Το βιβλίο χωρίζεται σε δεκαεπτά κεφάλαια καλύπτοντας την ιστορία του Ασπροποτάμου από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τις ημέρες μας. Ο διαχωρισμός της ύλης σε τόσα κεφάλαια έγινε ώστε το βιβλίο να λειτουργήσει ως ένα πλήρες θεματικό και χρονικό λεξικό, όπου ο αναγνώστης θα μπορεί με σχετική ευκολία να ανατρέξει και να μελετήσει τα ιστορικά στοιχεία ενός συγκεκριμένου ασπροποταμίτικου οικισμού ή μιας ορισμένης χρονικής περιόδου. Έτσι κάποιες επικαλύψεις και επαναλήψεις ήταν αναπόφευκτες.
Η απελευθέρωση της χώρας από τα γερμανικά στρατεύματα (Οκτώβριος 1944) έθρεψε προσδοκίες κοινωνικής δικαιοσύνης, αποκατάστασης της τάξης και κάθαρσης από τα εγκληματικά εκείνα στοιχεία που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές πολιτικά ή οικονομικά κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Παρά τη μεσολάβηση των Δεκεμβριανών, το κοινό αίσθημα έτρεφε έκδηλη εχθροπάθεια εναντίον όλων αυτών που επέδειξαν δωσιλογική συμπεριφορά και απεκόμισαν τεράστιες περιουσίες εις βάρος του ελληνικού λαού.
Συμπληρωματικές δραστηριότητες των κτηνοτρόφων της Πίνδου.
Οι νομάδες και ημινομάδες βλάχικοι πληθυσμοί έχουν απασχολήσει δια μακρών την ελληνική λαογραφία, αλλά και πολλούς και ποικίλους κλάδους της ελληνικής επιστήμης. Η σχετική βιβλιογραφία είναι μεγάλη και σπουδαία, βρίσκεται δε εν εξελίξει. Σημαντικό σταθμό στην επιστημονική αυτή πορεία αποτελεί η μετά χείρας μελέτη του Στέλιου Α. Μουζάκη, γνωστού για τις πολλές, πρωτότυπες, τεκμηριωμένες και άκρως ενδιαφέρουσες μελέτες του, στις οποίες πάντοτε προέχει η διεπιστημονική και η διαθεματική προσέγγιση του εκάστοτε ερευνώμενου θέματος. Εν προκειμένω, ο συγγραφέας συνδυάζει τη λαογραφία με την οικονομική ιστορία, μελετώντας τις μετακινήσεις και τις δραστηριότητες του Αναγνώστη Βασιλάκη και του τσελιγγάτου του, ανάμεσα στη Βωβούσα και στο Βελεστίνο της Μαγνησίας. Εξετάζει αλληλοδιαδόχως το ιστορικό πλαίσιο, τα κοινοτικά έσοδα, αλλά και τη συγκρότηση και τη δράση του τσελιγγάτου, τα παραγόμενα σε αυτό κτηνοτροφικά προϊόντα και τις πωλήσεις τους, τις συναλλαγές με μέλη του τσελιγγάτου, αλλά και με τις εκάστοτε κρατικές διοικητικές αρχές.
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα (1850) ουδείς συζητούσε, ενδιαφέρονταν ή ασχολούνταν με τους Βλάχους, εκτός από ελάχιστες μεμονωμένες περιπτώσεις. Οι ίδιοι οι Βλάχοι, επίσης, κοίταζαν τις δουλειές τους, δεν προβληματίζονταν με την ιστορική τους παρουσία και θεωρούσαν αυτονόητο ότι ήταν Έλληνες, ορθόδοξοι και κληρονόμοι της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού.