Βλάχοι και Ορθοδοξία

Ο οσιομάρτυς ΝικόδημοςΗ Ορθοδοξία, ως γνήσια έκφανση της Εκκλησίας του Χριστού, αποτελεί βασικό και αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτιστικής ταυτότητας και της πνευματικής αυτοσυνειδησίας των Βλάχων.

Η προσήλωση των Βλάχων στο ιστορικό και πνευματικό μέγεθος της Ορθοδοξίας υπήρξε αδιαμφισβήτητη και διαπιστωμένη πραγματικότητα, η οποία εκδηλώθηκε διαχρονικά με τη δυναμική αντίθεσή τους σε κάθε μορφή θρησκευτικής και εθνικής προπαγάνδας, με την ανάσχεση του εξισλαμισμού, με την ανάδειξη αγίων της Εκκλησίας και άλλων σημαντικών εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων και κυρίως με τον πλούσιο λαϊκό τους πολιτισμό, ο οποίος είναι έντονα διαποτισμένος από την ορθόδοξο πίστη και ζωή.

Βλάχοι Νεομάρτυρες, Αρχιερείς και Διδάσκαλοι του Γένους

Η διαχρονικά σταθερή προσήλωση των Βλάχων στην Ορθόδοξο Εκκλησία εξηγεί το γεγονός ότι από αυτούς αναδείχθηκαν Νεομάρτυρες Άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας, με τη μαρτυρική θυσία της ζωής τους, ανέκοψαν το κύμα του εξισλαμισμού και απέτρεψαν τον εκτουρκισμό. Αντιπροσωπευτικά αναφέρουμε τον εκ Μετσόβου Νεομάρτυρα Νικόλαο, τον εκ Σαμαρίνης Νεομάρτυρα Δημήτριο και τον εκ Βιθυκουκίου Κορυτσάς Νεομάρτυρα Νικόδημο.

Από τους Διδασκάλους του Γένους, που αγωνίστηκαν για την πνευματική θωράκιση των ραγιάδων, αναφέρουμε τον εκ Μοσχοπόλεως ιερομόναχο Νεκτάριο Τέρπο, τον εκ Μετσόβου Νικόλαο Τζαρτζούλη, τον εκ Μοσχοπόλεως Θεόδωρο Καβαλλιώτη και τον εκ Καστανιάς Τρικάλων ιερομόναχο Διονύσιο Πύρρο τον Θετταλό.

Από τον ανώτερο κλήρο μνημονεύουμε τους εκ Κλεινοβού Τρικάλων Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ματθαίο Α' και τον Αλεξανδρείας Ιερόθεο Α', τον εκ Μοσχοπόλεως Αρχιεπίσκοπο Αχριδών Ιωάσαφ, τον από Σωζοαγαθουπόλεως και Δημητριάδος Μητροπολίτη Λαρίσης Δωρόθεο Σχολάριο, τούς εκ Μετσόβου Μητρο­πολίτες Δρυϊνουπόλεως και Αργυροκάστρου Δοσίθεο και Κίτρους Παρθένιο, τον από Σταγών και Σηλυμβρίας Μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως Παΐσιο, τούς Μητροπολίτες Γρεβενών Νεόφυτο και Γαβριήλ και άλλους.

Νεομάρτυς Νικόλαος εκ Μετσόβου (+1617)

Ο νεομάρτυς Νικόλαος Μπασδάνης ή Βλαχονικόλας ή Εξηντατρίχης, όπως αλλιώς ονομάζεται, γεννήθηκε στο Μέτσοβο της Ηπείρου 1. Σε νεαρή ηλικία μετέβη στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, όπου εργαζόταν σε τούρκικο αρτοποιείο2.

Οι Τούρκοι, χρησιμοποιώντας τρομοκρατικές μεθόδους, τον ανάγκασαν να εξισλαμιστεί. Ο Νικόλαος συ­νειδητοποιώντας το πνευματικό του ολίσθημα, επέστρεψε στο Μέτσοβο, όπου ζούσε χριστιανικά 3.

Οι δύσκολες συνθήκες διαβιώσεως που επικρατούσαν αυτή την περίοδο στο Μέτσοβο, τον ανάγκασαν να ξαναπάει στα Τρίκαλα για να πουλήσει δαδί. Εκεί έγινε αντιληπτός από κάποιον Τούρκο κουρέα, ο οποίος για να μην τον παραδώσει στις τουρκικές αρχές τον ανάγκασε να του φέρνει κάθε χρόνο ένα φόρτωμα δαδί 4.

Με την επιστροφή του στο Μέτσοβο ο Νικόλαος εξομολογήθηκε το αμάρτημά του στον πνευματικό του και πήρε την μεγάλη απόφαση 5 να μην ξανασυμβιβαστεί σε θέματα πίστεως και, αν χρειαστεί, να θυσιάσει και τη ζωή του για την αγάπη του Χριστού.

Με την ευχή του πνευματικού του πήγε στα Τρίκαλα για να δώσει αυτή τη φορά την «καλήν μαρτυρίαν Ιησού Χριστού». Εκεί συνελήφθη από τούς Τούρκους και οδηγήθηκε στο δικαστήριο με βασική κατηγορία την αλλαξοπιστία. Στις ερωτήσεις και απειλές των Τούρκων δικαστών ο Νικόλαος ομολογεί την χριστιανική του πίστη 6.

Ο Νικόλαος υφίσταται διάφορα μαρτύρια και τελικά ρίχνεται στην πυρά στην κεντρική αγορά των Τρικάλων την 17ην Μαΐου 1617. Εκεί παρέδωσε το πνεύμα του στον Αρχηγό της ζωής και του θανάτου 7.

Η κάρα του, που διασώθηκε με θαυμαστό τρόπο, βρίσκεται σήμερα στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, ευωδιάζουσα και θαυματουργούσα 8. Εκτός από την αγία κάρα, σώζονται τεμάχια των χεριών του άγιου στην Ιερά Μονή Ελεούσης Ιωαννίνων, στο ναό Άγιου Νικολάου Σκαμνελίου Ιωαννίνων, καθώς και δόντι του αγίου στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μετσόβου 9.

Ασματικές ακολουθίες του άγιου συνέθεσαν ο Νικόλαος Τζαρτζούλης 10 και ο υμνογράφος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης 11. Ναοί του νεομάρτυρος ανεγέρθηκαν στα Τρίκαλα 12, στον Τύρναβο13, στην Οξύνεια Τρικάλων 14, στην Κατοχή Αιτωλοακαρνανίας 15, στην Πάρνηθα, στην Αχλαδέα, στον Βλαχάβα Καλαμπάκας και στο Μέτσοβο 16.

Η κατάταξη του νεομάρτυρος Νικολάου του εκ Μετσόβου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την 28ην Νοεμβρίου 1978, ύστερα από πρόταση του Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών κ.κ. Αλεξίου17. Ή μνήμη τού άγιου τιμάται την 17ην Μαΐου, ημέρα τού μαρτυρίου του.

Ο νεομάρτυς Δημήτριος ο εκ Σαμαρίνης

Ο νεομάρτυς Δημήτριος γεννήθηκε στη Σαμαρίνα της Πίνδου στα τέλη τού ιη΄ αί 18. Σε νεαρή ηλικία εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Αγίας Παρασκευής της γενέτειράς του19. Ως μοναχός ακολούθησε τον αρματολό των Χασίων Παπαθύμιο Βλαχάβα και πήρε μέρος στους αγώνες του. Περιόδευσε σε διάφορα μέρη της Ηπείρου και Θεσσαλίας, εμψυχώνοντας το λαό και ευαγγελιζόμενος το μήνυμα της εθνικής ελευθερίας 20. Ιδιαίτερα δραστηριοποιήθηκε μετά την αποτυχία τού κινήματος τού Παπα-Βλαχάβα, το οποίο ξέσπασε τον Μάϊο του 1808. Έκανε μεγάλες περιοδείες στη Θεσσαλία, στηρίζοντας τούς καταπτοημένους ραγιάδες 21.

