Ο ρόλος των Πολιτιστικών Συλλόγων στο σημερινό γίγνεσθαι και η σχέση τους με τα πατρώα εδάφη

Λιβάδι Ολύμπου-Λαογραφικό μουσείο«Φύλαγέ μου, Θεέ μου, τουλάχιστον όσα έχουν πεθάνει» λέει η Κική Δημουλά, η Ακαδημαϊκός μας και τολμώντας να παραφράσω ασεβώς τη μεγάλη μας ποιήτρια, λέω κι εγώ «Φύλαγέ μου, Θεέ μου, τουλάχιστον όσα δεν θα πεθάνουν ποτέ»

Κρίνοντας από την ιδιότητά μου του αρχιτέκτονα-πολεοδόμου, θα περίμενε κανείς να αναπτύξω ένα θέμα σχετικό με τον φυσικό ή τον αστικό χώρο, παρ’ όλο που η Αρχιτεκτονική έχει ως αφετηρία επιστημονικής προσέγγισης τον κοινωνικό χώρο. 

Ωστόσο η μακρόχρονη ενασχόλησή μου με τα συλλογικά κοινά, έχοντας διατελέσει επί 11 συναπτά έτη επικεφαλής της διοίκησης του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’, ενός Συλλόγου με ιστορία 104 ετών, είχα την ευκαιρία να εντρυφήσω και στα κοινά της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας.
Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να ασχοληθώ με τον άκρως ενδιαφέροντα συλλογικό κοινωνικό χώρο, κυρίως με τον λατινόφωνο (βλαχόφωνο) ελληνικό συλλογικό χώρο.

Όλοι σχεδόν οι Σύλλογοι που ασχολούνται με τα κοινά, έχουν ως επιθετικό ή επεξηγηματικό προσδιορισμό το “Πολιτιστικός”. Αρκετοί μάλιστα, εκβιάζοντας ή βιάζοντας από άγνοια την ελληνική γλώσσα, προσθέτουν και το “Εκπολιτιστικός”, δίκην ιεραποστόλων που εκπολιτίζουν άξεστους αγρίους ή υποδεέστερους πολιτιστικά ανθρώπους. Ευτυχώς ο Αμφιτρύων Σύλλογος της Ηράκλειας είναι γνώστης του θέματος.

 

