα πεύκα, όπως έγραφε ο αλησμόνητος δασοεπιστήμων Πάνος Γρίσπος «μοιάζουν τους ανθρώπους του απλού λαού». Κι αλήθεια. Μοιάζουν τους δουλευτάρηδες. Είναι πεύκα αναμαλλιάρικα σαν τους τσαλακωμένους κι ασουλούπωτους αγρότες. Θυμίζουν απλή και τίμια εργατιά. Μοιάζουν το σκαφτιά που σκύβει στη γη, κι ανασηκώνει την κεφαλή του ξαποσταίνοντας, να πάρει νέα δύναμη. Θυμίζουνε το σιδερά π’ ανασηκώνει τη βαρειά του, η τον ξυλοκόπο που κατεβάζει το τσεκούρι. Αλλά και σε περιγιάλια ελλαδικά, ο πεύκος μοιάζει τον ψαρά να ρίχνει την πετουνιά του ή να τραβάει την τράτα του.
Μα ο κατάχαμα γερμένος και σερνόμενος πεύκος, μας θυμίζει και τον τεμπέλη ξαπλωμένο στη λιακάδα.

Ακόμα και τα δρύινα δασάκια της Φούρκας και τα σπανά λοφάκια της, μας δυναμώνουν το αίσθημα της τοπολατρίας και την έξαρση της αγάπης, στη βουνίσια μας φύση.
Έτσι, μού ‘ρχονται στη μνήμη οι παρακάτω στίχοι του Κρυστάλλη και θαρρώ σαν ν’ ακούω την αλλόκοσμη φωνή του αναστημένη, να μου απαγγέλλει πονεμένα:

«Το άγιο χώμα που πατάς,
τα δάση που διαβαίνεις,
τα μαύρα μάτια που κοιτάς,
τ’ αγέρι π’ ανασαίνεις,
τους ποταμούς, τα κρύα νερά,
τα πλάγια τ’ ανθισμένα
και τα βουνά τα ισκιερά
χαιρέτα κι από μένα».

 

Και απαντώ στον αθάνατο συντοπίτη ποιητή, με τούτους εδώ τους πρόχειρους και στιγμιαίους στίχους:
Του δάσου η ανηφόρα μας σε κάθε μια στροφή κι αν είναι λαχανιάρισσα, μας βγάζει στην κορφή. Εδώ κι εκεί στεκόμαστε πάντα μ’ απαντοχή να φτάσουμε σαν έλατα, ψηλά, μ’ ορθή ψυχή, ψυχή να νιώθει πιο βαθιά των μύρων την ευδία του δάσου τα θροίσματα χαράς παναρμονία. Βουκολικέ Κρυστάλλη μου με τη γλυκεία φλογέρα πώς να χορτάσει η ψυχή, του μόσχου τον αγέρα, που πνέουν τούτ’ τα δάση μας ως τ’ ακρουράνιαπέρα; Εδώ, σαν σμίγουν οι καρδιές σε χλόες και λουλούδια, αχολογάνε οι οξιές της Κλεφτουριάς τραγούδια! Σε τούτες τις νεροσυρμές, με αηδονιών λαλίτσες, στα αυγινά τα σούραυλα, χορεύουν κ’ οι νυφίτσες. Δέντρα, νερά, ζώα, πουλιά, συντροφικά μαζί σου, σε μια υπέρτατη χαρά κι ανάσα παραδείσου.

