Featured

Κοκκινοπηλός Ελασσόνας: Ο ναός της Αγίας Παρασκευης και η γοργόνα του ξυλόγλυπτου τέμπλου

Κοκκινοπηλός Ελασσόνας: Ο ναός της Αγίας Παρασκευης και η γοργόνα του ξυλόγλυπτου τέμπλουΗ περιοχή της Ελασσόνας έχει δεκάδες εκκλησίες και μοναστήρια, που υπάγονται στην Μητρόπολη της Ελασσόνας1, κάποια από αυτά είναι πασίγνωστα όπως η Μονή της Ολυμπιώτισσας 2 και κάποια σχετικά άγνωστα, όπως ο ναός της Αγίας Παρασκευής στον Κοκκινοπηλό Ελασσόνας, με τον οποίο θα ασχοληθώ στο άρθρο που ακολουθεί.

Γι’ αυτά τα θέματα έχουν προηγηθεί σχετικά άρθρα από ειδικότερους συγγραφείς. Ο γράφων ασχολείται, συνήθως, με μύλους 3 (που διέθετε άφθονους μαζί με μαντάνια κι ο Κοκκινοπηλός), όμως εντοπίζοντας την σπάνια μορφή της γοργόνας στο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού της Αγίας Παρασκευής στον Κοκκινοπηλό Ελασσόνας και παρατηρώντας προσεκτικά τον ναό, αποφάσισα (με την ενθάρρυνση και την υποστήριξη του κ. Κώστα Σπανού, εκδότη του Θεσσαλικού Ημερολογίου) να ασχοληθώ με τον οικισμό του Κοκκινοπηλού και τον άγνωστο, σχεδόν, αυτόν ναό που έχει χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο μνημείο.

Άποψη Κοκκινοπηλού 

Στοιχεία για τον οικισμό

Ο Κοκκινοπηλός (Κοκκινοπλός) είναι ένας ορεινός οικισμός (1.200 μ. υψόμετρο) κτισμένος στις πλαγιές του Ολύμπου που βρίσκεται 25 χλμ βορειοδυτικά της Ελασσόνας. Το μεγαλύτερο βουνό της Ελλάδας αποτελεί το βορειοανατολικό όριο της επαρχίας Ελασσόνας με την Πιερία. Από την πλευρά του Κοκκινοπηλού διακρίνεται η κορυφή Καρδαράς (1.527 μ.), και πάνω από το χωριό σχηματίζεται μια μικρή λεκάνη, γνωστή ως Μπάρα, από όπου γίνεται η ανάβαση στις κορυφές του Ολύμπου4.

Το χωριό βρίσκεται λίγο έξω και πάνω από τον παλιό οδικό άξονα από Λάρισα – Τύρναβο - Ελασσόνα προς Μακεδονία, κοντά στα όρια των νομών Λάρισας και Πιερίας. Ο βασικός άξονας συγκοινωνίας του 1965-1975 ήταν ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος που ερχόταν από τη Λαμία, μέσω Δομοκού, που Εξυπηρετούσε τη Λάρισα και τον Τύρναβο. Ανέβαινε την κοιλάδα του Τιταρήσιου, περνώντας από την Ελασσόνα και στη συνέχεια έφθανε, μέσα από τα στενά της Πέτρας, μέχρι τα σύνορα με τη Μακεδονία και την Κατερίνη. Μέχρι την κατασκευή της πρώτης εθνικής οδού που διασχίζει την κοιλάδα των Τεμπών (1959), η σύνδεση της Λάρισας με τη Θεσσαλονίκη εξασφαλιζόταν από αυτό τον ορεινό δύσβατο δρόμο5.

Ο Κοκκινοπηλός πήρε μέρος στις αποτυχημένες επαναστάσεις του 1822, του 1854 και του 18786. Μετά τα γεγονότα του 1881 και την απελευθέρωση της Θεσσαλίας παρέμεινε στον τούρκικο ζυγό 7 (όπως όλη η περιοχή Ελασσόνας και Δεσκάτης) ως τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912. Η πρώτη μάχη ξεκίνησε από το ύψωμα της Μελούνας πάνω από την Τσαριτσάνη κι απελευθερώθηκε αυτή πρώτη, μετά η Ελασσόνα, στις 6 Οκτωβρίου 1912 και ακολούθησαν οι υπόλοιποι οικισμοί, μαζί και το Σαραντάπορο (με την γνωστή «Μάχη του Σαρανταπόρου» στις 9-10 Οκτωβρίου 1912 κι αποτέλεσε την αρχή της απελευθέρωσης της Μακεδονίας και της υπόλοιπης Ελλάδας από τους Τούρκους)8.

Η αρχαιότερη μνεία του οικισμού στις ελληνικές πηγές ανάγεται στο έτος 1521, σε αναφορά στους Ελασσονίτικους οικισμούς, όπως αναφέρονται στο οθωμανικό απογραφικό κατάστιχο 101 του έτους 1521, συναντάμε και τον Κοκκινοπηλό Αρβανίτικο, Δερβένι (Kokinoplo Arnavudan, derbend), όπου στον τότε οικισμό ζούσαν 9 πλήρεις οικογένειες, συνολικά γύρω στα 45 άτομα9. Ο χαρακτηρισμός του οικισμού ως αρβανίτικος δεν ευσταθεί, διότι οι Κοκκινοπλίτες είναι βλαχόφωνοι κι όχι αρβανιτόφωνοι 10 . Στη συνέχεια τον συναντάμε στην απογραφή του 1570 πάλι ως Δερβένι με ειδική φορολογική μεταχείριση, όπου εκεί ζούσαν 68 πλήρεις οικογένειες, 7 οικογένειες χήρων γυναικών και 14 ενήλικοι άγαμοι, δηλαδή συνολικά γύρω στα 380 άτομα11.

Γραπτή μαρτυρία του χωριού υπάρχει και στον Κώδικα της μονής Αγίας Τριάδας Σπαρμού Ολύμπου, όταν στα 1796 κάποιος «εντιμότατος Χατζηπούλιος Κοκκινοπηλίτης εις μνημόσυνον αυτού και των γονέων» έφτιαξε ένα μαγαζί, έναν οντά, ένα κελί μοναχού και ένα πηγάδι12.

Επίσης γίνεται αναφορά στον οικισμό σε ένα ταξίδι ζητείας (περιοδεία μοναχών για είσπραξη φόρων) στα μέσα του 18 ου αιώνα, ως Κόκκινος Πυλός 13. Το ταξίδι αποτελούσε τον συνηθέστερο τρόπο ζητείας, διαρκούσε αρκετά χρόνια κι ο μοναχός έφερε μαζί του είτε την εικόνα της μονής, είτε κάποιο λείψανο αγίου. Στο εν λόγω ταξίδι καταγράφονται 3 ονόματα κατοίκων του Κοκκινοπηλού που προσέφεραν ενίσχυση στο μοναστήρι αυτό. Ως ζητεία πρέπει να προσδιορισθεί η προαιρετική εισφορά εις χρήμα ή εις είδος που καταβάλλεται εκ μέρους των πιστών για την ενίσχυση κάποιου εκκλησιαστικού ιδρύματος, μονής ή ακόμη και πατριαρχείου. Ο ασκών το διακόνημα της ζητείας μοναχός (ταξιδιώτης) και η συνοδεία του περιέρχονται στις πόλεις και στα χωριά μιας σαφώς προσδιορισμένης γεωγραφικής περιοχής (ταξίδιον), έρχονται σε άμεση και προσωπική επαφή με τους πιστούς, κηρύττουν στους ναούς, τελούν ιεροπραξίες (συνηθέστερες είναι οι αγιασμοί και η εξομολόγηση των πιστών), πληροφορούν για την δεινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η μονή τους και συλλέγουν τις ελεημοσύνες των πιστών14.

Ο οικισμός αναφέρεται και ως Κοκκινοπλός, χωριό του βακουφίου με μερίδια του Σουλτάνου σε ένα οθωμανικό δεφτέρι εξόδων του 179315, όπου καταγράφονται χωριά της Ελασσόνας. Κατά το τέλος του 18 ου και στις αρχές του 19 ου αιώνα, η Ελασσόνα ήταν ένας καζάς της επαρχίας των Τρικάλων. Βρισκόταν στους πρόποδες του Ολύμπου, σημείο το οποίο αποτελεί την αφετηρία της οροσειράς η οποία περιβάλλει την ανατολική ακτή της Θεσσαλίας. Ο Evliyia Celebi σημειώνει ότι η Ελασσόνα, την οποία επισκέφτηκε τη δεκαετία του 1660, ανήκε στα χάσια, τα οποία κατείχε η νόμιμη μητέρα του σουλτάνου και είχαν το προνόμιο συγκεκριμένων φοροαπαλλαγών. Τα χωριά βακούφια στα οποία η σουλτανική κυριαρχία είχε κάποια μερίδια, είναι τα αυτοκρατορικά βακούφια, αν υποτεθεί ότι ο όρος has εδώ αναφέρεται στην εθνική κυριαρχία και σε ένα είδος κρατικής γης (miri). Η ιεραρχική κλίμακα φοροενοικίασης δείχνει ότι σημαντικός αριθμός θεσμικών φορέων και ανθρώπων οικειοποιούνταν τα έσοδα που απέφερε η εργασία των χωρικών της Ελασσόνας. Στην κορυφή της κλίμακας αυτής υπήρχε το ειδικό ταμείο Haremeyn-I Serifeyn Evkafi, επόμενο ήταν το Bahcekapusu Valide Sultan Camii Evkafi, ακολουθούσε το γραφείο του μαλικιανέ της Εσμά Σουλτάνας. Συγκεκριμένο μερίδιο των εσόδων έπαιρνε το οθωμανικό Δημόσιο, κυρίως υπό την μορφή ποσότητας σπόρου, για εφοδιασμό του στρατού. Μερίδιο ακόμη έπαιρναν και διάφοροι υπεργολάβοι και οι τοπικές διοικήσεις. Η συνολική εικόνα λοιπόν δείχνει ότι οι χωρικοί της Ελασσόνας σήκωναν τεράστιο φορολογικό φορτίο.

Αναφορά έχουμε από τον Ι. Λεονάρδο το 1836 ως «Κοκκινόπουλο, χωρίον πέριξ του μοναστηρίου Αγίας Τριάδος Γιαννουτάς»16, καθώς και ο Heuzey στα 1860 17 , όπως και ο Ν. Γεωργιάδης (στη «Θεσσαλία» του το 1880) αναφέρουν: «Έτερα δε βλαχοχώρια κατά τα πέριξ (του Βλαχολίβαδου) είναι το Νεοχώρι, η Μηλιά και τοΚοκκινοπλό, όπερ, κείμενον επί τινός ακρωρείας του Ολύμπου, αιωρείται υπέρ το χωρίον Σέλος και κατοικείται υπό 200 περίπου οικογενειών18 ». Το 1886, στις Οδοιπορικές του Σημειώσεις, ο Σχινάς γράφει τα εξής: «το χωρίον Κοκκινοπλός έχον 258 οικίας, εκκλησίαν, χάνιον 50 ίππων, παντοπωλεία, βρύσεις, άφθονον ύδωρ, κριθήν, άχυρον και 100 ημιόνους»19 . Τον συναντάμε και πάλι στην εργασία του Ν. Ζδάνη για τους οικισμούς της Ελασσόνας το 1904 με αναφορά για 1.625 κατοίκους20, στη συνέχεια το 1913 στην Απαρίθμηση των Κατοίκων των Νέων Επαρχιών της Ελλάδος 21 είχε 1.973, στην απογραφή του 1920 είχε 1.349, του 1928 είχε 1.619, του 1940 είχε 1.737, κατόπιν στην απογραφή του 1951 είχε 73222, του 1961 είχε 707, του 1971 είχε 420, κι ακολούθως το 1983 23 είχε 639 κατοίκους, το 1991 24 είχε 221, το 2001 είχε 200 και το 2011 25 είχε 121.