Είθισται λοιπόν, να μιλούμε όλοι μας για την αναγκαιότητα του πολιτισμού στη ζωή μας και της διατήρησης της παράδοσης του τόπου μας.
Ας μου επιτραπεί να ασχοληθώ λίγο με τις έννοιες αυτές, έστω κι αν όλοι μας, υποσυνείδητα ή μη, υποθέτουμε ότι τις κατέχουμε καλά και ξέρουμε περί τίνος πρόκειται, όταν τις ακούμε ή τις χρησιμοποιούμε.
Πολιτισμός είναι: “Το σύνολο των υλικών, πνευματικών, τεχνικών επιτευγμάτων και επιδόσεων, που είναι αποτέλεσμα των δημιουργικών δυνάμεων και των ικανοτήτων του ανθρώπου και που εκφράζεται ιστορικά στους τύπους και στις μορφές οργάνωσης και δράσης της κοινωνίας καθώς και στη δημιουργία (υλικών και πνευματικών) αξιών”.
Επομένως, είναι απολύτως θεμιτό έως και υποχρεωτικό, μία κοινωνία με στοιχειώδη οργάνωση, να απαιτεί από τα εντεταλμένα και αρμόδια όργανά της να προσφέρουν όλη εκείνη την ατμόσφαιρα και το περιβάλλον, ώστε οι δημιουργικές δυνάμεις και ικανότητες του κόσμου να βρίσκουν τρόπους έκφρασης. Κυρίως όμως να καταγράφουν, να ενισχύουν, να προωθούν, να διαδίδουν, να στηρίζουν, να προφυλάσσουν και κυρίως να προστατεύουν την παραγωγή των πολιτιστικών αγαθών των μελών της. Εξ άλλου, έτσι δημιουργείται και μία αέναη ροή πολιτιστικής ιστορίας, ένα συνεχές ιστορικό αποτύπωμα, που θα κληρονομήσουν ως παρακαταθήκη οι νεότεροι.
Θα προσέθετα εδώ χωρίς ίχνος υπερβολής, ότι οι Σύλλογοι θα πρέπει να έχουν όχι μόνον την απαίτηση από την Πολιτεία να προστατεύει το πολιτιστικό περιβάλλον, αλλά και την υποχρέωση να ελέγχουν την κάθε προσπάθεια και μορφή αλλοίωσής του από παρεμβάσεις, θεσμικές ή εξωθεσμικές. Και αυτό αφορά όλα τα επίπεδα και τις παραμέτρους πολιτισμού. Από τις μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες του φυσικού περιβάλλοντος, από την προστασία του δομημένου περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς των προγόνων μας, έως την κοινωνική αλληλεγγύη και την επικάλυψη των αντίστοιχων κενών που αφήνουν οι κεντρικές και περιφερειακές διοικήσεις, λόγω αδιαφορίας, αμέλειας ή αδυναμίας.
Και το τονίζω αυτό, διότι στη χώρα μας, η οποία βρίθει πολιτιστικών αγαθών λόγω της ιστορίας της, έχουμε άπειρα παραδείγματα παράνομης ή και νομότυπης αλλοίωσης και καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, παράνομης οικειοποίησης ιστορικών αγαθών και αρχαιοκαπηλίας. Έχουμε επίσης και καταστροφές και αλλοιώσεις του δομημένου πολιτιστικού μας πλούτου, που προέκυψε και προκύπτει είτε από άγνοια, είτε από μεγαλομανία, είτε από την επικράτηση μίας άκρατης εμπορικο-τουριστικής λογικής, είτε από την επιβολή ανιστόρητων προσωπικών επιλογών.
Παράδοση είναι: “Ό,τι αναπτύσσεται ιστορικά, μεταδίδεται και μεταβιβάζεται (στο πλαίσιο μιας ομάδας, κοινωνίας κτλ.) σχεδόν αναλλοίωτα, από τη μία γενιά στη άλλη, σε σχέση με συμπεριφορές, αντιλήψεις, ιδέες, έθιμα, δραστηριότητες, πρακτικές και τεχνικές”
Η διατήρηση της παράδοσης λοιπόν θα σήμαινε, εάν το εξετάσει κανείς μονοσήμαντα και στατικά, την αναλλοίωτη διατήρηση αυτών των στοιχείων και την μεταφορά τους στις νέες γενεές εις το διηνεκές. Αυτό, στη γενικότητά του, ηχεί μεν θετικά, αλλά ουσιαστικά είναι άκρως ανιστόρητο, ανεφάρμοστο και τελικά αντιδραστικό. Η ιστορική εξέλιξη της ζωής δεν περιλαμβάνει στάσεις ακινησίας, αλλά συνεχείς αλλαγές και προσαρμογές στα νέα δεδομένα, κυρίως τα τεχνολογικά, τα οποία και διαμορφώνουν συνεχώς ένα νέο βιωματικό περιβάλλον. Οι άνθρωποι και οι κοινωνίες επομένως, νομοτελειακά προσαρμόζονται και αξιοποιούν τα δεδομένα αυτά, αλλάζοντας ήθη, έθιμα, νοοτροπίες και τελικά αλλάζοντας στάσεις ζωής.
Ο εθνικός μας και νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, αναφέρει ότι: “Ένα μέρος του παρελθόντος πεθαίνει κάθε στιγμή και η θνησιμότητα του μας μολύνει, αν προσκολληθούμε σ' αυτό με υπερβολική αγάπη. Ένα μέρος του παρελθόντος μένει πάντα ζωντανό και αν καταφρονήσουμε τη ζωντάνια του, κινδυνεύουμε”.
 Χορευτικό Λιβάδι Ολύμπου - 15 Αυγούστου Όταν ένας ζωντανός οργανισμός, άνθρωπος ή κοινωνία, εξελίσσεται, δεν απορρίπτει ή δεν πρέπει να απορρίπτει τα προηγούμενα στάδια που έχει πλέον ξεπεράσει, αλλά να τα ενσωματώνει, διαφοροποιημένα και προσαρμοσμένα στην τρέχουσα κατάσταση και στις νέες απαιτήσεις και δεδομένα.
Το πρόβλημα των κοινωνιών και των λαών, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν είναι τόσο ο κίνδυνος αλλοίωσης της πολιτιστικής ταυτότητας από το συνεχώς εξελισσόμενο ιστορικό γίγνεσθαι. Ούτε η απάντηση σε αυτές τις φοβίες είναι η εσωστρέφεια και η προγονολατρεία, πόσω μάλλον η προγονολαγνεία. Το πρόβλημα είναι, όταν οι κοινωνίες δεν καταφέρνουν να οσμώσουν υγιώς τα αξιακά δεδομένα του παρελθόντος με τους νέους κώδικες αξιών του παρόντος και να αποκτήσουν μία σύγχρονη ταυτότητα, ώστε να αποκρούσουν την πολιτισμική τους αλλοτρίωση από την ομογενοποίηση των ηθών και προτύπων, που προσπαθεί να επιβάλλει η νέα παγκοσμιοποιημένη και ισοπεδωτική λογική και τάξη των πραγμάτων.
Στο πνεύμα αυτό, ο κάθε Σύλλογος, θα πρέπει να θεωρεί την διατήρηση της παράδοσης του τόπου του, όχι μόνον ως μία διαδικασία που αρχίζει και τελειώνει με συνεχώς επαναλαμβανόμενες οπτικοακουστικές και χορευτικές μιμητικές αναπαραστάσεις κάποιων στιγμών του παρελθόντος, ή με περιστασιακές νεκραναστάσεις παλαιών εθίμων. Η παράδοση είναι η συνείδηση της ύπαρξης του παρελθόντος μέσα στο παρόν. Η διατήρηση της παράδοσης, είναι η ανάδειξη των αξιών που η ίδια η παράδοση εμπεριέχει και η λειτουργία των αξιών αυτών ως αντισωμάτων κατά της ισοπεδωτικής λογικής των σύγχρονων εμπορευματικών προτύπων ζωής.
Με δεδομένη λοιπόν τη σαφή διατύπωση των δύο αυτών εννοιών, η όλη προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλουν οι πολιτιστικοί Σύλλογοι, είναι η εξεύρεση μιάς χρυσής τομής. Της χρυσής τομής μεταξύ της προώθησης και της διάχυσης στα μέλη του και στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο των πολιτιστικών αξιών της παράδοσης του τόπου τους, με παράλληλη ενσωμάτωση αυτών των αξιών στις νέες συνθήκες και νέες αξίες που διαμορφώνει καθημερινά η σύγχρονη πραγματικότητα.
Και είναι προφανές ότι δεν αποτελεί χρυσή τομή ο επιδερμικά επαναλαμβανόμενος μιμητισμός του παρελθόντος, είτε σε επίπεδο μονότονων αναπαραστάσεων εθίμων, είτε σε επίπεδο παρεμβάσεων με τη δημιουργία υποκριτικών και ψευδοπαραδοσιακών τουριστικών σκηνικών και δομών.

 

 

ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΠΟΙΑ ΙΔΙΑΙΡΕΤΟΤΗΤΑ Ή ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΣΤΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥΣ ΒΛΑΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥΣ;

