Τα ήθη και τα έθιμα των Αρβανιτόβλαχων του Σέσκλου την Κυριακή της Αποκριάς

ΚαζάνιΟι τελετουργίες είναι εκείνες οι πολιτισμικές μορφές που στοχεύουν, εκτός των άλλων, στη συνοχή μιας ομάδας, την αναπαραγωγή του πολιτισμικού της κεφαλαίου και λοιπόν στην οριοθέτησή της σε σχέση με τους άλλους (Βell 1977: 83, Bloch 1989:3-10, Aυδίκος 2010: 271).

1.ΓΕΝΙΚΑ

Σε αυτό το φάσμα των τελετουργιών συγκαταλέγονται και τα ήθη και τα έθιμα της Αποκριάς. Η Αποκριά γενικά περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα παμπάλαιων εθίμων με μαγικό και ευετηρικό (ευ+έτος=καλή χρονιά) χαρακτήρα. Πολλά από τα λαϊκά δρώμενα της Αποκριάς ανάγονται συχνά σε πανάρχαιες τελετές που αποσκοπούσαν στο να εξαναγκάσουν τις θεϊκές δυνάμεις να ευοδώσουν την καλοχρονιά και κυρίως την καλοσοδειά (ενόψει και της επερχόμενης καρποφορίας της άνοιξης), από την οποία εξαρτιόταν η επιβίωση της αγροτικής κοινότητας. Μια τέτοια κοινωνία είναι και αυτή των Αρβανιτόβλαχων του Σέσκλου. Όμως για να παρατηρήσει ο μελετητής τα ήθη και έθιμα αυτού του τόπου πρέπει πρώτα να ανατρέξει στην ιστορική αναδρομή του τόπου αυτού καθώς να διερευνήσει τις συνθήκες οργάνωσης του χώρου, την οικονομική και κοινωνική συμπεριφορά (πρβλ Αυδίκος 2010:21-92).

Ωστόσο σε αυτό το άρθρο θα γίνει λόγος για τα ήθη και τα έθιμα των Αρβανιτόβλαχων του Σέσκλου την Κυριακή της Αποκριάς, που ορίζονται, διαμορφώνονται, και εξελίσσονται μέσα από την συγκρουσιακή διπολική σχέση που βιώνουν οι κάτοικοι αυτού του χωριού 1.Αυτή η συγκρουσιακή σχέση μεταξύ των δύο πληθυσμιακών ομάδων που συμβιώνουν στο χωριό, (Γκραίκοι-Βλάχοι), συγκροτεί ένα δίπολο με αντικείμενο διεκδίκησης το ζωτικό οικιστικό και παραγωγικό χώρο, Πρόκειται για ένα δίπολο που διαχέεται σε όλο το εύρος των πολιτισμικών συμπεριφορών και κοινωνικών πρακτικών. Για μισό περίπου αιώνα (προπολεμικα και μεταπολεμικά) που το δίπολο αυτό ίσχυε ακόμη, η κοινωνία των Αρβανιτόβλαχων περιόριζε τα ήθη και έθιμα της, στις εσχατιές 2 της κοινότητας. Μετά το 1970 όπου αυτό το δίπολο χάνει τη συγκρουσιακή δυναμική του, καθώς εξελίσσεται η διαδικασία της πολιτικής και πολιτιστικής ηγεμονίας των Αρβανιτόβλαχων στο χωριό, το Σέσκλο ουσιαστικά «Βλαχοποιείται» (Αυδίκος 2010:274) και τα ήθη και τα έθιμα που εξετάζουμε μεταλλάσσονται σε τελετουργίες που συμβάλλουν στην διαφοροποίηση αλλά και στη σύγκλιση. Έτσι οι Αρβανιτόβλαχοι διαμορφώνουν μία νέα τοπικότητα, που είναι η ανάμειξη των Γκραίκικων και Βλάχικων συμπεριφορών. 3 Τα έθιμα που εξετάζουμε, συμπληρώνονται με δάνεια από τον θεσσαλικό κάμπο, συνοδευόμενα από τα τραγούδια και τους χορούς της πολιτισμικής τους συγγένειας με την ορεινή δυτική Θεσσαλία και το Πωγώνι της Ηπείρου, που αποτελούσε έναν από τον καταγωγικό τους χώρο και την κυριαρχία των πολυφωνικών τραγουδιών.Δυστυχώς ακολουθώντας μέσα στα χρόνια μια απαλοιφή της ηπειρωτοποίησης αυτών και την κυριαρχία των συρτοτσιφτετελιών, γεγονός που ενοποίησε το χορευτικό και μουσικό τους ύφος εξαφανίζοντας τα προγενέστερα πολιτισμικά σύμβολα.

2. ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΕΞΕΛΙΞΗ

2.1. 1940-1970 4

Η Κυριακή της Αποκριάς είναι η τελευταία μέρα που τρώνε κόκκινο κρέας.
Η εβδομάδα μεταξύ της Κυριακής της Αποκριάς και της Κυριακής της Τυρινής είναι οι μέρες που τρώνε ψάρι, τυρί, γάλα και αυγά. Οι Αρβανιτόβλαχοι του Σέσκλου αυτή την περίοδο φτιάχνουν παραδοσιακές γαλατόπιτες, τυρόπιτες ή πίτες με τραχανά 5. Η διατροφική συνήθεια που αντανακλούσε το πολιτισμικό κεφάλαιο των Αρβανιτόβλαχων του Σέσκλου ήταν η πίτα.(Αυδίκος 2010: 281). Ωστόσο η πιο χαρακτηριστική συνταγή που ακολουθείτε πιστά μέχρι και σήμερα είναι η αλμυρή γαλατόπιτα «πίτα ντι λάπτε» στη βλάχικη διάλεκτο( i). Συναντάται φυσικά όλο το χρόνο αλλά αποτελεί το χαρακτηριστικό έδεσμα των νοικοκυριών τους, την Κυριακή της Τυροφάγου. Τη βλάχικη γαλατόπιτα την κάνουν αλμυρή και όχι γλυκιά, τοποθετούσαν φύλλα από κάτω και κουρκούτι στη μέση, τα φύλλα γίνονται στριφτά γύρω γύρω, δημιουργώντας ένα ψηλό γείσο «το κόθορο». Η πληροφορήτρια της έρευνας, Κολιαμήτρα Δέσποινα μας παραχώρησε την συνταγή( ii ), μας την παρασκεύασε βήμα-βήμα και μας δήλωσε:

«…..ο πατέρας ΄μ κτηνοτρόφος ήταν, γάλα μπόλκο είχαμε, ε τι πίτα θα κάναμι….εμείς τη ζάχαρη δε τη θέλαμε, κάποιες ρίχναν και ρίχνουν μέσα στα πέτουρα, μια χούφτα να σπάει….εμείς βάζαμε αλάτι στο γάλα και γένονταν αλμυρή…….Εμείς οι γυναίκες την κάναμε τότες γιατί αποκρεύαμε την Κυριακή της αποκριάς, κρέας τρώγαν μόνο οι άντροι(άντρες).» Δ.Κ.

Μέσα από τα λεγόμενα της Δέσποινας Κολιαμήτρα, συμπεραίνουμε ότι είναι λογικό η γαλατόπιτα να αποτελεί το χαρακτηριστικό τους έδεσμα αφού είναι κοντά στο πολιτισμικό κεφάλαιο των κτηνοτρόφων Αρβανιτόβλαχων του Σέσκλου. Προσφέρονταν κατά κύριο λόγο την Κυριακή της Αποκριάς, ( γιατί σύμφωνα με τη Χριστιανική παράδοση, η τελευταία και Τρίτη εβδομάδα πριν τη μεγάλη τεσσαρακοστή αποτελεί περίοδο «απολυτή» που σημαίνει ότι επιτρέπεται να φας από όλα, εκτός από κρέας, όλες τις ημέρες και την Τετάρτη και την Παρασκευή). Έτσι οι γυναίκες του σπιτιού πιστές στις περιόδους των νηστειών έτρωγαν για κύριο εορταστικό τους γεύμα την πίτα, ενώ για τους άντρες της οικογένειας δεν ίσχυε αυτό, που γεύονταν κανονικά το κρέας. Εδώ σημειώνεται καθαρά πως μέσα από τη διατροφή απεικονίζεται η κοινωνική διαφοροποίηση και ο υποβαθμισμένος ρόλος των γυναικών. (βλ.Γιακουμάκη 2006: 118-119, «Για τη διατροφή ως στοιχείο διαφοροποίησης του άλλου»).

Από την πρώτη εβδομάδα της Αποκριάς πίστευαν πως οι ψυχές των πεθαμένων απολύονται και βγαίνουν στον απάνω κόσμο. Γι’ αυτό είχαν ημέρες αφιερωμένες στους νεκρούς, που είναι τα λεγόμενα ψυχοσάββατα- για να συγχωρεθούν οι πεθαμένοι, επισκέπτονταν στους τάφους τα προσφιλή τους πρόσωπα και μοίραζαν στους ναούς τα κόλλυβα.

Την Κυριακή της Τυρροφάγου, πήγαιναν στην εκκλησία με τα γιορτινά τους ρούχα- τα καλά, όπως τα έλεγαν. Μετά το σχόλασμα της εκκλησίας ακολουθούσε το εθιμοτυπικό κάλεσμα της αρραβωνιασμένης νύφης προς τις γυναίκες- συγγενείς από το σόι του γαμπρού, που πρώτη φορά καταγράφεται για τους Αρβανιτόβλαχους του Σέσκλου. «…να πάμε τον χαλβά στη νύφη, «σα ντουτσέμ χαλβέλου, λα βέϊστα» 6 Μιλώντας και με μία ακόμη πληροφορήτρια της έρευνας την Τσιαμήτα Ελένη, διαπιστώσαμε ότι την Κυριακή της Τυροφάγου, το σόι του γαμπρού, αποκλειστικά γυναίκες, επισκέπτονταν την αρραβωνιασμένη νύφη στο σπίτι της και της πρόσφεραν τον χαλβά για την περίοδο της νηστείας. Μέσα σε ένα στολισμένο καλάθι, με άσπρο κεντημένο υφαντό τοποθετούσαν τον χαλβά, και τα δώρα της νύφης (που δεν ήταν βέβαια μεγάλης αξίας αλλά αποτελούσαν είδη προσωπικής φροντίδας και καλλωπισμού).Της πρόσφεραν ένα ζευγάρι καλτσοδέτες,

« οι νύφες τότε μάζευαν τόσες πολλές καλτσοδέτες που γένονταν βουνό…» Τ.Ε.,

σαπούνι, άρωμα,

«….. μοσχοσάπουνο και άρωμα την έφερναν» Τ.Ε.

και ένα μικρό μαντηλάκι άσπρο κεντητό συνήθως. Εκείνη με τη σειρά προς ανταπόδοση, προσέφερε ένα ζευγάρι τσουράπια( πλεκτές κάλτσες), μαντήλες για κεφαλοδέσιμο και σε όσους άρρενες συγγενείς δεν είχαν παρευρεθεί στον αρραβώνα, του έστελναν την κεντημένη λευκή πετσέτα του αρραβώνα( iii) και εδώ, κύριο έδεσμα σερβιρίσματος ήταν η αλμυρή γαλατόπιτα.

Επίσης την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, το βράδυ, γινόταν η «συγχώρεση». Όλοι ζητούσαν συγχώρεση από τους μεγαλύτερους, φιλώντας τους το χέρι στη βλάχικη διάλεκτο αυτή η διαδικασία ονομάζονταν: «σνι λιρτέμ», να συγχωρεθούμε».

Ο Βασίλειος Γκάγκας του Αθανασίου πληροφορητής της έρευνας αναφέρει:

« Σνι λιρτέμ τάττι μάρι, τώρα ντι κιρτσούν,…. αλισέμ πράσινι, (να συγχωρεθούμε θείο, τις Απόκριες,…. να αποκρέψουμε » Γ.Β.

Θυμάται που πήγαινε στο σπίτι του θείου του(στον μεγαλύτερο αδελφό του πάτερα και ζητούσε να συγχωρεθούν γιατί είχαν λογοφέρει.( iv)

Στη συνέχεια έτρωγαν και μετά το φαγητό ο παππούς, ο πατέρας ή ο μεγαλύτερος της οικογένειας έκανε το «χάσκα». Μαζεύονταν όλοι σε ένα μεγάλο κύκλο. Στη μέση καθόταν ο παππούς, κρατώντας τον πλάστη «τη σουτσάλα» που άνοιγαν τα φύλλα της πίτας, στον οποίο είχαν δέσει μια κλωστή από όπου κρεμόταν ένα κομμάτι σκληρού χαλβά. Το ξύλο αυτό με τον χαλβά το κουνούσε μπροστά στο στόμα των παρευρισκόμενών στον κύκλο που έχασκαν, εξού και «χάσκα», προσπαθώντας να πιάσουν τον χαλβά( v).

Φωτιά

Αυτή την ημέρα που έκλεινε το Τριώδιο, πραγματοποιούνταν το κύριο έθιμο του ανάμματος της φωτιάς σε κάθε γειτονιά «σ’ απριντέμ φόκου, κά ι σ’ φακ μα μάρε μπαμπίνε (να ανάψουμε φωτιά, ποιος θα κάνει τη μεγαλύτερη φλόγα». Αυτή η πρακτική, αναδείκνυε τις τοπικές αυτές γειτονιές ως μικροπυρήνες οικιστικής οργάνωσης (Αυδίκος 2010:282, Μπάδα 1996:199). Κάθε γειτονιά επιδίωκε να ανάψει τη μεγαλύτερη φωτιά σε όγκο και διάρκεια. Υπολογίζεται πως άναβαν δέκα φωτιές στο χωριό, κάτι που μαρτυρά την οικιστική πυκνότητα. (Αυδίκος 2010:282). Η προοπτική της φωτιάς ενεργοποιούσε τους νέους του χωριού που φρόντιζαν να βγάζουν θυμάρια και πουρνάρια, ήδη ένα μήνα πριν από τη Κυριακή της Τυροφάγου. Η συγκέντρωση γύρω από τη φωτιά και το πέρασμα πάνω από αυτή συνδέεται άρρηκτα με τις γαλατόπιτες ( vi) και το χάσκα. Η φωτιά φαίνεται να είναι στοιχείο καθαρά της αρβανιτόβχαχικης παράδοσης. Το έθιμο, αποτελεί μια ιεροτελεστία εξαγνισμού, που με την πάροδο του χρόνου και ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε εποχής, έχει τον δικό της συμβολισμό. Το δρώμενο αυτό συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, την Κυριακή της Τυροφάγου πάντα. Ωστόσο ανάβει μία μόνο φωτιά, στην κεντρική πλατεία του χωριού, ως εκδήλωση αναβίωσης του εθίμου, υπό την οργάνωση του Πολιτιστικού Συλλόγου Σέσκλου ο οποίος από το 1990 και έπειτα ανέλαβε να οργανώσει τη σύνδεση με το παρελθόν(Μερακλής 1989:96, Κακαμπούρα- Τίλη 1999:214). Η φωτιά ήταν ένα βασικό σύμβολο επανασύνδεσης με το πολιτισμικό τους κεφάλαιο

Φωτιά

2.2. 1970 έως και σήμερα 7

Τα παραπάνω έθιμα ήρθαν να ενισχύσουν και να εμπλουτίσουν τα δάνεια των ντόπιων που οι Βλάχοι τα οικειοποιήθηκαν και κατάφεραν και αυτά να τα «βλαχοποιήσουν».

Συγκεκριμένα Το απόγευμα,της Μεγάλης Αποκριάς ένας άνδρας ντυμένος, που έμοιαζε με αρκούδα, ζώο που θεωρείται αγαθοποιός πηγή της ζωής, και ο άλλος, ο αρκουδιάρης, που την κρατούσε από την αλυσίδα μ' ένα ντέφι στο χέρι- γυρνούσαν στις παρέες των ανδρών και μάζευαν χρήματα για τη διασκέδαση και τη χαρά που πρόσφεραν. Μαρτυρίες αναφέρουν πως ήταν κυρίως τσιγγάνοι που επισκέπτονταν τις γύρω περιοχές και μάζευαν χρήματα. Ο αρκουδιάρης κρατούσε νταούλι ή ντέφι κι ένα στειλιάρι. Η αρκούδα ήταν δεμένη με αλυσίδα από τη μύτη ή τα χείλια της και χόρευε ή έκανε μιμητικές κινήσεις. Το έθιμο αυτό αναβιώνει αλλά με μασκαρεμένη αρκούδα φυσικά και όχι αληθινή. 8

Χόρευαν επίσης το πιπέρι, 9 Άνδρες σε κυκλωτικό χορό με τον πρώτο να σταματά ανά τακτά χρονικά διαστήματα τον χορό και να επιδίδεται σε μαστίγωμα με το λουρί της ζώνης σε όποιον από τους χορευτές δεν νουθετούσε στα καλέσματα του τραγουδιού «Πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι. Με το γόνα τους το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν. Πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι. Με το χέρι τους το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν.. Πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι. Με το πόδι τους το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν.».

Πραγματοποιούσαν επίσης το γαϊτανάκι 10. Ωστόσο αυτό το έθιμο κάνει την παρουσία του πολύ ύστερα ,σχεδόν με την ίδρυση του Πολιτιστικού Συλλόγου Σέσκλου περί τα 1984.Ο οποίος σκοπό είχε να αναδείξει τις τοπικές πολιτιστικές εκδηλώσεις με βασικό προσανατολισμό την επανάκτηση της βλάχικης ταυτότητας.

Καζάνι

2.3. Η Καθαρά Δευτέρα 11

Μιλώντας με το σύνολο των πληροφορητών για το ποια έθιμα πραγματοποιούσαν τη Καθαρά Δευτέρα μας ανέφεραν ότι πριν το 1945 δεν επιδίδονταν σε κάποια ιδιαίτερη τελετουργία, ζύμωναν με προζύμι τις κουλούρες ¨λαγάνες¨ τις άνοιγαν με τα δάχτυλα με νερό και τις πασπάλιζαν με σουσάμι και έπιναν νερό με ξύδι και ζάχαρη, χαλβά και ελιές, δεν έστρωναν ποτέ τέτοια μέρα τραπέζι και φρόντιζαν να κάνουν σχολαστική καθαριότητα των σκευών τους για το μαγείρεμα της Σαρακοστής. Έπλεναν οι νοικοκυρές όλες τις κατσαρόλες, ώστε να μη μείνει ίχνος «λίγδας» και καθάριζαν τα σπίτια τους, για να είναι προετοιμασμένα για τη Σαρακοστή, τη νηστεία της οποίας κρατούσαν αυστηρά και ευλαβικά.

Μεταπολεμικά και πολύ αργότερα, εμφανίζεται ο χαρταετός 12 και τα κούλουμα στα γύρω υψώματα του χωριό. Μετά την ίδρυση του Πολιτιστικού Συλλόγου, στα πλαίσια των πολιτιστικών του δράσεων, εντάχθηκαν όλα αυτά τα δρώμενα. Η κεντρική πλατεία ελάμβανε χώρο παραστάσεων με τους Βλάχικους χορούς γύρω από τη φωτιά το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς καθώς και την Καθαρά Δευτέρα το πρωί για τα Σαρακοστιανά κούλουμα, το μαγείρεμα της παραδοσιακής φασολάδας συνοδευόμενα από τους ήχους των Βλάχικων σκοπών.

 

* Για τον Πολιτιστικό Σύλλογο Σέσκλου, διεξαγωγή έρευνας-κείμενα και επιμέλεια:
Γκάγκα Σταυρούλα, Αρχαιολόγος-Κοινωνική Ανθρωπολόγος.

 

1 Ένα βασικό στοιχείο στην κατανόηση της διαμόρφωσης του οικισμού και της ιστορικής πορείας του Σέσκλου είναι η σχέση Γκραίκων και των Βλάχων τόσο με το χωριό όσο και μεταξύ τους. Για μισό αιώνα περίπου τo δίπολο αυτό ορίζει τις σχέσεις απεικονίζοντας νοοτροπίες, στερεότυπα και προθέσεις για έλεγχο του χώρου και της διοίκησης. Το δίπολο αυτό αρχίζει να χάνει τη συγκρουσιακή δυναμική του από την δεκαετία του 1970 κι ύστερα όταν μεγάλο μέρος του πληθυσμού εγκαταλείπει το χωριό και οι Βλάχοι ελέγχουν απόλυτα το χωριό. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη δεν έχει πια κανένα νόημα, καθώς δημιουργούνται μικτές οικογένειες ενώ είχε ήδη μεταβληθεί το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο που τροφοδοτούσε την αντιπαράθεση.(Αυδίκος 2010:253-283)

2 Οι φτωχοί Αρβανιτόβλαχοι, ταξινομούνται στις παρυφές (κάτω πλατεία) του συμβολικού χώρου του Σέσκλου. Ταυτόχρονα εκπροσωπούν το «ανοίκειο», το διαφορετικό που εγκυμμονεί κινδύνους για την ενότητα της τοπικής συλλογικότητας και όπως είναι γνωστό, αυτό πάντα χωροταξικά τοποθετείται, στο σύνορο.(Kearney 2006:19, Cohen 1985: 40, Αυδίκος 2010:273.)

3 Η οικειοποίηση της παράδοσης άλλης πληθυσμιακής ομάδας (ετερότητας)οργανώνεται γύρω από το δίπολο «παράδοση-νεωτερικότητα», στο οποίο οι Αρβανιτόβλαχοι ταυτίζονται με τον πρώτο πόλο, την πολιτισμική κληρονομιά και την συνέχισή της(πρβλ Argyrou 2003:567)

4 Χωρίζουμε ενδεικτικά την χρονική περίοδο, διότι μετα και το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου οι Αρβανιτόβλαχοι ,εγκαταλείπουν σταδιακά τον ημινομαδικό τρόπο ζωής τους, εγκαθίστανται μόνιμα στο χωριό και καθιερώνουν τις εξεταζόμενες τελετουργίες. Παλαιότερα από το κάμπο η μετακίνησή τους γινόταν σε μακρινές αποστάσεις. Ανέβαιναν στα βουνά κι αντίστροφα .Έφταναν στη Φούρκα Ιωαννίνων και στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Και όταν η Θεσσαλία εντάχθηκε στο Ελληνικό κράτος περιόρισαν τη μετακίνησή τους στα γεωγραφικά όριά της. Βαθμιαία η εξαμηνιαία μετακίνησή τους μετατρέπεται σε μικρής κλίμακας, καθώς μετακινούνται στο Πήλιο.(Αυδίκος 2010:209-222)

5 Πίτα με τραχανά «τραχανιόνι», πίτα με φύλλο και ενδιάμεσα τυρί με τραχανά ξινό.

«…. σμεκάμ,τραχανιόνι, κολάσιου, ταραπάσιου…..σα ματ είχαμε υμείς κρέας, σπάνια, γάλα, τυρί τρώγαμε» Δ.Κ. (ο ταραπάσιος είναι: αλεύρι με νερό συνοδευόμενο από ζάχαρη ή τηγανιτό τυρί(κατσαμάκι) και ο κολάσιος :αλεύρι με πολύ νερό-γινόταν χυλός και το σερβίριζαν με κρεμμύδι και κόκκινο πιπέρι.

6 ….Όταν ήταν και αρραβωνιασμένη νύφη στο σπίτι, κερνούσαμε και τις γυναίκες από το σόι του γαμπρού που θα’ φέρναν το χαλβά.» Δ.Κ.

7 Οριοθετούμε αυτά τις δύο μεγάλες χρονικές περιόδους για να κάνουμε κατανοητό ότι τα έθιμα μετά το 1970 και την εξασθένηση των τοπικών εμφύλιων συγκρούσεων αναδιαμορφώθηκαν και δανείστηκαν ποικίλα στοιχεία από τους ντόπιους Γκραίκους αλλά και από τα ευρύτερα αντίστοιχα έθιμα του θεσσαλικού κάμπου.

8 Από τους Γκράικους προσπάθησαν να δανειστούν το δρώμενο του αρκουδιάρη και της αρκούδας. Ο Λεωνίδας Γκάγκας ήταν ένας από αυτούς που πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια για συνέχιση του δρώμενου αυτού. Χαρακτηρίστηκα ανέφερε :ότι πήρε μαζί με τον ξάδελφό του ένα τομάρι γουρουνιού και αναπαράστησαν τον αρκουδιάρη με την αρκούδα και τραγουδούσαν ένα στίχο από το τραγούδι που έλεγε ο αρκουδιάρης: «Ένα Σαββάτου βράδυ, καλέ Μαρία, μια Κυριακή πρωί, Αμάν Μαρία…..»

9 Το πιπέρι ήταν το πιο αγαπημένο μπαχαρικό των Βυζαντινών. Οι έμποροι της εποχής εκείνης, κουβαλούσαν με τα τσουβάλια το πιπέρι από τα βάθη της Ασίας και το πουλούσαν πανάκριβα. Τα μοναστήρια όμως, που έκαναν εμπόριο, για να επαρκούν στις ανάγκες τους, άρχισαν να παραγγέλνουν κι αυτά πιπέρι και να το πουλούν όχι πια σε κόκκους -όπως γινόταν ως τότε- αλλά κοπανισμένο, σκόνη. Φυσικά, έτσι πουλιόταν πιο ακριβά. Ωστόσο, οι καλόγεροι δεν μπορούσαν να δουλέψουν εύκολα, επειδή το πιπέρι χωνόταν στη μύτη και στα μάτια τους, Γι' αυτό αναγκάζονταν να προσλαμβάνουν καλογεροπαίδια και να τα στρώνουν στο γουδί. Κι αυτά, όμως, δεν κατάφερναν να μένουν στη θέση τους για πολύ. Έτσι , το κοπάνισμα τού πιπεριού κατάντησε να γίνεται μόνο από τιμωρημένους καλόγερους. Όταν κανείς απ' αυτούς έπεφτε σε κάποιο παράπτωμα, τότε τού έλεγαν οι «συνάδελφοί» του: «Τώρα θα μάθεις πως το τρίβουν το πιπέρι

10 Είναι αρχαίο που προέρχεται από την αρχαία Φρυγία (σημερινή βόρειο κεντρική Τουρκία) έθιμο στο οποίο ο λαός στόλιζε δέντρα(πρώτο στολισμένο ολόκληρο δέντρο στον κόσμο, προάγγελος του Χριστουγεννιάτικου δέντρου) με λουλούδια, στεφάνια, κουδουνάκια, κορδέλες αλλά και καρπούς της Μητέρας Γης και κρεμούσαν διάφορες κορδέλες από αυτό, τις οποίες κρατούσαν και χόρευαν, ως ένδειξη χαράς . Οι κορδέλες που κρεμόταν από το δέντρο παρίσταναν τις ζεστές αχτίδες του ήλιου. Για το λόγο αυτό οι χορευτές του γαϊτανιού είναι πάντοτε δώδεκα (12) και ένας που χρειάζεται για να κρατάει το στύλο. Δώδεκα είναι οι μήνες του χρόνου, δώδεκα οι χορευτές σε ζευγάρια, άνδρες γυναίκες, χορεύουν πλέκοντας τις χρωματιστές κορδέλες μια φορά προς τα μέσα, μια προς τα έξω, ο αέναος κύκλος του χρόνου αλλά και της ζωής εναλλάσσονται συνεχώς. Οι εποχές και τα γυρίσματα του καιρού, όπως ακριβώς και η ζωή με τις χαρές και τις λύπες της .

11 Η Καθαρά Δευτέρα είναι το τέλος των Αποκριών και η πρώτη μέρα της Σαρακοστής. Λαγάνα, Κούλουμα και Χαρταετοί. Η λέξη Καθαρή εκκλησιαστικά σημαίνει το ξεκίνημα της κάθαρσης των Χριστιανών που αρχίζει με νηστεία. Από την Καθαρά Δευτέρα ξεκινάει η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Απαραίτητα στοιχεία της αποκριάς θεωρούνται τα κούλουμα και ο χαρταετός. Ο εορτασμός του καρναβαλιού κλείνει με τα κούλουμα και το πέταγμα του χαρταετού. Οι αρβανιτόβλαχες την Καθαρά Δευτέρα καθαρίζουν ό,τι απόμεινε από τα μη νηστίσιμα φαγητά της αποκριάς. Καθαρίζουν τις κατσαρόλες και όλα τα χάλκινα σκεύη από τα λίπη της αποκριάς με ζεστό σταχτόνερο μέχρι ν' αστράψουν. Απαραίτητο συμπλήρωμα της Καθαρά Δευτέρας αποτελεί το πέταγμα του χαρταετού,. Τους χαρταετούς τους κατασκεύαζαν παλιά μόνοι τους με καλάμια και χαρτί. Ήθελαν μαστοριά στο ζύγισμα.

12 .Ο πληροφορητής της έρευνας Κώστα Ντίκας μας παραχώρησε τα στάδια κατασκευής του παραδοσιακού χαρταετού:… Κατασκεύαζαν τον εξαγωνικό, χάρτινο αετό με καλάμια. Αρχικά διαιρούσαν το καλάμι με τη φαλτσέτα ,χωρίς να σπάσει και χωρίς να κόψουν άνισα στους κόμπους. Ελαφρύς, ξύλινος σκελετός, σπάγκο για τα ζύγια και την ουρά και χάρτινο σώμα.
Η επεξεργασία περνά από διάφορα στάδια....Πρώτα γίνεται ο σκελετός, με τρία ξύλινα καλάμια τα οποία κάρφωναν στο κέντρο με ένα καρφί, που στραβώνει στο πίσω μέρος. Οι αποστάσεις των ζυγών παίζουν ρόλο στη σταθερότητα της δομής. Ακολουθει το δέσιμο με σπάγκο στις άκρες και η συρραφή του χαρτιού στο περίγραμμα. Στη συνέχεια κόβονται και δένονται τα ζύγια. ΤΑ ζύγια πρέπει να είναι ταίριασμα και να σχηματίζουν τρίγωνο, με την επάνω γωνιά του σκελετού. Το ίδιο και τα ζύγια της ουράς, για να μπορεί να πετάει σταθερά και ισορροπημένα. Στο τέλος θα προστεθεί η ουρά, από κορδέλες, όσο πιο βαριά τόσο καλύτερα πετάει ο χαρταετός.

γαλατόπιτα σέσκλο2
 

i .«Πίτα ντι λάπτι.: ου φάκ κου σάρι νου ντούλτσι, πέτουρι ντι περγκιόσ σ κουλιάσ νάμισα, νταποία πέτουρε σ φάκ κόθουρ ντι αφρίγκιρα.( τοποθετούσαν φύλλα από κάτω και κουρκούτι στη μέση, τα φύλλα γίνονται στριφτά γύρω γύρω, δημιουργώντας ένα ψηλό γείσο «το κόθορο».

ii . Γαλατόπιτα (πίτα ντι λάπτι) (φωτογραφίες στο τέλος του άρθρου)

Υλικά (για ένα μεγάλο ταψί κουζίνας), (οι βλάχοι το έψηναν σε ένα μπακιρένιο ταψί που το ονόμαζαν «σινία»):

Για την ζύμη:

1 κουταλάκι του γλυκού ξύδι

1 // // αλάτι

2 κουτάλια βούτυρο

1 και 1/4 κούπας χλιαρό νερό

και αλεύρι όσο πάρει ώστε η ζύμη να μην κολλάει στα χέρια μας αλλά να είναι αφράτη και όχι πολύ σφιχτή.

Αφού ζυμωθεί καλά την χωρίζουμε σε μια μεγάλη μπάλα και τέσσερα μικρά μπαλάκια. Παίρνουμε την ζύμη της μεγάλης μπάλας την χωρίζουμε σε έξι ίσα μέρη, και τα απλώνουμε με τον πλάστη ( «σουτσάλα» στη βλάχικη διάλεκτο), ώστε να δημιουργηθούν έξι μεγάλα και πολύ λεπτά φύλλα. Στην συνέχεια αλείφουμε τα φύλλο αυτά με (φυτικό) βούτυρο ή λάδι και τα διπλώνουμε πολλές φορές. Κάθε φορά που διπλώνουμε θα πρέπει να το αλείφουμε με βούτυρο. Όταν διπλωθούν θα δημιουργήσουν ένα μεγάλο φύλλο σε μέγεθος ενός μεγάλου ταψιού κουζίνας, τοποθετημένο έτσι ώστε να καλύπτει και τα τοιχώματα του ταψιού ως πάνω.

Αν ψηθεί θα δημιουργηθούν πολλά λεπτά φύλλα, επειδή καθώς διπλωνόταν κάθε φορά το βουτυρώναμε. Λαδώνουμε το ταψί μόνο κάτω και όχι στα τοιχώματα για να μην γλιστράει το φύλλο από τα τοιχώματα και να μπορεί να κολλήσει καλά.. Τα τέσσερα μικρά μπαλάκια ζύμης θα τα απλώσουμε με τον πλάστη και θα φτιάξουμε τέσσερα φύλλα λεπτά και μικρά, τα οποία θα πρέπει στην συνέχεια να ψήσουμε ένα ένα ξεχωριστά στον φούρνο, ώστε να ροδίσουν και να μπορούμε να τα σπάσουμε σε κομματάκια (να γίνουν πίτουρα).

Για το μείγμα:

7 αυγά

4 και 1/2 κιλά γάλα

1 κουτάλα (όχι γεμάτη) λάδι

1 κουταλάκι του γλυκού αλάτι ,1 πρέζα ζάχαρη

Χτυπάμε πολύ καλά τα αυγά, προσθέτουμε το γάλα και ανακατεύουμε. Τοποθετούμε τα θρυμματισμένα φύλλα από τα τέσσερα μπαλάκια ζύμης που είχαμε ψήσει, τα πίτουρα, αφού προηγουμένως έχουμε στρώσει τα 6 μεγάλα , λεπτά φύλλα που καλύπτουν και τα τοιχώματα του ταψιού ως πάνω, κολλώντας τις άκρες στο γείσο του ταψιού, ώστε να δημιουργηθεί το κόθορο. Στη συνέχεια ραντίζουμε τα πίτουρα με το λάδι και αν θέλουμε πασπαλίζουμε και με μία πρέζα ζάχαρη. Στο τέλος ρίχνουμε, το μείγμα με τα αυγά πάνω από τα πίτουρα, προσεκτικά με την κουτάλα, λίγο- λίγο, όσο παίρνει μέχρι το γείσο του ταψιού. Τέλος, ψήνουμε στους 180 βαθμούς, στον αέρα, για περίπου 1,5 ώρα.

Η γαλατόπιτα μπορεί να γίνει και γλυκιά, αν στο μείγμα προσθέτουμε, αντί για αλάτι, λίγη ζάχαρη και την λιώσουμε μέσα στο γάλα.

iii Ο αρραβώνας επικυρωνόταν με το αντίδωρο της νύφης στους συμμετέχοντες, (Αυδίκος 1998:145, Αυδίκος 2010: 262-263.Πρβ. Godelier 2003: 31). «όταν αρραβώνιαζαν έριχναν πετσέτες».

iv Ο μεγάλος αδελφός, ήταν το πιο σεβαστό πρόσωπο, μετά τον πατέρα, στην πατριαρχική κοινωνία των Αρβανιτόβλαχων του Σέσκλου κάτι που καθιστά εμφατική την πατροπλευρικότητα (Αλεξάκης 2009:290-291).

v Αλλού αυτό γίνεται με αυγό, . Η χρήση του αυγού είχε συμβολική σημασία, καθώς με το αυγό άρχιζε η νηστεία της Σαρακοστής και με το Πασχαλινό αυγό τελείωνε .(Αυδίκος 2002:131).

vi ο Λεωνίδας Γκάγκας θυμάται πως το χωριό έφτιαχνε μεγάλη ποσότητα γαλατόπιτας που περίσσευε. Έτσι τη Καθαρά Δευτέρα Γύφτοι από το Βόλο επισκέπτονταν το χωριό, για να πάρουν τις πίτες.9Αυδίκος 2010 282).

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΕΣ

Γκάγκας Απόστολος του Αθανασίου

Γκάγκας Βασίλειος του Αθανασίου

Γκάγκας Λεωνίδας του Ζήση

Γκάγκας Βασίλειος του Ζήση

Ντίκας Κωνσταντίνος του Βασιλείου

Μπάρδα Σοφία του Δημητρίου

Μπάρδας Θεόδωρος του Γεωργίου

Στύλλα Ελευθερία του Γεωργίου

Πούλιος Χρήστος του Ιωάννου

Κολιαμήτρα Δέσποινα του Μιχαήλ

Τσιαμήτα Ελένη του Αθανασίου

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλεξάκης, Ε. 1996α. «¨Εμείς και οι άλλοι¨. Εθνοϊστορικές προσεγγίσεις στα περιηγητικά κείμενα για τη Μάνη», στο Μάνη. Μαρτυρίες για το χώρο και την κοινωνία-Περιηγητές και επιστημονικές αποστολές 15 ος -19 ος αι. Πρακτικά Συμποσίου (Αθήνα, 4-7 Νοεμβρίου 1993), σσ: 143-180. Αθήνα: ΕΙΕ-ΚΝΕ.

2001α. «Γυναίκες, γάλα, συγγένεια: Κοινά παλαιοβαλκανικά στοιχεία στο λαϊκό πολιτισμό των βαλκανικών λαών», στο Ταυτότητες και ετερότητες. Σύμβολα, συγγένεια, κοινότητα στην Ελλάδα –Βαλκάνια, σσ: 102-125. Αθήνα: Δωδώνη (δημοσίευση 1987-1988).

2001β. «Εθνοτικές ομάδες, πόλεμος και ιστορική μνήμη στους Έλληνες Βλάχους του Κεφαλόβρυσου (Μεζιτιέ) Πωγωνίου». Εθνολογία 9, σσ: 137-166.