Με εντολή του Αλή Πασά οδηγήθηκε δέσμιος στα Ιωάννινα. Πλήρη περιγραφή του μαρτυρίου του Δημητρίου μας δίδει ο τότε πρόξενος της Γαλλίας στα Ιωάννινα Pouqueville 22.

Λόγω της έμμονής του στην ορθόδοξο πίστη υπέστη φοβερά και επώδυνα μαρτύρια, με τελική φάση τον εντοιχισμό του 23. Δέκα ημέρες κράτησε ο τραγικός και επώδυνος βασανισμός τού Δημητρίου. Εκοιμήθη εν Κυρίω την 18ην Αυγούστου 1808 24.

Από την πρώτη στιγμή τού μαρτυρίου του ο Δημήτριος αναγνωρίστηκε ως άγιος στη συνείδηση και την πίστη της Εκκλησίας. Ο Pouqueville αναφέρει ότι ο οσιομάρτυς Δημήτριος δοξάσθηκε αμέσως ως άγιος και ότι έγιναν πολλά θαύματα σε πιστούς με την επίκληση τού ονόματος του 25.

Στη γενέτειρά του Σαμαρίνα το 1955 χτίστηκε μικρός ναός, με δαπάνη τού Ζήση I. Αγορογιάννη και στη θέση τού παλαιού το 1996 χτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός. Τεμάχιο τού Ιερού του λειψάνου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Ζάβορδας 26. Ασματική ακολουθία για τον άγιο Δημήτριο συνέταξε ο αείμνηστος υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, την οποία μελοποίησε ο πρωτοψάλτης Νικόλαος Καραβίδας. Η μνήμη του νεομάρτυρος τιμάται την 18ην Αύγουστου 27.

Ο οσιομάρτυς Νικόδημος

Κατήγετο από τη βλαχόφωνη κωμόπολη Βυθικούκι Κορυτσάς. Ήταν έγγαμος και πατήρ τέκνων. Σε μεγά­λη ηλικία εγκαταστάθηκε στην πόλη τού Βερατίου, όπου ασκούσε το επάγγελμα τού ράπτη 28.

Δυστυχώς, η συναναστροφή του με τούς Μουσουλμάνους τού Βερατίου τον έκανε να αρνηθεί την ορθό­δοξο πίστη, τόσον αυτός, όσον και η οικογένειά του. Μοναδική εξαίρεση ήταν το μικρότερο παιδί του, το οποίο οι Χριστιανοί φυγάδευσαν στο Άγιο Όρος 29.

Όταν πληροφορήθηκε ότι ο γιός του βρισκόταν στο Άγιο Όρος μετέβη εκεί με σκοπό να τον εξισλαμίσει. Ήρθε όμως σε μετάνοια και έγινε μοναχός, μετονομασθείς από Νικόλαος σε Νικόδημο 30·. Στην αλλαγή της ζωής του αποφασιστικά συνέβαλε ο Γέρων Φιλόθεος της Καλύβης της Θείας Αναλήψεως της Σκήτης της Αγίας Άννης 31.

Ύστερα από τη συγκλονιστική παρουσία της Θεοτόκου σε όνειρό του, ζήτησε την ευχή του Γέροντός του για να επιστρέψει στην πατρίδα του και να ξεπλύνει το όνειδος της αλλαξοπιστίας του με το μαρτύριο του αίματος. Πριν αναχωρήσει για το Μπεράτι επισκέφθηκε τον Γέροντα Ακάκιο της Σκήτης των Καυσοκαλυβίων, ο όποιος του έδωσε την ευχή να πορευτεί στο μαρτύριο και ως ευλογία του χάρισε μια ράβδο 32.

Με τον ερχομό του στο Μπεράτι στις προκλήσεις των Μουσουλμάνων ομολόγησε τον αληθινό Θεό και ήλεγξε την πλάνη των Αγαρηνών. Αυτό είχε ως συνέπεια τη σύλληψή του από τις τουρκικές αρχές, την παραπομπή του σε δίκη, τη φυλάκισή του και τελικά τον επώδυνο μαρτυρικό του θάνατο. Οι αντίχριστοι τον γκρέμισαν από το κάστρο του Βερατίου και, αφού τον μαστίγωσαν, τον αποκεφάλισαν την 10ην Ιουλίου 1722 33.

Το λείψανό του ενταφιάστηκε στον Ιερό Ναό της Θεομήτορος, κάτω από το φρούριο της πόλεως του Βερατίου. Από το ιερό του Λείψανο σώζεται η αγία κάρα του, που φυλάσσεται ευλαβικά στην οικία της οικογέ­νειας του Λαζάρου Κώτση. Ο πατέρας τού Λαζάρου Κώτση, Ηλίας, ήταν επίτροπος τού ναού και τη διεφύλαξε με κίνδυνο της ζωής του και της οικογένειάς του 34.

Ασματική ακολουθία του Αγίου Νικοδήμου εκδόθηκε στη Μοσχόπολη το 1742 από τον Γεώργιο Μοσχοπολίτη. Επανεκδόθηκε διορθωμένη το 1781 στη Βενετία. Στη σκήτη της Αγίας Άννης του Αγίου Όρους υπάρχει σε χειρόγραφο και άλλη ακολουθία, ποίημα τού Ιβηρίτου Μοναχού Νήφωνος. Εκδόθηκε το 1985 από τον ιερομόναχο Ματθαίο και τη συνοδεία του, μοναχών της Σκήτης της Αγίας Άννης 35.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ή χαλκογραφία πού φυλάσσεται στο παρεκκλήσιο τού νεομάρτυρος Γεωργίου της Κόνιτσας, στην οποία εικονίζονται στο επάνω μέρος η Κοίμηση της Θεοτόκου και κάτω ή προσωπογραφία τού νεομάρτυρος Νικοδήμου. Ό άγιος εικονίζεται φορώντας εξώρασο, πού μοιάζει με σιγκούνι. Με το δεξί του χέρι υψώνει σταυρό και στο αριστερό κρατεί κομποσχοίνι. Δεξιά του εικονίζεται η Σκήτη των Καυσοκαλυβίων του Αγίου Όρους 36.

Νεκτάριος Τέρπος

Γεννήθηκε το 1960 στη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στα ονομαστά σχολεία της γενέτειράς του και τα ολοκλήρωσε στην περίφημη Νέα Ακαδήμεια της Μοσχοπόλεως 37. Το 1709 μονάζει στη Σκήτη της Αγίας Άννης στο Άγιο Όρος 38 και μετά εγκαθίσταται στη Μονή του Όσιου Ναούμ Αχρίδος. Τελικά μεταβαίνει και εγκαθίστανται στη Μονή της Παναγίας Αρδενίτσας ή Αρδευούσης 39, η οποία δεσπόζει στην πεδιάδα της Μεγάλης Μουζακιάς. Εκεί δρα για μεγάλο χρονικό διάστημα ως μοναχός, πνευματικός και ηγούμενος.

Με ορμητήριο αυτό το μοναστήρι, ο Τέρπος άρχισε τη μεγάλη εθνικοθρησκευτική του δράση, η οποία τοποθετείται στο χρονικό διάστημα 1720-1730 40. Δραστηριοποιήθηκε στα Τρίκαλα, στην Άρτα και κυρίως στον ευρύτερο Ιστορικό χώρο της Ηπείρου, στα χωριά της Σπαθίας και το Μπεράτι 41.

Το 1730 ό Νεκτάριος Τέρπος βρίσκεται στη Βενετία, όπου τυπώνει το 1732 με έξοδα τού Μοσχοπολίτη έμπορου Χατζή Μιχάλη Γκούστα το περίφημο βιβλίο του «Πίστις». Αυτό το πολύτιμο έργο κυκλοφόρησε σε πολλές εκδόσεις, από τις οποίες γνωρίζουμε εννέα, που εκδόθηκαν στο διάστημα 1732 μέχρι και τού 1818 42. Ο Νεκτάριος Τέρπος συνέγραψε επίσης το έργο «Ζητήματα διάφορα θεολογικά κατ’ ερωταπόκρισιν, συναθροισμένα από τα συγγράμματα του Μεγάλου Αθανασίου και από άλλους πατέρας, και εξηγημένα εις απλήν φράσιν με περίφραση, Ενετίησι 1732». Σε αντίθεση με το πρώτο του έργο που είναι ηθικοδιδακτικό, αυτό το σύγγραμμα είναι δογματικό 43.

Δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για αυτή τη μεγάλη μορφή της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Αγνοούμε εάν επέστρεψε από τη Βενετία, πότε και πού πέθανε44. Εκείνο πού γνωρίζουμε είναι ότι η σεβασμία μορφή του είχε ιστορηθεί στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων της Μοσχοπόλεως 45.

Ο Νεκτάριος Τέρπος ανήκει στους μεγάλους αγωνιστές των χρόνων της σκλαβιάς. Αναχαίτισε το κύμα του εξισλαμισμού , τόνωσε το εθνικό φρόνημα των καταπτοημενών ραγιάδων, καυτηρίασε τις αθρόες αλλαξοπιστίες και ποτέ δεν συμβιβάστηκε με το φαινόμενο του κρυπτοχριστανισμού, το όποιο θεωρούσε νόθο κατάσταση και αδυναμία ευθείας και πεπαρρησιασμένης ομολογίας της αλήθειας. Πρόβαλε με πάθος την ορθόδοξο πίστη και την ιδέα της εθνικής ελευθερίας.

Νικόλαος Τζαρτζούλης

Γεννήθηκε στο Μέτσοβο μεταξύ των ετών 1706 και 1710. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του. Συνέχισε τις σπουδές του στα Γιάννινα μέχρι το 173646. Χρημάτισε διδάσκαλος στα Τρίκαλα για μια δωδεκαετία (1736-1748) για να καταλήξει στα Ιωάννινα, όπου υπηρέτησε ως υποδιδάσκαλος στη Σχολή Γκιούμα από το 1748-1750 47.

Στο διάστημα 1751-1755 μετέβη στην Ιταλία 48, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες, ανώτερα μαθηματικά, νεώτερη φιλοσοφία και ιατρική49. Στη συνέχεια ο Τζαρτζούλης πήγε το 1758 στην Κωνσταντινούπολη, όπου προσελήφθη ως παιδαγωγός τού Κων/νου Βοεβόδα, για να αποσπασθεί πολύ γρήγορα στην Πατριαρχική Ακαδημία, όπου δίδαξε Μαθηματικά 50. Το 1759, με πρόσκληση του Πατριάρχου Σεραφείμ Β΄, ο Τζαρτζούλης ανέλαβε τη διεύθυνση της Αθωνιάδος Ακαδημίας, διαδεχθείς τον Ευγένιο Βούλγαρη 51. Στην Αθωνιάδα Σχολή ο Τζαρτζούλης είχε μαθητή του τον Κοσμά τον Αίτωλό 52.

Μετά το Άγιον Όρος, ο Τζαρτζούλης αναλαμβάνει σχολάρχης στο Ελληνοσχολείο του Μετσόβου, 1761-1764, όπου διδάσκει φυσικές επιστήμες με τη βοήθεια πειραματικών οργάνων 53.

Το 1765 διδάσκει στον Τύρναβο και μετά ένα έτος, το 1766, για δεύτερη φορά στα Τρίκαλα. Τέλος μεταβαίνει στη Ρουμανία, όπου αναλαμβάνει τη σχολαρχία της ηγεμονικής σχολής του Ιασίου, διαδεχθείς τον Νικηφόρο Θεοτόκη. Στη Σχολή του Ιασίου ό Τζαρτζούλης δίδαξε μέχρι τον θάνατό του (1772 ή 1773) 54.

Ο Νικόλαος Τζαρτζούλης υπήρξε αξιολογότατος και πολυγραφότατος συγγραφεύς. Τα έργα του είναι ποικίλου περιεχομένου, όπως ερμηνευτικά, φιλοσοφικά, μεταφράσεις, λόγοι, επιστολές, καθώς και διάφορα άρθρα που αναφέρονται στις μαθηματικές και φυσικές επιστήμες 55. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι φιλοσοφικές θέσεις του Τζαρτζούλη, όπου ασκεί κριτική της αριστοτελικής φιλοσοφίας 56. Δικαιολογημένα ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ τον θεωρούσε ισάξιο του Ευγενίου Βουλγάρεως και του Νικηφόρου Θεοτόκη 57.

 

Ματθαίος ο Β΄, Οικουμενικός Πατριάρχης (1596, 1598-1602)

Γεννήθηκε το β΄ τέταρτο του ιστ΄ αι. στο βλαχόφωνο χωριό Κλεινοβός Καλαμπάκας 58. Χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ιωαννίνων προ του 1582 59. Λόγω των μεγάλων πνευματικών του ικανοτήτων, ο Πατριάρχης Κων/λεως Ιερεμίας ο Β’ του ανέθεσε διάφορες αποστολές για τη στήριξη των πατριαρχικών δικαίων 60.

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Ιερεμία Β΄, που συνέβη τα τέλη του 1595, τον Απρίλιο του 1598 εκλέγεται Οικουμενικός Πατριάρχης από ομάδα δέκα αρχιερέων. Η μη αναγνώριση της εκλογής του τον οδήγησε στο Άγιο Όρος. Το 1598 επανήλθε στον Πατριαρχικό Θρόνο 61.

Το σημαντικότερο γεγονός της πατριαρχείας του υπήρξε η μεταφορά στο Φανάρι του πατριαρχικού οίκου και ναού από την Ξυλόπορτα. Ασχολήθηκε επίσης το 1601 με το αρχιεπισκοπικό ζήτημα της Κύπρου. Από τις άλλες δραστηριότητές του αναφέρουμε την καταπολέμηση της προπαγάνδας της Ουνίας στην Πολωνία και Λιθουανία, την επίλυση του σιναϊτικού ζητήματος στην πρώτη φάση του 62, την αγιοκατάταξη της αγίας Φιλο­θέης της Αθηναίας, την αναγόρευση σε σταυροπηγιακή της εν Σύμη Μονής τού Ταξιάρχου και την επικύρωση των πατριαρχικών δικαίων της Μονής Αγίας Αναστασίας Θεσσαλονίκης63 .

Με διάκριση και σύνεση χειρίστηκε το πρόβλημα του Μητροπολίτου Λαρίσης Διονυσίου του Φιλοσόφου ή «Σκυλοσόφου» 64. Το 1602 αναγκάσθηκε σε παραίτηση. Αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος, όπου ζων ως απλός μοναχός, εκοιμήθη εν Κυρίω.

Διονύσιος Πύρρος, ο Θετταλός (1774-1853)

Γεννήθηκε στο βλαχόφωνο χωριό Καστανιά Καλαμπάκας το 1774. Τα εγκύκλια γράμματα διδάχθηκε στη γενέτειρά του. Με τον αδελφό του Ιωακείμ χειροτονήθηκαν ιεροδιάκονοι στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Μετεώρων από τον πρώην Τρίκκης Αμβρόσιο, ο οποίος μόναζε εκεί 65.

Ο Διονύσιος φοίτησε αλληλοδιαδόχως στις Σχολές Τρίκκης και Τυρνάβου. Αρχικά μετέβη στο Άγιο Όρος και μετά στην Κωνσταντινούπολη, όπου προσελήφθη ως οικοδιδάσκαλος. Μετά την εις Ιερέα χειροτονία του ανεχώρησε για τα Ιεροσόλυμα. Με δίψα για γνώση συνέχισε τις σπουδές του στης Σχολές των Κυδωνιών και της Χίου 66.

Δίδαξε για μικρό διάστημα στη Σμύρνη και για ολοκλήρωση των σπουδών του μεταβαίνει στην Ιταλία. Τό1807 εγγράφεται ως φοιτητής της Ιατρικής και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο τις Παβίας και το 1813 αναγορεύεται διδάκτωρ της Ιατρικής 67.