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ο Κοκκινοπηλός αριθμούσε περί τους 2.000 κατοίκους, όμως υπήρξε μαζική μετανάστευση και ο οικισμός ουσιαστικά ερήμωσε. Αιτίες της μαζικής μετανάστευσης υπήρξαν οι δύσκολες καιρικές συνθήκες, η έλλειψη εργασίας και το άγονο του εδάφους. Οι Κοκκινοπλήτες κατευθύνθηκαν προς το Νέο Κόσμο (Αμερική) τα χρόνια 1901 έως και το 1913. Αργότερα, το 1956, οι κάτοικοι προσανατολίστηκαν προς την Αυστραλία και τον Καναδά και το 1962 στη Γερμανία. Στον εσωτερικό χώρο μετακινήθηκαν προς πολλές περιοχές, κοντινές και μακρινές26. Πράγματι, κατά τον Λαζάρου, εκτός των αστών Βλάχων, των μονίμως εγκατεστημένων στις κωμοπόλεις Λιβάδι, Κοκκινοπλό, Ελασσόνα, Τσαριτσάνη, Τύρναβο και γειτονικά χωριά, υπάρχουν στην περραιβική παρολύμπια περιφέρεια Βλάχοι μετανάστες, δηλαδή μετακινούμενοι εποχικά, όπως στους Γόννους, Μακρυχώρι, Δαμάσι, Δαμασούλι, Βλαχογιάννη, Πραιτώρι και Ελασσόνα27.

Η λαϊκή λατρεία των Αγίων

Ένα από τα πάγια και βασικά χαρακτηριστικά της λαϊκής λατρείας του ελληνικού Λαού είναι η αγιολατρεία, η πίστη του δηλαδή σε αγίους, οι οποίοι εν πολλοίς έχουν υποκαταστήσει, στη λαϊκή λατρευτική πρακτική, τους ήρωες και τους ημίθεους της αρχαιότητας. Η εξέταση λοιπόν της λαογραφικής υπόστασης των αγίων, ιδίως αυτών που γνωρίζουν τοπική διάδοση και απολαμβάνουν ιδιαίτερη τοπική λατρεία, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, στα πλαίσια της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς του ελληνικού Λαού, καθώς μας δίνει καίριες πληροφορίες για ολόκληρο το σύστημα της θρησκευτικής λαογραφίας σε συγκεκριμένη περιοχή28.

Η λατρεία αυτή των αγίων αποτελεί έναν από τους κεντρικούς άξονες της θρησκευτικής συμπεριφοράς των Ελλήνων, αφού οι άγιοι θεωρούνται αρωγοί των ανθρώπων στα καθημερινά προβλήματα, ενώ πολλές σύγχρονες λατρευτικές εκδηλώσεις αποτελούν συνέχεια των λατρευτικών πρακτικών των αρχαίων Ελλήνων, καθώς οι επί αιώνες σχεδόν αμετάβλητες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, συντήρησαν πολιτισμικά φαινόμενα, που εντάσσονται στους ρυθμούς της μακράς διάρκειας. Παράλληλα, μας δίνεται η δυνατότητα να διαπιστωθεί η συνέχεια παλαιότερων λατρευτικών πρακτικών, αλλά και η ανθεκτικότητα σημαντικών στοιχείων του παραδοσιακού πολιτισμού, τα οποία παραμένουν λειτουργικά μέχρι σήμερα. Όσον αφορά την περιοχή, η μεγάλη διάδοση της λατρείας της Αγίας Παρασκευής γίνεται φανερή από το θρησκευτικό πανηγύρι στις 26 Ιουλίου, το οποίο έχει μεγάλη σημασία για την περιοχή, καθώς συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός επισκεπτών από γειτονικά χωριά, αλλά και κάτοικοι του χωριού που έχουν μετοικήσει στα μεγάλα αστικά κέντρα. Έτσι, ο πανηγυρισμός του αγίου συμβάλλει και στον επαναπροσδιορισμό των συνεκτικών δεσμών των μελών της κοινότητας και στην έκφραση της συλλογικής ταυτότητας των κατοίκων της περιοχής29.

Ο βίος και τα θαύματα της Αγίας Παρασκευής

Η Αγία Παρασκευή καταλαμβάνει σημαντική θέση ανάμεσα στους οσιομάρτυρες της εκκλησίας μας και λατρεύεται ιδιαίτερα από τον ελληνικό λαό ως προστατεύουσα και παρέχουσα ιάσεις εις τους πάσχοντας τους οφθαλμούς.

Υπάρχουν τρεις ημερομηνίες που σχετίζονται με την Αγία Παρασκευή: στις 26 Φεβρουαρίου, όπου η Αγία Παρασκευή, η Πέμπτη αδερφή της Αγίας Φωτεινής, «Ξίφει τελειούται». Έπειτα, στις 26 Ιουλίου, όπου τιμάται η μνήμη της οσιομάρτυρος Αγίας Παρασκευής και τέλος στις 14 Οκτωβρίου, όπου εορτάζεται η μνήμη της οσίας μητρός ημών Παρασκευής της Νέας. Εκ των τριών ως άνω Αγίων, η εορταζόμενη κατά την 26 η Ιουλίου, είναι η πιο γνωστή και λατρεύεται περισσότερο από τον ελληνικό λαό. Κατά τον Συναξαριστή, η Αγία αυτή καταγόταν από χωριό της «πρεσβυτέρας Ρώμης», υπήρξε δε γέννημα χριστιανών γονέων, του Αγάθωνος και της Πολιτείας. Μετά τον θάνατο των γονιών της, μοίρασε όλα τα υπάρχοντα της στους φτωχούς και άρχισε να κηρύττει τον λόγο του Θεού. Τότε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αντωνίνος έβαλε να την συλλάβουν, κι όταν εμφανίστηκε μπροστά του της ζήτησε να γίνει ειδωλολάτρης, αλλιώς θα την βασάνιζε. Η Αγία αρνήθηκε, οπότε της έβαλαν πυρακτωμένο κράνος στο κεφάλι, όμως «Θεία Δρόσος» την προφύλαξε και δεν έπαθε τίποτα. Έπειτα την έβαλαν μέσα σε χάλκινο λέβητα γεμάτο καυτό λάδι και πίσσα, κι όμως πάλι δεν έπαθε τίποτα. Ο κατάπληκτος Αυτοκράτορας, μην πιστεύοντας στα μάτια του, της είπε να του ρίξει λίγο λάδι και πίσσα για να βεβαιωθεί ότι καίνε, και μόλις του έριξε στα μάτια, τυφλώθηκε. Αμέσως της είπε να τον κάνει να ξαναδεί κι αυτός θα ασπαστεί τον Χριστιανισμό, όπως και έγινε.

Μαρτυρείται ακόμα ένα θαύμα που έκανε η Αγία Παρασκευή, σχετιζόμενο με τον φόνο κάποιου φοβερού δράκοντα έξω από μια πόλη που βασίλευε κάποιος Ασκληπιός, ο οποίος για να την αναγκάσει να αλλαξοπιστήσει, την έβγαλε έξω από τα τείχη για να την φάει ένας δράκος που έμενε εκεί. Όμως όταν ο φοβερός και τρομερός δράκος άνοιξε το στόμα του για την φάει, η Αγία Παρασκευή έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και ο δράκος εξαφανίστηκε. Τότε ο βασιλιάς και όλοι γύρω του πίστεψαν στον Ιησού Χριστό.

Οι προφορικές παραδόσεις αυτές και τα παραμύθια περί δρακόντων, τους αναφέρουν πάντα να φυλάσσουν πηγές ή να διαμένουν σε αυτές. Συνήθως λοιπόν ο ήρωας της παράδοσης ή του παραμυθιού που φονεύει το θηρίο της πηγής, απαλλάσσει τους κατοίκους του τόπου από την τυραννία της λειψυδρίας και συμβάλλει στην εξασφάλιση του πολύτιμου νερού, το οποίο συχνά παρεμποδίζει και κατακρατεί ο φονευόμενος από τον θαυματουργό άγιο δράκος. Έχουμε λοιπόν μια θεοποιημένη και συμβολική αποτύπωση των στοιχειωδών ανθρώπινων δραστηριοτήτων, των στοιχειωδών πράξεων που αφορούν τη διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος από μια παραδοσιακή κοινότητα30.

Προς την γενική αυτή μυθοπλαστική αντίληψη μπορεί να συσχετισθεί η περί της Αγίας ως δρακοκτόνου παράδοση. Πλην της διηγήσεως περί της δρακοντοκτονίας, ενδιαφέρουσα είναι και η περί της υπ’ αυτής τυφλώσεως και αναβλέψεως του Αυτοκράτορος Αντωνίνου, η οποία προφανώς απετέλεσε την πηγή της πίστεως του λαού εις την Αγία ως προστάτη των οφθαλμών και θεραπεύτρια των οφθαλμικών νόσων. Αλλά εκτός από τις λαϊκές παραδόσεις, τις δοξασίες και τα παραμύθια, η Αγία Παρασκευή κατέχει και σημαντική θέση και στη λαϊκή λατρεία. Σε πολλές πόλεις της Ελλάδας υπάρχουν μεγαλοπρεπείς ναοί στο όνομα της Αγίας (κάποιοι με πολλές παραστάσεις του βίου και του μαρτυρίου της31) και σε πολλά χωριά υπάρχει πλήθος εξωκλησιών Αυτής. Συνηθίζεται μάλιστα στα εξωκλήσια αυτά να πηγαίνουν οι ασθενείς, να κοιμούνται μέσα και να θεραπεύονται, σύμφωνα με το πανάρχαιο έθιμο της εγκοιμήσεως εις τους ναούς, κι έκοβαν και κομμάτια από τα ρούχα τους, τα οποία κρεμούσαν στα κλαδιά παρακείμενου δέντρου ή θάμνου, πράξη η οποία σημαίνει την συνήθη καταπασσάλευση της ασθένειας σε δέντρα32.

Ο ναός της Αγίας Παρασκευής Κοκκινοπηλού33

Η ιστορία ενός ναού είναι συνυφασμένη με την ιστορία του τόπου και των κατοίκων, γενικά, καθώς και με τα σημαντικότερα προσωπικά γεγονότα των πιστών (βάπτιση, γάμος κτλ). Ιδιαίτερα ένας ναός της Τουρκοκρατίας συνδέεται με τον αγώνα και την αγωνία επιβίωσης του Γένους, ως χώρος παραμυθίας, του ελληνικού ακροάματος, της συνομιλίας με τους «πατέρας ημών» και συνεπώς η περιγραφή του αποτελεί ελάχιστη συμβολή στη μνήμη της παράδοσης34.

Ο Κοκκινοπηλός μέχρι το 1896 υπαγόταν εκκλησιαστικά στην Επισκοπή Πέτρας (με έδρα στο Λιβάδι, η οποία μαζί με την Επισκοπή Πλαταμώνα υπαγόταν στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης)35, εκείνη τη χρονιά όμως διαλύθηκε με πατριαρχική απόφαση η Επισκοπή αυτή και ο οικισμός (που ήδη υπαγόταν πολιτικά στην υποδιοίκηση – Καζά - Ελασσόνας) προσαρτήθηκε και εκκλησιαστικά στην Μητρόπολη Ελασσώνος (μαζί με τον Άγιο Δημήτριο, το Λιβάδι, το Σέλος/Πύθιο, την Ντούχλιστα/Δολίχη, το Καραούλι/Σκοπιά, το Μητσιούνι/Φλάμπουρο, την Σκαμνιά/Συκαμινέα, την Πουλιάνα/Κρυόβρυση και την Καρυά)36. Το 1980 αναφέρεται ότι το χωριό, με 420 κατοίκους, έχει μόνο μια ενορία, αυτή της Αγίας Παρασκευής, με εφημέριο τον παπά-Γεώργιο Μπουσνάκη37.

Θα προσθέσουμε στη μελέτη αυτήν τα στοιχεία της ένταξης του ιερού Ναού και του Παρεκκλησίου στον κατάλογο των ιστορικών διατηρητέων μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού: «ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ32/37248/1307/9-12-1999, ΦΕΚ 2253/31-12-1999 . Χαρακτηρίζουμε τον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής και το Παρεκκλήσιο του Αγίου Χαραλάμπους στον Κοκκινοπηλό επαρχίας Ελασσόνας, Ν. Λαρίσης, ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία με περιβάλλοντα χώρο 100 μ. γύρω τους. Ο Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής είναι τρίκλιτη καμαρόστεγη βασιλική. Τα κλίτη χωρίζονται με τοξοστοιχίες και οι καμάρες της οροφής έχουν ενισχυτικά τόξα ανά αποστάσεις. Από επιγραφές στη νότια και στη δυτική πλευρά αντίστοιχα προκύπτει ότι η αρχική φάση του ναού χρονολογείται στα 1732 – 1746 με επισκευή στα 1832. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρονολογείται από επιγραφή πάνω από την Ωραία Πύλη στα 1851 ή 1853 και φέρει εικόνες του 19ουαιώνα. Στη Β. πλευρά του ναού βρίσκεται προσαρτημένο μικρό μονόχωρο επίμηκες παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Χαράλαμπο. Το παρεκκλήσιο σώζει τμήματα αγιογραφικού διακόσμου και μικρό ξύλινο τέμπλο, είναι πιθανότατα αρχαιότερο από τον ναό της Αγίας Παρασκευής38.»

Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής κάηκε από τους Τούρκους, όπως μαθαίνουμε και από μια σημείωση που βρέθηκε γραμμένη σε Μηνιαίο της εκκλησίας: «1822 Μαρτίου 24, ημέρα Παρασκευή, ήλθε το ασκέρι (το ιππικό του Αμπού Λουμπούτ Πασά) στο χωριό και βρήκαν όλες τις κρυψώνες και έκαψαν και την εκκλησία με όλα τα σπίτια»39. Ευτυχώς γλύτωσε όταν το χωριό ξανακάηκε, αυτή τη φορά από τους Γερμανούς, το 1943, που έκαψαν 500 σπίτια40.

Η Αγία Παρασκευή βρίσκεται στη θέση Κάτω Τόκα. Είναι τρίκλιτη με στέγη πετρονόθολη. Κτίστηκε στα χρόνια 1732-1746 και επανεγέρθη το 1832 (Α.Ω.Λ.Σ.). αυτές οι τρεις ημερομηνίες αναγράφονται ξεχωριστά η κάθε μια πάνω σε πέτρινες ορθογώνιες πλάκες που είναι εντοιχισμένες στη νότια και δυτική πλευρά του ναού αντίστοιχα. Σχετικές πληροφορίες μας δίνει και ένα βιογραφικό σημείωμα του ΠΠ’ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ (1823), το οποίο γράφει επί λέξει: «Ο Άγιος Χαράλαμπος κτίσθηκε το 1600. Μετά παρέλευσιν ετών οι ίδιοι οι κάτοικοι κτίσαν κολλητά την εκκλησία Αγία Παρασκευή, το έτος 1746. Το 1821, Μαΐου 10, τουρκικός στρατός παρουσιάσθηκε και έκαψε όλο το χωριό, βρήκε όλους τους κρυψώνες και έκαψε την Αγία Παρασκευή. Οι πατριώτες διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδος. Αφού πέρασαν 12 χρονιά, δηλαδή το 1832, οι επανελθόντες πατριώτες, αποφάσισαν να ξανακτίσουν την Αγία Παρασκευή με διαφορετικό ρυθμό από την πρώτη ανέγερση, που είχε γίνει με νταβάνι, ενώ το 1832 έγινε η στέγη με πετρονόθολο41».

Εσωτερικά τα κλίτη χωρίζονται με τοξοστοιχίες, ενώ οι καμάρες της οροφής έχουν ενισχυτικά τόξα. Το ιερό Βήμα με τον υπόλοιπο Ναό, χωρίζεται με το περίτεχνο και πρωτότυπο στην περιοχή ξυλόγλυπτο τέμπλο, το οποίο, σύμφωνα με επιγραφή που βρίσκεται σκαλισμένη πάνω από την ωραία Πύλη (εικ.) χρονολογείται το 1851 ή 1853. Στο τέμπλο υπάρχουν εικόνες που χρονολογούνται στα τέλη του 18 ου αιώνος. Ο Ναός κοσμείται με παλαιό ξυλόγλυπτο δεσποτικό θρόνο. Εσωτερικά δεν είναι αγιογραφημένος παρά μόνον: α) στον θόλο του καθολικού, όπου απεικονίζεται στον παραδοσιακό τύπο ο Χριστός Παντοκράτορας42, στηθαίος και τυλιγμένος στο ιμάτιο του, σε πλαίσιο κυκλικό. Ο Χριστός φορεί χιτώνα, ιμάτιο το οποίο αναδιπλώνεται επάνω στον αριστερό ώμο και στο χέρι δημιουργεί έντονες πτυχώσεις και φέρει ένσταυρο φωτοστέφανο. Ευλογεί και με τα δυο χέρια, ενώ υπάρχει και ανοιχτό Ευαγγέλιο στην κοιλιακή του χώρα, β) στην κόγχη του ιερού Βήματος και γ) σε διάφορες κολώνες με τοιχογραφίες λαϊκής τεχνοτροπίας, αρχών του 20 ου αιώνος, από τον λαϊκό ζωγράφο Βίτκο43. Στη βόρεια πλευρά του Ναού βρίσκεται προσαρτημένο μικρό, μονόχωρο, επίμηκες Παρεκκλήσιο , αφιερωμένο στον άγιο Χαράλαμπο. Το Παρεκκλήσιο διασώζει τμήματα τοιχογραφικού διάκοσμου και μικρό ξύλινο τέμπλο και είναι, πιθανότατα, αρχαιότερο από τον Ναό της Αγίας Παρασκευής. Στον Κοκκινοπηλό υπάρχει επίσης κτισμένο και το Παρεκκλήσιο του αγίου Αθανασίου (1975)44.

Περιγραφή του ναού

Ο κυρίως ναός έχει σε κάτοψη σχήμα ορθογώνιο με εξωτερικές διαστάσεις 14 x 21 x 7 μ., από το οποίο προβάλλει η οκταγωνική κόγχη του ιερού. Κτίσθηκε στον τύπο της τρίκλιτης, η διαίρεση των κλιτών γίνεται με δυο κατά μήκος κιονοστοιχίες, αποτελούμενες από δυο ζεύγη κιόνων. Ο κυρίως ναός έχει δυο εισόδους, μια κατά τον άξονα της Δυτικής πλευράς και δεύτερη στη Νότια πλευρά (αυτή η είσοδος ανοίχθηκε μεταγενέστερα με την προσθήκη του νάρθηκα). Η κόγχη του Ιερού είναι η μόνη που προβάλλει προς τα έξω. Στον άξονα φέρει ένα μικρό φωτιστικό άνοιγμα - παράθυρο με μορφή πολεμίστρας. Επιστέφεται με ελαφρό γείσο και οριζόντια οδοντωτή ταινία. Η πρόθεση και το διακονικό εγγράφονται στο πάχος του ανατολικού τοίχου. Εσωτερικά το Ιερό βήμα δε βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον κυρίως ναό, καθώς μεσολαβεί ο συνήθης αναβαθμός του σολέα. Η κύρια είσοδος του ναού βρίσκεται στο μέσον του δυτικού τοίχου, σύμφωνα με τα πρότυπα των βυζαντινών και μεταβυζαντινών καθολικών. Τα παράθυρα βρίσκονται στον δυτικό, στο βόρειο και στο νότιο τοίχο του Ιερού. Εκτός από τη φωτοθυρίδα της κεντρικής κόγχης, υπάρχει ένα παράθυρο ψηλά στο μέτωπο του ανατολικού τοίχου πάνω από την κεντρική45.

Το πέτρινο κωδωνοστάσιο

Το πέτρινο κωδωνοστάσιο υψώνεται επιβλητικό σε απόσταση λίγων μέτρων βόρεια του ναού. Στηρίζεται πάνω σε ογκώδη πεντάπλευρη βάση, στο επίπεδο της οποίας οδηγεί σκάλα. Η βάση αυτή είναι χτισμένη με λιθοδομή από ακανόνιστες πέτρες και στις γωνίες με αρχαίους κυβόλιθους σε δεύτερη χρήση. Η δυτική της πλευρά περικλείει μια ομάδα βράχων. Πάνω της χτίστηκε το τετράγωνο τριώροφο κωδωνοστάσιο με ισοδομικό σύστημα λιθοδομής. Όπως μας πληροφορεί η επιγραφή 46 που είναι εντοιχισμένη πάνω από την πόρτα της ανόδου, το χτίσιμο έγινε από ζουπανιώτες (δηλαδή από τον Πεντάλοφο Κοζάνης) μάστορες το 1884. Χωρίζεται σε τρεις επάλληλες και ισοϋψείς ζώνες – ορόφους. Η κάτω ζώνη είναι κλειστή σε όλες τις πλευρές, εκτός από την ανατολική όπου ανοίγεται η μικρή τοξωτή πόρτα της ανόδου. Στη δεύτερη, μεσαία, ζώνη υπάρχουν τέσσερα μικρά ορθογώνια ανοίγματα (ένα σε κάθε πλευρά του κωδωνοστασίου).

178 , Σημ. 41

Οι λιθογλύπτες ή πελεκάνοι (όπως έλεγαν τότε αυτούς τους μάστορες), ανήκαν στα συνεργεία των αρχιτεκτόνων και δούλευαν παράλληλα, ετοιμάζοντας τα διακοσμητικά και άλλα λιθανάγλυφα που χτίζονταν στους τοίχους. Οι περισσότεροι από τους ειδικευμένους αυτούς τεχνίτες παρέμειναν ανώνυμοι επειδή δεν υπέγραφαν τα έργα τους47. Συνήθως προέρχονταν από τα ορεινά και φτωχά μαστοροχώρια της Δυτικής Μακεδονίας (κυρίως τα χωριά της Φλώρινας, Φλάμπουρο, Δροσοπηγή, Πεντάλοφος κ.ά.) και της Ηπείρου (Κόνιτσα, Πυρσόγιαννη κ.ά.). Οι τεχνίτες αυτοί, οργανωμένοι σε συντεχνίες (ισνάφια), αποτελούσαν απαραίτητα μέλη των οικοδομικών συνεργείων, τα οποία, με μια έντονη κινητικότητα, ιδιαίτερα από τα μέσα του 18 ου αι. και μετά, στα πλαίσια της γενικότερης οικονομικής και πολιτιστικής ανάτασης του Ελληνισμού, περιόδευαν όχι μόνο σε περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας (Θεσσαλία, Θράκη, Πελοπόννησο, Άγιον Ορος κ.α.), αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής (Βουλγαρία, Ρουμανία κ.α.), καθώς και στη Μ. Ασία, αναλαμβάνοντας την ανέγερση κάθε είδους κτισμάτων (εκκλησίες, σπίτια, γέφυρες, κρήνες κ.ά)48.

Ξυλογλυπτική

Η λαϊκή τέχνη σε όλες της τις μορφές ασκούσε και ασκεί ιδιαίτερη γοητεία για την πρωτοτυπία της και την πηγαία έμπνευση της. Μια κατεξοχήν λαϊκή μορφή της τέχνης αυτής αποτελεί η ξυλογλυπτική, η οποία χρησιμοποιήθηκε και ακόμα χρησιμοποιείται για την διακόσμηση σπιτιών και εκκλησιών. Ειδικότερα ο ξυλόγλυπτος διάκοσμος έφτασε να αποτελεί απαραίτητο και αναπόσπαστο στοιχείο της λειτουργικής πράξης της εκκλησίας, ιδίως κατά τη διάρκεια της μεταβυζαντινής περιόδου. Η μεγάλη ποικιλία των ξυλόγλυπτων αντικειμένων που κοσμούν τους ναούς, όπως τέμπλα, άμβωνες, Δεσποτικοί Θρόνοι κ.ά., αποτελούν έργα από αισθητική άποψη, πραγματικά αριστουργήματα, πολύτιμα κειμήλια του πολιτισμού μας. Οι ρίζες της ξυλογλυπτικής στον τόπο μας βυθίζονται βαθιά μέσα στην ιστορία και φτάνουν ως την αρχαία μυθολογία. Ο μυθικός Δαίδαλος δεν είναι μόνο αρχιτέκτονας, αλλά και ξυλογλύπτης καινοτόμος και σε αυτόν αποδίδεται η εφεύρεση του πριονιού, του αλφαδιού και άλλων εργαλείων και υλικών, που ακόμη και μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνται από τους ξυλογλύπτες. Ο Δούρειος Ίππος είναι ένα από τα γνωστότερα ξυλόγλυπτα έργα της ελληνικής ιστορίας. Τα χρυσελεφάντινα αγάλματα ήσαν ξυλόγλυπτα, σκεπασμένα με φύλλα χρυσού και ελεφαντόδοντου.

Κατά την Τουρκοκρατία η εκκλησιαστική ξυλογλυπτική βρίσκεται σε μεγάλη ακμή. Δραστήρια εργαστήρια δημιουργούνται σε χωριά και μοναστήρια, ενώ μικρά συνεργία ξυλογλυπτών (που τότε τους έλεγαν ταγιαδόρους ή ταλιαδόρους 49 ) διατρέχουν ολόκληρη την Ελλάδα, σε όλες σχεδόν τις Βαλκανικές χώρες, τα νησιά του Αιγαίου και από τη Μικρά Ασία έως το Σινά και αναλαμβάνουν παραγγελίες. Είναι γνωστό πως οι κάτοικοι ορισμένων χωριών ειδικεύονται σε έναν τεχνικό τομέα. Οι Πυρσογιαννίτες και οι Ζουπανιώτες στην οικοδομική και τη λιθογλυπτική, οι Τσαριτσανιώτες και οι Αραχωβίτες στην υφαντική, οι Γιαννιώτες και οι Καλαρυτινοί στην αργυροχρυσοχοΐα, οι Χιονιαδίτες στη ζωγραφική50, οι Σαµαριναίοι και οι Μετσοβίτες στη ξυλογλυπτική. Οι ξυλογλύπτες ήταν περιοδεύοντες τεχνίτες που δούλευαν στις περιοχές όπου κατασκευαζόταν οι εκκλησίες που είχαν πάρει εργολαβία.

Ο ναός της Αγίας Παρασκευης και η γοργόνα του ξυλόγλυπτου τέμπλου - Κοκκινοπηλός

Το τέμπλο

Τέµπλο ή αλλιώς εικονοστάσι του ναού, ονοµάζεται το ξύλινο ή µαρµάρινο διάφραγµα που χωρίζει το θυσιαστήριο από τον υπόλοιπο ναό, «δεικνύει τη διαφορά των αισθητών προς τα νοητά, και ως στερέωµα εστί, διαφράτον από των υλικών τα νοούµενα»51. Κατά την Τουρκοκρατία, το ξυλόγλυπτο τέμπλο παρουσιάζει σημαντικές μεταβολές. Επικρατεί το ψηλό και περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Το τέμπλο απομονώνει τελείως το Ιερό από τον κυρίως Ναό. Πλήθος μικρών και μεγάλων εικόνων παρεμβάλλεται ανάμεσα στα σκαλίσματα και για το λόγο αυτό τώρα το τέμπλο λέγεται Εικονοστάσιο. Η τεχνοτροπία του αλλάζει και το θεματολόγιο πλουτίζεται. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στην εξέλιξη της Εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής και ιδιαίτερα του τέμπλου, οι οποίες οφείλονται στις μεγάλες αλλαγές στη δομή και στην πολιτιστική ζωή της ελληνικής κοινωνίας. Από την αρχή του 18ου αιώνα εμφανίζονται τα κουφωτά ή σκαλιστά στον αέρα τέμπλα, στα οποία αφαιρούνται τμήματα του φόντου και έτσι δημιουργούνται διαμπερή κενά ανάμεσα στις μορφές, τα λεγόμενα έξεργα ξυλόγλυπτα52. Η τεχνική που επικρατεί είναι γνωστή ως διάτρητη τεχνική. Τα θέματα εμπλουτίζονται και υπάρχει η αίσθηση του βάθους. Στα μέσα του 18 ου αιώνα γίνεται αισθητή η επίδραση του ευρωπαϊκού Μπαρόκ 53 .

Τα τέμπλα του 17 ου – 19 ου αιώνα σε γενικές γραμμές ακολουθούν κοινή διάρθρωση, που έλκει την καταγωγή της από τα παλαιότερα βυζαντινά τέμπλα: ανά διαστήματα υπάρχουν πεσσίσκοι και κιονίσκοι που φέρουν ευθύγραμμο επιστύλιο κι ανάμεσά τους διαμορφώνονται δύο τουλάχιστον είσοδοι, η Ωραία Πύλη στο κέντρο και η θύρα της πρόθεσης, αριστερά – ενίοτε ανοίγεται και η θύρα του διακονικού, δεξιά – ενώ τα μέρη ανάμεσα στις εισόδους κλείνονται με θωράκια, εικόνες δεσποτικές και επιστυλίου, και επιστέψεις. Το τέμπλο καθ’ ύψος αποτελείται από τρεις ζώνες: τη βάση, τον θριγκό και την επίστεψη. Στη βάση τοποθετούνται ποδιές - θωράκια54, πάνω από τα οποία τοποθετούνται οι δεσποτικές εικόνες. Το θριγκό απαρτίζουν τρεις κύριες ανάγλυφες ζώνες, ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται στενές διακοσμητικές ταινίες, οι κοσμήτες: η πρώτη ζώνη φέρει ανάγλυφο διάκοσμο· η δεύτερη και η τρίτη ζώνη εκτός από ανάγλυφο φέρουν και εικόνες με γραπτό διάκοσμο: στη δεύτερη ζώνη εκτείνεται η Μεγάλη Δέηση με το Τρίμορφο στο κέντρο και αγγέλους και αποστόλους εκατέρωθεν, ενώ στην τρίτη τοποθετούνται οι εικόνες του Δωδεκαόρτου. Τέλος, στην κορυφή του τέμπλου η επίστεψη αποτελείται από την πυραμίδα, το κεντρικό στοιχείο της οποίας αποτελεί ο μεγάλος σταυρός, μέσα στον οποίο ζωγραφίζεται ο Εσταυρωμένος Χριστός, ενώ στις τρίλοβες απολήξεις των κεραιών του συνήθως ζωγραφίζονται τα σύμβολα των τεσσάρων ευαγγελιστών. Στην περίμετρό του ο σταυρός φέρει φυτικό διάκοσμο με άνθη ή φύλλα και μια λεπτή ταινία με σειρά κουκκίδων. Στις ουρές των δελφινιών/δράκων στηρίζονται τα δύο εικονίδια με την Θεοτόκο και τον άγιο Ιωάννη το Θεολόγο, που στρέφονται προς τον Εσταυρωμένο και αποτελούν τα λυπηρά της επίστεψης. Μεταξύ των στομάτων των δελφινιών/δράκων συνήθως υπάρχουν διάχωρα όπου ζωγραφίζονται το σπήλαιο στον Άδη με το κρανίο του Αδάμ ή ο μόσχος, το σύμβολο του ευαγγελιστή Λουκά55.

Τα λίγα βημόθυρα που έχουν σωθεί από τη περίοδο αυτή διακρίνονται από την μικτή τους τεχνική, καθώς φέρουν ξυλόγλυπτο και γραπτό διάκοσμο. Στο ανώτερο τμήμα των θυροφύλλων, η άνω τοξωτή απόληξη έχει σκαλιστεί συνήθως με διάτρητη τεχνική, ενώ στην επιφάνεια του υπόλοιπου συμπαγούς τμήματος διαμορφώνονται εικονίδια με τοξωτά πλαίσια. Ο γραπτός διάκοσμος χωρίζεται σε δύο ζώνες: στην άνω μπαίνει η σκηνή του Ευαγγελισμού, με τον αρχάγγελο και την Παναγία σε ισάριθμα εικονίδια σε καθένα θυρόφυλλο, ενώ στην κάτω τοποθετείται μια σύνθεση με τέσσερις μετωπικούς ιεράρχες, κατά κανόνα τους Τρεις Ιεράρχες (Μεγάλο Βασίλειο, Ιωάννη Χρυσόστομο και Γρηγόριο Θεολόγο) και άλλον έναν ιεράρχη, συχνά τον άγιο Νικόλαο ή τον άγιο Αθανάσιο, χωρισμένους ανά δυο σε κάθε θυρόφυλλο.

Στην Αγιά Παρασκευή Κοκκινοπηλού, η χρονολογία 1853 αναγράφεται πάνω από την Ωραία Πύλη, στο ξυλόγλυπτο τέμπλο, που κατασκευάσθηκε το έτος αυτό στο χωριό Αμούρι της Ποταμιάς Ελασσόνας. Για την κατασκευή του τέμπλου πληροφορούμαστε από ένα βιογραφικό σημείωμα του ιερέα Παπαβασιλείου Β. Σακελλαρίου ή Λογγίδη, που γράφει τα εξής: «Μετά το πέρασμα 20 ετών, δηλαδή το 1852, αποφάσισαν οι πατριώτες να κάνουν τέμπλο σκαλιστό, το οποίο τέμπλο οι τότε τεχνίτες το επεξεργάστηκαν σε χωριό της Ποταμιάς Ελασσόνας, το Αμούρι, γιατί εκεί υπήρχε ξυλεία καρυδένια άφθονη και από κει για να μεταφερθεί στον Κοκκινοπλό χρειάσθηκαν πενήντα δυο (52) ζώα, όπου μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε από τους ξένους τεχνίτες»56. Ας έχουμε υπόψη μας πώς μεταφορά από μακρινές αποστάσεις και σε κακοτράχαλα μονοπάτια κρατούσε μέρες, πράγμα που σήμαινε απανωτά φορτώματα και ξεφορτώματα κατά τις νυχτερινές στάσεις, απαιτήσεις για προστασία από τη βροχή κατά τη μεταφορά κλπ57.

Αναλυτική περιγραφή του τέμπλου

Το τέμπλο του ναού λοιπόν αποτελείται από τρία διαφορετικά τμήματα, ακολουθεί δηλαδή μορφολογικά την τυπική διάρθρωση: Α) Βάση, Β) Θριγκός ή επιστήλιο και Γ) επίστεψη.

Η πρώτη ζώνη της βάσης περιλαμβάνει τα ξύλινα θωράκια (ποδιές) 58 και τις 10 δεσποτικές εικόνες. Πάνω από τη ζώνη των θωρακίων αναπτύσσεται η ζώνη των δεσποτικών εικόνων. Η μεσαία ζώνη του τέμπλου σχηματίζεται από το θριγκό (επιστύλιο), που αποτελείται από δυο ζώνες: η μια έχει ογκώδη περίτεχνα διακοσμητικά θέματα χωρίς εικόνες, ακολουθεί μια διακοσμητική ταινία (κοσμήτης), κι ακολουθεί η δεύτερη ζώνη του επιστυλίου με θέσεις για την τοποθέτηση των εικόνων (20 των αριθμό). Ακολουθεί άλλη μια σειρά διακοσμητικών θεμάτων και το τέμπλο στην απόληξή του ολοκληρώνεται με την επίστεψη, που σχηματίζεται από μια βάση και τον σταυρό.

Κάπου εδώ πρέπει να σημειώσουμε μια σημαντική λεπτομέρεια: το τέμπλο διαθέτει μια σημαντική καμπύλη προς τα μέσα στο κέντρο του (που δημιουργείται από απαλές γωνίες) και δίνει μια εξαιρετική αίσθηση πολυτέλειας και αριστοτεχνικής κατασκευής.

Οι επιφάνειες των θωρακίων του τέμπλου είναι εξ ολοκλήρου σκαλιστές με εξαιρετικό τρόπο. αρχίζοντας από τα αριστερά, σε επαφή με τον βόρειο τοίχο, υπάρχει ένα θωράκιο το οποίο περιέχει ένα τεράστιο άνθος σε σχήμα σταυρού (με ένα ρόδακα στο κέντρο του), περιτριγυρισμένο από άλλα μικρότερα άνθη. Στον παραστάτη ανάμεσα σε αυτό το θωράκιο και την είσοδο της Πρόθεσης είναι σκαλισμένο στη βάση του ένα ανθοδοχείο γεμάτο άνθη, από πάνω του υπάρχει ένα μικρό κεφάλι αγγέλου μέσα σε άνθη, κι ακόμα παραπάνω (μέχρι την ένωση με τον θριγκό) σκαλίσματα με πλούσιο διάκοσμο από τον φυτικό κόσμο, καθώς κι ένας μικρός όρθιος ολόσωμος άγγελος. Στο ύψος του αγγέλου υπήρχε ένα ακόμη κομμάτι του τέμπλου, κάτω από την δεσποτική εικόνα…, που στις μέρες μας λείπει και η κενή επιφάνεια είναι καλυμμένη με μια μικρή φορητή εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου.

Το άνοιγμα της εισόδου της Πρόθεσης είναι καλυμμένο με κάτι ανάμεσα σε ύφασμα και δέρμα, όπου πάνω του είναι ζωγραφισμένος ο Αρχάγγελος Μιχαήλ , με το ανασηκωμένο ξίφος της δικαιοσύνης στο δεξί χέρι, ενώ με το αριστερό κρατάει ένα ειλητάριο. Μετά τον δεξιό παραστάτη, συναντάμε απρόσμενα την πρώτη από τις δυο γοργόνες του τέμπλου (παρόμοιες βρίσκουμε και στο Πήλιο, στα Άγραφα και στην Ήπειρο, αν και εδώ έχουμε μια ιδιοτυπία: ενώ στις περισσότερες γοργόνες η διπλή ουρά καταλήγει σε διχαλωτά ή τοξωτά πτερύγια, εδώ καταλήγει σε κεφάλι πουλιού). Τη συγκεκριμένη γοργόνα αναφέρει κι ο Κίτσος Μακρής στα «Εκκλησιαστικά ξυλόγλυπτα» του59. Η όλη σύνθεση της ποδιάς του τέμπλου είναι συμμετρική γύρω από έναν κάθετο άξονα, και το θέμα της γοργόνας με τη διπλή ουρά εξυπηρετεί αυτή την συμμετρία. Στην αρχή της αντικριστής συμμετρίας υπακούουν όλα τα διακοσμητικά θέματα της κεντρικής ζώνης, το ένα πάνω στο άλλο: διπλή αντίστροφη έλικα, αχιβάδα, στρογγυλό λουλούδι με δεξιά και αριστερά του πλατανόφυλλα και η γοργόνα. Όλα πλαισιώνονται από πλούσιο φυτικό διάκοσμο, χωρίς όμως αυστηρή συμμετρία60. Η γοργόνα αυτή μοιάζει σε γενικές γραμμές με τις γοργόνες των τέμπλων κάποιων εκκλησιών του Πηλίου (Ταξιάρχες Τσαγκαράδας και Αγίας Κυριακής Ζαγοράς, όπου βρίσκονται πάνω από την Ωραία Πύλη, κι ειδικότερα μοιάζει λόγω θέσης – σε θωράκιο – της ίδιας εκκλησίας στην Τσαγκαράδα). Όλες αυτές οι γοργόνες έχουν κοινά χαρακτηριστικά: πλαστική απόδοση όγκων, σαφήνεια στη διάκριση του ανθρώπινου από το ζωικό στοιχείο και η χρησιμοποίηση του τύπου με τη διπλή ουρά61.

Ας προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε την παρουσία της γοργόνας σε τόπους, που ούτε μαρτυρημένοι θρύλοι υπάρχουν γύρω από αυτήν, ούτε η παράσταση της συνοδεύεται από στοιχεία που να υποδηλώνουν, έστω και έμμεσα, τη θαλασσινή της καταγωγή. Άλλωστε και η απόδοση της με τη μακριά σχεδόν στρόγγυλη ουρά θυμίζει περισσότερο φίδι παρά ψάρι. Και των δυο το δέρμα σκεπάζεται με λέπια. Το θέμα έφτασε ως τα ψηλώματα του Ολύμπου χωρίς πια την αρχική του σημασία, απλό διακοσμητικό μοτίβο, ίσως με κάποια φόρτιση παλιών αποτρεπτικών δοξασιών62, αλλά όμως λειτουργεί και ως αδιάσειστη επιβεβαίωση της αδιάλειπτης συνέχειας της ζωής του ελληνικού λαού63. Όπως αναφέρει και ο Ν. Πολίτης στη σχετική με τις γοργόνες μελέτη του 64 «οι γοργόνες, στις παραδόσεις του ελληνικού λαού, είναι ‘διφυείς εις ιχθύν απολήγουσαι θαλάσσιες γυναίκες’, οι οποίες όμως ουσιαστικά αναφέρονται μόνο σε μια γοργόνα γνωστή, την αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου, η οποία κατά λάθος ή από αμέλεια, αλλά κυρίως από περιέργεια, χύνει ή πίνει η ίδια το αθάνατο νερό που με τόσο κόπο βρήκε ο αδερφός της, μια βέβηλη πράξη που της κοστίζει την κατάρα του Ήρωα. Απελπισμένη πέφτει στη θάλασσα και μεταμορφώνεται, γίνεται δηλαδή μισή γυναίκα και μισή ψάρι, ένα αθάνατο ενάλιο πλάσμα που έκτοτε περιπλανάται στις θάλασσες 65 και ρωτάει τα διερχόμενα καράβια ‘ζει ο Μέγα Αλέξανδρος;’, κι αν αυτά απαντούσαν ‘ζει και βασιλεύει και τον κόσμο ειρηνεύει’, τα άφηνε να φύγουν, αν απαντούσαν όμως ότι πέθανε, τότε τα βύθιζε. Κι αυτή όμως η παράδοση παραπέμπει σε ακόμα παλιότερες εποχές, στις Σειρήνες των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίες ήταν ολέθριες στους ναυτιλλόμενους».

Επιστρέφοντας στην περιγραφή των θωρακίων, ακριβώς πάνω από αυτό της γοργόνας υπάρχει διακοσμητική λωρίδα (κοσμήτης) με γεωμετρικά σχήματα και άνθη, κι από πάνω του (και κάτω από τη δεσποτική εικόνα του Αγίου…) υπάρχει ακόμα ένα θωράκιο με τον Θεό στο κέντρο του, κρατώντας σκήπτρο και βιβλίο, να διαβάζει/μιλάει σε δυο αντικρυστούς λέοντες που τον ακούνε σεβάσμια με το κεφάλι τους κατεβασμένο. Δίπλα και δεξιά από την γοργόνα (κι αφού παρεμβάλλεται παραστάδα με ανθοδοχείο και άνθη), στο επόμενο θωράκιο συναντάμε μια σκυμμένη ιερατική μορφή με μπαστούνι/ιερατική ράβδο στο χέρι, η οποία ευλογεί άνθη, φυτά και ένα μεγάλο πτηνό. Από πάνω της, σε θωράκιο κάτω από τη δεσποτική εικόνα του Αγίου…, ο Θεός ένθρονος και φορώντας στέμμα ευλογεί άνθη, φυτά και δυο μεγάλα αντικρυστά πτηνά. Αμέσως μετά αρχίζει η απαλή καμπύλη – γωνία της παραστάδας που συνεχίζεται με το τρίτο θωράκιο μετά την πύλη της Πρόθεσης και η ευθεία επανέρχεται με το τέταρτο στη σειρά θωράκιο, το οποίο στη μέση του έχει μια πρωτότυπη σύνθεση τριών ανθρώπων: ένας ξαπλωμένος άνδρας, πάνω του κάθεται μια νεαρή κοπέλα και μπροστά τους στέκεται και τους ευλογεί ή απλά αγγίζει ένας νεαρός άνδρας. Γύρω τους πλούσια φυτικά μοτίβα και στις πάνω γωνίες δυο άγγελοι. Η σύνθεση αυτή είναι επιχρωματισμένη με ασημένιο μπογιά, όπως και όλες οι προηγούμενες στα αριστερά της. Από πάνω της, ένα ακόμη θωράκιο, όπου βρίσκεται σκαλισμένη στην ουσία η δεσποτική εικόνα που βρίσκεται ακριβώς από πάνω της (σε αυτή την περίπτωση, η Παναγιά Βρεφοκρατούσα).

Από την Ωραία Πύλη, μέχρι την είσοδο του Διακονικού, υπάρχουν άλλα 4 θωράκια. Στα πρώτα τρία είναι σκαλισμένη με τη σειρά η ιστορία των πρωτόπλαστων: α) ο Θεός ένθρονος ευλογεί τους γυμνούς ανθρώπους Αδάμ και Εύα, εν μέσω πλούσιου φυτικού διακόσμου, αγγέλων και πτηνών, β) η Εύα παίρνει τον απαγορευμένο καρπό από το φίδι και δίνει και στον Αδάμ να το φάει, ενώ τα πτηνά από πάνω τους κρώζουν και γ) ο Αρχάγγελος με το σπαθί στο χέρι, ερχόμενος από πάνω αριστερά της σύνθεσης, διώχνει από τον Παράδεισο τους Πρωτόπλαστους, που αποχωρούν στεναχωρημένοι στο κάτω δεξιά κομμάτι της σύνθεσης. Το τέταρτο θωράκιο επαναλαμβάνει την σύνθεση με την Γοργόνα που συναντήσαμε στο ακριβώς απέναντι συμμετρικό τμήμα, δίπλα στην είσοδο της Πρόθεσης.

Ωραία Πύλη

Δεξιά και αριστερά από την Πύλη, υπάρχουν παραστάδες, με τις ίδιες ακριβώς παραστάσεις που έχουν και οι υπόλοιπες (στη βάση το ανθοδοχείο, μετά ο άγγελος και παραπάνω η μεγάλη σύνθεση με τον φυτικό διάκοσμο και τα πτηνά). Στο εσωτερικό τμήμα των παραστάδων υπάρχουν δυο αντικριστοί μεγάλοι δράκοι, με σηκωμένα τα κεφάλια και ανοιγμένα τα γεμάτα δόντια στόματά τους. Στην απόληξη του διακόσμου, στην κορυφή, υπάρχουν (μέσα σε πλούσιο φυτικό διάκοσμο) δυο αντικριστά πουλιά με στραμμένα τα κεφάλια τους προς το κέντρο του υπέρθυρου της Ωραίας Πύλης, όπου υπάρχει ένα τρίτο πτηνό στραμμένο κάθετα προς τα κάτω.

Στη θύρα της Ωραίας Πύλης υπάρχουν τα χαρακτηριστικά βημόθυρα, βαμμένα με χρυσό χρώμα (ενώ όλα τα θωράκια έχουν ασημένιο χρώμα). Τα σκαλίσματα στα βημόθυρα αυτά είναι ιδιαίτερα περίτεχνα: στο κάτω μέρος, έχει σε κάθε βημόθυρο από 4 μικρές εικόνες, ανά δυο και χωρίζονται με δικέφαλα πτηνά από πάνω τους, ενώ ανάμεσα τους υπάρχει διακοσμητική φυτική ταινία. Χαρακτηριστική είναι η κατακόρυφη διακοσμητική ταινία, που επικαλύπτει τον αρμό ανάμεσα στα δύο θυρόφυλλα και φέρει πλήθος ονομασιών όπως αρμοκάλυπτρο , μπινί, σταθμόςκαι πήχης66 . Αμέσως πάνω από τις εικόνες, υπάρχει μια μεγάλη σκαλιστή σύνθεση με πλούσιο φυτικό διάκοσμο, με δυο έφιππους αγίους, αριστερά τον Άγιο Γεώργιο που σκοτώνει τον δράκο και δεξιά τον Άγιο Δημήτριο που σκοτώνει κάποιον άπιστο. Στο κάτω μέρος της σύνθεσης, στο κέντρο, ο άγγελος από αριστερά δίνει τον κρίνο στην Παναγία. Στο ανώτερο τμήμα των βημόθυρων (στην απόληξη της διακοσμητικής ταινίας) βρίσκεται το δισκάριο, μια μικρή αλλά εξαιρετική ξυλόγλυπτη σύνθεση, η οποία περιέχει στο κέντρο της τον Χριστό να αναδύεται μέσα από μια κολυμβήθρα, ευλογώντας τους πιστούς με τα δυο του χέρια, ενώ του βάζουν στέμμα στο κεφάλι δυο αντικριστοί άγγελοι.

Οι δεσποτικές εικόνες

Οι δεσποτικές εικόνες φιλοτεχνήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές φάσεις και από διαφορετικούς αγιογράφους, κάτι που είναι εμφανές και από τη διαφορά τεχνοτροπίας. Τις εικόνες αυτές οριοθετούν κατακόρυφες ταινίες (στυλίσκοι) και παραστάδες. Στην πρώτη εικόνα, αριστερά της εισόδου για την Πρόθεση, είναι ολόσωμοι οι στρατιωτικοί άγιοι Δημήτριος και Γεώργιος, με ακόντια και ασπίδες, όπου αναγράφεται: «Δέησις του δούλου του Θεού Αναστασίου συμβίας και των τέκνων 1842», η γραφή είναι μικρογράμματη. Στα δεξιά της εισόδου της Πρόθεσης βρίσκεται ο Άγιος… και δίπλα του εικόνα Έπειτα φτάνουμε στην Αγία Παρασκευή, στο κεφάλι της οποίας είναι τοποθετημένο ένα ασημένιο φωτοστέφανο που εξέχει της σύνθεσης, όπως και το δεξί της χέρι κι ο σταυρός που κρατάει είναι επίσης ασημένιο. Μπροστά από το κάτω μέρος της εικόνας υπάρχει μεταλλικός άξονας από την μια πλευρά ως την άλλη, για να κρεμάνε οι πιστοί τα τάματα – αφιερώματα στην Αγία. Πιο κάτω από εκεί υπάρχει και η αφιερωματική επιγραφή «ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΑΒΕΡΚΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΚΑΙ ΖΗΜΠΟΥΡΑ 1830 Απριλίου 22». Δίπλα της, στην εικόνα της Παναγίας αναγράφεται: «Ιλεων δια σου τον Θεόν εν ημέρα της δίκης εύροιμι Δέσποινα ο εξ Ελασσονίτιδος, Ιάκωβος μοναχός Τσέλνιγκας 1837 εν μηνί Απριλίω», η γραφή είναι μικρογράμματη. Μετά την ωραία πύλη ο Χριστός ένθρονος, με ιερατική στολή και στέμμα, με το δεξί χέρι ευλογεί τους πιστούς και με το αριστερό κρατάει ανοιχτό ευαγγέλιο. Έπειτα ο Ιωάννης Πρόδρομος (με φτερούγες στην πλάτη, να κρατάει στο αριστερό του χέρι ανοιγμένο πάπυρο, ενώ με το δεξί του ευλογεί τους πιστούς), όπου αναγράφεται «δέησις του δουλου Ιακώβου μοναχού Ελασσώνος Τσέλνιγκα:aΙουνίου κδ(στο αριστερό κομμάτι της εικόνας αναγράφεται ευκρινώς το 1837)», η γραφή είναι μικρογράμματη. Στη συνέχεια, εικόνα του Αγίου Μανδηλίου = αναγράφεται «1880 χειρ κυρίου Μιχαήλ Γεωργίου 67 Σαμαρίνας», η γραφή είναι μικρογράμματη. Η εικόνα αυτή κατασκευάστηκε το 1880, από τον Μιχαήλ Γεωργίου από την Σαμαρίνα., Ακολουθεί η εικόνα της Αγίας Τριάδος, όπου αναγράφεται «ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΕΛΑΣΣΟΝΟΣ ΤΣΕΛΝΙΓΚΑ 1837 Ιουνίου 17». Η εικόνα αυτή φιλοτεχνήθηκε από το ζωγράφο Κωνσταντίνο, ο οποίος καταγόταν από την Καρυά Ολύμπου. Μετά η είσοδος του Διακονικού με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ και τέλος, αγιογραφημένοι τρεις Άγιοι Ανάργυροι. Η ένωση με τον νότιο τοίχο γίνεται με ένα ξύλινο στυλίσκο, διακοσμημένο με γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα και σχήματα.

Η ζώνη Θριγκού – Επιστύλιο

Στην πρώτη ζώνη του Θριγκού (που αρχίζει από τον βόρειο τοίχο και καλύπτει ένα μεγάλο μέρος συνολικά του Θριγκού), συναντούμε σκαλιστές συνθέσεις, με γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα και σχήματα, πάνω από κάθε δεσποτική εικόνα. Στο κέντρο από κάθε μια σύνθεση εμφανίζεται και μια μικρή ανθρώπινη φιγούρα σε διάφορες φάσεις της θρησκευτικής ζωής. Ανάμεσα σε κάθε σύνθεση, είναι σκαλισμένος ένας αρχάγγελος με το γυμνό σπαθί στο χέρι. Στο επάνω ανώτερο και στενότερο τμήμα, είναι σκαλισμένη μια λεπτή λωρίδα με ανθοδοχεία και λουλούδια. Και τα δυο τμήματα διατηρούν τον φυσικό τους χρωματισμό. Πάνω από αυτά τα δυο τμήματα, υπάρχει κι ένα τρίτο, λίγο πιο φαρδύ, με την σκαλισμένη κληματίδα (η ζώνη αυτή υπάρχει σε στο επιστύλιο όλων των τέμπλων)68, στη μέση του οποίου είναι σκαλισμένο σε θυρεό/μετάλλιο το έτος κατασκευής του τέμπλου (1851 ή 1853), πάνω από τη μορφή ενός κοιμώμενου ή σκεπτόμενου μυστακοφόρου άνδρα (με ρούχα της εποχής κατασκευής του τέμπλου). ίσως πρόκειται για σκαλιστή αναπαράσταση της, συνήθως εικονογραφικής, απεικόνισης του Χριστού ως «Ο Αναπεσών»69. Στη συνέχεια, στη ζώνη των εικόνων του επιστυλίου, που αρχίζει από τον βόρειο τοίχο, από αριστερά προς τα δεξιά, μέσα σε μικρά ανάγλυφα πλαίσια, απεικονίζονται σκηνές από την ζωή του Ιησού Χριστού, είναι οι εικόνες του Δωδεκαόρτου. Τα πλαίσια αυτά περιστοιχίζονται από μικρούς κιονίσκους με φυτικά σχέδια και πάνω από κάθε πλαίσιο και εικόνα υπάρχει ένα μικρό σκαλιστό εξαπτέρυγο – χερουβίμ (τα οποία με τη σειρά τους δημιουργούν μια επιπλέον διακοσμητική ζώνη).

Η Επίστεψη και ο Σταυρός

Το τέμπλο στην απόληξή του ολοκληρώνεται με την επίστεψη, που αποτελείται από τον Σταυρό. Κάτω από την βάση του Σταυρού υπάρχει μια διπλή, ομοιόμορφη, διακοσμητική ξυλόγλυπτη παράσταση μεγαλόσχημων δράκων, με στραμμένα τα κερασφόρα κεφάλια τους προς τα ουρές τους και τις γλώσσες τους (βαμμένες κόκκινες) έξω. Στους λαιμούς τους υπάρχουν σκαλισμένα λέπια ψαριού, σε πολλές επάλληλες σειρές. Πάνω από κάθε δράκο υπάρχουν δυο περιστέρια με τα φτερά τους ανοιγμένα. Οι δράκοι αυτοί κρατούν με το πάνω μέρος της ουράς τους τον Σταυρό (εκεί ανάμεσα βρίσκεται και το Λυπηρό με την κάρα του Αδάμ). Στο Σταυρό εικονίζεται ο Εσταυρωμένος Χριστός, που περιβάλλεται από τα 4 σύμβολα – ζώα των 4 Ευαγγελιστών: στην κορυφή είναι ο άνθρωπος – Άγγελος, σύμβολο του Ματθαίου, στα δεξιά του ο Λέων, σύμβολο του Μάρκου, στα αριστερά του ο Αετός, σύμβολο του Ιωάννη και στη βάση του Σταυρού, κάτω από τα πόδια Του, ο Ταύρος (Μόσχος), σύμβολο του Ευαγγελιστή Λουκά. Σε κάθε μια από τις άκρες των 3 κεραιών του, διαμορφώνονται εξωτερικά 5 μικρές απολήξεις. Η κάθε πεντάδα αποτελείται από 5 μικρά, ζωγραφιστά και ανάγλυφα ανθέμια. Στην κορυφή του Σταυρού ένα περιστέρι με τα φτερά του ανοιγμένα. Οι επιφάνειες είναι επιχρυσωμένες και η όλη σύνθεση παρουσιάζει επιβλητική όψη.

Ο ναός κοσμείται με παλαιό ξυλόγλυπτο δεσποτικό θρόνο, με τον Ιησού Χριστό φορώντας στέμμα, με το δεξί χέρι να ευλογεί, ενώ το αριστερό κρατάει ανοιχτό ευαγγέλιο (αγιογραφημένος το 1930 από τον «εκ Τσαριτσάνης» λαϊκό ζωγράφο Ιωάννη Βίτκο Δαπάνη Κωνσταντίνου Γεωργίου Ζέτα και της συζύγου του Φανής»). Εσωτερικά δεν είναι αγιογραφημένος παρά μόνον στην κόγχη του ιερού Βήματος, με τοιχογραφίες λαϊκής τεχνοτροπίας, αρχών του 20 ου αιώνα, από τον λαϊκό ζωγράφο Βίτκο. Στη βόρεια πλευρά του ναού βρίσκεται προσαρτημένο μικρό, μονόχωρο, επίμηκες Παρεκκλήσιο, αφιερωμένο στον Άγιο Χαράλαμπο . Το Παρεκκλήσιο (σήμερα σε φάση συντήρησης) διασώζει τμήματα τοιχογραφικού διακόσμου και μικρό ξύλινο τέμπλο και είναι, πιθανότατα, αρχαιότερο από την Αγία Παρασκευή. Στον Κοκκινοπηλό υπάρχει επίσης κτισμένο και το παρεκκλήσιο του Αγίου Αθανασίου (1975)70.

Αγιογραφίες τέμπλου

Αγιογραφίες δυτικής εισόδου

Αρχάγγελοι Μιχαήλκαι Γαβριήλ.Αριστερά και δεξιά της δυτικής θύρας του ναού βρίσκονται οι ολόσωμες μορφές των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Η συχνή απεικόνιση των δύο αρχαγγέλων στις πλευρές της εισόδου, σχετίζεται με το φυλακτικό και αποτροπαϊκό ρόλο τους71.

Αρχάγγελος Μιχαήλ72 (Πίν. 45 α, β)Επάνω η επιγραφή «ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ». Ο Μιχαήλ εικονίζεται δεξιά της δυτικής θύρας, σε αναλογίες μεγαλύτερες τωνολόσωμων αγίων. Μορφή μεγαλοπρεπής και κομψή, φέρει στρατιωτική στολή και κρατεί ξίφος στο δεξί του χέρι, το οποίο όμως εξαιτίας του μήκους του δίνει την εντύπωση της ρομφαίας. Στο αριστερό κρατά ανοιχτό ειλητάριο, ενώ στον αντίχειρα του στηρίζει τη ζυγαριά της ψυχοστασίας. Στο ειλητό αναγράφεται: « ΘΕΟΥ ΣΤΡΑ / ΤΗΓΟΣ ΕΙ / ΜΙ ΤΗΝ ΣΠ/ ΑΘΗΝ ΦΕ / ΡΩ. ΤΕΙΝΩ / Προς ΥΨΟς / ΕΚΦΟΒΩ / ΘΕΟΥ ΦΟΒΩ /ΚΑΤΑΦΡΟ /ΝΗΤΑΣ / ΕΚΔΙΧΑ / ΖΩ ΣΥΝ / ΤΟΜΩΣ /»1085.

Φέρει κοντό γαλάζιο χιτώνα, του οποίου την απόληξη περιτρέχει πλατιά χρυσή ταινία, οι άκρες της οποίας περιτρέχονται από μία σειρά μαργαριταριών αντίστοιχα, ενώ το εσωτερικό της διανθίζεται με μαργαριταρένια και μη άνθη. Πάνω από το χιτώνα φέρει θώρακα φολιδωτό σε αποχρώσεις του γκρι. Ο θώρακας στο ύψος των βραχιόνων του απολήγει σε προσωπείο. Από το θώρακα χαμηλά στην κοιλιακή χώρα κρέμονται ταινίες, οι οποίες συστρέφονται. Μπροστά στο στήθος δένεται με κόμπο η κόκκινη χλαμύδα, η οποία με πλούσιες πτυχώσεις πέφτει πίσω στα δεξιά του. Στη μέση είναι ζωσμένη ζώνη η πόρπη της οποίας διακρίνεται πάνω στο θώρακα. Στα πόδια φορά δρομίδες, οι οποίες δένονται στο ύψος των γονάτων με κόκκινη ταινία. Στις κνήμες φορά τσαγκία στο κέντρο των οποίων (στην κορυφή ψηλά στην κνήμη) υπάρχει ένας σεραφείμ και απ' όπου ξεκινά σχοινί που τα συγκρατεί και το οποίο με τη σειρά του δένεται στην κόκκινη ταινία. Με μια χορευτική σχεδόν κίνηση πατά με το δεξί του πόδι δυνατά πάνω στους μηρούς του αμαρτωλού που βρίσκεται ξαπλωμένος ανάσκελα στο έδαφος. Η κίνηση του αρχαγγέλου τόσο ζωντανή και έντονη καθώς είναι, δίδει την εντύπωση ότι στην επόμενη στιγμή θα μεταφέρει και το δεξί του πόδι πάνω στους μηρούς του αμαρτωλού και ταυτόχρονα θα βυθίσει τη μόλις λίγα εκατοστά απέχουσα ρομφαία του στο λαιμό του αμαρτωλού.

Σε δεύτερο επίπεδο, πίσω από τον αμαρτωλό που πατεί ο Αρχάγγελος, δύο μικρογραφημένες μορφές, αριστερά ένας νέος άνδρας έχει τα δύο του χέρια στο πρόσωπο και θρηνεί και δεξιά του μια νέα γυναίκα καθισμένη σε θρόνο θρηνεί τραβώντας τα μαλλιά της. Μεταξύ της γυναίκας και του ζυγού που κρατά οΑρχάγγελος υπάρχει μικρογραφημένη επιγραφή: «θάνατος αμαρτωλού / και ανεξομολόγητου του / φρίξον ψυχή/»(Πίν. 45 β) .

Αρχάγγελος Γαβριήλ (Πίν. 46 α, β).Επάνω η επιγραφή «Ο ΑΡΧΩΝ - ΓΑΒΡΙΗΛ». Ο Γαβριήλ βρίσκεται αριστερά της εισόδου του κυρίως ναού, είναι στραμμένος στα δεξιά του. Στρογγυλοπρόσωπος με τοξωτά φρύδια, λεπτή μύτη και μικρό στόμα, στρέφει το βλέμμα του αριστερά του. Έχει μακριά μαλλιά που δένουν πίσω του, ενώ φορεί μακρύ ροδόχρωο χιτώνα με άνθη και μαργαριτοκόσμητες παρυφές, δεύτερο κοντό χιτώνα ζωσμένο στη μέση σε τόνους ανοιχτού κεραμιδί, με διάλιθες παρυφές και τραχηλιά και γαλαζοπράσινο μανδύα που ανεμίζει αναδιπλούμενος, ο οποίος καθώς περνά κάτω από την αριστερή μασχάλη και πάνω από τον αριστερό ώμο δένει λοξά μπροστά στο στήθος με κόμπο. Με το αριστερό του χέρι κρατά από κάτω υψωμένο ειλητό στο οποίο αναγράφεται: «ΟΞΥΓΡΑ / ΦΟΥ ΚΑΛΑ / ΜΟΝ ΤΗ / ΧΕΙΡΙ ΦΕ / ΡΩΝ ΤΩΝ / ΕΙΣΙΟΝ / ΩΝ ΣΥΝ / ΤΑΓΑΣ ΑΠΟ / ΓΡΑΦΩ / ΦΡΟΥΡΩ ΣΤΕΡ / ΓΟΝΤΑΣ / ΕΙΔΕ ΜΗ / ΦΘΕΙΡΩ / ΤΑΧΕΙ /»1095.Με το δεξί κρατά φτερό « οξυγράφου κάλαμον τη χειρί φέρων», έτοιμος να γράψει πάνω στο ειλητό. Το ίδιο εικονογραφικό πρότυπο ακολούθησε ο ζωγράφος στους Αγίους Αποστόλους Κλεινού αλλά και οι μεταγενέστεροι σαμαρινιώτες ζωγράφοι.

Φορητές εικόνες

Φορητή

Όλες οι μορφές, στις τοιχογραφίες και στις φορητές εικόνες, διακρίνονται από μια πλαστικότητα και μια ομορφιά. Κοινό γνώρισμα πάντα όλων των μορφών είναι η εκφραστικότητα που αποπνέουν τα βλέμματά τους. Βασικό μέλημα των ζωγράφων, με το αναλυτικό και καλαίσθητο πλάσιμο και την αγάπη για τη λεπτομέρεια και τη λεπτότητα των χαρακτηριστικών, είναι να προσδώσουν μια ποιότητα στο έργο τους. Τα ενδύματα των μορφών αναδεικνύουν και την τέχνη των ζωγράφων. Ακολουθώντας το στήσιμο των μορφών, τις έντονες ή αβρές κινήσεις και χειρονομίες τους, αναδεικνύουν την κορμοστασιά των εικονιζόμενων μορφών, τονίζουν την πλαστική απόδοσή τους, καθώς δημιουργούν τις πτυχές και ανεμίζουν στις απολήξεις χαρίζοντας μια εκφραστική αίσθηση συνεχούς κίνησης, χωρίς όμως να βαραίνουν τις μορφές73.

Σαμαριναίοι Ζωγράφοι

Ένα από τα μεγαλύτερα βλαχοχώρια της Ελλάδος είναι και η Σαμαρίνα, η ίδρυση της οποίας τοποθετείται στα μέσα του 15ου αιώνα, την εποχή που οι Οθωμανοί άρχισαν να δημιουργούν πολλά προβλήματα απέναντι στους χριστιανούς, οπότε πολλές ομάδες πληθυσμών ξεκίνησαν να μετακινούνται σε διάφορες περιοχές, ορεινές κυρίως, και δυσπρόσιτες. Η ταραγμένη αυτή κατάσταση συνεχίζεται μέχρι την άνοδο του Αλή Πασά στο πασαλίκι των Ιωαννίνων στα 1788, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, επέκτεινε σταδιακά την εξουσία και επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αναζωογόνηση του εμπορίου, παίρνοντας μια σειρά μέτρων που αποδείχτηκαν αποτελεσματικά: επέβαλε τάξη και ασφάλεια στην επικράτειά του, στις ορεινές διόδους που αποτελούσαν σημαντικά στρατηγικά και εμπορικά σημεία εγκατέστησε μόνιμες φρουρές, βελτίωσε το οδικό δίκτυο της Ηπείρου (ιδιαίτερα τους δρόμους που οδηγούσαν στη Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία) και οργάνωσε ταχυδρομική υπηρεσία με σταθμούς και πανδοχεία για τα εμπορικά καραβάνια και τους οδοιπόρους. Η παγίωση της ειρήνης και της ασφάλειας, καθώς και η φύλαξη των οδικών αρτηριών, συνετέλεσε στην περαιτέρω ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στα όρια του πασαλικιού του74.

Στη Σαμαρίνα το εμπόριο των μάλλινων ειδών οδήγησε σε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη το χωριό και η περίοδος αυτή, θεωρείται από τον Απ. Βακαλόπουλο «η μεγάλη οικονομική ακμή της Σαμαρίνας, η οποία οφείλεται κυρίως εις το εμπόριον των μαλλίνων ειδών»75. Αυτή λοιπόν η οικονομική πρόοδος έφερε δημιουργικά αποτελέσματα και στις ανοικοδομήσεις και στις ανακαινίσεις των Εκκλησιών. Παράλληλα, την ίδια περίοδο καταγράφεται και ανάπτυξη του καλλιτεχνικού εργαστηρίου των ζωγράφων, οι οποίοι για έναν αιώνα και παραπάνω διακοσμούν Εκκλησίες και ζωγραφίζουν εικόνες σε ολόκληρο το Βαλκανικό χώρο, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους τα ζωηρά χρώματά τους, το κόκκινο και το γαλάζιο76.

Τέλος

Με βάση την παραπάνω ανάλυση συνειδητοποιούμε την ανάγκη για περαιτέρω μελέτη των ξυλόγλυπτων τέμπλων, μια και το μεγαλύτερό τους κομμάτι παραμένει αδημοσίευτο. Η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμα πιο επιτακτική, αν αναλογιστούμε και την ταχύτατη φυσική φθορά του υλικού κατασκευής τους που οδήγησε και στο μικρό αριθμό έργων που έχουν διασωθεί. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 18 ου – 19 ου αιώνα αποτέλεσε εξέχον κομμάτι του διακόσμου των ναών, μια και η εξέλιξή του από αυτά τις προηγούμενης περιόδου είναι χαρακτηριστική. Αν αναλογιστούμε, για παράδειγμα, πως μερικές φορές το τέμπλο κόστισε σχεδόν όσο και το κτίσιμο ολόκληρου του ναού, τότε κατανοούμε την αξία αλλά και τη σημασία του μέσα στο ναό. Επομένως, αναμφισβήτητα πρόκειται για περίτεχνα έργα τέχνης που εντυπωσιάζουν έως σήμερα και αποτελούν θησαυρούς με μεγάλη ιστορική, καλλιτεχνική και θρησκευτική αξία77.

ΚΟΚΚΙΝΟΠΗΛΟΣ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ: Ο NAΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΟΥ ΤΕΜΠΛΟΥ
Ανδρέας Γκανάτσιος
(κείμενο, video και φωτογραφίες)

………………

1.Ιερά Μητρόπολις Ελασσώνος, Οι Ενορίες, οι Ιερές Μονές και τα κειμήλια τους , Ελασσόνα 2007.

2 . Ευάγγ. Α. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα. Περιγραφή και ιστορία της μονής , ΚΕΜΝΕ, Αθήναι 1967.

3. Σχετικά δημοσιεύματά μου στους τόμους 76 (2019), 77 (2020) και 78 (2020).

4 Μαρία Βουβούση, «Βουνά και Ποτάμιατης Επαρχίας Ελασσόνας», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 76 (2019) , 185

5 Michel Civingon, «Θεσσαλία – Γεωγραφική Ανάλυση μιας Ελληνικής Περιφέρειας», Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τράπεζας, Αθήνα 1992, 497

6 Γιάννης Αδάμου (επιμέλεια), «Ο Κοκκινοπηλός», Κοκκινοπλός 1992, 48, 53, 57

7 Βάσος Καλογιάννης, «Τσαριτσάνη, η ιστορική πατρίδα του Κ. Οικονόμου εξ Οικονόμων», Λάρισα 1965, 28

8 ΑΝ.ΕΛ.ΚΙΣ., «Οικοτουριστικός Οδηγός Περιοχής Ελασσόνας»,Αναπτυξιακή Ελασσόνας Κισσάβου Α.Ε.,Ελασσόνα, χ.χ.ε., 126

9 Βασίλης Σπανός, «Οι οικισμοί της επαρχίαςΕλασσόνας στο οθωμανικό κατάστιχοTD101του 1521», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 74 (2018), 4 (σημ. 3. Μετά την μελέτη πολλών καταστίχων, καταλήξαμε στους συντελεστές 5.0 για τις πλήρεις οικογένειες και 4.0 για τις οικογένειες των χήρων )

10 Βασίλης Σπανός, «Οι οικισμοί της επαρχίαςΕλασσόνας στο οθωμανικό κατάστιχοTD101του 1521», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 74 (2018), 8

11 Levent kayapinar – Ayse Kayapinar, «ΗΕλασσόνα και 25 οικισμοί της στην απογραφή των Οθωμανών του 1570 (TD695)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 77 (2020), 51

12 Θωμάς Μπούμπας, «Ο Κώδικας της Ιεράς μονής Αγίας Τριάδος Σπαρμού Ολύμπου 1602-1877», Έκδοσις Ιεράς μονής Αγίας Τριάδος Σπαρμού Ολύμπου, 2008, 60

13 Ευάγγελος Τσακνάκης, «Οι οικισμοί της επαρχίαςΕλασσόνας σε ένα ταξίδι ζητείας στα μέσα του 18ουαιώνα», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 76 (2019), 193-205

14 Κρίτων Χρυσοχοΐδης, «Άθως και Ρωσία (15ος– 18οςαιώνας). Ιδεολογήματα και πραγματικότητες (Μια προσέγγιση)», Πρακτικά Α’ Διεθνούς Συνεδρίου «Ρωσία και Μεσόγειος» (Αθήνα, 19-22 Μαΐου 2005), ΕΚΠΑ / Εκδόσεις Ηρόδοτος, 2011, 268

15 Fatma Oncel, «Οι ισόβιοι εγγειοι φόροι της εκμισθωμένης γης (Μαλικανέ - μουκατά) της Εσμά Σουλτάνας στην Ελασσόνα (c. 1780-1825)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 76 (2019), 289-308

16 Ι. Λεονάρδου, «Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία», Πέστη Ουγγαρίας, 1836, 88

17 Leon Heuzey, «Τα χωριά του θεσσαλικού Ολύμπου στα 1860», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 13 (1988), 37

18 Ν. Γεωργιάδου Ιατρού Θετταλομάγνητος, «Θεσσαλία», Αθήναι, 1880, 275

19 Νικόλαος Σχινάς, «Οδοιπορικαί Σημειώσεις Μακεδονίας – Ηπείρου, Φυλλάδιο Πρώτο - Μακεδονία», Αθήναι, 1886, 89

20 Νίκος Η. Σδάνης, «Πληθυσμιακά στοιχεία για τους οικισμούς της Ελασσόνας το 1904», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 27 (1995), 246

21 Βασίλειον της Ελλάδος, Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις στατιστικής, « Απαρίθμησις των κατοίκων των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους 1913», εν Αθήναις 1915, 36

22 ΦΕΚ 167 A-31-07-1954

23 Γρηγόρης Βέλκος, «Η Επαρχία Ελασσόνας πριν από ένα αιώνα…», οπ. πρ., 11

24 Νίκος Η. Σδάνης, «Πληθυσμιακά στοιχεία για τους οικισμούς….», οπ. πρ. 246

25 ΕΛΣΤΑΤ 2011, Απογραφή Μόνιμου Πληθυσμού

26 Γιάννης Αδάμου (επιμέλεια), «Ο Κοκκινοπηλός», Κοκκινοπλός 19992, 19

27 Αχιλλέας Λαζάρου, «Βαλκάνια και Βλάχοι», Εκδόσεις Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, Αθήναι 1993, 41

28 Μανώλης Βαρβούνης, «Λαϊκή παράδοση και λατρεία για τον Άγιο Ρηγίνο στη Σκόπελο», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 34 (1998), 225

29 Γεώργιος Κούζας, «Η λατρεία του Αγίου Βλασίου στο Πήλιο», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τ. 51 (Λάρισα 2007), 161-164

30 Μανώλης Βαρβούνης, «Λαϊκή παράδοση και λατρεία για τον Άγιο Ρηγίνο στη Σκόπελο»,Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 34 (1998), 233

31 Ενδεικτικά αναφέρουμε την πλήρη εικονογράφηση στον ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη Σαμαρίνα Γρεβενών. βλ. Νικόλαος Παπαγεωργίου , «Το Καθολικό της Αγίας Παρασκευής και ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαμαρίνας Γρεβενών», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2004, 226-231

32 Δημήτριος Οικονομίδης, «Η αγία Παρασκευή εις τον βίον του Ελληνικού και του Ρουμανικού λαού», Επετηρίς Λαογραφικού Αρχείου 9-10 (1955-57), 67-89

33 Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ελασσόνας κ.κ. Χαρίτωνα για την άδεια πρόσβασης στο ναό, όπως και στον ιερέα π. Δημήτριο, που έδειξε ενδιαφέρον και ζήλο για τα κειμήλια της περιοχής του, καθώς και στην Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας κα. Σταυρούλα Σδρόλια για την συνεργασία και την καθοδήγησή της.