Έτσι, ανεβήκαμε από κατσικόδρομους για τη Φούρκα, πλάι από το περιβόητο ύψωμα «Ταμπούρι», και σιμώνοντας το ψηλοβούνι «Λιάγκανο» μπήκαμε στο χωριό.
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα
Οι κάτοικοι, γεροδεμένοι, έξυπνοι, κι ευάντοχοι, κτηνοτρόφοι, τεχνίτες, και μετανάστες.
Από το σχετικά ψυχρό τους κλίμα, δυο εποχές το χρόνο γνωρίζουν μοναχά χειμώνα και καλοκαίρι.
Πολλές φορές, σε βαρυχειμωνιές, όταν σκάει ο ήλιος πάνω από το βουναλάκι «Γιόγκο», που συνορεύει με το νομό των Γρεβενών, θαμπώνουν τα μάτια τους από μαρμαρυγές που αντικρίζοντας, στραφταλίζουν τα χιονισμένα δέντρα ολόγυρα και φαντάζουν σαν λευκόπεπλες χιονόμορφες νυφάδες.
Σπίτια τεχνικά και περιποιημένα, νεροπηγές και χλωροτόπια, ψηλότερο απόλα δεσπόζει το κωδωνοστάσι τους.
Σχολειό χτισμένο το 1953.

Το μνημείο του ΔαβάκηΑπό τη βόρεια πλευρά κατάφατσα, ο ξακουστός Άι-Λιάς της Φούρκας, που πέρασε στην ιστορία κι αυτός, από τις μάχες τις σκληρές, με τους αλπίνους του Μπενίτο και του Δαβάκη τον τραυματισμό. Εδώ πολέμησαν τότε και οι ρωμαλαίοι κι εύψυχοι φουρκιώτες.
Πάνω, δεξά κατά νοτιά, ορθώνονται κατά σειρά τα σαμαρνιώτικα τα ραχοβούνια και πίσω απ’ το δεξό πλευρό του Άι-Λιά, στο τοπονύμιο «Χατζή» είν’ ένα μοναστήρι τρουλωτό από το 16 αιώνα.
Παλιότερα εδώ πάνω, ήτανε πολύ τραχιά η βιοπάλη και αρκετοί φουρκιώτες είχαν αποδημήσει προπολεμικά για την Αμερική. Υπήρχε η εύπορη μονή της Κλαδύρμης, που διατηρούσε και Σχολή.
Κάθε φίλος ελληνικού χωριού, και μάλιστα ορεινού, με το υγιεινό φυσικό του κλίμα και τους ευωδιαστούς αγέρες, τους χειμώνες με κακοκαιρίες, χαίρεται τη νοικοκυρίσια θαλπωρή, την αθόρυβη κι όμορφη εθιμοτυπική ζωή, την απαλοσύνη και τη σκληράδα των τοπίων, τη θεαματική ανατολή του ήλιου, πέρ’ από τα υψώματα της Ζούζουλης, τ’ αργό κι επιβλητικό βασίλεμά του πίσω απ’ τη Νεμέρτσικα.
Σαν βρεθεί εδώ πάνω, ο επισκέπτης θα νιώσει κι εθνική περηφάνια για τη νεώτερη ιστορία και το μερτικό των θυσιών σ’ αγώνες και πολέμους.
Μα ο φιλολαϊκός φυσιολάτρης, θα νιώσει, ως της ψυχής του τα κατάβαθα, τα ιδιόμορφα, φυσιογνωμικά, τα ορεινά κι εθιμικά, τα θέλγητρα της Φούρκας.
Πάνω σε τέτοια μέρη, όταν λαχαίνει πάσχα και καλοκαίρι, απολαμβάνεται γλυκύτερ’ η ζωή, κ’ η φυσική ανοιχτάδα.
Είναι συστατικά του κόσμου και του χώρου, εικόνες και παραστάσεις που σε μαγνητίζουν ολόψυχα και σε αναγαλλιάζουν.
Αφήνεις κατά μέρος, όποια θλιβερή σου θύμηση, για τ’ αδικοχαμένα νιάτα… και συμμετέχεις άδολα σ’ όποιο χωριανικό και φυσικό γιορτάσι!
Θέλεις να πρυτανεύουν οι ομόνοιες κ’ οι χαρές σε τέτοια ύπαιθρο και να ξαλείφονται οι διχόνοιες και οι λύπες.

Οι ξενητεμένοι φουρκιώτες, έχουν καλά παραδείγματα φιλοπατρίας.
Πολλοί είν’ αυτοί που ξεκινάν κι από τ’ άλλο ημισφαίριο της γης, κι έρχονται πότε πότε, με ακράτητο νόστο, για θερινές διακοπές και χαίρονται την προγονική και τη γενέτειρα πατρίδα. Πίνουν νερά χωνευτικά, από του Σούρλα την κρυόβρυση κι απλώνουν την αρίδα τους σε χλόη και λιβαδάκι, χορεύουν και τον Αύγουστο στης Παναγιάς το πανηγύρι…
Πριν από τον Β’ Π. Πόλεμο, οι κάτοικοι ασχολούνταν κύρια, με την υλοτομία και την κτηνοτροφία και ήτανε πάνω από 300.
Είχαν κοπάδια που τα ξεχείμαζαν σε κάμπους και τον Απρίλη παίρνανε τις στράτες του γυρισμού στα πατρικά βουνά τους.
Καλόκαρδοι και φιλόξενοι, τους χαρήκαμε το Πάσχα του ‘54, με τα συμπαθητικά τους ήθη κι έθιμα, τις ιδιοτυπίες τους και τις ομαδικές χαρές τους.
Στις ονομαστικές γιορτές, έτυχε να συμμετάσχουμε, σε ολόχαρες αλληλοεπισκέψεις.
Προμήθειες κι εφόδια για τους χειμώνες, έκαναν κουμάντο από τα καλοκαίρια, σύμφωνα και με την παροιμία:
«Ο καλός ο νοικοκύρης το χειμώνα χαίρεται».

Οι φουρκιώτες τρώνε πολλά κρέατα και γαλακτερά. Φτιάχνουν χοιρινά λουκάνικα που τα λένε «μπόμπες», και τραχανάδες και πιτάκια που τους έχουν και ονόματα «κούκλες» και «πισπιλίτες», την πίτα = «μπότσα», τα «κατσαμάκια» με καλαμποκάλευρο κ.ά.
Από τη Φούρκα, έβγαιναν, όπως κι από τη Σαμαρίνα, άνθρωποι γεροδεμένοι, καθαρόαιμοι, καθώς τους δυνάμωναν και τους ομόρφαιναν τα γνήσια, βουνήσια προϊόντα τους με τ’ οξυγόνο της υγείας.
Αγαπούσαν με πάθος, το κυνήγι, τη λευτεριά και την περιπέτεια.
Η Φούρκα είναι και γενέτειρα του ποιητή Νίκου Τέντα και του πεζογράφου Νάσου Νασίκα…

Τα σπίτια τους, με τους μεσανταράδες, τη λαϊκή αρχιτεκτονική και διακόσμηση, είναι απλά και καθαρά, με τα παχιά στρωσίδια υφαντά τους.
Πριν από χρόνια —δεν ξέρω ακόμα αν τα κρατάνε— πολλοί γέροντες, φορούσαν από παράδοση τα λεγόμενα «τσιμπούνια» τα «χολέβια», τις φουστανέλες τα «τελζούκια», τις ζωνίτσες και οι γερόντισσες, τις παλιές βλάχικες φορεσιές: μαντήλι με ταντέλα, «χομπότο», «τσικέτο», ποδιά κεντισμένη, καθώς λέει και το δημοτικό λιανοτράγουδο:
«Στην κεντισμένη σου ποδιά μωρή βλάχα…».

Με όλα τους τα έθιμα, ένιωθαν σχεδόν τις μόνες μικρές και μεγάλες χαρές, όταν είχαν τ’ αγαθά του τόπου, στην απλή και φυσική χωριάτικη ζωή τους.
Από γλωσσομητρική παράδοση, είναι περίπου αμόγλωσσοι μ’ όλη τη βλαχουριά του Πίνδου, αλλά και με κάποιες ιδιωματικές αποχρώσεις προς την αρβανιτοβλάχικη.
Οι βλάχοι βέβαια, είναι πολλά φυράματα.
Αλλά, η λέξη βλάχος είναι και κατ’ άλλους ερευνητές, σλαβική, βλαχ και βλάχι, που σημαίνει: αλλοεθνής, ξένος, φερτικός, μέτοικος.
Υπάρχει και άλλη εκδοχή για το έτυμο της ονομασίας.
Επειδή οι βλάχοι είχανε σαν κύρια ασχολία τους την κτηνοτροφία, ίσως να τους έμεινε τ’ όνομα κι από την αρχαία μας λέξη βληχή, που θα πει βέλασμα, από τα βελάσματα των κοπαδιών.

