Η εθνογραφική ανάγνωση των νεκρικού πολιτισμού του Μετσόβου, ως έκφραση μίας παραδοσιακής κοινωνίας που έχει πλέον εκλείψει, θέτει εξ αρχής ένα βασικό ερευνητικό ζήτημα. Δομημένος γλωσσικά σε έναν προφορικό κώδικα ανάγει σε βασική προϋπόθεση της διερεύνησής του την ουσιαστική γνώση της τοπικής γλώσσας. Συνεπώς πέραν των εθνογραφικών παρατηρήσεων η ανθρωπολογική ερμηνεία αυτού του πολιτισμού καθιστά την εθνογλωσσολογική του προσέγγιση απαραίτητο μεθοδολογικό εργαλείο. Μέσα από αυτόν το διεπιστημονικό διάλογο θα διαπιστωθεί ότι, στις κοινωνίες του ελλαδικού χώρου, η πολιτισμική σημειολογία του θανάτου, ανεξάρτητα από τα δεδομένα της γλωσσικής του επιτέλεσης, συγκροτείται κατά ένα μεγάλο βαθμό από κοινές νεκρικές πρακτικές αλλά και κοινές μεταφυσικές αντιλήψεις.
Ο C. Fauriel, περνώντας στις αρχές του 19ου αιώνα από το Μέτσοβο, καταγράφει με αρκετή παραστατικότητα μία επικήδεια θρηνητική παράσταση. Αν και αυτή η μαρτυρία εγγράφει τη νεκρική θρηνητική παράδοση του Μετσόβου στη μακρά διάρκεια του χρόνου το γεγονός ότι, αυτός ο σημαντικός συλλέκτης και μελετητής των δημοτικών μας τραγουδιών δεν παραθέτει αυτούσιο το μοιρολόγι, που αφηγείται η θρηνούσα, περιορίζει την αξία αυτής της σχετικά πρώιμης εθνογραφικής πληροφορίας1.
Ήθη και έθιμα
Λέγεται ότι οι βλαχόφωνοι ούτοι περί τα μέσα της 6ης εκατονταετηρίδος μ.Χ. κατήλθον από του Αίμου και ότι μετά πολλάς περιπλανήσεις αποκατεστάθησαν εις την και σήμερον υπ' αυτών, κατά το πλείστον, οικουμένην Πίνδον. Αλλ' είτε ούτως έχει το πράγμα είτε είναι ανέκαθεν οι κάτοικοι των μερών εκείνων, είναι όμως εκτός πάσης αμφιβολίας την τε καταγωγήν και τους τρόπους Έλληνες, υποστάντες κατά καιρούς παντοίας βαρβαρικάς επιδρομάς. Περί τούτου πείθεται τις, αν εξετάσει και αυτήν έτι την παράξενον γλώσσαν των, την οποίαν οι αντιφρονούντες προβάλλουσιν ως επιχείρημα κατά της ελληνικότητος αυτών· αλλά πολύ περισσότερον αν εξετάσει την σωματικήν κατασκευήν και ψυχικήν αυτών διάπλασιν, τον τρόπον του βίου, τας προλήψεις και δεισιδαιμονίας των, τα αισθήματα των, τας παραδόσεις των και προ παντός αλλου τα ήθη και έθιμα αυτών και τα παραμύθια των.
Και περί μεν των άλλων ίσως άλλοτε γράψωμεν. Αλλ' ήδη θα προσπαθήσωμεν να περιγράψωμεν, όσα ηδυνήθημεν να περισυλλέξωμεν έθιμα των Βλαχοφώνων, όπως ακριβώς γίνονται παρ' αυτοίς. Κατά δεν την περιγραφήν των εθίμων ηκολουθήσαμεν την χρονολογικήν σειράν αρξάμενοι από της πρώτης του έτους· τελευταία δε κατετάξαμεν τα συνήθη μεν, αλλ' ουχί εν ωρισμέναις ημέραις τελούμενα.
Βασίλειος Ι. Βήκας, Περιοδικό Λαογραφία, τόμος 6ος, έτη 1917-1918
Ο πατήρ ή ο πλησιαίτατος των συγγενών του νέου, όταν ούτος υπερβή το εικοστόν της ηλικίας του έτος, αφού σκεφθούν πρότερον οι οικείοι εις το σπίτι των και αποφασίσουν «ποιά κάνει για το παιδί των» (care face trĭ ficiorlu ameu), στέλλουσι τον προξενητήν (pruxenitulu) λεγόμενον, ίνα συναντήση είς το μεσοχώρι ή την οικίαν τον πατέραν ή τον κηδεμόνα της νέας και ομιλήσουν (tră si sburască) δια την ληφθείσαν απόφασιν υπ' αυτών. Αφού λοιπόν αμφότεροι συγκατανεύσωσιν εις την ένωσιν δια γάμου των τέκνων ή ανεψιών αυτών, δια του προξενήτου, «λέγουν για τον αρραβώνα» (ḑicu tră issosiire). Ορίζουν δε συνήθως το προσεχές σάββατον, πάντοτε την εσπέραν και ως εκ τούτου πυρετώδης γίνεται ετοιμασία «για φαγοπότι» (tră mânkare çi bĕare) αλλ' εις την οικίαν του μελλονύμφου μόνον. Η αναμενόμενη «με καρδιοχτύπι» (cu inima la bricu) εσπέρα του Σαββάτου ήλθε και εκκινεί από της του νέου οικίας η υπό την ηγεσίαν του προξενήτου στελλομένη πομπή, αποτελουμένη από πολύ ολίγους πλησιαιτάτους συγγενείς. Ο νέος δεν είναι μετ' αυτών, αλλ' ουδ' οι γονείς του, οίτινες έπεμψαν τας ευχάς των δια την ευόδωσιν της αποστολής των συγγενών. Φθάνουσι δε σιωπηλοί, ίνα μή τις εννοήση αυτούς εις την οικίαν της νέας.
Στέργιος Ζ. Παπαγεωργίου, Περιοδικό Λαογραφία, τόμος 2ος, 1910
Προξενιό, Αρραβώνες (ισουσίρεα)
Όπως συνέβαινε σε όλους τις πληθυσμιακές ομάδες τον παλιό καιρό, έτσι και στους Βλάχους του Βερμίου ήταν δύσκολη η επαφή ανάμεσα στους νέους γιατί τα ήθη ήταν αυστηρά και οι ‘έξοδοι’ των νέων περιορισμένες. Περιπτώσεις να συναντηθούν οι νέοι, έστω και με φευγαλέες ματιές ήταν κάποια σημαντικά γεγονότα, όπως γιορτές, γάμοι και πανηγύρια.
Ακόμα επειδή εκείνο τον καιρό οι κοινωνικές τάξεις π.χ. κτηνοτρόφοι-εμποροβιοτέχνες ήταν κλειστές, ήταν πολύ δύσκολο να γίνει αρραβώνας ανάμεσα σε διαφορετικές τέτοιες τάξεις. Ωστόσο, τα κύρια κριτήρια επιλογής ήταν το καλό σόι, η ομορφιά, η τιμιότητα, η εργατικότητα, η νοικοκυροσύνη και γενικά η καλή ηθική και πνευματική κατάσταση των νέων και των οικογενειών τους. Οι γάμοι συνήθως δεν γινότανε με έρωτα και η δουλειά ξεκίναγε από το σόι του γαμπρού με προξενήτρα. Η γειτονιά έβλεπε το ερχομό της προξενήτρας κι έλεγε: Ούϊ!! Τρι ιου βα κάφτ' φιάτα = πωπω!! Για ποιόν θα ζητήσουν το κορίτσι!