- Ταχιά τι ξμερών' ωρέ παιδιά, δεν το ξαίρετε;
- Χστούγεννα... τι ξμερών᾽ καπετάνε;
- Χστούγεννα, μ' τι λες, κάθε μέρα αργατνή ξμερών;
Χρονιάρα μέρα ταχιά κι επέ τι; Μήνα πρωτ' βολά μας ξμερών τέτια μέρα; Κ᾽ ύστερις - ύστερις πάσα μέρα για τε μας, μέρα γιορτάτικ᾽ ειναι. Κι όντας ανοίγει το τφεκ᾽... Ε, τότε δεν είναι πανγύρ᾽;
- Παράξενος π' μου είσαι, ωρέ καϋμένε Γκιολτάσ᾽!
- Γιατί;... ψέματα τάχα λέω, καπετάνε;
- Μωρέ αλήθεια λες, φράτε μου, μα για λόγιασε και το σπίτι σ' μια ψίχα. Βάλε με το νού σ' νάσαι εκεί απόψε. Ίσα ιδώ, ίσα εκεί θα τ᾽ν εγιόρταζες τ᾽ν αυριανή; Παραμονή απόψε· θα να πάντρευε ο γέρος του της στιάς την πύρα, θα να την ράντιζε με κρασί παλιό και θα την πότιζε με λάδι. Η αδελφούλα σ' θα να σου πρόσφερε τα ψιλοπλασμένα με τα χεράκια της σπάργανα του Χριστού, καταραντισμένα με μέλι, θα να ξμέρωνες άγρυπνος παραστιάς με τα γεροντόλογα και με τα παραμύθια της βάβας σου. Η μανούλα σου θα να σου τοίμαζε με την πολλήν έγνοια της την αλλαξιά σου την γιορτάτικη και θα σου σιδέρωνε μερακλίτικα την άσπρη ξέξασπρη, σαν τούτα δα τα χιόνια, φουστανέλα σου. Και το ταχύ που θα χτυπήσουνε της εκκλησιάς οι καμπάνες, νύχτα με το ξμέρωμα, θα να τα φόραες τα σκουτιά σου τα καλοσυγυρισμένα και θα πήγαινες στην εκκλησιά σ' στο στασίδι ν' ακούης τα Χστούγεννα. Με το έβγα του ήλιου θα να του τραγούδαγαν τα παιδαρέλια της γειτονιάς στην αυλή σου. Και κατόπι τ' απόγευμα στα ηλιοστάσια θα να λαχτάριζες τα κυπαρισένια κορμιά των φλωροστολισμένων κοπελιών που θα να χόρευαν τον ανοιχτόν... Ετσ' θα να γιόρταζες, ωρέ καρντάση μ' στο πατρικό σου τα Χστούγεννα. Εδώ; Εδώ να... με λόγγα, με σπηλιές, μ' αγρίμια, με βουνά μ' εμάς τους κλέφτες, με τφέκια, μ' άρματα, με λιαρόκαπες, με καταλερωμένες φουστανέλες και με παστρουμάν θα να τα γιορτάσης...
- Κι επέ;
- Μ' το ίδιο είναι;
- Σάμπως εχ' δίκιο ο καπετάνιος. Ακούστηκεν άξαφνα κι αντιλαλάει η σπηλιά από δεκαπέντε είκοσι στόματα μαζί.
- Μωρ' δε μ' λέτε πως είσταν ολ' για κοπέλια και βάλαταν με το νού σας να βγήτε και κλέφτες! ούτε πρόβατα, ωρέ, να φλάτε εσείς δεν σας έπρεπε, γιατί βάνω το χέρι μ' στ' φωτιά, π' θα σας έτρωγαν τα τσακάλια κ' οι λύκοι. Εσείς έπρεπε να κλειέστε τέτιο καιρό στα ξεχειμαδιά μέσα στα σπίτια, με τες γυναίκες, να γρένετε μ' αυτές τα μαλλιά, να δουλεύετε στα λανάρια, να γνέθετε με τη δρούγα, να κλώθετε με το τσουκρίκι· να υφαίνετε με τον αργαλιό και να μαζεύετε βοντάκια. Αυτά σας έπρεπαν εσάς κι όχι κλεφτουριά...
Ακούς κοπέλες μου λεν, ακούς καινούριες αρμάτες, ακούς γυναικίσιους χορούς, ακούς καμπάνες και λειτουργίες, ακούς εκκλησίες, ακούς παραμύθια!... Και δεν πάτε, ωρέ, ολ' σας τώρα για να γενήτε παπάδες και να κάμετε και τον καπετάνο μας πίσκοπο; Να με σμπαθάς, καπετάνε μ'... αλλ' αλήθεια δεν ξαίρω να σ᾽ πω. Με τέτια λόγια π' μας είπες, όχι άλλο, για πίσκοπος σ' πρεπ'. Τι λες Λεωνίδα; Άλλαξε τ' όνομά σ' από σήμερα. Να σε λέμε πάτερ-Λαυρέντιο. Κι ολ' σας αλλάξτετα, οσ θα ακλουθήσετε το παπαδλίκ'. Βγάλτε τες φουστανέλες και τες λιαρόκαπες π᾽ δεν σας αρέν' και σύρτε ντυθήτε τα ράσα και τα γυναικίσια τσιπούνια. Τι λέτε και τα κοντοσυλλογιέστε, ωρέ κακοκέφαλοι! Ετσ' θα να ζάτε στα όνά; Ετσ' θα να πάρετ' όνομα; Ετσ' θα να σας βγάλουν τραγούδ᾽; Έι, ωρέ, έι μπλούκι για κλέφτες! Παιδιά για λεβεντιά! Παλληκαράδες για σκοτωμούς! Και δεν σας αρέν, ωρέ, τα Χστούγεννα εδώ; Πρωτ' βολά είναι που βγαίνουμε κλέφτες φέτο; Δεν τα γιορτάσαμαν μαζί πρόπερσ᾽; Τι πάθαμαν; Δεν τα καλοπεράσαμαν;
Βαρηγνωμίσαμαν τίποτα; Μας πήγαν, ωρέ, για κακό; Χάθηκε κανένας μας; Πέτε ντε, τι μ' μείνατ' ετσ' με τα χείλια σας ραμμένα ως πέρα-πέρα; Δε μιλάς εσύ, καπετάνε, τώρα; Μούλωσες κι εσύ, γέρο παπού, και δεν τος τα λαλάς μια ψίχα; Κλαριά, ωρέ βλαμάδες, δεν έχουμε κι εδώ για φωτιά, σπηλιά για σπίτι, παπούν όχι για παραμύθια βασιλιάδων και ανεράιδων μα γι' αληθινές παλιές κλέφτικες ιστορίες, όλην την πλάση την ουρανοσκέπαστη, εδώ πα δεν έχουμε για εκκλησιά μας, τους βρόντους του Κρεμαστού Λαγκαδιού πέρα για καμπάνες, τα ρυάσματα των αρκουδιών και των λύκων για φωνές παπαδίστικες και τραγούδια, τραγούδια παλληκαρίσια για το γλέντι; Δε θέλετε να φάτε και τ᾽ν αυριανή παστρουμά; Νάμε, πρώτος παίρνω το τφέκι με και πάω στο πρώτο χωριό πόβρω, όπου κι αν είν' το, να ξελακίσω ζωντανό. Θέλετε και να πασχάσουμ' αύριο μ' ανθρωπινό γαίμα; Πάμε κι ακαρτερούμε πάλι μεσ' το ντερβέν' και μακελεύουμε την παγάνα. Πάμε, σαν δε χορτάσαταν επροχτές. Βγάλε το δαμασκί σου, καπετάνε, να ιδής αχνίζει το λεπίδι του ακόμα τ' άσωτο, τ' αρβανίτικο γαίμα του Φέζου του.
- Για σταθήτε να σας πω κι εγώ με παιδιά δυό λόγια και μη του κάκου μαλώνετε. Λέει ο γέρο-παπούς ο Κούσιος. Ο καπετάνιος είναι μαθημένος απ' αρχοντιά και από καλοπέραση· όσο να καν' μετ' εμάς κλέφτς πάλι δε θα ξεσνηθίσ᾽ κολάι, και πάντα η καλαναθρεμμέν' η ψυχή τ' θα πονάει για το σπιτ᾽, για τον κόσμο. Η δκη μ' κ' η δκη σ' η καρδιά, Γκιολτάση μ', τώρα πάει ξένωσε από τον κόσμο, αγρέψαμαν, γιε μ' και μας φαίνονται τώρα μοναχά τα ζλαπ' αδέρφια μας. Γίνκε κάκοψ' η σαρκα μας, τώρα, κ' η ψυχή μας πατσαβούρα πλιά. Μα κι ο καπετάνος κλέφτς τώρα, δεν πρεπ' να σλογιέται Χστούγεννα και Λαμπρές και πανγύρια, εμείς έχουμε το κιφάλ' στον ντρουβά βαλμένο. Ποιος ξαίρ᾽ αν μας βρίσκ᾽ η ταχ'νη; Κι' αν καλοξμερώσουμε πάλι, ποιος ξαίρ᾽ αν δεν έχουμε τφέκι με την παγανιά;
Τέτια κουβέντα είχεν ανοίξει στο μπουλούκι των κλεφτών την παραμονήν εκείνη των Χριστουγέννων. Ήταν το μπουλούκι του περίφημου του καπετάν Λεωνίδα, πούχε μαζί του την εποχή εκείνη καμιά πενηνταριά παλληκάρια ένα κ' ένα, με πρωτοπαλλήκαρα τον Γκιολτάση, τον Γκαρέλη, τον Γκίκα και το Μακρή, με γραμματικό τον Έξαρχο και με παπούν τον γέρο Κούσιο. Κι ελημέριαζε στους χιονισμένους λόγγους του Σπήλιου μέσα σε μια κρυφή και μεγάλη σπηλιά. Ξεγλυτωμένοι από την χιουσιάδα που την προάλλη την είχαν πλακώσει απόξω από την Ντισκάτα (Δεσκάτη) και τη μακέλεψαν, πήραν τα βουνά απάνω και πηλαλώντας δύο ακέρια μερόνυκτα μ' ότι είχαν αράξει την ωρ' αυτή στη σπηλιά.
Όξω από τη σπηλιά, τα βουνά ολόγυρα ντυμένα με χιλιόχρον' απάτητα δάσια και κατακομένα σ' εγκρεμούς απροσδιάβατους και ψηλούς, άσπριζαν πέρα ως πέρα κατασκεπασμένα από τετραπάνωτα χιόνια και κρούσταλλα. Τ' αφόρετο κρύο έφτανε σαν μαχαίρι ως τα κόκκαλα μέσα. Δεν εχιόνιζε. Συγνεφιασμένος όμως και κατσουφιασμένος ο ουρανός και σαν μολύβι βαρύς, ήταν έτοιμος, έλεγες, να ξαναρχίση το λίχνισμα των παπλαμούδων του. Κι ο ήλιος, ο ποθητός, ο λαχταρισμένος του μεσοχείμωνου ήλιος, μια δύο δουκέντρες απάνω από το βασίλεμά του, έφεγγε θαμπός και ξασπρισμένος πίσω από τα σύγνεφα, ολοστρόγγυλος, ωσάν την μεσανήν ασημόπλακα του σταυρωτού των κλεφτών, και κρύος και καταπαγωμένος, ήλιος με δόντια.
