Αποκλειστική πηγή πληροφοριών είναι το βιβλίο του Δημήτρη Κωνσταντινίδη με τίτλο «Οι Ασπροποταμίτες Βλάχοι», σελίδες 61-64.
Εκτός από τους υπάρχοντες σήμερα βλάχικους οικισμούς του Ασπροποτάμου, οι οποίοι έχουν μία καταγεγραμμένη ιστορία τουλάχιστον επτά αιώνων, υπήρξαν και άλλοι οικισμοί στην «ασπροποταμίτικη χώρα», οι οποίοι στο πέρασμα των αιώνων διαλύθηκαν. Η διάλυση των οικισμών αυτών προκλήθηκε από διάφορα αίτια. Είτε από λοιμώδεις επιδημίες, είτε από θεομηνίες ή και από επιθέσεις ληστρικών συμμοριών. Σε πολλές περιπτώσεις οι οικισμοί που διαλύθηκαν έχασαν τον δυναμισμό τους από τις ομαδικές μετοικεσίες των κατοίκων και δεν επανασυστήθηκαν. Οι οικισμοί, οι οποίοι σήμερα είναι γνωστό ότι αναπτύχθηκαν στον Ασπροπόταμο τους περασμένους αιώνες και αργότερα διαλύθηκαν, ήταν οι εξής:
Πασχαλιόρι: Στην απογραφή των Οθωμανών του 1454 ο οικισμός αναφέρεται ως Paskaliori. Το έτος εκείνο ήταν ένας πληθυσμιακά ακμάζον οικισμός με 60 οικογένειες και πληθυσμό που ξεπερνούσε τους 200 κατοίκους. Οι κάτοικοι του οικισμού ασχολούνταν με την καλλιέργεια κριθαριού και την εκτροφή προβάτων. Είχε μάλιστα απογραφεί ο διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός των 1920 προβάτων. Μαρτυρίες τοποθετούν το Πασχαλιόρι δυτικά και σε απόσταση 500 περίπου μέτρων από τη Δέση. Ως Πασχαλιόρι μνημονεύεται στην πρόθεση 37 της Μονής Δουσίκου των ετών 1592/93 και 1688. Σε ενθύμηση του 1808 αναφέρεται: «Γενέθλιον εκκλησιών Δέσης έτος 1808 εκτίσθη η εκκλησία Αγία Παρασκευή εν Παλαιοχώρι Πασχαλιώρι». Στο αρχείο του Αλή Πασά αναφέρεται ως τσιφλίκι του γιού του Βελή. Από τη συγκεκριμένη αναφορά συμπεραίνεται ότι ο οικισμός είχε ήδη διαλυθεί μετά το μέσον του 19ου αιώνα πιθανότατα από επιδημία πανώλης.
Χουτιάνα: Ήταν ένας πολύ μικρός οικισμός κοντά στη Χρυσομηλιά. Το 1454 ο οικισμός κατοικείτο από 8 οικογένειες και απογράφηκε ως Hutino. Ήταν τιμάριο τρικαλινών σπαχήδων. Στην πρόθεση 38 της Ι.Μ. Δουσίκου αναγράφεται και ως Χωτιάνα. Το 1758 είχε περίπου 30 οικογένειες. Διαλύθηκε μεταξύ 1889 και 1907 καθότι το 1889 εμφανίζεται μόλις με 9 κατοίκους ενώ το 1907 δεν είχε κανένα κάτοικο.
Μουρκοτάδες: Επρόκειτο για πολύ μικρό οικισμό που βρισκόταν μεταξύ Καλλιρρόης και Κατάφυτου και καταλάμβανε μια έκταση που δεν ξεπερνούσε τα 15 στρέμματα. Πρώτη αναφορά των Μουρκοτάδων γίνεται στην πρόθεση 37 της Μονής Δουσίκου το έτος 1592. Όταν το 1858 ο Γάλλος αρχαιολόγος και περιηγητής Λέον Εζέ (Leon Heuzey) πέρασε από τη Μονή του Προφήτη Ηλία στο Χαλίκι, ένας μοναχός έκανε λόγο για τη διαμονή του στο μετόχι Μουρκοτάδες. Αυτή ήταν η τελευταία αναφορά στον οικισμό, ο ακριβής χρόνος εγκατάλειψης του οποίου δεν έχει προσδιοριστεί. Η μικρή έκτασή του παραπέμπει σε οικισμό που ανήκε σε εύπορη οικογένεια πιθανόν με το όνομα Μουρκοτάς.
Λιάσοβο: Διαλυμένος οικισμός απέναντι από το Γαρδίκι. Το Λιάσοβο εντοπίστηκε σε μία μόνο γραπτή πηγή του 1592/93 στην πρόθεση 421 της Μονής του Μετεώρου ως Ληάσοβω. Η επόμενη και τελευταία αναφορά στον οικισμό γίνεται από τον Εζέ το 1858. Γράφει ο Εζέ: «μερικές παλιές εκκλησίες στην περιοχή που ονομαζόταν Λιάσοβο, οι οποίες υπεδείκνυαν την θέση ενός οικισμού, τον οποίο ορισμένοι θεωρούσαν ως το αρχαίο Γαρδίκι». Σύμφωνα με την παράδοση οι κάτοικοι του Λιάσοβου εγκατέλειψαν τον οικισμό διότι «ήτανε τόσο πολλά τα φίδια στο χωριό που ανεβαίνανε στα μπισίκια (=κούνιες) των παιδιών, τα τσιμπούσανε ή μπαίνανε από το στόμα τους στην κοιλιά. Έτσι το μεγάλο θανατικό που έπεσε στο χωριό, ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν από αυτό το δαιμονισμένο μέρος». Η ετυμολόγηση του τοπωνυμίου, λόγω της κατάληξης –οβο, παραπέμπει σε σλάβικη ρίζα.
Κεράσοβο: Ο οικισμός βρισκόταν κτισμένος στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα το Παλιοχώρι Γαρδικίου. Αναφέρεται για πρώτη φορά ως Kirasova στην απογραφή του 1454. Το Κεράσοβο ήταν ο από τους πιο αναπτυγμένους πληθυσμιακά οικισμούς με 34 οικογένειες (130 άτομα) εκείνη την περίοδο. Η τελευταία αναφορά του οικισμού γίνεται το 1868 σε κτητορική επιγραφή ναού της Οξύνειας. Στην επιγραφή αναφέρεται κάποιος τεχνίτης «από χορίον Κιράσοβο». Στην απογραφή του 1881 δεν αναφέρεται ο οικισμός. Προφανώς διαλύθηκε μεταξύ 1868 και 1881. Το αίτια της διάλυσης πρέπει μάλλον να αναζητηθούν σε ληστρικές επιδρομές αρβανίτικων συμμοριών εκείνη την περίοδο. Το τοπωνύμιο απαντάται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και είναι σλάβικης προέλευσης. Το Κεράσοβο, μαζί με το Λιάσοβο, ήταν οι πλησιέστεροι προς το Γαρδίκι οικισμοί και εκείνοι, οι οποίοι το ενίσχυσαν δημογραφικά με την καθολική μετακίνηση των κατοίκων τους σ’ αυτό.
Χάρτης στον οποίο αποτυπώνονται (με τετράγωνα) οι θέσεις των οικισμών που υπήρχαν στην περιοχή του Ασπροποτάμου και διαλύθηκαν. Οι υπάρχοντες σήμερα οικισμοί σημειώνονται με κύκλους. Πηγή:: Δημήτρης Κωνσταντινίδης, «Οι Ασπροποταμίτες Βλάχοι», σελ. 64.
Γκλογκοβός: Στην οθωμανική απογραφή του 1454 απογράφηκε και ο μικρότερος από τους μετέπειτα διαλυμένους οικισμούς με την ονομασία Γκλογκοβός. Ο οικισμός είχε μόλις 7 οικογένειες (30 περίπου κάτοικοι) και αναγράφεται στον κωδικό 202b. Σύμφωνα με την απογραφή οι 7 οικογένειες εξέθρεφαν 108 πρόβατα (φόρος 36 άσπρα). Ο Γκλογκοβός βρισκόταν στο Κουκουφλί, εκεί που στεγάζονταν μέχρι τη δεκαετία 2010-20 οι εγκαταστάσεις του Δασαρχείου Καλαμπάκας.