Ύστερα από πολυετή δράση στην Ευρώπη επέστρεψε στην Ελλάδα. Στην Αθήνα, παράλληλα με το διδακτικό έργο, άσκησε και το λειτούργημα του ιατρού. Εκεί δημιούργησε τον βοτανικό κήπο με 300 είδη βοτάνων και ορυκτολογικό μουσείο με 300 είδη ορυκτών 68. Το 1820 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ τον διόρισε αρχιμανδρίτη και ιεροκήρυκα του Οικουμενικού Θρόνου 69.

Με την κήρυξη της Επαναστάσεως μεταβαίνει στην Πελοπόννησο, όπου αναπτύσσει αξιόλογο δράση. Με δική του δαπάνη σύστησε χαρτοποιεία στο Μυστρά το 1827, στο Άργος το 1829 και στην Αθήνα με την έλευση τού Όθωνος 70. Έγραψε πλήθος έργων, που αναφέρονται σε ιατρικά, γεωγραφικά και εκκλησιαστικά θέματα71. Εκοιμήθη εν Κυρίω την 12ην Φεβρουάριου 1853.

Ιωάσαφ, Αρχιεπίσκοπος Αχριδών (1718-1745)

Γεννήθηκε το 1660 στη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου και στα λαμπρά εκπαιδευτήριά της έκανε τις σπουδές του 72. Το 1706 εκλέχθηκε Επίσκοπος Πρεσπών, το 1709 Μητροπολίτης Κορυτσάς 73 και την 6ην Ιουλίου 1718 έγινε Αρχιεπίσκοπος Αχριδών 74. Ή ενθρόνισή του έγινε τον Φεβρουάριο τού 1719 στον ιστορικό ναό της τού Θεού Σοφίας Αχρίδος.

Ως Αρχιεπίσκοπος Αχριδών ο Ιωάσαφ περιφρούρησε το ορθόδοξο δόγμα, αγωνίστηκε για την ηθική εξύψωση τού κλήρου, περιέσωσε την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος από τη δεινή οικονομική κρίση στην οποία είχε περιέλθει, διέδωσε το αγαθό της παιδείας σε όλη την περιοχή, χορήγησε υποτροφίες σε άξιους σπουδαστές και ανακαίνισε τούς περισσότερους ιερούς ναούς. Για την τόνωση τού θρησκευτικού φρονήματος του λαού, εξέδωσε πολλά ψυχωφελή έργα και κυρίως βίους Αγίων της περιοχής 75.

Δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα για την εξάλειψη των εξωκλιματικών από την Αρχιεπισκοπή 76. Με δική του πρωτοβουλία ανεγέρθηκε τό μεγαλοπρεπές κτίριο της περίφημης Ακαδημίας της Μοσχοπόλεως.

Πλήρης ημερών εκοιμήθη εν Κυρίω την 22αν Οκτωβρίου 1745 και τάφηκε στην Αχρίδα.

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάσαφ υπήρξε μεγάλη εκκλησιαστική φυσιογνωμία και ο τελευταίος άξιος λόγου Αρ­χιεπίσκοπος Αχριδών. Αγωνίσθηκε με όλες του τις δυνάμεις για την ανεξαρτησία της Αρχιεπισκοπής, αλλά και την εξύψωση του γοήτρου και του κύρους της77 .

Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως και Αργυρόκαστρου Δοσίθεος (1760-1810)

Γεννήθηκε στο Μέτσοβο και φοίτησε στο ελληνικό σχολείο του με διδάσκαλο τον Δημήτριο Βαρδάκα 78. Το 1759 κατέλαβε τη θέση του αρχιδιακόνου της Μητροπόλεως Ιωαννίνων 79, ενώ παράλληλα ασκούσε καθήκοντα Επιτρόπου της Πατριαρχικής Εξαρχίας Μετσόβου. Το 1760 εκλέχθηκε Επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως και Αργυρόκαστρου 80.

Ως Μητροπολίτης Αργυροκάστρου εργάστηκε με ζήλο για την πνευματική προαγωγή του ποιμνίου του και ανέπτυξε μεγάλη εθνική και κοινωνική δράση 81. Στο Αργυρόκαστρο ίδρυσε με δικές του δαπάνες και συντηρούσε φροντιστήριο 82, το οποίο διηύθυνε ο αδελφός του Κων/νος, διδάσκαλος, από τους αρίστους αποφοίτους της Μπαλαναίας Σχολής 83.

Στις δραστηριότητές του εντάσσονται η ανακαίνιση του Επισκοπικού Μεγάρου, το χτίσιμο εβδομήντα περίπου Εκκλησιών 84 και η σύνταξη το 1760 του Επισκοπικού Κώδικα Αργυροκάστρου, ο οποίος αποτελεί πολύ καλή ιστορική πηγή για την Εκκλησιαστική Ιστορία της Ηπείρου 85. Ποίμανε για σαράντα ολόκληρα χρόνια την ιστορική και νευραλγική Επισκοπή του.

Χαρακτηρίζεται ως τίμιος, θεοσεβής και πράος ανήρ 86. Ήταν τόσο ενάρετος, ώστε απολάμβανε του σε­βασμού και της τιμής και αυτών ακόμη των Μουσουλμάνων. Εκοιμήθη εν Κυρίω το 1810 σε προχωρημένη ηλικία.

Δωρόθεος Σχολάριος (1812-1889)

Γεννήθηκε στη Βεντίστα (Αμάραντος) Καλαμπάκας την 2α Φεβρουάριου 1812 87. Αρχικά σπούδασε στα Τρίκαλα 88 και μετά φοίτησε στην ελληνική σχολή των Καρυών του Αγίου Όρους. Το 1834 εκάρη μοναχός στη Μονή Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Το 1835 συνέχισε τις σπουδές του στη Θεσσαλονίκη, όπου παράλληλα υπηρετούσε ως Διάκονος στο ναό του Αγίου Δημητρίου. Με την επιστροφή του στο Άγιο Όρος χειροτονήθηκε ιερεύς 89.

Ως ελληνοδιδάσκαλο τον συναντούμε στο Καρλόβασι της Σάμου και μετά ως φοιτητή της Θεολογικής και Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1844 διδάσκει ως ελληνοδιδάσκαλος στο Ρέθυμνο και στη συνέχεια μεταβαίνει στην Κων/λη, όπου αρχικά διδάσκει στο Ελληνικό Παρθεναγωγείο. Από το 1849-1852 διετέλεσε Σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής 90.

Το 1852 εκλέχθηκε Μητροπολίτης Σωζοαγαθουπόλεως, το 1858 μετατέθηκε στη Δημητριάδος 91 και το 1870 εκλέχθηκε Μητροπολίτης Λαρίσης. Από τις τουρκικές αρχές κατηγορήθηκε ως «λίαν φιλέλλην» και γι’ αυτό τον Νοέμβριο του 1870 ακυρώθηκε η εκλογή του. Αρχικά έμεινε στην Κων/λη και από το 1875 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εκοιμήθη εν Κυρίω την 29η Ιουνίου 1888» 92.

Ο Δωρόθεος Σχολάριος έγινε γνωστός στον θεολογικό κόσμο χάρη στα έργα του «Κλείς Πατρολογίας και Βυζαντινών συγγραφέων...», Αθήναι 1879 (β΄ έκδ. Αθήναι 1980) και «Ταμείον Πατρολογίας», τ. Α΄, εν Αθήναις 1883. τόμ. Β΄ και Γ΄-Θ΄, εν Αθήναις 1887 93. Άλλο έργο του Δωροθέου είναι το «Έργα και ημέραι», Αθήναι 1887.

Ανεδείχθη ευεργέτης του Γένους για τις πολλαπλές του δωρεές και Μέγας Ευεργέτης τού Πανεπιστημίου Αθηνών για την προαγωγή της θεολογικής επιστήμης 94. Ιδιαίτερη υπήρξε η μέριμνά του για τα Τρίκαλα και τη Βεντίστα 95. Τέλος μεγάλη σημασία έδωσε στην εκπαίδευση των Βλάχων 96.

Παΐσιος Μητροπολίτης Σταγών, Σηλυμβρίας και Φιλιππουπόλεως (; - 1822)

Γεννήθηκε το β΄ μισό τού ιη΄ αι. στο βλαχόφωνο χωριό Κλεινοβός, σήμερα Κλεινός Καλαμπάκας. Αρχικά φοίτησε στη Σχολή Τρίκκης και αργότερα στην Πατριαρχική Ακαδημία Κων/πόλεως 97.

Υπηρέτησε ως Διάκονος του Λαρίσης Μελετίου. Το 1784 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Σταγών. Παραιτήθηκε από αυτή την Επισκοπή το 1808 98.

Η παραίτησή του οφείλεται στην πρόσκλησή του από την Πατριαρχική Σύνοδο να συστήσει Ελληνικό Σχολείο στις Καρυές του Αγίου Όρους. Το 1816 εκλέχθηκε Επίσκοπος Σηλυμβρίας και το 1818 εξελέγη Μη­τροπολίτης Φιλιπουπόλεως, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, τον Ιανουάριο τού 1822 99.

Ο Παΐσιος ανήκει στη χορεία των πογίων Ιεραρχών. Υπήρξε φίλος των γραμμάτων και της επιστημονικής έρευνας, γι’ αυτό και ως Μητροπολίτης Σταγών επανίδρυσε τη Σχολή των Μετεώρων, καθώς και το σχολείο της γενέτειράς του 100. Η κοινωνική ευαισθησία του εκδηλώθηκε με τη δημιουργία πολλών κληροδοτημάτων στην Επαρχία της Καλαμπάκας, σε σχολεία και μοναστήρια. Την πλούσια βιβλιοθήκη του δώρισε στη Μονή της Αγίας Τριάδος Μετεώρων 101. Ιδιαίτερη μέριμνα έδειξε για την ιδιαίτερη πατρίδα του τον Κλεινοβό, όπου με τη βοήθειά του κατασκευάσθηκε το τέμπλο και ιστορήθηκαν οι τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής των Αγίων Αποστόλων. Στη Μονή αυτή σώζεται εκτενής αυτοβιογραφία του 102.

Ιερόθεος Α΄, Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1825 – 1845 )

Γεννήθηκε στο βλαχόφωνο χωριό Κλεινοβός (σημ. Κλεινός) Καλαμπάκας το 1757. Το 1802 εκλέχθηκε Επίσκοπος Ζητουνίου (Λαμίας), το 1819 Παροναξίας και το 1820 Νικαίας 103. Την 29ην Οκτωβρίου 1825 με βία και απειλές του Σουλτάνου, αλλά και με την επίμονη παράκληση όλης της Εκκλησίας, δέχθηκε την εκλογή του στον Πατριαρχικό Θρόνο Αλεξανδρείας 104.

Η διακονία του ως Πατριάρχου του δευτέρου τη τάξει ορθοδόξου πρεσβυγενούς Πατριαρχείου, υπήρξε γόνιμη και δημιουργική. Το έργο του υπήρξε ποιμαντικό, εθνικό και κοινωνικό. Από την πρώτη ημέρα της πατριαρχείας του επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση του Πατριαρχείου και την ανακαίνιση ναών και μονών.

Ανακαίνισε το ναό αγίου Νικολάου Καΐρου, την Ιερά Μονή αγίου Σάββα Αλεξανδρείας, τον ιερό ναό Θεο­τόκου Παλαιού Καϊρου 105, τα μετόχια τού Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στο Βουκουρέστι και το Ιάσι. Ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια Ξενοδοχείο και περιόρισε την ένταση στις σχέσεις των αραβοφώνων με το Πατριαρχείο. Ίδρυσε στο Κάϊρο το 1842 ελληνοαραβική σχολή και με τη βοήθεια τού Μιχαήλ Τοσίτσα εξαγόρασε πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους 106.

Μεγάλης σημασίας έργο ήταν η καταπολέμηση των ενεργειών των Σύρων Ουνιτών, που υποστηρίζονταν από τούς γάλλους πρεσβευτές και προξένους του οθωμανικού κράτους. Κατόρθωσε να το επιτύχει με τη γενναιόδωρη συνδρομή των Μεγάλων εκ Μετσόβου Εθνικών Ευεργετών Μιχ. Τοσίτσα και Νικ. Στουρνάρη, καθώς και με την εύνοια τού μεγάλου αναμορφωτού της Αίγυπτου Μωχάμετ Αλή 107.

Ο Αλεξανδρείας Ιερόθεος συνεργάστηκε στην έκδοση εγκυκλίου των τεσσάρων πατριαρχών της Ανατολής εναντίον της λατινικής προπαγάνδας (1839) και συνεισέφερε για τη συντήρηση ορθοδόξου Επισκόπου στο Χαλέπι της Συρίας 108. Εκοιμήθη εν Κυρίω την 8ην Σεπτεμβρίου 1845 σε ηλικία 87 ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε με βασιλική πομπή στο Κάϊρο, όπου ετάφη στον εκεί ναό του αγίου Νικολάου 109.

Μητροπολίτης Κίτρους Παρθένιος

Γεννήθηκε το 1867 στα Ιωάννινα 110. Ή καταγωγή του πατέρα του ήταν από το Μέτσοβο 111. Γράφτηκε αρ­χικά στο Σχολαρχείο της Ζωσιμαίας Σχολής και στη συνέχεια φοίτησε στην Ιερατική Σχολή της Νήσου Ιωαννίνων. Μετά το πέρας των σπουδών του σ’ αυτήν συνέχισε τις σπουδές του στη Ριζάρειο Σχολή και ακολούθως στη Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών 112.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Ζ΄ ό Τσάτσος τον διόρισε Δευτερεύοντα Διάκονο των Πατριαρχείων. Από τη θέση αυτή πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στη Μητέρα Εκκλησία. Λόγω των ικανοτήτων του και κυρίως της διπλωματικής του ευστροφίας, χρησιμοποιήθηκε σε εξαρχικές αποστολές, μία από τις οποίες ήταν στην πατρίδα του το Μέτσοβο, για την επίλυση κοινοτικών διαφορών 113.

Το 1904 από την Επισκοπική Σύνοδο Θεσσαλονίκης εκλέχθηκε Επίσκοπος Κίτρους. Η ενθρόνισή του στην Κατερίνη έγινε την 25ην Μαρτίου 1904 114. Το έργο του ως Μητροπολίτου Κίτρους υπήρξε ποιμαντικό, εθνικό και κοινωνικό. Πρωτοστάτησε στην ανέγερση ναών, την ανάπτυξη τού μοναχισμού και την προστασία τού ποιμνίου του από τις αυθαιρεσίες των οθωμανικών αρχών.

Αντιμετώπισε με επιτυχία την λαίλαπα της ρουμανικής προπαγάνδας, η οποία λυμαίνονταν τη Μητρόπολή του και προσπαθούσε να αλώσει την ελληνική εθνική συνείδηση των Βλάχων της Επαρχίας του 115. Ιδιαίτε­ρη έμφαση έδωσε στη λειτουργία ελληνικών σχολείων στην Κατερίνη και σε όλα τα χωριά της Μητροπόλεώς του.

Μεγάλη υπήρξε η προσφορά του στον Μακεδονικό Αγώνα, ο οποίος στα χρόνια της επισκοπικής του διακονίας στη Μητρόπολη Κίτρους έφθασε στο αποκορύφωμά του. Η μεγάλη του δραστηριότητα στη στήριξη των εθνικών μας θεμάτων ήταν ή αφορμή της πολεμικής εναντίον του από τούς ρουμανίζοντες, τους Βουλγάρους και τις οθωμανικές αρχές, οι οποίες τρεις φορές οργάνωσαν τη δολοφονία του 116.

Μετά την απελευθέρωση της Κατερίνης από τον τουρκικό ζυγό, περιέθαλψε τούς μουσουλμανικούς πλη­θυσμούς της Επαρχίας του και τους προστάτευσε από τυχόν αντίποινα των ελληνικών στρατευμάτων.

Μετά την ανύψωση της Επισκοπής Κίτρους σε Μητρόπολη την 7ην Οκτωβρίου 1924, ο Παρθένιος εκλέχθηκε Μητροπολίτης Κίτρους 117.

Ο Παρθένιος, εκτός των άλλων, διακρίθηκε και ως συγγραφεύς. Τα έργα του είναι απολογητικά, φιλοσοφικά και ιστορικά. Ενδεικτικά αναφέρουμε το έργο «Περιγραφή κυρίως εννέα ετών Τουρκοκρατίας της περιφέ­ρειας Επισκοπής Κίτρους από του 1903-1912, τοπογραφική και ηθικοθρησκευτική μετά ιστορικογεωγραφικών παρατηρήσεων», εν Αθήναις 1918 118.

Εκοιμήθη εν Κυρίω την 25ην Φεβρουαρίου 1933. Άφησε ολόκληρη την περιουσία του στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή και στο Εθνικό και Καπποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 119.

Βλάχοι και Ορθοδοξία
Μιχαήλ Γ. Τρίτος
Ομ. Καθηγητής Α.Π.Θ., πρώην Κοσμήτορος Θεολογικής Σχολής
(Την παρουσίαση έκανε ο Δρ. Βάϊος Κυρίτσης, λόγω κωλύματος του κου Μ. Τρίτου)
Οι Βλάχοι του ελληνικού χώρου
Επιστημονική ημερίδα αφιέρωμα στον Αστέριο Κουκούδη
Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

1 Μιχ. Γ. Τρίτου, Ο Μετσοβίτης Νεομάρτυς Νικόλαος , Ιωάννινα 2005, σ. 49.

2 Νικοδήμου Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, Αθήναι 1961, σ. 67.

3 Χρυσ. Παπαδοπούλου, Οι Νεομάρτυρες, έκδ. «Τήνος», Αθήναι 1970, σ. 59.

4 Βικτ. Ματθαίου, Ο Μέγας συναξαριστής της Ορθόδοξου Εκκλησίας, εν Αθήναις 1950, τ. ε΄, σ.422.

5 Κων. Χ. Δουκάκη, Μέγας συναξαριστής, εν Αθήναις 1892, σ. 310.

6 Συναξαριστής Νεομαρτύρων (1400-1900 μ.Χ.), εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 532.

7 Σωφρ. Ευστρατιάδου, Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1960, σ. 359.

8 Νικ. I. Γιαννοπούλου, Τα Μετέωρα, Βόλος 1926, σ. 78.

9 Τρίτου, ό.π., σ. 55. Πρβλ. Θέκλας Μοναχής, Η Παναγία τον Μετσόβου, α. τ. 1985, σ. 52.

10 Νικ. Κύρκου, Ακολουθία τον Αγίου Νεομάρτυρος Νικολάου, Ενετίησι 1757.

11 Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων, Ηπειρωτικόν Λειμωνάριον, εν Αθήναις 1968, σσ.54-61.

12 Δημ. Καλούσιου, «Ο Μετσοβίτης νεομάρτυρας Νικόλαος», Τρικαλινό Ημερολόγιο 8 (1984), σ.85.

13 Αγγελικής Χατζημιχάλη, Οι εν τω Ελληνοσχολείω Μετσόβου διδάξαντες και διδαχθέντες, εν Ιωαννίνοις 1940, σ. 67.

14 Δημ. Καλούσιου, «Το πανηγύρι του Μετσοβίτη νεομάρτυρα αγίου Νικολάου στην Οξύνεια Καλαμπάκας», Εφημ. Πρωινός Λόγος Τρικάλων, αρίθμ. φύλλ. 5052/25-5-1986.

15 Κων. Ρόμπολα, Ο «Κατοχιανός» Άγιος Νικόλαος ο Μετσοβίτης, Κατοχή 2002, σ. 34.

16 Εύαγ. Αβέρωφ-Τοσίτσα, Στο Μοναστήρι του Άη-Νικόλα, Αθήνα 1978, σ. 10.

17 Τρίτου, ό.π., σσ. 77-94.

18 Μιχ. Γ. Τρίτου, Ο νεομάρτυς Δημήτριος ο εκ Σαμαρίνης και εν Ιωαννίνοις αθλήσας, Βελλά Ιωαννίνων 2001, σ. 155.

19 Ιεράς Μητροπόλεως Γρεβενών, Βίος και Ακολουθία τού αγίου Οσιομάρτυρος Δημητρίου του νέου τού εκ Σαμαρίνης, Γρεβενά 1984, σ. 40.

20 Βίκτ. Ματθαίου, Ο Μέγας Συναξαριστής , τ. η΄, Αθήναι 1956, σ. 275.

21 Ίωάν. Μ. Περαντώνη, Λεξικόν των Νεομαρτύρων, τ. Α΄, 1972, σ. 166.

22 Ε. Pouqueville, Histoire de la Référation de la Gréce, Paris 1824, I, σ. 295. Πρβλ. K. Σαρδελής, Πρόγονοι, Αθήναι 1985, σσ. 144-146.

23 Συναξαριστής Νεομαρτύρων, ό.π., σ. 728.

24 Γεωργ. Αθ. Οικονόμου, Οι είκοσι πέντε άγιοι της Ηπείρου, Αθήναι 1938, σ. 179. Πρβλ. Τρίτου, ό.π., σ. 159.

25 Pouqueville, ό.π.

26 Ιεράς Μητροπόλεως Γρεβενών, ό.π., σ. 43.

27 Χρυσοστ. Παπαδοπούλου, Οι Νεομάρτυρες, Αθήναι 1970, σ. 112.

28 Ιεράς Μητροπόλεως Βερατίου, Αυλώνος και Κανίνης, Ημερολόγιον του έτους 2007. Αφιερωμένο στον άγιο Οσιομάρτυρα Νικόδημο τον ράπτη του Βερατίου της Αλβανίας, σ. 5.

29 Ιωαν. Μ. Περαντώνη, Λεξικόν Νεομαρτύρων, τ.γ΄, εν Αθήναις 1972, σ. 380.

30 Νικοδ. Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, εκδοτικός οίκος «Αστήρ», Αθήναι 1993, σ.11.

31 Ιεράς Μητροπόλεως Βερατίου, ό.π., σ. 8.

32 Συναξαριστής Νεομαρτύρων, ό.π., σ. 685.

33 Βίκτ. Ματθαίου, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εν Αθήναις 1950, τ. Ε΄, σ.213. Πρβλ. Χρυσ. Παπαδοπούλου Οι Νεομάρτυρες, εκδ. «Τήνος», Αθήναι 19703, σ. 43.

34 Ίερας Μητροπόλεως Βερατίου, ό.π., σ. 19.

35 Φωτ. Γ. Οικονόμου, Αγιολόγιον πάντων των εν Ηπείρω Αγίων, Αθήναι α. χ., σ. 110. Πρβλ. του ίδιου, Η Εκκλησία εν Βορείω Ηπείρω, Αθήναι 1969, σ. 109.

36 Μιχ. Γαρίδη - Θαν. Παλιούρα, Συμβολή στην εικονογραφία Νεομαρτύρων, Ανάτυπο από τα Ηπειρωτικά Χρονικά, Ιωάννινα 1980, σ. 201.

37 Μιχ. Γ. Τρίτου, Νεκτάριος Τέρπος, ο Μοσχοπολίτης Διδάσκαλος τον Γένους, Ιωάννινα 1999, σ.85.

38 Ευλ. Κουρίλα, «Γρηγόριος ό Άργυροκαστρίτης», Θεολογία 11 (1933), σ. 45.

39 Μιχ. Γ. Τρίτου, «Ιερά Μονή Αρδενίτσας ή Άρδευούσης», Άγιος Νικήτας Ι. Μ. Σερρών και Νιγρίτης, Ιούλιος 1996, σ. 176.

40 Ελευθερίας Ι. Νικολαΐδου, Οι Κρυπτοχριστιανοί της Σπαθίας (Αρχές 18 ου αί. -1912), εκδόσεις ΙΜΙΑΧ, Ιωάννινα 1979, σ. 25.

41 Αχιλ. Γ. Λαζάρου, Αλβανοί - Αρβανίτες, Βορειοηπειρώτες, Αθήναι 1992, σ. 18.

42 Γ. Βαλέτα, «Νεκτάριος Τέρπος, ό αγνοημένος μεγάλος φωτιστής, πρόδρομος τού Κοσμά Αιτωλού (1690-1740)», ΝΕ 89 (1971), σσ. 577-578.

43 Τρίτου, ό.π., σ. 94.

44 Γ. Βαλέτα, Ο αρματωμένος λόγος. Οι αντιστασιακές διδαχές τον Νεκταρίου Τέρπου βγαλμένες στα 1730. Εισαγωγή - Εκλογές, Αθήνα 1971, σσ. 2-3.

45 Θεοφ. Γεωργιάδου, Μοσχόπολις, Αθήναι 1975, σ. 69.

46 Μιχ. Γ. Τρίτου, Ή Πατριαρχική Εξαρχία Μετσόβου (1659-1924), Ιωάννινα 1991, σ.110.

47 Ό.π.

48 Γεωργ. Αινιάνος, Συλλογή ανεκδότων συγγραμμάτων του αοιδίμου Ευγενίου του Βουλγάρεως, εν Αθήναις 1838, σ. 13.

49 Μαρίας Νυσταζοπούλου, Η Ήπειρος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και η εθνική αναγέννηση, Ιωάννινα 1982, σ. 20.

50 Μαν. Γεδεών, Χρονικά τής Πατριαρχικής Ακαδημίας, εν Κωνσταντινουπόλει 1873, σ. 200. Πρβλ. Γ. Πρίντζιπα, Λογάδες του Γένους, έκδ. «Ακρίτας», Αθήνα 1985, σ. 192.

51 Κων. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. γ', εν Βενετία 1872, σ. 229. Πρβλ. Άλκη Αγγέλου, «Το χρονικό της Αθωνιάδας», Νέα Εστία 37 (1963), σ. 100.

52 Σαπφείρου Χριστοδουλίδου, Ακολουθία και βίος του εν αγίοις πατρός ημών Κοσμά του Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου, Βενετία 1814, σ. 32. Πρβλ. Παντ. Πάσχου, Κοσμάς ό Αιτωλός, Αθήνα 1985, σ. 16 και Μιχ. Γ. Τρίτου, Κοσμάς ό Αιτωλός, ο Φωτιστής του Γένους - ο Προφήτης, Αθήναι, σ. 10.

53 Αγγελικής Χατζημιχάλη, Οι εν τω Ελληνοσχολείω Μετσόβου διδάξαντες και διδαχθέντες, εν Ιωαννίνοις 1940, σ. 112.

54 Αθαν. Θεοδώρου, Περί των ελληνικών Σχολών εν Ρουμανία (1644-1821), Αθήνησιν 1898, σ.67.

55 Florica Τ. Címpan, «Manuscrisul de aritmética al lui Nico- lae Cercel», Anale le Universitatii «Al. I. Cuza», Iasi 1962, t. viii, p. 577. Πρβλ. Néstor Camariano, Catalogul manuscriselor precesti, voll. II, Bucuresti 1940, a. 12 και Κυρ. Μελιρρύτου, Χρονολογία ιστορική, εν Οδησσώ 1836, σ. 351.

56 Λίνου Μπενάκη, «Ανέκδοτο κείμενο τού Νικολάου Ζαρζούλη», Δευκαλίων 21 (1978), σσ. 90-93. Πρβλ. του ίδιου, «Από την ιστορία του Μεταβυζαντινού Αριστοτελισμού στον ελληνι­κό χώρο», Φιλοσοφία 7 (1977), σσ. 433-450.

57 Ariadna Camariano-Cioran, Les Académies Princiéres de Bu- carest et de Jassy et leurs professeurs, Thessalonici 1974, σ. 600.

58 Θεοδ. A. Νημά, Η εκπαίδευση στη Δυτική Θεσσαλία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 215.

59 Φωτ. Γ. Οικονόμου, Η Εκκλησία της Ηπείρου. Ίδρυσις, οργάνωσις και εξέλίξις αυτής, Αθήναι 1982, σ. 74.

60 Μαν. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 1996, σ. 413.

61 Βλασ. Φειδά, «Ματθαίος ό Β΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως», ΠΛΒ 41(1996), σ.18.

62 Νημά, ό.π.

63 Γεδεών, ό.π., σ. 417.

64 Φειδά, ό.π.

65 Θεοδ. Α. Νημά, Η Εκπαίδευση στη Δυτική Θεσσαλία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 240.

66 Βασ. Καντούνη, «Βίος Διονυσίου Πύρρου τού Θετταλού», εφημ. «Πρωινός Λόγος» (Τρικάλων), των 3,4,5 6 Μαΐου 1989.

67 Ιωάν. Βοΐλα, «Ο Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός και το έργο του», Τρικαλινά 9 (1989), σ. 201.

68 Νίκου Α. Βέη, «Ο Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός και το χρυσόβουλλον Κων. Παλαιολόγου», Θεσσαλική Εστία 1 (1973), σσ. 13-14.

69 Ιωάν. Βοΐλα, ό.π., σ. 202.

70 Νήμα, ό.π., σ. 242.

71 Στεφ. Ε. Μιστάρα, «Αναφορά στην προσφορά του Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού στις επιστήμες της πατρίδας μας και ιδιαίτερα τις φυσικές», Πρακτικά Συνεδρίου «Οι Φυσικές Επιστήμες στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Θεσσαλία πριν την Επανάσταση», σ. 70.

72 Θεοφρ. Γεωργιάδη, Μοσχόπολις, Αθήναι 1957, σ. 62.

73 Ιωακείμ Μαρτινιανού, Συμβολαί εις την Ιστορίαν της Μοσχοπόλεως. Α΄. Η Ιερά Μονή τον Τίμιου Προδρόμου κατά τον εν αυτή κώδικα 1630-1875, Αθήναι 1939, σ. 61.

74 Heinrich Geizer, Der Patriarchat von Achrida, Geschichte und Orkunden, Leipzig 1903, σσ. 6-7 και 10-13.

75 Μιχ. Γ. Τρίτου, Στοιχεία για την προσωπικότητα τον Αχριδών Ιωάσαφ, Ιωάννινα 2003, σ. 135.

76 Ivan Snegarov, Istorija na Ohridskata Arhiepiskopija- Patriarsija ot Padaneto i pod Turcite do nejnoto unistozenie (1394- 1767), τ. I, Sofija 1995, σ. 279.

77 Τρίτου, ό.π., σ. 139.

78 Mιχ. Γ. Τρίτου, Η Πατριαρχική Εξαρχία Μετσόβου (1659- 1924), Ιωάννινα 1991, σ. 85.

79 Παν. Αραβαντινου, Βιογραφική Συλλογή Λογιών της Τουρκοκρατίας, εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1960, σ. 55.

80 Βασ. Μπάρα, «Η Επισκοπή Δρυϊνουπόλεως», ΗΕ 1(1952), σ. 563.

81 Παν. Πουλίτσα, «Σύνοψις τού κώδικος της Επισκοπής Δρυϊνουπόλεως και Αργυροκάστρου», ΗΧ 5(1930), σ. 76.

82 Παν. Αραβαντινοϋ, Ιστορία της Ελληνικής Παιδείας παρ’ Έλλησεν, έκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1986, σ. 131.

83 Φωτ. Οικονόμου, Η Εκκλησία εν Βορείω Ηπείρω, Αθήναι 1969, σ. 39.