 

Μερικά έθιμα
Όπως και να ‘ναι, οι γυναίκες της Φούρκας, ίσαμε το Β’ Π. Πόλεμο, κι ως την ανταρτοσύνη, θαυμάζονταν πολύ για την ψυχραιμία τους, τη λεβεντιά, τη νοικοκυροσύνη και τη σκληροτράχηλη ομορφιά τους!
Ξεγεννούσανε παλικαρίσια, μόνο με μια γριά μαμή, κι αφού κρεμούσε κι ο παπάς με το ευχέλιο μια ζώνη τ’ Αι-Γιώργη στο λαιμό τους.
Όταν περνούσαν οχτώ μέρες, οι γονείς έκαναν ένα δημόσιο —ας πούμε— μπάνιο στο νιογέννητο και για να εκδηλώσουν την ευτυχία τους, προσκαλούσαν σ’ ένα μεγάλο γεύμα φίλους και συγγενείς και τη μαμή στην κορυφή.
Σαν τέλειωνε το φαγοπότι, η μαμή έπλενε το βρέφος, το ‘ ντύνε, κι όλοι της έδιναν απόνα χαρτζιλίκι, παίρνοντας το, ο καθένας με τη σειρά του στην αγκαλιά του, με τις ευχές και τα’ απαραίτητο τραγούδι και κολλούσε κι απόνα λεφτό στο σπάργανο του.
Σε κάθε γέννα, πήγαιναν όλοι τηγανίτες, κουραμπιέδες, πίτες, κι άλλα γλυκά, κι απόνα ρουχαλάκι, δωράκι του παιδιού.
Τα βαφτίσια πάλι, τα κάνανε με πλούσια γεύματα, χορούς και τραγούδια.
Στους παλιοκαιρινούς γάμους στη Φούρκα, οι γαμπροί δεν παζάρευαν ποτέ τις νύφες, για περιουσίες και χρήματα. Η εκλογή δε γινότανε με κίνητρο το συμφέρο. Αλλά με το αίσθημα και το ταίριασμα των χαρακτήρων.

Ο γάμος άρχιζε από την Πέμπτη στα σπίτια του γαμπρού και της νύφης, με τους συγγενείς και βλάμηδες που τους έλεγαν και «μπράτες» και τις φίλες «μπρατίμισσες».
Έφτιαχναν τις «μπογάτσες» σύναζαν τα ξύλα, έβαζαν τα κορίτσια τις «οκνές» (βαφές, στα μαλλιά) κι έπαιρναν με τα βιολιά τα προικιά της νύφης, τα στολίδια της. Κρεμούσαν κι ένα τσουρέπι μάλλινο στα γκοφά της.
Έσπαγαν πιατοπότηρα, άδεια, στη στέγη, για τη γεροσύνη της, ή για συμβολισμό πολυτεκνίας.
Προσκαλούσαν όλους τους χωριανούς και γινόταν μεγάλο ψίκι «ανίμι» όπως το ‘λεγαν, για το πάρσιμο της νύφης.
Μπροστά ένας λεβέντης «μπράτης» με το μπαϊράκι και πίσω ο γαμπρός, ο κουμπάρος με την κουστωδία συγγενών και φίλων να λένε τραγούδια:
Αετός τη ν κόρη ν άδραξε απ’ της μάνας την αγκάλη
- Κόρη μ’ και τι τον αγαπάς τον ξένο το λεβέντη:
- Τον τίμησ’ ο πατέρας μου, γαμπρό για να τον κάνει…