Η ονομασία, σύμφωνα με τους παλαιότερους Κρανιώτες, είχε διατηρηθεί μέχρι την καταστροφή του χωριού το 1943. Το τοπωνύμιο είναι σλάβικης προέλευσης και αναφέρεται στο κατάστιχο της απογραφής ως Gologovo Προφανώς οι πρώτοι κάτοικοί του ήταν Σέρβοι, που ήλθαν στην περιοχή στη διάρκεια του δεύτερου σέρβικου εποικισμού, έναν αιώνα πριν. Ο Γκλογκοβός αναφέρεται επίσης στην πρόθεση 401 της Μονής Βαρλαάμ του έτους 1613/14 ως γκλοκοβώ. Στην πρόθεση αναγράφονται και τα ονόματα δύο αφιερωτών του οικισμού (Γεωργίου, καλλής).
Ο οικισμός δεν σημειώνεται στην απογραφή του 1881, όμως το 1907, στην τελευταία απογραφική αναφορά του, καταμετρώνται σ’ αυτόν 10 κάτοικοι. Ήταν, όπως προκύπτει, ένας πολύ μικρός οικισμός, με αξιοσημείωτο ωστόσο αριθμό προβάτων, ο οποίος πιθανότατα χρησιμοποιούνταν περιστασιακά και από ψαράδες και δασεργάτες.
Γκορτσιά: Το σημερινό Παλιοχώρι Καλαμπάκας αναφέρεται το 1454 μεταξύ των τιμαρίων τρικαλινών σπαχήδων ως Γκορτσιά (Gorgoca). Ήταν ο πιο ανεπτυγμένος πληθυσμιακά οικισμός του Ασπροποτάμου που διαλύθηκε. Αριθμούσε εκείνη την περίοδο 56 καταγεγραμμένες οικογένειες (περισσότεροι από 220 κάτοικοι). Λόγω του χαμηλού υψομέτρου, στο οποίο βρισκόταν, εκτός από την εκτροφή προβάτων, ο πληθυσμός των οποίων ξεπέρναγε τα 2.000 ζώα, οι κάτοικοι καλλιεργούσαν και πολλά κηπευτικά. Το χωριό εμφανίζεται αργότερα σε προθέσεις του 1613 και 1688. Η Γκορτσιά εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα εξαιτίας λοιμού ευλογιάς. Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στη μεγάλη πλειοψηφία τους στην Κρανιά. Κάποιοι ωστόσο από αυτούς παρέμειναν στο «Παλιό χωριό». Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σήμερα πολλοί Κρανιώτες, αν και έχουν περάσει πάνω από τρεις αιώνες, δηλώνουν ως τόπο καταγωγής το Παλιοχώρι.
Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι σε περιπτώσεις εγκαταλειμμένων οικισμών στον παλαιότερο από τους δύο πόλους του οικιστικού χώρου που εγκαταλείπονταν για χάρη του νέου, δινόταν η ονομασία «Παλιοχώρι», διότι ορισμένοι κάτοικοι έμειναν στο «παλιό χωριό». Έτσι σε όλες τις επίσημες αναφορές από τον 18ο αιώνα και μεταγενέστερα τα «Παλιοχώρια» του Ασπροποτάμου αναφέρονταν με τη σύνθετή τους ονομασία όπως «Παλιοχώρι Γαρδικίου», «Παλιοχώρι Κρανιάς», «Παλιοχώρι Βεντίστας», «Παλιομηλιά», κ.α.
Ο Πουκεβίλ το 1816 αναφέρει τον οικισμό ως «Παλιοχώρι», γεγονός που αποδεικνύει ότι ο οικισμός είχε ήδη εγκαταλειφθεί.
Μπουμπούγιανη: Στην απογραφή του 1454 η Μπουμπούγιανη αναφέρεται ότι ήταν βακούφικος οικισμός με μόλις 4 οικογένειες να ζουν σ’ αυτόν. Γι’ αυτόν τον λόγο χαρακτηρίζεται ως ερημικός και καλλιεργούμενος από κατοίκους άλλων χωριών της περιοχής. Στο απογραφικό δελτίο των Οθωμανών αναγράφεται ως Bobunyani. Έκτοτε δεν υπάρχει καμία αναφορά του σε καμία πηγή. Η θέση του βρισκόταν μεταξύ Καταφύτου και «Τριών Ποταμιών».
Κωνσταντινίδης Δημήτρης