Δεν θα υπήρχε λόγος να διαφοροποιήσει και να εξειδικεύσει κανείς την ανάλυσή του ως προς τους βλαχικούς Συλλόγους σε σχέση με τους άλλους, εάν δεν είχε παρατηρηθεί το εξής:
Τα τελευταία χρόνια, αλλά κυρίως με μεγάλη έξαρση την τελευταία τετραετία, εμφανίστηκε ένα αξιοπερίεργο, όσο και φαιδρό φαινόμενο. Πρόκειται για μία οργανωμένη προσπάθεια, με στόχο να αλλοιωθεί η ταυτότητα της λατινόφωνης (βλαχόφωνης) ρωμιοσύνης και να αμφισβητηθεί το ότι η Ελλάδα αποτελεί την ιστορική κοιτίδα και το διαχρονικό μητροπολιτικό κέντρο της.
Αιχμή του δόρατος και πρωτοστάτης αυτών των θλιβερών ενεργειών, είναι το λεγόμενο «Συμβούλιο των Μακεδονοαρμάνων», που υποστηριζόμενο από κάποιες ομάδες και περιστασιακές συμμαχίες “προθύμων” ατόμων, καθώς και την ανοχή ή και διακριτική αποδοχή κάποιων ελάχιστων Συλλόγων βλάχων ανά τα Βαλκάνια, προωθεί με κάθε τρόπο ανιστόρητες και προκλητικές θέσεις περί ύπαρξης και θεσμοθέτησης βλαχικής “μειονότητας” στα Βαλκάνια.
Το θέμα δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία, εάν αυτό το λεγόμενο «Συμβούλιο των Μακεδοναρμάνων», στην απέλπιδα αυτή προσπάθειά του να διαρρήξει το συμπαγές εθνικό μέτωπο του λατινόφωνου ελληνισμού, δεν χρησιμοποιούσε κάθε αθέμιτο μέσον, για να πετύχει τους σκοπούς του. Η εμφανής οικονομική στήριξη των «Μακεδοναρμάνων» από κέντρα που το χρηματοδοτούν αφειδώς, τους δίνει την ευκαιρία να προβαίνουν σε έντονη χρήση των ηλεκτρονικών και κλασσικών μέσων μαζικής επικοινωνίας (τηλεοράσεις, διαδικτυακούς ιστότοπους και ιστοσελίδες, εκτυπώσεις και εκδόσεις βιβλίων κλπ.), καθώς και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να στρεβλώσουν προπαγανδιστικά υπεραιωνόβιες ιστορικές αλήθειες.
Έχω όμως την αίσθηση ότι βρίσκουν και υπόγεια συμπαράσταση και εντός των τειχών. Κάποιοι “πρόθυμοι” κατηγορούν σκοπίμως και διαρκώς τα ορμέμφυτα πατριωτικά αισθήματα του κόσμου, θεωρώντας τα ως εθνικιστικά. Παίζουν έξυπνα με τη θολή εικόνα και τη σύγχυση που έχουν οι πολλοί ως προς το ζήτημα γλώσσας και εθνικότητας και προωθούν σημειωτόν τις θέσεις τους επικοινωνιακά. Αξιοποιούν το πρόσχημα της διατήρησης της γλώσσας ως βασικού συνεκτικού ιστού των βλάχων, μεταφέρουν σκοπίμως την προφορική βλάχικη γλώσσα στον γραπτό λόγο με λατινική γραφή, όντες Έλληνες, προχωρούν σε έντεχνα γλωσσικά συμπληρώματα και γλωσσικές κατασκευές με εμβόλια κυρίως ρουμανικής προέλευσης, μιλούν για "μειονοτικές" γλώσσες αντί για ολιγότερο ομιλούσες, όπως είναι ο δόκιμος επιστημονικός όρος, μεταφράζουν γνωστά εύπεπτα τραγουδάκια ή κείμενα αμιγώς ελληνικά στα βλάχικα, ώστε να δημιουργήσουν τεχνητό πολιτιστικό υπόστρωμα, που κάποια στιγμή ελπίζουν να το επικαλεστούν, όπου και όταν τυχόν τους χρειαστεί.
Οι Σύλλογοί της Ομοσπονδίας μας αποτελούνται από λατινόφωνους ή βλαχόφωνους Έλληνες και όχι από ελληνόφωνους Βλάχους, όπως θα ήθελαν να μας παρουσιάσουν αυτοί οι κύριοι με τις αμφιλεγόμενες κινήσεις και ενέργειές τους. Και όσο και αν εμμένουν στον θλιβερό και άχαρο ρόλο τους, θα προσκρούουν διαρκώς, μετωπικά και βιαίως στον αδιαπέραστο και ακλόνητο τοίχο μιάς όχι μόνον ιστορικής και απόλυτα τεκμηριωμένης αλήθειας, αλλά και μιάς ελληνικότατης πατριωτικής συνείδησης, λαξεμένης αιώνες τώρα από τη σμίλη των προγόνων μας.
Επομένως, υπάρχει όντως μία ιδιαιτερότητα ως προς τους Συλλόγους των βλάχων. Οι Σύλλογοι μας είναι επιφορτισμένοι με ένα επιπλέον καθήκον. Εκείνο της προστασίας της ιστορικής αλήθειας για τις ρίζες των προγόνων μας και της θωράκισής τους από τα όσα περίεργα, ανιστόρητα, υποβολιμαία και ύποπτα επιχειρούν να προωθήσουν οι άσπονδοι “φίλοι” και γείτονες των Βαλκανίων και όχι μόνον. Εξ άλλου, η κατασκευή τεχνητής αρχαιόπληκτης ιστορίας, με την κλοπή συμβόλων και με φαιδρές αγαλματοποιήσεις Μακεδόνων βασιλέων που είναι σε εξέλιξη στο γειτονικό μας κράτος, έχει ξεπεράσει πλέον τα όρια της γελοιότητας και έχει δημιουργήσει μία νέα Αρχαιο-Ντίσνεϋλαντ, γεμάτη από θλιβερή και φθηνή αρχαιοκαπηλία.
Καιρό είναι πλέον, η περίφημη ρήση του Τσώρτσιλ κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, ότι τα Βαλκάνια καταναλώνουν περισσότερη ιστορία απ’ όση παράγουν, να αναιρεθεί και να αντικατασταθεί από μία άλλη ρήση, ότι ο ιστορικός ρόλος της Ελλάδας στα Βαλκάνια έχει πλέον οριοθετηθεί και αποσαφηνίσει οριστικά και αμετάκλητα, δίχως διασταλτικές ερμηνείες, δίχως πονηρές παρερμηνείες, δίχως φθηνά ιδεολογήματα και κυρίως δίχως καμία δυνατότητα παραχάραξής του από κανέναν ψευδοκαλοθελητή.
Υπογραμμίζω όμως έντονα και με μεγάλα γράμματα, ότι αυτό το καθήκον των Συλλόγων και όλων μας, της προστασίας της ιστορικής αλήθειας, πρέπει να γίνεται χωρίς άσκοπο και βαρύγδουπο υπερτονισμό της ελληνικότητάς μας και χωρίς καμία πομπώδη έμφαση στην διαρκή της επίκληση. Η νηφαλιότητα της αυτογνωσίας, η ήρεμη δύναμη της ιστορικής μας γνώσης και η ιστορικά αποδεδειγμένη σιγουριά και βεβαιότητα των καταβολών μας, είναι υπεραρκετή, ώστε να ταυτοποιεί τον αυταπόδεικτο πατριωτισμό μας. Έναν πατριωτισμό που καμία σχέση δεν έχει με τον χύδην, παραληρηματικό και τελικά ζημιογόνο εθνικισμό, απ’ όπου και αν προέρχεται ή εμφανίζεται. Ένας εθνικισμός, κακέκτυπο πατριωτισμού, που δεν έχει να προσφέρει τίποτε, ούτε να προσθέσει επιπλέον αχρείαστα επιχειρήματα. Πατριωτισμός είναι να αγαπάς την πατρίδα σου. Εθνικισμός είναι να μισείς τις πατρίδες των άλλων.