84 Τρίτου, ό. π., σ. 86.

85 Παντελεήμονος, Μητροπολίτου Αργυροκάστρου, «Δοσίθεος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως και Αργυροκάστρου», ΘΗΕ 5 (1964), σ. 197.

86 Δημ. Παπαζήση, Το Μέτσοβο, Αθήναι 1980, σ. 33.

87 Θεοδ. Α. Νήμα, Η Εκπαίδευση στη Δυτική Θεσσαλία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, έκδ. Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 247.

88 Αχιλ. Λαζάρου, «Ό Δωρόθεος Σχολάριος και η συμβολή του στην ελληνική εκπαίδευση», Ελληνοχριστιανική Αγωγή, τευχ . 366 (1989), σ. 263.

89 Νίκου Γιαννούλη, «Σχολείο στα Τρίκαλα στην Τουρκοκρατία και ο Δωρόθεος Σχολάριος», ΘΗ 5 (1983), σ. 4.

90 Φωτ. Δημητρακοπούλου, «Δωρόθεος Σχολάριος: Ο ποιήσας και διδάξας», Τρικαλινά 9 (1989), σσ.109-110.

91 Δωρ. Σχολαρίου, Έργα και Ημέραι, εν Αθήναις 1877, σ.112.

92 Χριστ. Μουστάκα, Σκιαγραφία μιας μορφής (Δωρόθεος Σχολάριος ο Θετταλός), Αθήνα 1988, σ.12.

93 Δημητρακοπούλου, ό. π., σ.110.

94 Ιω. Χ. Κωνσταντινίδη, «Δωρόθεος ο Σχολάριος, ο Θεσσαλός», ΘΗΕ 5 (1964), στ.277.

95 Αχιλ. Καρανάσιου, Μεγάλοι ευεργέτες Τρικάλων, Τρίκαλα 1978, σ. 11.

96 Νημά, ό. π., σ. 251.

97 Θεοδ. Νήμα, Η εκπαίδευση στη Δυτική Θεσσαλία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Συμβολή στη μελέτη του Θεσσαλικού Διαφωτισμού, έκδ. Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 238.

98 Μίλτου Γαρίδη, «Ο Μητροπολίτης Παΐσιος και η βλάχικη επιγραφή τού Κλεινοβού: αλφάβητο και εθνικό πρόβλημα», Ιστορικά 2 (1985), σσ. 185.

99 Μυρτ. Κ. Αποστολίδου, «Ο από Σηλυμβρίας Φιλιππουπόλεως Μητροπολίτης Παϊσιος», Θρακικά 3 (1932), σ. 35.

100 Νημά, ό.π., σ. 239.

101 Γαρίδη, ό.π., σσ.185-186.

102 Κων. Γώγου, «Αυτόγραφος βιογραφία Παϊσίου Επισκόπου Σταγών, Σηλυμβρίας, Μητροπολίτου Φιλιππουπόλεως», Μετέωρα 10-14 (1960), σσ.42-44. Πρβλ. Κων. Μανζάνα, «Επιγραφές από τον Κλεινό της Καλαμπάκας», ΘΗ 7(1984), σσ. 84-89.

103 Νημά, ό.π., σ. 240.

104 Με επιστολή του την 29ην Σεπτεμβρίου 1826, προς τους Διονύσιο Ρώτα, Φραντζέσκο Καρβελά, Παναγιώτη Στεφάνου και Νικόλα Καλύβα, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο εκλέχθηκε Πατριάρχης. «Βία ανακτορική, εξορίας απειλή, αποφάσει απάσης της Εκκλησίας και του λαού θρηνούντος καταρώμενοι και δυσφορούντες αθελητί, πέρυσι κατά τα τέλη του Οκτωβρίου ενιδρύθηκεν επί τον γεραρόν τούτον και αγιώτατον Αποστολικόν και Πατριαρχικον Θρόνον της Αλεξανδρείας, κατελάβομεν την Αλεξάνδρειαν κατά τον παρελθόντα Μάϊον, εκείνην την πολυθρύλλητον, την καθέδραν ποτέ της σοφίας και των επιστημών, τον θρόνον τον λαμπρόν και πλούσιον από τόσας επαρχίας δηλαδή και σοφούς, γυμνήν και ολίγους πτωχούς έχουσαν χριστιανούς ελλεινόν θέαμα…». Βλ. Ευαγ. Σαβράμη, Συμπληρωματικά του Αλεξανδρείας Ιεροθέου Α΄, εν Αλεξανδρεία 1933, σ. 5

105 Αρχ. Πατρ. Αλεξανδρείας, Χειρόγραφο, αριθμ. 495: Κ. Κηπιάδου, Μελέται επί της αλεξανδρινής εκκλησίας, σσ. 256-257.

106 Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας Αλεξανδρείας (61-1934), Αθήναι 1985, σ. 811.

107 Γερ. Μαζαράκη, Συμβολή εις την Ιστορία της εν Αιγύπτω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αλεξάνδρεια 1932, σ. 669.

108 Βλασ. Φειδά, «Ιερόθεος ό Α', Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1825-1845), ΠΛΒ 29(1996), σ. 96.

109 Στόν τάφο του υπάρχει ή έξης επιγραφή:

Τί, άρα, τύμβε, συ γε εν σεαυτώ κρύπτεις; αυτόν εκείνον των πατριαρχών κλέος Ιερόθεον, κόσμον της Εκκλησίας, εκ δυτικής ορμόμενον Θετταλίας, Επισκοπής λαχόντα της εν τη πατρίδι Νάξου, δ’ είτα και τρίτης Νικαέων·τέως δ’ αρθέντα κάπί τον κλεινόν θρόνον Αλεξανδρείας, όν δεξιώς τ’ εύκλεών ίθυνεν ετών δεκάδι διπλή όλη. Προς δε άλλοις τε πρόσθετο ευσεβεί πόθω, Ίδρυς τε όφθείς ιερών ναών δύο. Τω γουν ελέει κατ’ ίχνος Ιωάννου τού πατριάρχου, πατριάρχης πλησίον. Εληλακώς σ’ εις βαθ’ ώριμον βίον ζωήν ενυλον καταλιπών ήδέως, προς την άϋλον και νοεράν κατέβη.·Νυν ουν κατσικών της Εδέμ το χωρίον ευχάς ιλασμού, μάκαρ σοις τέκνοις δίδου. Ώς κοϋφον γαίης βάρος ην ζων, ενθάδε, μάκαρ, Ούτως εις ούρανίων χορόν ένθεν κουφος απέπτης. ,αωμε', Σεπτ. η'. 'Βλ. Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 812.

110 Παν. Τζουμέρκα, Ο επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας 1904-1933. Ο βίος και η δράση του, Κατερίνη 2005, σ.43.

111 Γ. Πλατάρη, Το σημειωματάριο ενός Μετσοβίτη (1871- 1943), Αθήναι 1972, σ. 45 και υποσ. 69.

112 Τζουμέρκα, ό. π., σ. 57.

113 Mιχ. Γ. Τρίτου, Η Πατριαρχική Εξαρχία Μετσόβου (1659- 1924), Ιωάννινα 1991, σ. 55.

114 Τζουμέρκα, ό. π., σ. 95.

115 Για τη ρουμανική προπαγάνδα βλ. Ελευθερίας I. Νικολαϊδου , Η ρουμανική προπαγάνδα στο βιλαέτι Ιωαννίνων και τα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου, Ιωάννινα 1995.

116 Ν. Βλάχου, Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος ,εν Αθήναις 1935, σ.233.

117 Τζουμέρκα, ό.π., σ. 191.

118 Τζουμέρκα, ό.π., σσ. 349-350.

119 Αθαν. Αγγελοπούλου, «Ο Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας και το κληροδότημα αυτού», στον τόμο Ριζάρειος Εκκλησιαστική Παιδεία, τ. Β΄, Αθήναι 1981, σ. 369.

Αναζήτηση