Μέτσοβο - Η διαμόρφωση της "βλάχικης" αστικής τάξης και η ενσωμάτωση της στον ελληνικό αστισμό

Μέτσοβο photo Margaret HasluckΗ τεράστια προσφορά των Μετσοβιτών στο ελληνικό έθνος έγινε δυνατή χάρη σε δύο προϋποθέσεις: Τη μεγάλη οικονομική ανάπτυξη του Μετσόβου και την ένθερμη στράτευση των πλουσίων κατοίκων του στην εθνική ιδέα.

Με δεδομένο ότι οι Μετσοβίτες αποτελούσαν αρχικά ένα βλαχόφωνο ημινομαδικό πληθυσμό, με κύρια ενασχόληση την οικογενειακή κτηνοτροφία, η κατοπινή τους εξέλιξη αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον για την κατανόηση της νεοελληνικής ιστορίας.
Με βάση το ερμηνευτικό σχήμα που αναπτύσσεται σ' αυτό το άρθρο, τόσο η ανέλιξη μιας μερίδας ενός αρχικά κτηνοτροφικού πληθυσμού σε οικονομικούς μεγιστάνες της εποχής τους, όσο και η ενσωμάτωση ενός αρχικά βλαχόφωνου πληθυσμού στην εθνική εμπροστοφυλακή του ελληνισμού, δεν είναι παρά οι δύο όψεις μιας και της αυτής διαδικασίας: της ανάπτυξης των αστικών κοινωνικών σχέσεων στον ελλαδικό και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο κατά το 18ο και 19ο αιώνα.

1. Εισαγωγή
Το Μέτσοβο χτίστηκε και πρωτοκατοικήθηκε από ένα βλαχόφωνο κτηνοτροφικό πληθυσμό. Όπως έγραφε ο Φ.  -  Κ.  -  Ο.  -  Λ. Πουκεβίλ το 1826: "Η πόλη ιδρύθηκε κατά τον 10ο αιώνα από μια ομάδα Μεγαλοβλαχιτών βοσκών, που έβοσκαν τα κοπάδια τους στην περιοχή του Ίναχου. Την εποχή αυτή η περιοχή ήταν έρημη από ανθρώπους και σχεδόν άγνωστη" (Πουκεβίλ 1994, σελ. 357). Εξάλλου ο θ. Πασχίδης σημείωνε το 1879: "Εις τας κοιλάδας και τους λόφους του Λάκμωνος, του Πίνδου, της Οίτης, του Περιστερίου και εις αυτήν την Μουζακίαν της Άνω Ηπείρου ζώσι ποιμενικαί τίνες και νομάδες φυλαί αξιοσημείωτοι. Ο Ελληνικός λαός ονομάζει αυτούς Ελληνοβλάχους. (...) τούτω δε ως πεφωτισμένω συγγενολογήσαντες, πλείστος κωμοπόλεις και κώμας συνώκισαν, ων πρωτεύουσιν η επί του Αλή Πασσά καταστραφείσα Μοσχόπολις, το Μεγκλαλέμιον του Βερατίου, το Μέσσοβον (...)" (Πασχίδης 1981, σελ. 2324).
Στους νεώτερους χρόνους το Μέτσοβο έγινε γνωστό για την πολύπλευρη οικονομική ακμή του κατά τον 18ο αιώνα, αλλά, ταυτόχρονα, για τη στράτευση των Μετσοβιτών στους εθνικούς αγώνες του ελληνισμού και για τη σημαντική συμβολή τους ως "εθνικών ευεργετών", μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.

2. Η ανάπτυξη της εμπορευματικής οικοτεχνίας και η σύνδεση υπαγωγή της στο εμπορικό κεφάλαιο
Είναι γνωστό ότι ήδη πολλά χρόνια πριν από την επανάσταση του 1821 τόσο στην Ευρώπη όσο και στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συντελούνται οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες μεγάλης σημασίας, που συνδέονται με την ανάπτυξη του εμπορίου και των αστικών οικονομικών σχέσεων από τη μια και με το πολιτικό και ιδεολογικό κίνημα του Διαφωτισμού από την άλλη.