 

 Παραδοσιακές στολές του Λιβαδίου ΟλύμπουΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΟΣ ΤΟΠΟΥ

Ενώ η έννοια του πολιτισμού έχει προσδιοριστεί, με μικρές αποκλίσεις, εδώ και πολλά χρόνια, ο όρος “ανάπτυξη” σε συσχετισμό με τον πολιτισμό, δηλαδή με την πολιτιστική ανάπτυξη, αποτελεί ακόμα αντικείμενο μελέτης και ερμηνείας σε διεθνές επίπεδο.
Τελικά, ανάπτυξη είναι μια άψυχη διαδικασία οικονομικής άνθησης αφιερωμένη αποκλειστικά στη δημιουργία πλούτου, η οποία αντιμετωπίζει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του πολιτισμού, ως προϊόντα; Ή είναι μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για την δημιουργία μιας κοινωνίας, τα μέλη της οποίας συμμετέχουν αλλά και επωφελούνται από αυτή τη διαδικασία και οι στόχοι της οποίας δεν περιορίζονται στην οικονομία αλλά διαμορφώνονται από τις πολιτισμικές αξίες αυτών των ατόμων;
Όταν μια χώρα θέτει ως στόχο την οικονομική ανάπτυξη χωρίς αναφορά στο πολιτισμικό της περιβάλλον, προκύπτουν σοβαρές οικονομικές και πολιτιστικές ανισορροπίες και μεγάλη δυσαρμονία μεταξύ του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος. Σε τελευταία ανάλυση οι προτεραιότητες, τα κίνητρα και οι στόχοι της ανάπτυξης πρέπει να βρεθούν στον πολιτισμό.
Οι δύο ορισμοί που υιοθέτησε η Παγκόσμια Σύσκεψη Πολιτιστικής Πολιτικής, η οποία είχε γίνει στην Πόλη του Μεξικού το 1982, αναφέρουν ότι :
•    Ο Πολιτισμός αποτελείται από ένα ολόκληρο πλέγμα πνευματικών, υλικών, διανοητικών και συναισθηματικών χαρακτηριστικών μιας κοινωνίας ή μιας κοινωνικής ομάδας. Δεν περιλαμβάνει μόνο τις τέχνες και τα γράμματα, αλλά και τους τρόπους ζωής, τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, συστήματα αξιών, παραδόσεις και πεποιθήσεις. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη είναι μια πολιτιστική διαδικασία, η οποία δεν μπορεί να επιβληθεί από έξω, αλλά πρέπει να δημιουργηθεί μέσα από την ίδια την κοινωνία.
•    Η Ανάπτυξη είναι μια σύνθετη, περιεκτική και πολυδιάστατη διαδικασία, η οποία εκτείνεται πέρα από την απλή οικονομική αύξηση και ενσωματώνει όλες τις διαστάσεις της ζωής και όλες τις δραστηριότητες μιας κοινότητας, όλα τα μέλη της οποίας καλούνται να συμβάλουν και αναμένεται ότι θα επωφεληθούν από τα προϊόντα κάθε μορφής που θα προκύψουν.
Η ανάπτυξη επομένως αποτελεί ένα εργαλείο, όπου ο χειρισμός του εμπεριέχει ισχυρά ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά και οι χειριστές του καταγράφουν και αποδεικνύουν ή μη, τις δημοκρατικές και κοινωνικές τους ευαισθησίες, ανάλογα με τον τρόπο επιμερισμού των καρπών της ανάπτυξης στις τοπικές κοινωνίες.
 Επομένως Πολιτισμός και Ανάπτυξη  έχουν και θα πρέπει να έχουν μία άρρηκτη σχέση συνύπαρξης. Ό πολιτισμός είναι μάλλον ο στόχος και ο σκοπός της ανάπτυξης, όταν αυτή θεωρηθεί ως το επίτευγμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρόλο που ο πολιτισμός συμβάλλει στην ανάπτυξη, δεν μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί απλό μέσο για την επίτευξή της. Αυτός ο διπλός ρόλος του πολιτισμού δεν αφορά μόνον την οικονομική ανάπτυξη αλλά και άλλους αντικειμενικούς στόχους, όπως την προστασία του περιβάλλοντος, την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής ή την δημιουργία δημοκρατικών θεσμών σε μια κοινωνία.
Με δεδομένο ωστόσο ότι σήμερα, παρά τις ωραίες θεωρίες, τα μανιφέστα και τις διακηρύξεις, η οικονομία έχει παραμερίσει και κυριαρχεί επί κάθε άλλης πολιτικής, πολιτιστικής και κοινωνικής παραμέτρου, οδηγούμαστε ή μάλλον οδηγηθήκαμε αναπόφευκτα και στην εμπορευματοποίηση των πολιτιστικών αγαθών που παράγει μία κοινωνία. Η παγκοσμιοποίηση, ως τάση για την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς από εθνικούς και διεθνείς περιορισμούς, δίχως σύνορα που προστάτευαν αλλά και περιόριζαν τα εθνικά κράτη, επέφερε μία κατακόρυφη και οριζόντια εξάπλωσή της αγοράς γενικά και μία ραγδαία αύξηση του τζίρου των "πολιτιστικών" αγαθών, όπως ο τουρισμός, η επικοινωνία, η τέχνη, ο αθλητισμός, οι πληροφορίες.
Μετασχηματίστηκε επομένως και η παλιά αξιακή λογική των πολιτιστικών αγαθών που τα έβλεπε ως τιμαλφή της ιστορίας, με τη νέα λογική του: “Να προσθέσουμε μια κουταλιά πολιτισμό στην αμιγώς οικονομική ανάπτυξη και ν’ ανακατέψουμε το μείγμα, ώστε να γίνει πιο εύπεπτο και επομένως να ικανοποιεί τις συναισθηματικές καταναλωτικές επιθυμίες των μελλοντικών εν δυνάμει πελατών”.
Εδώ λοιπόν και κόντρα στο κυρίαρχο πνεύμα της εποχής, θα πρέπει κάθε κοινότητα να ανασυνταχτεί και να αντιμετωπίσει αυτή τη λαίλαπα, η οποία μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση και να εμπορευματοποιήσει κάθε πολιτιστικά αξία του τόπου της. Ο κίνδυνος είναι η απώλεια μεσομακροπρόθεσμα των τρυφερών χαρακτηριστικών της τοπικής κοινωνία και η αλλοίωση των ιστορικών και παραδοσιακών της χαρακτηριστικών με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Εδώ μπαίνει και πρέπει να μπει δυναμικά ο παράγοντας των πολιτιστικών Συλλόγων της περιοχής, τόσο ως μία μορφή αναχώματος αυτού τού επερχομένου κινδύνου, όσο κυρίως ως ένα καταλυτικό εργαλείο παρέμβασης για την προσαρμογή, την απορρόφηση αυτού του κύματος και τη μετατροπή του σε ένα ισόρροπο τοπικό αναπτυξιακό πλαίσιο αναφοράς.


