Εκκλησιαστική αργυροτεχνία από τα χέρια Καλαρρυτινών μαστόρων του ασημιού

Ο Απόστολος Κατσίκης αφηγείται την ιστορία της περίφημης σχολής της καλαρρυτινής ασημουργίας και δύο κατεξοχήν γνωστών και εμβληματικών μέχρι σήμερα εκπροσώπων της, που έζησαν και δημιούργησαν στον 19ο αι., του Αθανάσιου Τζημούρη και του Γεώργιου Μπάφα.

«Όλως εξαιρετική φυσιογνωμία εις την εκκλησιαστικήν τέχνην της νήσου είναι ο αργυρογλύπτης Γεώργιος Διαμαντή Μπάφας, ο ραψωδήσας τον βίον του Αγίου Διονυσίου επάνω εις άργυρον, Ηπειρώτης κατελθών και αναδειχθείς εις την Ζάκυνθον…τόσον αδελφώνεται εις αυτάς τας τολμηράς γλυφάς η ευγένεια του Γκρέκο και ο ρεαλισμός του Κουρμπέ, ζωγραφιζόντων ταφήν, ώστε ο ιστορητής των θαυμάτων του αγίου ασφαλώς πρέπει να θεωρηθεί ως θαύμα, θαύμα ελληνικόν.
Τι άλλο παρά θαύμα είναι διότι ένας άνθρωπος ζήσας εις τους Καλαρρύτας, υπό τον τρόμον του Αλή Πασά, ένας Ηπειρώτης αγράμματος, κατώρθωσε να υψώσει την καλλιτεχνικήν του αντίληψιν εις την κορυφήν της Διεθνότητος, εις την πλέον γενικήν έννοια της τέχνης και να φαίνεται εις τα αργυρόγλυφά του ως, το απόσταγμα ενός μεγάλου πολιτισμού».

Ο ύμνος του μεγάλου λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου απευθύνεται και αφορά στον Γεώργιο Διαμαντή Μπάφα, το δημιουργό του περιφημότερου έργου εκκλησιαστικής αργυρογλυπτικής στην Ελλάδα, της λάρνακας του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο.

Ο Μπάφας ήταν, μαζί με τον Αθανάσιο Τζημούρη, οι δύο κατεξοχήν γνωστοί, περίφημοι στην εποχή τους και εμβληματικοί μέχρι σήμερα αργυροτεχνίτες, που έζησαν και δημιούργησαν στον 19ο αι. και αποτελούν εκπροσώπους, μαζί με πλειάδα άλλων καλλιτεχνών-ασημουργών, της πασίγνωστης σχολής της Καλαρρυτινής ασημουργίας.

Κατά τους 170 και 18ο αι. παρατηρείται στην Ευρώπη και μερικώς στην Ελλάδα, μια εξαιρετική άνθιση των καλλιτεχνικών επαγγελμάτων. Οι ιστορικές συνθήκες της εποχής ευνοούσαν την παραγωγή έργων τόσο εκκλησιαστικού, όσο και κοσμικού χαρακτήρα. Η τάση αυτή είχε ιδιαίτερο αντίκτυπο στην αργυροτεχνία, η οποία έδωσε υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας έργα. Είναι ο τομέας με τον οποίο κατεξοχήν ασχολήθηκαν και κυριολεκτικά θαυματούργησαν οι Καλαρρυτινοί.

Ποιες όμως υπήρξαν οι απαρχές της ασημουργίας στους Καλαρρύτες, ποιες συνθήκες «γέννησαν» τους περιώνυμους τεχνίτες του ασημιού και πώς προέκυψαν τα περίφημα έργα τους; Κατά μια μαρτυρία, τον 17ο αι. Καλαρρυτινοί μαθήτευσαν σε εργαστήρια ασημουργίας των Ιωαννίνων, το διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο μεγάλης περιοχής του Οθωμανικού Κράτους, και μετέφεραν την τέχνη αυτή στους Καλαρρύτες.