Το βλαχόφωνο στοιχείο, αν και κατοικεί σε περιοχές μακριά από τα παραδοσιακά κέντρα εμπορίου και πνευματικής ακτινοβολίας και ασχολείται κυρίως με την κτηνοτροφία, δεν παραμένει ανεπηρέαστο από αυτές τις διαδικασίες. Οι Βλάχοι, τουλάχιστον από τις αρχές του Που αιώνα, αρχίζουν να διακρίνονται σε δυο μεγάλες ομάδες. Η μία εξακολουθεί να ασχολείται με τις παραδοσιακές κτηνοτροφικές ασχολίες, και ακολουθεί τον ημινομαδικό τρόπο ζωής και τη λεγόμενη "παραδοσιακή ζωή", δηλ. παραμένει κλειστή σε ξένες επιγαμίες, διατηρεί τα παραδοσιακά ήθη και έθιμα και την παραδοσιακή ενδυμασία. Μια δεύτερη ομάδα όμως εγκαταλείπει σταδιακά τις ποιμενικές ασχολίες και τον ημινομαδικό τρόπο ζωής και δημιουργεί συνήθως στα ορεινά μόνιμες κατοικίες. Ασχολείται με το εμπόριο, τις μεταφορές και τη βιοτεχνία και εξειδικεύεται σε ορισμένες τέχνες όπως η χρυσοχοΐα και η αργυροχοΐα. Καινοτομεί στον "παραδοσιακό" τρόπο ζωής, δηλ. στην ενδυμασία, στη δίαιτα, στις επιγαμίες και στα ήθη.
Η γενική αυτή εκτίμηση φαίνεται να επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση του Μετσόβου αν και η παρακολούθηση της εξελικτικής πορείας του παρουσιάζει κενά και δυσκολίες, ιδίως όσον αφορά το μεταβατικό στάδιο από την κτηνοτροφική κοινωνία στην αστική.
Το βέβαιο είναι ότι το Μέτσοβο ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τη γεωγραφική του θέση και την συνεπαγόμενη στρατηγική του σημασία. Το Μέτσοβο ήταν ένα από τα σημαντικότερα δερβένια (derbend) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού εξασφάλιζε στην οθωμανική διοίκηση την άνετη και ασφαλή μετακίνηση των στρατευμάτων της από την Ήπειρο προς Θεσσαλία, Μακεδονία, την Κωνσταντινούπολη και αντίστροφα δια μέσου του μοναδικού και γι’ αυτό ιδιαίτερα σημαντικού οδικού περάσματος του Ζυγού. Αποτελούσε σημαντικότατο κέντρο για τις επικοινωνίες, τις μεταφορές και τη διέλευση κρατικών αξιωματούχων και στρατευμάτων. Αυτό συντέλεσε στην απόκτηση προνομίων (Τρίτος 1993) από το οθωμανικό κράτος που λειτούργησαν ευνοϊκά  - έστω και κατά διαστήματα - προς την κατεύθυνση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης του Μετσόβου.
Αναφέρεται ότι το 1430 χορηγήθηκαν προνόμια στους Μετσοβίτες από το Σουλτάνο Μουράτ τον Β' (14211451) ως επιβράβευση της στάσης των Μετσοβιτών φυλάκων του Ζυγού οι οποίοι όχι μόνο δεν πρόβαλαν αντίσταση αλλά και βοήθησαν το πέρασμα των τουρκικών στρατευμάτων του Σινάν Πασά, που κατευθυνόταν στα Γιάννενα.
Τα σημαντικότερα όμως προνόμια του Μετσόβου χορηγήθηκαν το 1659 από το Σουλτάνο Μεχμέτ τον Δ' (16481687). Χάρη στα προνομία αυτά η πόλη του Μετσόβου και τα γύρω χωριά Μαλακάσι, Μηλιό, Ανήλιο, Βοτονόσι, Παλιά Κουτσούφλιανη (Πλατάνιστος) και Δερβενδίστα (Ανθοχώρι) απετέλεσαν ένα είδος ομοσπονδίας, μια αυτόνομη πολιτεία.
Τα προνόμια αυτά οι Μετσοβίτες, με τη βοήθεια των ισχυρών συμπατριωτών τους της Κωνσταντινούπολης, φρόντιζαν διαρκώς να τα ανανεώνουν με κάθε αλλαγή Σουλτάνου. Αυτό το έκαναν για να περιφρουρήσουν την αυτονομία τους από τις αυθαιρεσίες των ομόρων Βαλήδων, Κατήδων και Βεηλερβέηδων, οι οποίοι σε κάθε αλλαγή Σουλτάνου καιροφυλακτούσαν για να περιορίσουν ή ακόμα και να εκμηδενίσουν την ισχύ των τοπικών προνομίων.
Η προνομιακή μεταχείριση των βλάχικων κοινοτήτων της περιοχής του Μετσόβου στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας προκάλεσε την πληθυσμιακή αύξηση και τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη των κοινοτήτων αυτών.
Από το περιεχόμενο του Κώδικα του Μετσόβου προκύπτει ότι στα 1735 το Μέτσοβο αριθμούσε 347 οικογένειες, το Ανήλιο και το Μαλακάσι ανά 32, η Μηλιό 38, η Κουτσούφλιανη 12 και το Βοτονόσι 5. Ήδη από το 1659, από τότε που το Μέτσοβο τέθηκε κάτω από προνομιακό καθεστώς αυτοδιοίκησης, ο πληθυσμός του παρουσίασε ραγδαία άνοδο, αν λάβει κανείς υπόψη ότι στις αρχές του 19ου αιώνα οι δυο συνοικίες του Μετσόβου (Ανήλιο και Προσήλιο) κατοικούνταν από περισσότερες από 700 οικογένειες. Ο Αγγλος περιηγητής Holland μνημονεύει στο Μέτσοβο 1500 σπίτια και 70008000 κατοίκους, ενώ ο Leake αναφέρει ότι τον Σεπτέμβριο του 1805 υπήρχαν 700 σπίτια (Holland 1989, Κ.Α. Βακαλόπουλος 1992, σελ. 393 επ.).
Επίσης, με την εκμετάλλευση και των φορολογικών προνομίων, και συγκεκριμένα την κατάργηση του προβατονόμιου, του φόρου νομής των προβάτων, αναπτύχθηκε στο Μέτσοβο ιδιαίτερα η κτηνοτροφία. Υπολογίζεται ότι το 1753 το Μέτσοβο, το Ανήλιο, το Βοτονόσι, το Μαλακάσι, η Κουτσούφλιανη και η Μηλιό είχαν 30.000 γιδοπρόβατα, 2.000 βόδια (βοοειδή) και πολλά αργιλίτικα ζώα. Στο χώρο της κτηνοτροφίας θα πρέπει να αναζητηθούν και οι απαρχές της διαδικασίας οικονομικής και κοινωνικής διαφοροποίησης μέσα από την εμπορευματοποίηση των προϊόντων της κτηνοτροφικής παραγωγής και ιδίως του μαλλιού και των ακατέργαστων δερμάτων. Ιδιαίτερα η εμπορευματοποίηση του μαλλιού απέφερε σημαντικά κέρδη. Επίσης οι περισσότερες οικογένειες του Μετσόβου ασχολούνταν με την επεξεργασία του μαλλιού, την κατασκευή ταπήτων και ειδών ρουχισμού. Η τυροκομική γνώριζε τεράστια ανάπτυξη και οι Μετσοβίτες τυρέμποροι χρησιμοποιούσαν ειδικούς τεχνίτες οι οποίοι στέλνονταν και μάθαιναν την τέχνη κατασκευής του τυριού στην Ιταλία και κυρίως στη Σαρδηνία. Το τυρί "κασκαβάλι" παραγόταν στην περιοχή του Μετσόβου και εξαγόταν στην Ιταλία.
Η ανάπτυξη των μεταφορών και του διαμετακομιστικού εμπορίου είναι ο δεύτερος άξονας γύρω από τον οποίο κινήθηκαν οι διαδικασίες οικονομικής και κοινωνικής διαφοροποίησης, δηλαδή η ανάδυση και σταδιακή κυριαρχία των νέων, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η μεγάλη αυτή αλλαγή συντελέστηκε σε μια εποχή που η ευρωπαϊκή βιοτεχνία αναζητούσε τις πρώτες ύλες της, αλλά και ορισμένα φθηνά μεταποιημένα προϊόντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη συνέχεια επεδίωκε την προώθηση των δικών της προϊόντων στην Ανατολή.