34 Γιάννης Ηλιούδης, « Ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα στην Κοιλάδα (Αμαρλάρ) της Λάρισας », Θεσσαλικό Ημερολόγιο 18 (1990), 123

35 Αδάμ Ανακατωμένος, « Τα νέα όρια της Ελλάδος, ήτοι τοπογραφικαί και εθνολογικαί σημειώσεις περί της Θεσσαλίας », 1878, Επανέκδοση Λάρισα 2004 (Επιμέλεια Κώστας Σπανός), 26 (σημ. 100)

36 Γρηγόριος Βέλκος, «Η Επισκοπή Δομενίκου και Ελλασσώνος», Έκδοση Ιεράς Μητρόπολης Ελασσόνας, Ελασσόνα 1980, 103-104

37 Γρηγόριος Βέλκος, «Η Επισκοπή Δομενίκου και Ελλασσώνος», Έκδοση Ιεράς Μητρόπολης Ελασσόνας, Ελασσόνα 1980, 115

38 Ανδρέας Γκανάτσιος, «Τα Παρολύμπια Μνημεία της Επαρχίας Ελασσόνας», Πρακτικά Σεμιναρίων Φεβρουάριος 2011 – Μάιος 2011, Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (ΚΠΕ) Ελασσόνας, 2001, 151.

39 Γιάννης Αδάμου (επιμέλεια), «Ο Κοκκινοπηλός», Κοκκινοπλός 1992, 49

40 Γιάννης Αδάμου (επιμέλεια), «Ο Κοκκινοπηλός», Κοκκινοπλός 1992, 119

41 Γιάννης Αδάμου (επιμέλεια), «Ο Κοκκινοπηλός», Κοκκινοπλός 1992, 172

42 Σταυρούλα Σδρόλια, «Οι τοιχογραφίες του Καθολικού της Μονής Πέτρας (1625) και η ζωγραφική των ναών των Αγράφων τον 17οαιώνα», Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Διδακτορική Διατριβή, τ. Α΄, Ιωάννινα 2000, 97

43 Για τον αγιογράφο Ιωάννη Βίτκο δεν βρέθηκαν πληροφορίες, πέρα από το ότι η καταγωγή του ήταν από την Τσαριτσάνη (ευχαριστώ τον ιατρό Δημήτριο Βίτκο για την πληροφορία)

44 Ιερά Μητρόπολη Ελασσώνος «Η Ιερά Μητρόπολις Ελασσώνος – οι Ενορίες, οι Ιερές Μονές και τα κειμήλια τους», Ελασσόνα, 2007, 337.

45 Νικόλαος Παπαγεωργίου , «Το Καθολικό της Αγίας Παρασκευής και ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαμαρίνας Γρεβενών», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2004, 42

46 «1887 ΙΟΥΝΙΟΥ 11, ΙΣ (Σταυρός) ΧΣ, ΔΕΥΤΕ ΠΑΝΤΕΣ »

47 Θεόδωρος Παλιούγκας, «Ο παλιός μητροπολιτικός ναός Άγιος Νικόλαος στο Βαρούσι των Φαρσάλων», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τ. 17 (Λάρισα 1990), 170-178

48 Δημήτριος Λιάκος, «Τα λιθανάγλυφα του Αγίου Όρους», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πολυτεχνική Σχολή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2000, 2

49 από το Ιταλικό Tagliatore που σηµαίνει γλύπτης. Βλ. Νίκος Σησαμάκης, «Εννοιολογική σχεδίαση συστήματος υποστήριξης εργασιών συντήρησης ξυλόγλυπτων τέμπλων του Ελλαδικού χώρου», Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας και Επιστήμης Υπολογιστών, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2001, 37

50 Ερωτοκρίτου Νικόλας & Μιχαηλίδης Περικλής, «Εφαρμογή σύγχρονων τεχνικών σχεδίασης σε εκκλησιαστικά τέμπλα»,Πτυχιακή Εργασία, ΤΕΙ Θεσσαλίας, Τμήμα Σχεδιασμού και Τεχνολογίας Ξύλου και Επίπλου, Καρδίτσα, 2013, 6-8

51 Νίκος Σησαμάκης, «Εννοιολογική σχεδίαση συστήματος υποστήριξης εργασιών συντήρησης ξυλόγλυπτων τέμπλων του Ελλαδικού χώρου», Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας και Επιστήμης Υπολογιστών, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2001, 14

52 Στα έργα αυτά έχει αφαιρεθεί το ξύλο του φόντου και δημιουργούνται κενά ανάμεσα στις μορφές. Με αυτό τον τρόπο το ανάγλυφο τονίζεται και το έργο αποκτά ελαφρότητα και κίνηση. Βλ. Νίκος Σησαμάκης, «Εννοιολογική σχεδίαση συστήματος υποστήριξης εργασιών συντήρησης ξυλόγλυπτων τέμπλων του Ελλαδικού χώρου», Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας και Επιστήμης Υπολογιστών, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2001, 16

53 Ερωτοκρίτου Νικόλας & Μιχαηλίδης Περικλής, «Εφαρμογή σύγχρονων τεχνικών σχεδίασης σε εκκλησιαστικά τέμπλα»,Πτυχιακή Εργασία, ΤΕΙ Θεσσαλίας, Τμήμα Σχεδιασμού και Τεχνολογίας Ξύλου και Επίπλου, Καρδίτσα, 2013, 16-19

54 Σχηματίζονται από ορθογώνια σανιδώματα και κλείνουν τα διάκενα της κάτω ζώνης. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρούμε πάνω από τα θωράκια να διαμορφώνονται στενοί ορθογώνιοι ταμπλάδες, που ονομάζονται κεταμπέδες και αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα των τέμπλων της μπαρόκ τεχνοτροπίας. Βλ. Πάρις Ευγενικός, «Ξυλόγλυπτα τέμπλα του 17ουαι. από την περιοχή του Πηλίου», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη 2007, 20

55 Τόγιας Γεώργιος, «Το ξυλόγλυπτο τέμπλο της Αγίας Μαρίνας στον Κισσό του Πηλίου», Πτυχιακή Εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Βόλος, 2017, 9-11

56 Γιάννης Αδάμου (επιμέλεια), «Ο Κοκκινοπηλός», Κοκκινοπλός 1992, 174

57 Ερωτοκρίτου Νικόλας & Μιχαηλίδης Περικλής, «Εφαρμογή σύγχρονων τεχνικών σχεδίασης σε εκκλησιαστικά τέμπλα»,Πτυχιακή Εργασία, ΤΕΙ Θεσσαλίας, Τμήμα Σχεδιασμού και Τεχνολογίας Ξύλου και Επίπλου, Καρδίτσα, 2013, 9

58 Γιώργος Μπαλής – Βασίλης Τσολάκης, «Το τέμπλο της Μονής Παλαιοκαρυάς», Πρακτικά 9 ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών Λάρισα 10-11 Δεκεμβρίου 2016, έκδοση Δήμου Λαρισαίων 2018, 53

59 Κίτσος Μακρής, «Εκκλησιαστικά ξυλόγλυπτα», Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος ,1982, 35

60 Γιάννης Αδάμου (επιμέλεια), «Ο Κοκκινοπηλός», Κοκκινοπλός 1992, 177-178

61 Πόπη Ζώρα, «Η γοργόνα εις την ελληνικήν λαικήν τέχνην», Αθήνα 1960, 353

62 Γιάννης Αδάμου (επιμέλεια), «Ο Κοκκινοπηλός», Κοκκινοπλός 1992, 178

63 Πόπη Ζώρα, «Η γοργόνα εις την ελληνικήν λαικήν τέχνην», Αθήνα 1960, 331

64 Νίκος Πολίτης, «Ο περί των Γοργονών μύθος παρά τω ελληνικώ λαώ»,Εν Αθήναις, 1878, 2-4

65 Gilda Tentorio, «Η γοργόνα του Σεφέρη: λαογραφικό μοτίβο και ποιητικό πράττειν», Ακαδημία Αθηνών «Λαϊκός πολιτισμός και έντεχνος λόγος» Πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου (Αθήνα, 8-12 Δεκεμβρίου 2010, τ. Β’, Αθήνα 2013, 490)

66 Πάρις Ευγενικός, «Ξυλόγλυπτα τέμπλα του 17ουαι. από την περιοχή του Πηλίου», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη 2007, 20

67 Ο ζωγράφος αυτός αναφέρεται στον κατάλογο των Σαμαριναίων Ζωγράφων που έχει καταρτίσει ο Ν. Παπαγεωργίου στη διδακτορική του διατριβή, «Το Καθολικό της Αγίας Παρασκευής και ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαμαρίνας Γρεβενών», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη, 2004, 340

68 Δημήτριος Λιάκος, «Μεταβυζαντινά ξυλόγλυπτα στο Άγιον Όρος (1600-1750)», Δελτίο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, περίοδος Δ’, τόμος ΚΗ’ (2007), 285

69 Συνήθως συνοδεύεται η απεικόνιση αυτή με την επιγραφή «αναπεσών εκοιμήθη ως λέων και ως σκύμνος και τις εγείρει αυτόν;». βλ. Γιώργος Μπαλής – Βασίλης Τσολάκης, «Το τέμπλο της Μονής Παλαιοκαρυάς», Πρακτικά 9 ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών Λάρισα 10-11 Δεκεμβρίου 2016, έκδοση Δήμου Λαρισαίων 2018, 64

70 Ιερά Μητρόπολις Ελασσώνος, Οι Ενορίες, οι Ιερές Μονές και τα κειμήλια τους , Ελασσόνα 2007, 596

71 Ανδρέας Ξυγγόπουλος, «Αρχάγγελος Μιχαήλ ο Φύλαξ», ΠΧΑΕ περ. Γ', τ. Α’ (1932), 18 και Σταυρούλα Σδρόλια, «Οι τοιχογραφίες του Καθολικού της Μονής Πέτρας (1625) και η ζωγραφική των ναών των Αγράφων τον 17οαιώνα», Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Διδακτορική Διατριβή, τ. Α΄, Ιωάννινα 2000, 291

72 Νικόλαος Παπαγεωργίου , «Το Καθολικό της Αγίας Παρασκευής και ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαμαρίνας Γρεβενών», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2004, 179

73 Νικόλαος Παπαγεωργίου , «Το Καθολικό της Αγίας Παρασκευής και ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαμαρίνας Γρεβενών», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2004, 292

74 Νικόλαος Παπαγεωργίου , «Το Καθολικό της Αγίας Παρασκευής και ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαμαρίνας Γρεβενών», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2004, 15

75 Απόστολος Βακαλόπουλος, «Ιστορικαί Έρευναι», Γρηγόριος Παλαμάς τ. 21(1937), 316-323

76 Δημήτριος Χάμος, «Ο Χριστολογικός και Θεομητορικός εικονογραφικός κύκλος του ιερού ναού Αγίου Νικολάου στη Βασιλική Καλαμπάκας», Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Μεταπτυχιακή Εργασία, Αθήνα, 2018, 22-23

77 Τόγιας Γεώργιος, «Το ξυλόγλυπτο τέμπλο της Αγίας Μαρίνας στον Κισσό του Πηλίου», Πτυχιακή Εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Βόλος, 2017, 47

Αναζήτηση