2001γ. «Οικιακή ομάδα και οικονομία σε μία πεδινή κοινότητα. Η περίπτωση του Μαυρονερίου (Κασνεσίου Λιβαδείας)». Επετηρίς της Εταιρείας Βοιωτικών Μελετών 2(2), σσ: 761-787.

2001δ. «Άνθρωποι, φίδια και χορός. Επαφή των πολιτισμών στο Πωγώνι της Ηπείρου», Πρακτικά 2ου Πανελληνίου Συνεδρίου Λαϊκού Πολιτισμού (επίμ. Κ. Πανοπούλου), σσ: 81-102. Σέρρες: Δήμος Σερρών-ΤΕΦΑΑ Σερρών.

2003α. «Ανθρωπολογία οίκοι ή Λαογραφία: Μια επιστημολογική προσέγγιση», στο Το παρόν του Παρελθόντος. Ιστορία Λαογραφία και Κοινωνική Ανθρωπολογία. Επιστημονικό Συμπόσιο Σχολής Μωραΐτη (Αθήνα, 19-21 Απριλίου 2002), σσ: 39-63. Αθήνα: Σχολή Μωραΐτη.

2009. Οι Βλάχοι του Μεζιτιέ και η ειρωνεία της τύχης. Μία εθνογραφία του μη προβλέψιμου. Αθήνα: Δωδώνη, σσ: 19.

Argyrou, Vassos. 2003.Tradition and Modernity in the Mediteranian: .The wedding aw symbolic strunggle. Cambridge -New York: Cambrigde University Press.

Αυδίκος, Ε. 2002. Χάλασε το Χωριό μας Χάλασε. Ιστορίες περί ακμής και πτώσης στη Λευκίμη Έβρου. Αλεξανδρούπολη: Πολύκεντρο Δήμου Τυχερού.

2007. « Επιτόπια έρευνα και τοπικές εξουσίες», στο βιβλίο του Η Θράκη και οι άλλοι. Ιχνηλατώντας τα πολιτισμικά όρια και την ιστορική μνήμη. Αθήνα: Οδυσσέας, σσ: 122-127.

2010. Σέσκλο Μαγνησίας. Οικονομικές, Κοινωνικές και Πολιτισμικές αντιθέσεις και αλλαγές. Βόλος: Δήμος Αισωνίας.

Bell,Catherine. 1977. Ritual. Perpspectives and Diamensions. New York -Oxford: Oxford University Press.

Bloch, Maurice. 1989. Ritual, History, and Power.London :Αthlone.

Γιακουμάκη, Β. 2006. «Περί (Δια)τροφής και εθνικής ταυτότητας. Οι διαστάσεις μίας νέας «πολιτισμικής ποικιλότητας» στη σημερινή Ελλάδα», στον τόμο: Ε. Παπαταξιάρχης (επιμ.), Περιπέτειες της ετερότητας. Η παραγωγή της πολιτισμικής διαφοράς στην σημερινή Ελλάδα. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σς. 105-435.

Cohen, Anthony P. 1985. The symbolic construction of community. Rutledge:London and new York.

Godelier, M. 2003. Το αίνιγμα του Δώρου,μτφρ. Αλίκη Αγγελίδου. Αθήνα: Guteberg.

Kearney, Richard. 2006. Ξένοι , θεοί και τέρατα, μτφρ.Νίκος Κουφάκης. Αθήνα: Ίνδικτος.

Μερακλής Μ.Γ. 1984. Ελληνική Λαογραφία, Ά. Κοινωνική συγκρότηση. Αθήνα:Οδυσσέας.

Μπάδα, Κ. 1996.» Προς μια αποκρυπτογράφηση της φυσιογνωμίας των λαϊκών δρώμενων: Απόκριες στα Γιάννενα», στον τόμο: Λαϊκά δρώμενα. Παλιές μορφές και σύγχρονες εκφράσεις. Πρακτικά Ά Συνεδρείου (Κομοτηνή 25-27 νοεμβρίου 1994). Αθήνα υπουργρίο Πολιτισμού/ Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού- Δήμος Κομοτηνής/ Κέντρο Λαϊκών Δρώμενων, σ.σ. 197-207.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Η Έρευνα διενεργήθηκε, με πρωτοβουλία και υποστήριξη του Πολιτιστικού Συλλόγου Σέσκλου.

Ευχαριστούμε θερμά τους πληροφορητές της έρευνας, ιδιαίτερα την κ. Δέσποινα Πούλιου για την Παρασκευή της παραδοσιακής Βλάχικης Γαλατόπιτας. Τον Γυναικείο Αγροτουριστικό Συνεταιρισμό Σέσκλου, «Φτάσμα- Σημίτα» , για την παραχώρηση της συνταγής και την παρασκευή της παραδοσιακής γαλατόπιτας.. Τον φούρνο- Καπουράνης, τον Αθανάσιο Καπουράνη και την Σούλα Καπουράνη για το φούρνισμα της πίτας. Τον Γκάγκα Παναγιώτη και την Κωσταντίνα Καραλή μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου Σέσκλου για την φωτογράφηση και βιντεοσκόπηση της έρευνας.

γαλατόπιτα σέσκλο3 

γαλατόπιτα σέσκλο3 

γαλατόπιτα σέσκλο3 

γαλατόπιτα σέσκλο3 

γαλατόπιτα σέσκλο3 

γαλατόπιτα σέσκλο3 

γαλατόπιτα σέσκλο3 

γαλατόπιτα σέσκλο3 

 

 

Αναζήτηση