Οι Σύλλογοι μπορούν και πρέπει να παρεμβαίνουν στα εξής επίπεδα και όχι μόνον :
1.    Στην ανάδειξη της τοπικότητας και των χαρακτηριστικών της περιοχής τους, που την διαφοροποιεί από χωρικό σημείο σε σημείο
2.    Στο δομημένο περιβάλλον (αρχιτεκτονική, παραδοσιακοί οικισμοί κλπ.)
3.    Στα σύνολα φυσικού περιβάλλοντος (τοπία κλπ.)
4.    Στα έθιμα και τις παραδόσεις
5.    Στις μορφές τέχνης (εικαστικά, χορός, μουσική)
6.    Στην ιστορία και στην θρησκεία
7.    Στις πολιτιστικές εκδηλώσεις
8.    Στην τοπική κοινωνική οικονομία

 

Αναλυτικότερα σημείο προς σημείο :

1.    Στην ανάδειξη της τοπικότητας
Η τοπικότητα ως έννοια συμπυκνώνει όλες εκείνες τις ιδιότητες που διαμορφώνουν τη φύση και τον χαρακτήρα των τοπικών κοινωνιών. Το φυσικό περιβάλλον, η τοπική γεωγραφία, οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, οι ιστορικοί κοινωνικοί δεσμοί και η Συλλογική κουλτούρα συνθέτουν την τοπικότητα. Η τοπικότητα αποτελεί την αυθεντική έκφραση της παράδοσης και η παράδοση την τυπική όψη της τοπικότητας. Οι δύο έννοιες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και αλληλένδετες. Σημαντικό είναι να ιδωθεί η παράδοση υπό το πρίσμα της τοπικότητας και να εγγραφεί σε ένα νέο δυναμικό πλαίσιο με σύγχρονα αναπτυξιακά στοιχεία.
2.    Στο δομημένο περιβάλλον (αρχιτεκτονική, παραδοσιακοί οικισμοί κλπ.)
Ιδιαίτερη προσοχή στο αστικό περιβάλλον και στην προστασία του από τις τοπικές και υπερτοπικές πιέσεις για την εκμετάλλευση της υπεραξίας της γης ή την αμιγώς εμπορευματική της αξιοποίηση.
3.    Στα σύνολα φυσικού περιβάλλοντος (τοπία κλπ.)
Βασικό παράδειγμα στη σχέση τοπικότητα-ανάπτυξη αποτελεί η αξιοποίηση και η αποτελεσματική διαχείριση του περιβάλλοντος. Το φυσικό περιβάλλον συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της παραδοσιακής κοινωνίας και της τοπικότητας. Η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ο εναλλακτικός τουρισμός, οι βιολογικές καλλιέργειες είναι σύγχρονες πτυχές της ανάπτυξης που ενσωματώνουν λειτουργικά την παράδοση. Επιπρόσθετα, αντλώντας έμπνευση από το φυσικό περιβάλλον και τις γεωγραφικές τοπικές ιδιαιτερότητες, μπορούν να αναδειχθούν νέα καινοτόμα πρότυπα αστικής ανάπτυξης. Λόγου χάρη, η ενσωμάτωση του φυσικού στοιχείου στην οικοδομική δραστηριότητα, ή εναλλακτικά η διαμόρφωση ενός σύγχρονου οικιστικού προτύπου με έντονη την παρουσία της ιστορικότητας και της παράδοσης, διαμορφώνει μία λειτουργική σχέση ανάπτυξης και περιβάλλοντος στο πλαίσιο μίας σύγχρονης, καινοτόμας και πρωτότυπης αισθητικής. Η παραδοσιακή κοινωνία σήμερα οφείλει να διαμορφώνει την αναπτυξιακή της στρατηγική αξιοποιώντας όλες τις ιδιαίτερες πτυχές της τοπικότητας.
4.    Έθιμα και παραδόσεις
Στη διατήρηση των ηθών και των εθίμων του τόπου και στην ήπια προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα με την εξεύρεση της χρυσής τομής μεταξύ της προώθησης και της διάχυσης στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο των πολιτιστικών αξιών και των αξιών της παράδοσης του τόπου τους και της ενσωμάτωσής αυτών των αξιών στις νέες συνθήκες που διαμορφώνει καθημερινά η σύγχρονη πραγματικότητα.
5.    Στις μορφές τέχνης (εικαστικά, χορός, μουσική)
Στην καταγραφή και προώθηση των τοπικών μορφών και ιδιαιτεροτήτων της κάθε μορφής τέχνης. Στη δημιουργία ανάλογων ομίλων και ομάδων καλλιέργειας των τεχνών κατά επίπεδο ηλικίας, με έμφαση στις μικρές και αξιοποίηση των γνώσεων των παλαιοτέρων γενεών.
6.    Στην ιστορία και στην θρησκεία
Στην καταγραφή των ιστορικών κειμηλίων, στην αρχειοθέτηση και προβολή των τιμαλφών του τόπου, στην διάδοση του τοπικού και εθνικού πολιτισμού με κάθε πρόσφορο μέσο
7.    Στις πολιτιστικές εκδηλώσεις
Στην προβολή του ντόπιου πολιτιστικού στοιχείου, αλλά με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα του λεγόμενου “σκηνοθετημένου τουριστικού σκηνικού” ή της λεγόμενης “σκηνοθετημένης μιμητικής αυθεντικότητας”
8.    Στην τοπική κοινωνική οικονομία
Ένα πρόσθετο παράδειγμα στη σχέση τοπικότητας και ανάπτυξης, αποτελεί η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της κοινωνικής οικονομίας. Η κοινωνική αλληλεγγύη, ο συνεργατισμός, ο συνεταιρισμός και ο εθελοντισμός είναι έννοιες ιστορικά συνδεδεμένες με την παραδοσιακή τοπική κουλτούρα. Η ανάπτυξη θεσμών και πρακτικών κοινωνικής οικονομίας, όπως οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις, οι εθελοντικές οργανώσεις, οι κοινωνικές επιχειρήσεις, οι δράσεις πολιτών, συνιστούν τυπικό παράδειγμα ενσωμάτωσης της τοπικότητας στην αναπτυξιακή διαδικασία.