Στη συνέχεια, στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος προστασίας των Καλαρρυτών και της άνθισης της αργυροχοΐας, προϊόν της γενικότερης οικονομικής και κοινωνικής ανόδου των κατοίκων της περιοχής, οι Καλαρρύτες καθίστανται το καλλιτεχνικό και κατασκευαστικό κέντρο της ασημουργίας, όχι μόνο της Ηπείρου ή του ελλαδικού χώρου, αλλά των Βαλκανίων, οι δε Καλαρρυτινοί τεχνίτες του ασημιού περιώνυμοι, ξεπερνώντας ακόμη και αυτούς τους ονομαστούς ομοτέχνους τους των Ιωαννίνων. Η επεξεργασία του ασημιού στον τόπο αυτό έφτασε σε τέτοιο σημείο τελειότητας και ακμής, ώστε μπορούμε να πούμε, ότι σε καλαρρυτινά εργαστήρια κι από Καλαρρυτινούς «χρυσικούς», έγιναν τα διασημότερα αργυροχοϊκά έργα της νεότερης Ελλάδας.

Η παράδοση, τα ιστορικά τεκμήρια και τα ενυπόγραφα δημιουργήματά τους διέσωσαν τα ονόματα των Ποντίκη, Τόλη Δασκάλου, Αθανασίου Τζημούρη, Διαμαντή και Γεωργίου Μπάφα, Χριστόδουλου Βαρσάμη ή Γκέρτζου, Ιωάννη Μπλούτσου, Κων/νου Στάθη, Γεωργίου Παπαστεφάνου, Κωνσταντή Βάκη, Βασιλείου Φιλίππου, του Κολίτση, των Κοντοχρόνηδων, των Βούλγαρη, των Παπαγεωργίου, των Παπαμόσχου. Ασφαλώς ο κατάλογος δεν είναι πλήρης και τα ονόματα πλείστων όσων τεχνιτών δεν έχουν διασωθεί.

Οι Καλαρρυτινοί ασημουργοί κατασκευάζουν, κυρίως κατόπιν παραγγελίας, αντικείμενα και σκεύη τόσο εκκλησιαστικά, λατρευτικής χρήσης, σταυρούς, αναθήματα, επενδύσεις ευαγγελίων και εικόνων, δισκοπότηρα, θυμιατήρια, λειψανοθήκες, όσο και κοσμικά, όπως εξαρτήματα των γυναικείων ενδυμασιών, πάσης φύσεως κοσμήματα, αλλά και οικιακά σκεύη, σερβίτσια, φλιτζάνια, κουτάλια, κύπελλα, δίσκους. Επίσης αντικείμενα για άντρες, διακοσμητικά πολεμικού εξοπλισμού, καριοφίλια, πιστόλες, λαβές μαχαιριών και γιαταγανιών, καπνοθήκες, παλάσκες κ.ά.

Αρκετοί από τους τεχνίτες του ασημιού ήταν πλανόδιοι. Με μόνο εφόδιο τα σύνεργα της δουλειάς τους, την έμπνευση και τη μοναδική τεχνική τους, περιόδευαν και εκτελούσαν παραγγελίες. Με τον τρόπο αυτό διέδωσαν την τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας σε όλη τη Βαλκανική, τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο, την Ιταλία και την Αυστρία.

Όμως η τόσο παραγωγική αυτή δραστηριότητα δεν θα διατηρηθεί για πολύ (στους Καλαρρύτες). Τον Ιούλιο του 1821 μετά την αποτυχημένη εξέγερση κατά των Τουρκαλβανών συντελείται η ολοκληρωτική καταστροφή των Καλαρρυτών. Οι Καλαρρυτινοί ασημουργοί, άστεγοι και πένητες, θα αναζητήσουν ένα νέο τόπο εγκατάστασης και βιοπορισμού. Οι περισσότεροι καταφεύγουν στα Επτάνησα, κυρίως στη Ζάκυνθο. Άλλοι Καλαρρυτινοί ασημοτεχνίτες εγκαθίστανται σε διάφορες πόλεις, όπως στα Γιάννενα, το Μεσολόγγι, την Αθήνα, τη Χαλκίδα. Στους τόπους της νέας τους εγκατάστασης οι Καλαρρυτινοί τεχνίτες του ασημιού, με εφόδια το πείσμα, τη δύναμη και την πίστη στο ταλέντο τους, ορθοποδούν επαγγελματικά, μορφοποιούν την έμπνευσή τους και ανοίγουν νέους δρόμους τεχνικής, δημιουργώντας κυριολεκτικά «σχολή» στην καλλιτεχνική ασημοτεχνική.