Μα πιότερο απόλα, προπορεύονταν τούτο:
- Πού πας βρε γιε μου μοναχέ,
- Λεν πάω μάνα μοναχός, έχω το νούνο μου μπροστά, τους μπράτες από πίσω.
- Ακούς ν’ ακούς κύρη-γαμπρέ, το τι σου λέει η μάνα; Σαν πας πουλί μ’ στα πεθερκά σ’ μη φας πουλί μ’ μη φας, τι σε γελούν τα πεθερκά σ’…

Τραγουδούσαν επίσης και το παρακάτω:
Ανάμεσ’ από δυο βουνά ήταν μια κρύα βρύση,
εκεί έσκυψα να πιω νερό, να πιώ και να δροσίσω
μού ‘πεσε το μαντήλι μου το χρυσοκεντημένο
πού ‘χε σαρανταδυό φλουριά κι εξήντα δράμια μόσχο.
Δεν κλαίω ν’ ο μαύρος τα φλουριά, δεν κλαίω και το μόσχο
μον’ κλαίω το μαντήλι μου το χρυσοκεντημένο!
Κοράσια το κεντούσανε, δάσκαλοι το ξόμπλιαζαν,
κι εγώ ν’ ο μαύρος γνάνευα ‘πο μια ψηλή ραχούλα
και παίρνω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.

 

Όταν στολίζανε τη νύφη κι εκείνη καμάρωνε, της έλεγαν τραγούδι του χωρισμού όπως π.χ. τούτο:
- Τριαντάφυλλο της Βενετίας, τι στέκεις μαραμένο
ουδέ μακρυά παντρεύεσαι, ουδέ απ’ τη χώρα βγαίνεις.
- Ουδέμακρυά παντρεύομαι, ουδέ απ’ τη χώρα βγαίνω,
χωρίζω απ’ τη μανούλα μου και στέκω μαραμένο!

 

Όταν έφταναν στο σπίτι της νύφης, ο γαμπρός έκοβε μια πίτα που τού ‘φτιαχναν οι μπράτες, την τύλιγαν σε χαρτιά ή μαντήλια και την κρεμούσαν στο ζωνάρι του.
Όταν τραβούσε τη νύφη να πάνε για την εκκλησιά, οι μπρατίμισσες της τραγουδούσαν:

- Το πώς να πω έχετε γεια, που δε μ’ αφήνει η καρδιά.
Σ’ αφήνω γεια πατέρα μου, σ’ αφήνω γεια μανούλα, αδέρφια μου, ξαδέρφια μου κλπ….


Πριν από τη στέψη, οι μπράτες φώναζαν «καλή προκοπή» κι άλλες ευχές, ενώ η πεθερά της, της τραγουδούσε:
- Για πάψτε «ανίμι», να ιδούμε τη νύφη πο ‘ρχεται το πως την έχει η μάνα της;
- Καλά την έχει η μάνα της με τα φουστάνια τα χρυσά και τα ματάκια χαμηλά…

 

Μετά, σαν πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, λέγανε και τούτο:

- Έβγα μάνα μ ‘να ιδείς το γιόκα σ’ πως πάει μονός κ’ ήρθε ζευγάρι με την πέρδικα τ’ απ’ το χέρι.


Σαν έμπαινε η νύφη στην αυλή του γαμπρού, την κερνούσαν όλοι και μάζευε δώρα.
Εκείνη τη στιγμή, έριχναν πολλά τουφέκια και της τραγουδούσαν:

Μέσα σε τούτη την αυλή πέρδικα στέκει και λαλεί.
Βραχνά λαλεί και κλιάμερα πού είσαι πατέρα μ’ έλα δω κι όλοι τριγύρα είμαστε και ρίχνουμε τουφέκια.