Την ίδια περίοδο πολλοί κάτοικοι του Μετσόβου ξενιτεύονται: Άλλοι δούλευαν εργάτες, τεχνίτες ή άνοιγαν διάφορα μαγαζιά. Άλλοι, όμως, έφευγαν ως εκπρόσωποι των μετσοβίτικων εμπορικών και βιοτεχνικών εταιριών στη Γερμανία, στην Ουγγαρία, στη Ρωσία και στις μεσογειακές χώρες.
Οι νέες οικονομικές σχέσεις δεν σήμαιναν όμως την ανάδυση απλά και μόνον κάποιων νέων επαγγελμάτων ή παραγωγικών δεξιοτήτων (ή και τη μετακίνηση των πληθυσμών), αλλά και τη διαμόρφωση μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής ιεραρχίας. Οι έμποροι μακρινών αποστάσεων και οι ιδιοκτήτες των μεγαλύτερων εργαστηρίων, η αναδυόμενη δηλαδή τοπική αστική τάξη, στο Μέτσοβο όπως και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, συνδέθηκαν γρήγορα, με μια σχέση παραγγελιοδόχου  -  προαγοραστή με την οικοτεχνική παραγωγή των ατομικών παραγωγών. Εξασφάλιζαν έτσι από τη μια τον προσανατολισμό και την προσαρμογή της παραγωγής των ατομικών τεχνιτών στη ζήτηση αγορών πολύ πέρα από αυτές των τοπικών πανηγυριών, συχνά μάλιστα στη ζήτηση της διεθνούς αγοράς, και από την άλλη υπήγαγαν με έμμεσο τρόπο τους τεχνίτες στην οικονομική εξουσία τους.
Ο τεχνίτης εξαρτιόταν πλέον από τις παραγγελίες και τις προκαταβολές του εμπόρου ή του ιδιοκτήτη του εργαστηρίου (μανουφακτούρας), για να επιβιώσει οικονομικά. Παράλληλα, στο βαθμό που έχανε την ευχέρεια να πουλά τα προϊόντα του σε περισσότερους από έναν εμπόρους, στο βαθμό λοιπόν που δούλευε για έναν και μόνο έμπορο προαγοραστή (και αυτό ήταν ο κανόνας περί τα τέλη του 18ου αιώνα), η σχέση τεχνίτη εμπόρου έπαιρνε τη μορφή μιας έμμεσης σχέσης εργασίας κεφαλαίου, μιας έμμεσης σχέσης "μισθού με το κομμάτι", ανάλογης με το σημερινό φασόν (Μηλιός 1988 σελ. 222 επ.). Διαμορφώθηκε αυτό που ο Rubin (1994, σελ. 200 επ.) ονομάζει καπιταλιστική οικοτεχνική βιομηχανία ή οικόσιτο σύστημα βιομηχανίας μεγάλης κλίμακας, και το οποίο πρέπει να θεωρηθεί ως η πρώτη (και μέχρι τη βιομηχανική επανάσταση η κυρίαρχη) μορφή υπαγμένης στο κεφάλαιο παραγωγής.
Ονομαστοί Μετσοβίτες τεχνίτες ήταν οι σιδηρουργοί, οι (περιπλανώμενοι) χτίστες, οι ξυλουργοί και οι ξυλόγλυπτες. Πολλοί Μετσοβίτες ασχολούνταν με τη βιοτεχνία της βαρελοποιίας και της σαμαροποιίας και εφοδίαζαν τις αγορές των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας, της Άρτας, των Τρικάλων, των Φιλιατών, της Λάρισας, της Καρδίτσας, των Φαρσάλων και άλλων πόλεων. Ιδιαίτερα είχαν αναπτυχθεί η ξυλογλυπτική καθώς και η χρυσοχοΐα και η αργυροχοΐα.
Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα οι Μετσοβίτες είχαν αρχίσει να ιδρύουν εμπορικά καταστήματα στη Λάρισα. Αυτή την εποχή εμφανίστηκαν και οι πρώτοι Γάλλοι οι οποίοι συγκέντρωναν ακατέργαστα μαλλιά, δέρματα και γουναρικά.