Μέσα στη σπηλιά, που άνοιξε κατά τη δύση, προσάναφταν τη φωτιά δυό τρεις από τους κλέφτες. Από τους άλλους, ποιοί έστρωναν ξεχιονισμέν' αγριοπρίναρα του λόγγου στον νοτισμένον στατό κι άπλωναν από πάνου τες κάπες κι εδιπλοποδίζονταν, ποιοί εσφούγγιγγαν τάρματα για να μη σκουριάσουν από την νώπη, ποιοί έβγαζαν από τα σελιάχια τους μικρούς τους καθρέπτας και συγυρίζοντας τα μουστάκια και τα μαλλιά τους λιανοτραγούδαγαν κι έλεγαν:
«Τήρα κεφάλια πόχουμε ομορφοκαμωμένα, τήρα μουστάκια ολόμαυ ρα και δηξαρένια φρύδια, τήρα τσαμπάδες ξέπλεγες που φτάνουν ως την πλάτη. Δεν είμαστε για σίδερα, ουδέ και για κρεμάλα, μον' είμαστε για κλεφτουριά». Ο καπετάνιος έλειπεν έξω πατώντας εδώ κι εκεί με το μάτι τα κατατόπια κι ορμηνεύοντας τα καραούλια. Κι όντας εγύρισε και μπήκε μέσα, αρχίνησε την κουβέντα με το πρωτοπαλλήκαρο τον Γκιολτάση.
Ο παπούς, οπού μπερδεύτηκε κι αυτός υστερνά, δεν επρόφτακε ν' αποσώση τα λόγια του, γιατί τον έκοψε ξάφνου το σούριγμα ενός καραουλιού. Την πρώτη φορά το σούριγμα, από τα δασιά λόγγα κι από τα παχιά και κούφια χιόνια που διάβαιναν, ήρθε πολύ ελαφρό και μακρινό. Λάγνεψαν οι κλέφτες. Δεν το ξεχώρισαν όμως καλά και βαστοί κι ακίνητοι μ' ανοιγμέν' αυτιά και με καρφωμένα στους θόλους της σπηλιάς μάτια, ακαρτέρεσαν ν' ακουρμαστούνε το δεύτερο. Με το δεύτερο, δυνατώτερο λίγο βγήκε ο καπετάνιος στο έμπα της σπηλιάς να ξεδιαλέξη από που έρχεται. Και με το τρίτο, γυρίζει και λέει:
Το πρώτο καραούλι σουράει, παιδιά, στ' άρματα.
Και μονοκοπανιάς οι κλέφτες πηδούν ορθοί όλοι, αδράζουν τες κάπες και τ' άρματα, πειτιούνται απόξω από την σπηλιά και πιάνει καθένας από 'να κλαρί του λόγγου. Μακρυά, μακρυά, ανάμεσ᾽ από τα χοντρά κορμιά των κλαριών κι αποκάτω από τον θόλον οπ' έφκιαναν οι χιονισμένες τους τούφες, εξάνοιξε ο καπετάνος τον παλληκαρά τον Τέγο, που φύλαε στο πρώτο καραούλι, να μπαίνη μέσα στο λόγγο έχοντας εμπροστά κι έναν ξαρμάτωτον, οπ' έμοιαζε με πεζοδρόμον. Και βγαίνει μπροστά - μπροστά και τον αποδέχεται. Ο πεζοδρόμος τον προσκυνάει και του διν' ένα γράμμα.
Όταν αποδιάβασε την γραφή ο καπετάνος, τα μάτια του ήταν αναγιομισμένα. Μεγάλος χαλασμός έδειχνε νάχε γίνει μέσα στα σωθικά του, Πάσχισε να κρυφτή από τους συντρόφους του κι έκαμε πως ερωτά τον πεζοδρόμο χωρίς να το θέλη:
- Κι από που είσ' εσύ, ωρέ;
- Αφ' το Πρετόρ, καπετάνε.
- Αφ' το Πρετόρ' μέσα; Πως σε λεν;
- Πήλιο Μπέρκο. Μόδωκαν κι ένα ζευγάρ᾽ παρπόδια, καπετάνε μ', να σ' δώκω.