Το βράδυ της Κυριακής δειπνούσαν, γλεντούσαν κι αλληλοκερνιούνταν.
Τη Δευτέρα το δειλινό, συνόδευαν τη νύφη ως τη βρύση που γιόμιζε ένα γκιούμι νερό και της τραγουδούσαν:
Ψηλό βουνό ανέβαινα, ανέβαινα κατέβαινα,

να πελεκήσω μάρμαρο, να βγάλω κρυονέρι,

για να ποτίσω βασιλκό για της νυφούλας τον υγιό.

 

Την Τρίτη το πρωί, έφερναν οι καλεσμένοι από τα σπίτια τους, τα λεγόμενα «κανίσκια» με ψητά, καθάρια ψωμιά, κρασοράκια και ζαχαρικά, και γλεντούσαν και χόρευαν ως το βράδυ που τέλειωνε ο γάμος.

 

 

Όταν σε κάνα φουρκιώτη έσβηνε το καντήλι του, μετά τα έθιμα του παπά, έστρωναν τραπέζι στο σπίτι του μακαρίτη, κι έτρωγαν όλοι κι έπιναν στη μνήμη του… Οι συγγενείς κρατούσανε τη λύπη τους 40 μέρες.
Στα μνημόσυνα έκαναν πάλι φαγοπότια. Κι έλεγαν και το παρακάτω μοιρολόι, πολυφωνικά, συμβολικά, για πρόσωπα χωριανικά, για ήρωες προβάτων, που ζούσαν και πέθαιναν πάνω σ’ αυτά:

Μας πήρ’ ο Μάρτης δώδεκα κι Απρίλης δεκαπέντε
βγήκαν οι βλάχοι στα βουνά, βγήκαν κ’ οι βλαχοπούλες
Παναγιωτούλα μ’ άι.
Βγήκαν τα λάγια πρόβατα με τα λαμπρά κουδούνια.
Του Παναγή τα πρόβατα δε φάνηκαν να ‘ρθούνε
Παναγιωτούλα μ’ άι.
Μείναν στους κάμπους άκουρα δίχως τον τσέλιγκα τους

κ’ η Παναγιώτα τ’ άκουσε πολύ της κακοφάνει
Παναγιωτούλα μ’ άι.
Παίρνει σελώνει τ’ άλογο, παίρνει το καλιγώνει
βάζει τα πέταλα χρυσά, καρφιά μαλαματένια
Παναγιωτούλα μ΄άι.
Βρίσκει τα πρόβατα μπροστά, τα γίδια κοπαδάτα.
Καλημέρα σας ζωντανά Καλώς την, την Κυρά μας
-  Παιδιά μ’ πουν’ ο αφέντης σας, ο άντρας ο δικός μου;
-  Κυρά μ’ αφέντης πέθανε στης Λάρισας τον κάμπο!
Παναγιωτούλα μ’ άι.

 

Κάθε Δεκαπενταύγουστο, οι φουρκιώτες κάνουν ως τα σήμερα το καθιερωμένο τριήμερο, λαμπρό και πασίχαρο πανηγύρι τους.
Τότε που δίνει και η φύση με τη δροσερή πνοή της, όψη γλυκεία και φωτεινή και δύναμη κι αναψυχή.

Είναι πολλά ακόμα στοιχεία κι αρετές, που συνθέτουν τον παραδοσιακό λαϊκό πολιτισμό σε τούτη την ακρογωνιά του Σμόλικα.
Αλλά, γράφτηκαν οι παραπάνω αράδες χάρη σ’ εκείνη τη λιόχαρη και μοσκοβόλα πασκαλιά, που γνωρίζοντας τη Φούρκα για 3 μέρες από κοντά, τότε που ο τόπος βλησίδιαζε πράσινο και λουλούδι, αρχές του Μάη το ’54, τότε κρατήθηκαν αυτές οι σημειώσεις που βρέθηκαν στ’ αρχείο μου σαν πρώτες ταξιδιωτικές και λαογραφικές εντυπώσεις και τις καταχωρώ σε τούτο το βιβλίο.

15-5-54»

 

 

πηγή: apeirosgaia.wordpress.com

 

Αναζήτηση