Την εποχή της ακμής του Μετσόβου τον 18ο και 19ο αιώνα οι Μετσοβίτες έμποροι διέθεταν εμπορικούς οίκους στη Βενετία, στη Νεάπολη, στην Τεργέστη, στη Μασσαλία, στη Βιέννη, στη Μόσχα, στην Οδησσό, στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μάλλινα είδη και κάπες ή άλλα ενδύματα ήταν τα κυριότερα αντικείμενα αυτού του εμπορίου ενώ επίσης ο εμπορευματικός τομέας του τυριού έπαιζε σημαντικό ρόλο. Οι ντόπιες βιοτεχνίες και το εσωτερικό εμπόριο ανθούσαν επίσης την ίδια εποχή. Πιάτα από κασσίτερο και δίσκοι ήταν μια σημαντική τοπική βιοτεχνία. Περιζήτητα ήταν οι μάλλινες βελέντζες και τα στρωσίδια με διακοσμητικά σχήματα.
Το αξιόλογο διαμετακομιστικό εμπόριο που διεξαγόταν από την ορεινή διάβαση του Ζυγού και κατά μήκος του δρόμου προς τα Γρεβενά έδινε ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στην οικονομική σπουδαιότητα της πόλης. Στον πλούσιο κατάλογο των Μετσοβιτών μεγαλεμπόρων του εξωτερικού καταγράφονται ο Ιωάννης Στάνος στη Βενετία (1690), οι αδελφοί Τζαρτζούλη στη Βιέννη και ο Κωνσταντίνος Φουρνίγκας στη Ρωσία. Πολλοί Μετσοβίτες αναδείχθηκαν μεγάλοι γουνέμποροι. Ανάμεσα τους δεσπόζουν οι Γ. Μετσοβίτης, Κυρ. Τουσσίτσας, Αναστ. Τουσσίτσας και οι γιοι του Μιχαήλ, Θεόδωρος, Νικόλας, Κωνσταντίνος, οι οποίοι έδρασαν στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα, στις Σέρρες, στην Αλεξάνδρεια και στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Στα Τρίκαλα δραστηριοποιήθηκαν οι Μετσοβίτες γουναράδες Α. Πρεμέτης, Μητράκος Πρεμέτης και Απόστ. Πρεμέτης.
Το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων και οι νέες (καπιταλιστικές) κοινωνικές σχέσεις θα οδηγήσουν τους Μετσοβίτες αστούς, αλλά και αρκετούς τεχνίτες, τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή και Αφρική (Αίγυπτος). Ο γειτονικός χώρος κυρίως τα Γιάννενα - συνεπικουρεί σ' αυτές τις αλλαγές, που οδηγούν παράλληλα όχι μόνον τους Μετσοβίτες αλλά όλους τους φορείς των νέων κοινωνικών σχέσεων στην υιοθέτηση της εθνικής ιδέας του ελληνισμού και στη στρατηγική του ανεξάρτητου συνταγματικού εθνικού κράτους.

3. Η διαδικασία ενσωμάτωσης στο ελληνικό έθνος
Μέχρι την ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων και διαδικασιών που πιο πάνω περιγράψαμε, δεν μπορούμε να μιλάμε για εθνική συνείδηση των πληθυσμιόν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με την ακριβή έννοια του όρου. Οι γλωσσικές και πολιτιστικές κοινότητες, παρά τα όποια εθνωτικά χαρακτηριστικά, δεν είχαν ακόμη συγκροτηθεί σε σύγχρονα έθνη. Όπως παρατηρεί ο Α. Κ. Βακαλόπουλος (1966, σελ. 70): "Οι εθνικές συνειδήσεις των σκλαβωμένων χριστιανών κατοίκων της οθωμανικής αυτοκρατορίας εξασθενούν και τελικά αποναρκώνονται. Στην θέση τους προβάλλει, αναπτύσσεται και επιβάλλεται η συνείδηση του χριστιανού, η οποία υψώνεται αντιμέτωπη προς τη συνείδηση του μουσουλμάνου".
Από τη στιγμή που οι νέες (καπιταλιστικές) κοινωνικές σχέσεις έσπασαν τα στεγανά της τοπικής χριστιανικής κοινωνίας, και πολύ περισσότερο από τη στιγμή που το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων γίνεται διεθνές (εξαγωγικό) εμπόριο, από τη στιγμή αυτή οι φορείς των νέων (καπιταλιστικών) σχέσεων, οι έμποροι επιχειρηματίες, έχουν ανάγκη από μια έγκυρη γλώσσα επικοινωνίας. Μια γλώσσα που να τους επιτρέπει και την επιχειρηματική δραστηριότητα τους να προωθούν χωρίς προσκόμματα, και με τις χριστιανικές αρχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Πατριαρχείο, αξιωματούχοι Φαναριώτες) να έρχονται σε επαφή, όποτε χρειάζονται την προστασία τους απέναντι στις αυθαιρεσίες των οθωμανικών αρχών. Η γλώσσα που πληροί τους όρους αυτούς είναι, ως γνωστόν, μόνο τα Ελληνικά. Οι χριστιανοί αστοί της Αιιτοκρατορίας στρέφονται έτσι, από πολύ νωρίς, προς την Ελληνική γλώσσα, που είναι άλλωστε, από το 17ο μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, η μόνη τυπωνόμενη βαλκανική γλώσσα.
Παράλληλα με τον γλωσσικό εξελληνισμό, η νέα αστική τάξη γίνεται φορέας και των νέων επαναστατικών ιδεών του Διαφωτισμού, του οράματος για ένα εθνικό συνταγματικό κράτος. Υπό τους όρους αυτούς αρχίζει όχι μόνον να αναπτύσσεται η εθνική συνείδηση των ελληνόφωνιον χριστιανικών πληθυσμών που γίνονταν φορείς των νέων κοινωνικών συνθηκών, αλλά να ενσωματώνονται στο αναδυόμενο ελληνικό έθνος (στην ελληνική γλώσσα και την ελληνική εθνική συνείδηση) και όλοι εκείνοι οι αρχικά μη ελληνόφωνοι πληθυσμοί (αλβανόφωνοι της Ύδρας, βλαχόφωνοι του Μετσόβου κ.ο.κ.), που εντάσσονταν στην ίδια διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού. Όχι ασήμαντο ρόλο έπαιξε
στη διαδικασία αυτή και η ιδεολογική αίγλη της ελληνικής αρχαιότητας, στο πλαίσιο των οραμάτων του Διαφωτισμού.
Η οικονομική και πνευματική ηγεμονία της αστικής τάξης στις περιοχές που ενσωματώνονται στις νέες κοινωνικές διεργασίες, ερμηνεύει την επέκταση της διαδικασίας εξελληνισμού και στις λαϊκές τάξεις.
Τη διαδικασία εξελληνισμού των οικονομικά και μορφωτικά προοδευμένων στοιχείων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανέλυσε ο Άγγλος ιστορικός Eric Hobsbawm στο βιβλίο του The Age of Revolution 17891848, το οποίο κυκλοφόρησε το 1962: "Οι περισσότεροι Έλληνες έμοιαζαν με τις άλλες ξεχασμένες πολεμικές αγροτικές τάξεις και φυλετικές ομάδες της Βαλκανικής χερσονήσου. Μια μερίδα τους όμως αποτελούσε διεθνή εμπορική και διοικητική τάξη, εγκατεστημένη σε παροικίες ή κοινότητες σ' ολόκληρη την Τουρκική Αυτοκρατορία, και πέρα απ' αυτή. Η γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην οποίο ανήκαν οι περισσότεροι βαλκανικοί λαοί, ήταν η ελληνική, και Έλληνες επάνδρωναν τα υψηλότερα κλιμάκια της υπό τον Έλληνα Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι, ως υποτελείς πρίγκιπες, διοικούσαν τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (τη σημερινή Ρουμανία). Με αυτή την έννοια, οι μορφωμένες και εμπορικές τάξεις των Βαλκανίων, της περιοχής της Μαύρης θάλασσας και της Ανατολής, οποιαδήποτε και ήταν η εθνική καταγωγή τους, είχαν εξελληνιστεί ακριβώς εξαιτίας της φύσης των δραστηριοτήτων τους" (Hobsbawm 1992, σελ. 204).