 

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΗΓΕΣΙΕΣ

Το ζήτημα της σχέσης των κατά τόπους πολιτιστικών Συλλόγων, αποδήμων ή μη, με τα πατρώα εδάφη και κυρίως με τις τοπικές, νομαρχιακές και περιφερειακές αυτοδιοικήσεις, όσο κι αν φαίνεται μακροσκοπικά πολύ απλή, έως και αυτονόητα προφανής, είναι κατά τη γνώμη μου αρκετά σύνθετη. Εξ άλλου, στη χώρα μας, τα αυτονόητα χρήζουν τελικά αποδείξεων.
Ο πολιτισμός ως λέξη και έννοια, ακούγεται συνήθως εύηχα και θετικά. Υπήρξαν βέβαια κάποιες χαλεπές περίοδοι στη χώρα μας, όπου κάθε τι το πολιτιστικό που δεν ελέγχονταν από την κρατική εξουσία, θεωρούνταν από απαξιωτικό και καταγέλαστο έως και επικίνδυνο για το καθεστώς. Σήμερα, η έννοια του πολιτισμού είναι από απλώς αποδεκτή, έως και περιζήτητη. Κάθε δήμος, κάθε νομαρχιακή και κάθε περιφερειακή αυτοδιοίκηση, έχουν συστήσει τους ειδικούς πολιτιστικούς τους οργανισμούς, ώστε να ελέγχουν, να οργανώνουν τα πολιτιστικά πράγματα της περιοχής τους και τους χρησιμοποιούν ως εργαλεία για να εφαρμόζουν την αντίστοιχη πολιτική τους. Όπως κάθε εργαλείο λοιπόν, και αυτοί οι οργανισμοί έχουν διπλή χρήση, καλή ή κακή, ανάλογα με τον χειριστή τους. Εξαρτάται από τον χειριστή Δήμο ή Νομαρχία ή Περιφέρεια και τις πολιτιστικές τους ευαισθησίες, η θετική ή η αρνητική τους λειτουργία, το τελικό θετικό ή αρνητικό πρόσημο του ισοζυγίου.
Στα σχήματα αυτά, σημαντικό ρόλο παίζουν οι Σύλλογοι της περιοχής ευθύνης των Τοπικών, Νομαρχιακών και Περιφερειακών Αυτοδιοικήσεων. Στους μικρούς Δήμους, όπου οι Σύλλογοι είναι από μοναδιαίοι έως ελάχιστοι, τα πράγματα είναι πιό εύκολα και ελέγξιμα και η στήριξή τους από τις δημοτικές αρχές, οικονομικά και ηθικά, είναι από σχεδόν υποχρεωτική έως και αναπόφευκτη. Στα μεγάλα πληθυσμιακά και οικιστικά συγκροτήματα, όπου είναι δεδομένη η παρουσία πολλών Συλλόγων, τα πράγματα αρχίζουν και παίρνουν άλλη τροπή. Η κατανομή των επιχορηγήσεων και της οικονομικής πίττας, συνήθως γίνεται κατά το μάλλον με κριτήρια πολιτικής, μικροπολιτικής ή και κομματικής λογικής και κατά το ήττον με κριτήρια πολιτιστικής προσφοράς. Οι πολιτιστικού Σύλλογοι, αντί ως φορείς παραγωγής πολιτισμού, συνήθως αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει δεξαμενές ψήφων και αποθέματα ψηφοφόρων. Με αυτά δε τα κριτήρια, αναλόγως χρηματοδοτούνται, υποχρηματοδοτούνται ή ακόμη και καθόλου, κατά περίπτωση και συγκυρία διακυβέρνησης και κατά περίπτωση και συγκυρία προσώπων στη διοίκηση των Συλλόγων.
Από την άλλη όμως μεριά, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, υπάρχουν και πολλοί Σύλλογοι που υπολειτουργούν ή λειτουργούν ως Σύλλογοι-σφραγίδες, με μοναδικό στόχο την εκμαίευση κονδυλίων, χωρίς να παράγουν κάποιο αξιόλογο πολιτιστικό έργο.
Επίσης, πολλοί ασχολούμενοι με τα πολιτιστικά σε θέσεις διοίκησης Συλλόγων, τις χρησιμοποιούν ως εφαλτήριο για μελλοντικές πολιτικές εκτινάξεις και άλματα, δημιουργώντας πελατειακές σχέσεις και αποκτώντας αναγνωρισιμότητα. Αυτό δεν θα ήταν και ιδιαίτερα κακό, ή έστω θα ήταν ανεκτό και λογικό, στο βαθμό που η ενασχόληση με τα πολιτιστικά κοινά δεν είναι απλώς αυτοσκοπός για την περαιτέρω επίτευξη των ιδιοτελών σκοπών τους.

 

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΜΕ ΤΑ ΠΑΤΡΩΑ ΕΔΑΦΗ

 

“Πλημμυρίζουν το χθες μαγεμένες σκιές, που ξοπίσω μου γράφουν τροχιά,
με κρατούνε θαρρώ σαν αλήθειες παλιές σε λαβύρινθο δέσμιο βαθιά”
λένε οι στίχοι της Πολυξένης Αδάμ-Βελένη, που μελοποίησε υπέροχα ο αείμνηστος Νίκος Παπάζογλου στο τραγούδι του “Είναι κάποιες στιγμές”

 

Οι πολιτιστικοί Σύλλογοι ταξινομούνται κατ’ αρχάς σε δύο μεγάλες κατηγορίες:


1.    Στους τοπικούς Συλλόγους που δρουν και λειτουργούν σε κάθε Δήμο ή Κοινότητα και στελεχώνονται από πολίτες που διαμένουν εκεί
2.    Στους Συλλόγους των αποδήμων που δρουν και λειτουργούν σε άλλες πόλεις και στελεχώνονται από πολίτες που έχουν μεταναστεύσει ή γεννηθεί εκτός της πατρώας γης.
Στην πρώτη περίπτωση, όπως π.χ. ο τοπικός και Αμφιτρύων Σύλλογος Βλάχων Ηράκλειας, τα πράγματα είναι σαφή. Βρίσκονται στην έδρα τους και μπορούν επομένως να έχουν καθημερινή εποπτεία και άμεση συμβολή σε όλα τα σημεία που αναφέρθηκαν παραπάνω για τον τόπο τους.