Με το πέρασμα του χρόνου οι Καλαρρυτινοί αργυροχρυσοχόοι παράγουν, ανάμεσα σε μια πραγματική καλλιτεχνική άμιλλα, αληθινά έργα τέχνης, πού εξακολουθούν να είναι μοναδικά και αξεπέραστα. Η εξιστόρηση του βίου και της πολιτείας και η αναφορά στα έργα δύο μόνον από τους ευάριθμους εκπροσώπους της καλαρρυτινής αργυροτεχνίας, αυτών που ασχολήθηκαν ως επί το πλείστον με τη δημιουργία εκκλησιαστικών έργων, επιβεβαιώνουν τα παραπάνω.

Αθανάσιος Τζημούρης ( ; – 1823)

Ο Αθανάσιος Τζημούρης, μυθικό πρόσωπο για τους ασημουργούς της εποχής του, γεννήθηκε στους Καλαρρύτες σε χρόνο που μας είναι άγνωστος. Εργάζεται καταρχάς στη γενέτειρά του και στη συνέχεια στα Γιάννενα όπου μάλιστα κατέχει το αξίωμα του αρχι-χρυσικού του Αλή Πασά και ανακηρύσσεται σε περιώνυμο δάσκαλο της αργυρογλυπτικής.

Ο Τζημούρης χρωστάει την αναγνώριση και την υστεροφημία του κυρίως στα εκκλησιαστικά του δημιουργήματα, μνημονεύονται ιδιαίτερα τα Ευαγγέλιά του με τα αργυρόγλυπτα καλύμματα, δείγματα όλα εξαιρετικής τέχνης. Όπως αναφέρθηκε, εργάστηκε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του στους Καλαρρύτες και στα Γιάννενα και μόλις δύο χρόνια στη Ζάκυνθο, όπου κατέφυγε μετά την καταστροφή των Καλαρρυτών το 1821, άστεγος και πένης. Εκεί δε και πέθανε στις 3 Ιουνίου του 1823. Τάφηκε στο Ναό του Αγίου Γεωργίου των Φιλικών.

Ο Τζημούρης έμεινε στην ιστορία της καλλιτεχνικής ασημουργίας κυρίως μέσω των ευαγγελιο-καλυμμάτων που δημιούργησε. Επίσης, αποδίδεται σ’ αυτόν ένας σταυρός του 1797, με λεπτότατη χαρακτική τέχνη και σαβάτ, που φέρει τη σφραγίδα του εργαστηρίου και το μονόγραμμά του εν είδει υπογραφής, ίσως ο μοναδικός καταγεγραμμένος σταυρός έργο του Τζημούρη. Θησαυρίζεται στη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Υπάρχει και μία άλλη εκδοχή, ότι δηλ. ο εν λόγω σταυρός είναι έργο ρωσικής σχολής αργυροτεχνίας.

Τα εξακριβωμένα μέχρι στιγμής, καλύμματα Ευαγγελίων του Τζημούρη, ανέρχονται σύμφωνα με νεότερες έρευνες σε 14 ή και 15. Όλα αποτελούν τεκμήρια της υψηλού επιπέδου τεχνικής αλλά και έμπνευσης του μεγάλου δημιουργού. Παλαιότερο, λόγω του θεματολογικού του τύπου, θεωρείται αυτό πού σώζεται στους Καλαρρύτες. Ο Τζημούρης συνέλαβε και αποτύπωσε έναν τύπο στάχωσης, πρωτότυπης εικονογραφικής σύνθεσης και άψογης εκτελεστικής τεχνικής που αποτέλεσε πρότυπο για τους μεταγενέστερους τεχνίτες του ασημιού.