Μέσα στο πλαίσιο αυτό αρχίζει, λοιπόν, η σταδιακή ελληνοποίηση όχι μόνο της γλώσσας, αλλά και των επιθέτων των βλάχων αστών αρχικά, και του υπόλοιπου βλαχόφωνου πληθυσμού στη συνέχεια. Η μελέτη εγγράφων από τον Κώδικα της Χώρας τον Μετζόβον έχει αποδείξει ότι κατά το 18ο αιώνα (συγκεκριμένα στο διάστημα 1708  -  1800) το σύνολο σχεδόν των ονομάτων των Μετσοβιτών είναι ελληνικά (Σπανός 1993). Μολονότι οι Μετσοβίτες ήταν ακόμα κατά βάση βλαχόφωνοι, τα βαφτιστικά ονόματα με βλάχικη ρίζα ή προέλευση ήταν ελάχιστα. Από τα 496 άτομα που αναφέρονται στον παραπάνω Κώδικα μόνο 21 έχουν βλάχικα ονόματα. Τα υπόλοιπα βαφτιστικά των Μετσοβιτών του 18ου αιώνα είναι ελληνικά και κοινά για όλο τον βορειοδυτικό Θεσσαλικό χώρο, στον οποίο εντάσσεται και το Μέτσοβο. Σ' αυτά κυριαρχούν τα ονόματα του εκκλησιαστικού εορτολογίου.
Στη διαδικασία εξελληνισμού πρωτοστατούν, όπως άλλωστε σημειώσαμε παραπάνω, τα αστικά στοιχεία. Χαρακτηριστικά ο Α. Γούδας ("Βίοι παράλληλοι", 8 τόμοι, Αθήνα 18721876, τόμος IV, σελ. 183) αναφέρει ότι ο μετσοβίτης Μιχαήλ Τοσίτσας, αν και βλάχικης καταγωγής ο ίδιος, κληροδότησε στο Μέτσοβο ένα μεγάλο χρηματικό ποσό "προς διάδοσιν του ελληνισμού και εκρίζωσιν της επικρατούσης τοπικής διαλέκτου, της Βλάχικης καλούμενης" (παρατίθεται στο Τσουκαλάς 1977, σελ. 40).
Η παρακμή του Μετσόβου άρχισε κυρίως την εποχή του Αλή πασά. Ενώ πριν την εποχή του Αλή πασά οι Μετσοβίτες πλήρωναν 5.000 γρόσια το χρόνο, επί Αλή υποχρεώθηκαν να πληρώνουν 27.000 γρόσια ετήσια και να διατηρούν αλβανική φρουρά. Ακόμη οι Μετσοβίτες υπόκεινταν σε βαρύτατη φορολογία για την επισκευή των δρόμων και τον καθαρισμό τους από τα χιόνια. Η παρακμή του Μετσόβου συνεχίστηκε και μετά την ελληνική επανάσταση του 1821 για να κορυφωθεί στα μέσα και τέλη του 19ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια του επαναστατικού κινήματος του 1854 υπέστη τρομακτικές καταστροφές τόσο από τη ληστρική δράση των σωμάτων του θεόδ. Γρίβα όσο και από Αλβανούς άτακτους. Το Μέτσοβο σχεδόν ερημώθηκε και η πλειοψηφία των κατοίκων μετανάστευσε σ' άλλες περιοχές. Μετά την προσάρτηση της θεσαλίας (1881) και την προώθηση των ελληνοτουρκικών συνόρων στη γραμμή Μέτσοβο  -  Μαλακάσι, τα τελωνειακά εμπόδια στο Ζυγό ματαίωσαν κάθε ελπίδα αναζωογόνησης του Μετσόβου και του εμπορίου του. Στα 1911 ο αριθμός των σπιτιών του Μετσόβου δεν ξεπερνούσε τα 800.

Επίλογος
Η υπόμνηση της οικονομικής και εθνικής παρουσίας των Μετσοβιτών κάνει περισσότερο από προφανή τη γελοιότητα του αντιδραστικού σωβινισμού περί φυλετικής καθαρότητας. Αν οι "άρειοι" ή οι "απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου" δεν έχουν τίποτε καλύτερο να επιδείξουν πέρα από τη φαντασίωση ότι ρέει "καθαρό αίμα" στις φλέβες τους, οι Μετσοβίτες (και όχι μόνο αυτοί) έχουν να παρουσιάσουν τη συγκεκριμένη συμβολή τους στη διαμόρφωση της συλλογικής ταυτότητας του σύγχρονου ελληνισμού.

των Γιάννη Μηλιού και Δημήτρη Ξιφαρά:
Εισήγηση στο Συνέδριο που διοργάνωσε το Ε.Μ. Πολυτεχνείο στο Μέτσοβο στο διάστημα '6.5.95, με γενικό τίτλο: "Το ΕΜΠ για το Μέτσοβο. Επιστρέφοντας ένα μέρος του χρέους.

 

Αναζήτηση