Στη δεύτερη περίπτωση, των αποδήμων, όπως π.χ. ο δικός μου Σύλλογος, αλλά κυρίως οι Σύλλογοι των οποίων ο πατρώος τους χώρος είναι πληθυσμιακά κενός, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικότερα. Η έγνοια για το χωριό μας είναι πάντα και μονίμως έντονη για τα όσα τυχόν συμβαίνουν, αλλά αντικειμενικά είναι εξ αποστάσεως. Συνήθως τα γεγονότα προηγούνται της σκέψης μας και συνήθως οι παρεμβάσεις των συλλόγων των αποδήμων έχουν θεραπευτικό και όχι προληπτικό χαρακτήρα.
Ο νόστος των αποδήμων είναι ένα πολύτιμο και αναντικατάστατο κεφάλαιο του πολιτισμού και της διατήρησης της παράδοσής του. Αρκεί αυτή η συνήθως παρορμητική ζέση, να βρει τους σωστούς τρόπους έκφρασης και τους σωστούς διαύλους εφαρμογής, στις προσπάθειες αναβάθμισης και βελτίωσης του φυσικού, οικιστικού και κοινωνικού περιβάλλοντος των πατρώων εδαφών.
Οι άνθρωποι είναι οι μνήμες τους. Η μνήμη διαφοροποιεί τον άνθρωπο απλό τροφοσυλλεκτικό οργανισμό με στόχο την αυτοσυντήρησή του. Η μνήμη, η ικανότητα του εγκεφάλου να διατηρεί γνώσεις ή εντυπώσεις και να τις ανακαλεί, όταν και όποτε θέλει, για να αναπλάθει πληροφορίες ή εμπειρίες, είναι εκείνη που μας ερεθίζει. Η μνήμη είναι η μητέρα της σοφίας κατά τον Αισχύλο, είναι η σωτηρία των αισθήσεων κατά τον Πλάτωνα, είναι η βίγλα η αψηλή στα φρένα μας κατά τον Νίκο Καζαντζάκη. Τελικά η μνήμη είναι η ιδιωτική λογοτεχνία του κάθε ανθρώπου.
“Όλα ένα γύρο δίδασκαν την απλότητα. Κοιτάξτε το σπίτι με το λιτό και το λειτουργικό του χτίσιμο. Τίποτε το παραπάνω, τίποτε το παρακάτω. Μόνο τα απαραίτητα για να στεγάσει και να ζεστάνει τους ενοίκους του, ανθρώπους και ζώα – μια οικογένεια. «Το σπίτι με το καθημερινό δωμάτιο και το αναμμένο τζάκι του και τη μυρουδιά του βουνίσιου τσαγιού, με τις μεσάντρες και τα σεντούκια, με την ανέμη και τον αργαλειό, με τον καλόν οντά και την ΚΑΛΗΜΕΡΑ, με τα κεντημένα μαξιλάρια», τις υφαμένες μπανταμίες και τις ατελείωτες βεγγέρες, Να το σχολείο των αναλφάβητων ποιητών. Όλα σ’ αυτό το σπίτι δίδασκαν, ο καθένας με τον ρόλο του: ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα, ο πατέρας, τα αδέρφια, ακόμη και τα ζωντανά μιλούσαν, τα πράγματα, το τζάκι με τη θαλπωρή του και το παραγώνι του, οι σκιές που αχνόπαιζαν το βράδυ στους άσπρους τοίχους από την τρεμάμενη φλόγα του καντηλιού και του δαδιού και ετοίμαζαν / άνοιγαν τις καρδιές, για να πάρουν σα θεία μεταλαβιά το μυστήριο του παραμυθιού, του μύθου, του θρύλου, της παράδοσης, του τραγουδιού, του αινίγματος, της παροιμίας: της ευλογημένης ώρας το μυστήριο, όπου συγκινούνταν και συν-κινούνταν, μεταρσιώνονταν οι καρδιές και γίνονταν ποιητικές”, λέει ο Μέγας Δάσκαλος, ο Μέγας Παιδαγωγός, ο αείμνηστος και πρόωρα αδικοχαμένος Χρίστος Τσολάκης, σε μία αποστροφή της συγκλονιστικής του εισήγησης για το Δημοτικό Τραγούδι, στο πρώτο κατά βάση Συμπόσιο του 2006, το 8ο μετά από 7 Σεμινάρια, που είχα την τιμή να οργανώσω στο Λιβάδι Ολύμπου. Αυτές οι εικόνες από τα πατρώα εδάφη είναι στη μνήμη των περισσοτέρων αποδήμων, αυτή είναι η μνήμη τους.
Τα πατρώα εδάφη είναι η μήτρα που τους γέννησε, είναι ο ομφάλιος λώρος που τους έθρεψε στα μικράτα τους και ο γόρδιος δεσμός που τους δένει από τότε που πέρασαν στην εφηβεία. Αυτοί που μετανάστευσαν από μικροί, ή ακόμη και εκείνοι που γεννήθηκαν σε πόλεις, αλλά έζησαν έστω τα καλοκαίρια τους στα πατρώα εδάφη των παιδικών αναμνήσεων και της γλυκειάς θαλπωρής, νοιώθουν αυτόν τον Γόρδιο δεσμό απόλυτα προσαρμοσμένο με αρμονικό τρόπο στο χωροχρόνο της παιδικότητας και της εφηβείας τους.
Σημειώνω ότι, τον ομφάλιο λώρο τον κόβει η ίδια η μάνα, ως πρώτιστη και νομοτελειακή κίνηση βιολογικής ανεξαρτησίας και αυτάρκειας του τέκνου της, ενώ τον Γόρδιο δεσμό τον κόβουν μόνον Αλεξανδρινά ξίφη αυτοβούλως.
Σήμερα, μετά από πολλά χρόνια, θα ήταν αφελές να αναμένει κανείς να συναντήσει όταν επιστρέφει στα πατρώα εδάφη, ένα φωτογραφικό αποτύπωμα των αναμνήσεων του σε περιοχές που έζησαν στο πετσί τους την αντιφατικότητα της στρεβλής ανάπτυξης της ελληνικής υπαίθρου, ή να ελπίζει σε μία στατική διαιώνιση των παραστάσεων που κουβαλάει στη μνήμη του από την παιδικά του ηλικία.
Σημειώνω επίσης ότι όλοι οι απόδημοι κάποια στιγμή, γεύτηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα κοινωνιολογικά φαινόμενα της εσωστρέφειας των μονίμων κατοίκων, της απόρριψης τους, της δεύτερης τεχνητής κοπής του λώρου τους, αλλά τα προσπέρασαν ή πρέπει να τα προσπεράσουν με μεγαθυμία και μεγαλοψυχία, κατανοώντας τις ιδιαιτερότητες της κάθε κλειστής ντόπιας κοινωνίας.
Οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Η έντονη αστυφιλία, με συνεπακόλουθο την ερήμωση της υπαίθρου, η αλλαγή της αριθμητικής σχέσης μονίμων κατοίκων-αποδήμων, επέφερε και ανατροπή των εσωστρεφών θεωρήσεων. Περάσαμε σε εποχές όπου αντιστράφηκαν οι όροι, οι απόδημοι είναι και θεωρούνται πλέον πολύτιμο κεφάλαιο και από τους ντόπιους και από τις διοικήσεις τους. Όλοι αποζητούν πλέον από κοινού μία ισόρροπη μετεξέλιξη του χώρου του χωριού τους, που θα συνδυάζει με αξιοπρέπεια τις τάσεις οικονομικού χαρακτήρα που αναπτύσσονται, μία ευπρεπή καθημερινότητα και μία αστικότητα που θα στοχεύει σε μία κοινωνική θαλπωρή, σε μία ανάκτηση των φυσικών δομών του χώρου και κυρίως του ιστορικού προσώπου του.
Στην ευγενή αυτή προσπάθεια, οι Σύλλογοι μπορούν και πρέπει να τηρήσουν μία στάση συνεπή. Θα προσπαθήσω να κωδικοποιήσω επιγραμματικά σε μορφή 12λόγου, κάποιες αναγκαίες επιτελικές κινήσεις, προϊόντα πείρας, που κατά την ταπεινή μου γνώμη πρέπει να διέπουν τη λειτουργία των Συλλόγων:

 

1.    Επίγνωση του ρόλου των Συλλόγων, ότι αποτελούν τα αυθόρμητα, πρωτογενή και πρωτοβάθμια οργανωμένα κύτταρα πολιτισμού των τοπικών κοινωνιών
2.    Όσο το δυνατόν ενιαίες και συμπαγείς θέσεις και απόψεις μεταξύ των μελών τους
3.    Προσπάθεια απόκτησης μόνιμης έδρας των Συλλόγων. Οι ανέστιοι Σύλλογοι συνήθως υπολειτουργούν
4.    Σταθερή περιοδικότητα των δράσεων, δίχως κενά και χρονικές κοιλιές που αποδιοργανώνουν
5.    Όσμωση με τη νέα γενειά, εμπλοκή της στα κοινά και διασφάλιση της μελλοντικής διοικητικής συνέχειας των Συλλόγων
6.    Προσπάθεια όσο το δυνατόν οικονομικής αυτάρκειας, με τη συνέπεια των μελών ως προς τις συνδρομητικές τους υποχρεώσεις. Συν Αθηνά και χείρα κίνει
7.    Αποφυγή μονοθεματικών εκδηλώσεων, ανάπτυξη πολύπλευρων δραστηριοτήτων επιμορφωτικού, κοινωνικού και προνοιακού χαρακτήρα
8.    Παροχή επιστημονικής ενημέρωσης στους ντόπιους κατοίκους, σε θέματα γενικής και ειδικής φύσης
9.    Απόλυτη ανεξαρτησία από συμφέροντα και απομάκρυνση από κομματικές λογικές και διαπλοκές
10.    Απόλυτη συναίσθηση του ρόλου και της δύναμης των Συλλόγων, συνεργασία με τις αυτοδιοικήσεις και πίεση προς την εξουσία, τοπική και υπερτοπική, για την επίτευξη των ευγενών στόχων που έχουν θέσει
11.    Άμεση εποπτεία για την προστασία των πολιτιστικών στοιχείων της περιοχής και δυναμικές αντιδράσεις σε κακόβουλες προσπάθειες αλλοίωσής τους
12.    Σύνδεση με τους κατά τόπους επιστημονικούς φορείς (πανεπιστήμια, επιμελητήρια, επαγγελματικά σωματεία) για την παροχή ειδικών γνώσεων σε επιμέρους θέματα

 

Σήμερα δυστυχώς, ζούμε σε μια εποχή όπου η παγκοσμιοποίηση προσπαθεί να επιβάλλει, αν δεν το έχει κάνει ήδη, την οικονομία και την άκριτη κατανάλωση, ως μοναδικό λόγο ύπαρξης μας στη ζωή, να μετατοπίσει στην αφάνεια τις κοινωνικές μας ευαισθησίες, να ομογενοποιήσει τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά μας ως λαού και του κάθε λαού, δημιουργώντας κλωνοποιημένα και μεταπρατικά πρότυπα ζωής. Η μόνη μας τελικά αντίσταση είναι η μνήμη μας, γιατί οι άνθρωποι είναι οι μνήμες τους. Γι’ αυτό ίσως στην περίεργη εποχή μας, η μνήμη μας τείνει να θεωρηθεί ως κοινωνικό και πολιτικό μειονέκτημα, ενώ η αμνησία χρησιμοποιείται ως υπόστρωμα για διεργασίες επιβολής και εδραίωσης μιάς νέας τάξης πραγμάτων. Οι μνήμες και οι παραδόσεις μας είναι τα τιμαλφή της ιστορίας μας, είναι τελικά η γνώση μας και οι αλήθειες μας. Και αυτές οι αλήθειες, δεν πρέπει να χαθούν εξ αιτίας της κοινωνικής μας ραστώνης, της δημοκρατικής μας τεμπελιάς, της συνειδησιακής μας αγρανάπαυσης και της πατριωτικής μας σκουριάς.
Ας διώξουμε τη λήθη από τη μνήμη μας λοιπόν, ας αναφωνήσουμε όλοι: Αιωνία σου η μνήμη, ω λήθη.
Ίσως λοιπόν, μία αρραγής σχέση δίκην Γόρδιου Δεσμού, των ανθρώπων που ξεκίνησαν από τον Ομφάλιο Λώρο της γης τους, μια σχέση γύρω από ένα κύτταρο συσπείρωσης όπως είναι ένας Σύλλογός ντόπιων ή αποδήμων, να είναι η απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της εποχής μας, μιάς εποχής σκληρής, ανηλεούς, άκαρδης, κυνικής και ωμής.
Ίσως μιά πολυσυλλεκτική παρέα-Σύλλογος με κοινά ευγενή ενδιαφέροντα, πολυσυλλεκτική πολιτικά, μορφωτικά και οικονομικά, μια τέτοια παρέα που απαρτίζει έναν Σύλλογό, να είναι μία απάντηση στις περισπούδαστες αναλύσεις των ειδικών περί κοινωνικής συνοχής.
Ίσως μια τέτοια παρέα-Σύλλογος, μείγμα και κράμα από Ομφάλιους Λώρους και Γόρδιους Δεσμούς και Ομφάλιους Δεσμούς και Γόρδιους Λώρους, να αρχίσει να δημιουργεί πολιτισμό από κάτω προς τα πάνω, χωρίς επιβολές από πάνω προς τα κάτω, τις οποίες τις ζήσαμε, τις είδαμε να κακοφορμίζουν και τις απορρίψαμε.
Ίσως μιά τέτοια παρέα-Σύλλογος να αποτελεί τελικά την πλέον εποικοδομητική, την πλέον διάφανη, την πλέον ευκρινή και την πλέον σαφή απάντηση, στον ακατάληπτο κυκεώνα που επικρατεί στους κόλπους της σύγχρονης πολιτικής και πολιτιστικής μας πραγματικότητας.
Ίσως γιατί μια τέτοια παρέα-Σύλλογος, κατά βάθος ξέρει καλά, ενσυνειδήτως ή ενστικτωδώς, το πόσο δίκιο έχει ο Καβάφης, όταν μας έλεγε ότι :
‘Καινούργιους τόπους δεν θα βρούμε, δε θα βρούμε άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα μας ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάμε τους ίδιους.
Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάμε και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζουμε’

 

Γιώργος Συνεφάκης
Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος, Πανεπιστημιακός Α.Π.Θ.
τ. Πρόεδρος του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’

13ο Συμπόσιο Ιστορίας Λαογραφίας & Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής & Χορού,
Ηράκλεια Σερρών 8-9 Σεπτεμβρίου 2012

Αναζήτηση