Από διακοσμητική άποψη οι σταχώσεις του Τζημούρη ακολουθούν γενικά έναν καθορισμένο τύπο. Στη μια τους όψη εικονίζεται η Ανάσταση, πλαισιωμένη από τους Ευαγγελιστές Ιωάννη, Ματθαίο, Λουκά και Μάρκο και από έξη μετάλλια με σκηνές της ζωής του Χριστού, η Ψηλάφηση, η Ανάληψη, η Μεσοπεντηκοστή, η Πεντηκοστή και Μη Μου Άπτου ή ο Παλαιός των Ημερών. Στην άλλη πλευρά απεικονίζεται στο κέντρο η Σταύρωση, με τέσσερις Προφήτες, Δαβίδ, Σολομών, Ιερεμία και Δανιήλ και έξι άλλες σκηνές από τη ζωή του Κυρίου, δηλ. η Γέννηση, η Βάπτιση, η Ταφή, ο Ευαγγελισμός, η Βαϊοφόρος και ο Μυστικός Δείπνος. Τη ράχη σχηματίζουν έξι ορθογώνια, λεπτοδουλεμένα πλακίδια. Τα πέντε απ’ αυτά κλείνουν από ένα τετράφυλλο ανθέμιο ή ένα χερουβείμ. Το έκτο μένει κενό κι εκεί ο Τζημούρης τυπώνει την επιγραφή δημιουργίας με την υπογραφή του: «Εκατεσκεβάσθη και κατεσκεβάζωνται εις Καλαρρύτες χωρίον των Ιωαννίνων δια χειρός Αθανασίου Ν. Τζημούρη».

Γεώργιος Διαμαντή Μπάφας

Ο δεύτερος ονομαστός Καλαρρυτινός μάστορας του ασημιού ήταν ο Γεώργιος Μπάφας. Γεννήθηκε στους Καλαρρύτες το 1784 (κατ’ άλλους το 1789) και πέθανε στη Ζάκυνθο το 1854, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από τα προεπαναστατικά χρόνια. Ο πατέρας του, Διαμαντής Μπάφας, υπήρξε επίσης φημισμένος «χρυσικός» και δίδαξε στο γιό του την τέχνη του τσιζέλλου (δηλ. του καλεμιού).

Ο Γεώργιος Μπάφας από νωρίς έδειξε το μεγάλο ταλέντο με το οποίο ήταν προικισμένος. Αξιοποιώντας την εμπειρία του πατέρα του και στηριζόμενος στην επιδεξιότητά του δημιούργησε αληθινά αριστουργήματα. Η ζωή του και η τέχνη του, η καριέρα του θα τολμούσαμε να πούμε, είναι συνδεδεμένη με το νησί της Ζακύνθου και με τον πολιούχο της Άγιο Διονύσιο. Όπως η σκιά του Αγίου καλύπτει θρησκευτικά και κοινωνικά τη Ζάκυνθο έτσι και ο θρύλος της τέχνης του Μπάφα κυριαρχεί στην ασημουργία και την καλλιτεχνική δημιουργία στο νησί, ώστε ν’ αποδίδονται σ’ αυτόν εκ των υστέρων τα περισσότερα αργυροχοϊκά έργα της Ζακύνθου.

Ο Μπάφας στη μακρόχρονη θητεία του στην αργυροτεχνία δημιούργησε πολλά και ποικίλα έργα, κυρίως θρησκευτικού χαρακτήρα. Ευτυχώς τα περισσότερα διασώθηκαν και είναι γνωστά. Το παλαιότερο χρονολογημένο έργο του (1811) ίσως είναι το Ευαγγέλιο της Χρυσοπηγής στο οποίο ο Γεώργιος Μπάφας ακολουθεί τον καθιερωμένο τύπο των σταχώσεων της εποχής: η Σταύρωση στη μια πλευρά και η Ανάσταση στην άλλη, πλαισιωμένες από τους Ευαγγελιστές και τους προφήτες στις τέσσερις γωνίες. Ο Μπάφας τεχνούργησε επίσης το δίσκο της Αγίας Αικατερίνης, την εικόνα των Πάντων Χαράς (1838), δίσκο για την Παναγία της Χρυσοπηγής (1847), και τα τελευταία έτη της ζωής του την ποιμαντορική ράβδο του επισκόπου Ιθάκης Παϊσίου (1851) και τον Άγιο Γεώργιο Κατασταρίου (1851), ίσως το τελευταίο μεγάλο έργο του Μπάφα (πέθανε τρία χρόνια μετά).

Αλλά το ταλέντο και η σημασία του έργου του Μπάφα αναδεικνύονται κυρίως και κατά μοναδικό τρόπο μέσα από τα τεχνουργήματα που κοσμούν το ναό του πολιούχου Ζακύνθου, του Αγίου Διονυσίου. Η συμβολή των έργων αυτών, που συνδέονται με τον Άγιο, στην υστεροφημία του, ήταν καθοριστικής σημασίας. Επομένως και δικαίως ο Γεώργιος Μπάφας θα μπορούσε να αποκληθεί ο προσωπικός αργυρογλύπτης της Μονής Αγίου Διονυσίου.

Το 1820, δημιουργεί τη μεγάλων διαστάσεων 1,44Χ1,05 μ., δεσποτική εικόνα του Αγίου, την οποία μάλιστα υπογράφει με ολόκληρο το όνομά του «δια χειρός Γεωργίου Διαμάντη Μπάφα», και το ασημένιο κουτί-λειψανοθήκη με το θαυματουργό χέρι του Αγίου (1820) το οποίο, αν και ανυπόγραφο, αποδίδεται λόγω τεχνοτροπίας στον Μπάφα. Επίσης φιλοτεχνεί τη στάχωση ενός εξαιρετικά καλαίσθητου Ευαγγελίου πρωτοτυπώντας σχεδιαστικά, διότι ακολουθεί μια ιδιότυπη διάταξη των εικονογραφικών συνθέσεων που θυμίζει εξωτερικές πόρτες εκκλησιών της ιταλικής αναγέννησης.

Το 1829 ο Μπάφας ολοκληρώνει και βάζει την υπογραφή του στη μοναδική και αξεπέραστη λάρνακα που περιέχει το σκήνωμα του Αγίου, Πολιούχου του νησιού, θεωρούμενο ως το αποκορύφωμα της αργυροχοϊκής τέχνης: «Εις την διετίαν των Ευγενών Επιτρόπων κυρίου Φραντζέσκου Μοντζά, Γεωργίου Κομόντου και Νικολάου Κανδακίτη 1829. Δια χειρός (Γεωργίου) Διαμαντή Μπάφα Καλαρυτιότου».

Οι συγκυρίες μετά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. οδήγησαν στο κλείσιμο των εργαστηρίων στους Καλαρρύτες. Η αργυροχοΐα όμως εξακολουθεί την παραγωγή έργων και πολλά οφείλει στην καλαρρυτινή παράδοση. Πολλά ονόματα σημερινών ασημουργών, (ιδιαίτερα στην Ήπειρο), αλλά και στο εξωτερικό, όπως η οικογένεια Νέσση, εγκατεστημένη μέχρι σήμερα στη Ρώμη, και η οικογένεια Βούλγαρη, της οποίας οι απόγονοι με την επωνυμία «οίκος κοσμημάτων Bvlgari”, συγκαταλέγονται στους επιφανέστερους δημιουργούς κοσμημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, οι τεχνικές επεξεργασίας του ασημιού και κυρίως τα σωζόμενα αριστουργήματα, συνιστούν αδιάψευστα τεκμήρια της επίδρασης και προσφοράς των Καλαρρυτινών τεχνιτών του ασημιού στη διάδοση και ανάπτυξη του επαγγελματικού-καλλιτεχνικού αυτού κλάδου.

πηγή: Ηπειρωτικός Αγών

Απόστολος Κατσίκης
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, όπου υπηρέτησε μέχρι το 2012 ως Καθηγητής στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης εκπροσωπώντας τα αντικείμενα Γεωγραφία, Διδακτική της Γεωγραφίας, Οικολογία και Περιβαλλοντική Εκπαίδευση. Είναι επίσης ιδρυτής και Διευθυντής του «Εργαστηρίου Γεωγραφικής και Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης» του ιδίου Τμήματος. Το επιστημονικό του έργο έχει αποτυπωθεί σε επτά μονογραφίες, σε δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και έχει γίνει γνωστό μέσω πολυάριθμων ανακοινώσεων σε συνέδρια και ημερίδες εντός και εκτός Ελλάδος.

Αναζήτηση