Και τάβγαλεν από τον τρουβά. Ο καπετάνος πήρε τα παρπόδια κι εσυλλογίστηκε λίγο, σαν για να θυμηθή τ' όνομα π' άκουσε. Ύστερα κάλεσε το γραμματικό του τον Έξαρχο να του φέρη χαρτί και καλαμάρι. Και με τ' αιτόφτερο και με τη λουλακένια μελάνη έγραψε ο Λεωνίδας δυό τρεις αράδες στο χαρτί γλήγορα, το δίπλωσε και το βούλωσε τεχνικά κλέφτικα και τόδωκε του πεζοδρόμου.
- Άιντε τώρα και νύχτωσες του λέει. Αυτή είναι η απάντησή μου. Μην είσαι νηστικός τίποτα; Να σ' δώκουμε να φας.
- Όχι καπετάνε μ', πολλά ν'τα έτη σ᾽, έφαγα δω παραπανούλια πολλιώρα. Έχετε γειά.
- Άιντε, στο καλό. Να τους την δώης στα χέρια, ωρέ Πήλιο.
- Έγνοια σ' καπετάνε μ', έγνοια σ.
- Πάρτον, Τέγο, εσύ και βγάλτον ως τα Μαλάματα.
Μα πριν τον πάρη κοντά τον ανήφορο ο Τέγος, το παλληκάρι που φύλαε στο πρώτο καραούλι τον κοντοκράτησε ο καπετάνος και του λέει στ' αυτί του κρυφά:
- Σαν κάμει ο πεζοδρόμος τ' Αρκουδόρεμα κάτου κατά το χάο, φώναξ᾽ εσύ και τ' άλλα τα καραούλια κι ελάτ' εδώ.
Και γυρίζοντας. εσύναξε το μπουλούκι του όλο και μίλησε.
- Παιδιά, συναχτήτε να φύγουμ' από δω απόψε.
- Και για που με το καλό, καπετάνε; Πετιέται και ρωτάει ο Γκιολτάσης. Μη σ' μηνάει η φιλική γραφή πως μας κυνγάει η χουσιάδα; Αν μας κυνγάη, γιατί να την φύγουμε; Δε βγαίνουμε κάλλιο κατακαμπίς να την καρτερήσουμε και να την ξεπατώσουμε κι αυτήν.
- Σύχασε και μην ανάφτης έτσι, Γκιολτάση μου. Εχαμογέλασε ο καπετάνος, και τα μάτια του αναγιομισμένα και λαμπερά ακόμη έδειχναν ότι ακόμα βαστούσε μέσα του ανεμοζάλη. Δε μ' αναγκάζει κανένας σας, ξανάειπε, ουδέ μπορείτε να το γυρέψετε, όμως εγώ θα να σας πω τ' ήταν τα γράμματα οπ' άλλαξα με τον πεζοδρόμο. Από τα παρπόδια που μέφερε δεν το νιώσατε πως μου γράφουν από το σπίτι μου; Μου γράφ η μάνα μου κ' η αδερφή μου... υπόμειναν... μοναχές στο Προτάρι... να πάω... να κάνουμε μαζί... Χριστούγεννα...
Και του καπετάνου η φωνή που πνίγονταν από τον σωθετόν χαλασμό του πόνου του σπιτιού του εδώ εκόπηκεν ολότελα υστερνά και δεν ημπόρεσε να χαράξη άλλο λόγο. Όμως δεν εξεχείλισε ο χαλασμός του, δεν εδάκρυσεν, αλλά εστάθηκεν ουδ᾽ εκεί ολόρθος όπως ήτο μ' ανασηκωμένο το πρόσωπο και με ορθάνοικτα γιαλιστερά κι ακίνητα μάτια, ωσάν μαρμαρωμένος.
Ο άγριος Γκιολτάσης, οπ' από πόνους δεν ένιωθεν, οπ' είχε ατσάλινα τα στήθια και ριζιμιό στην καρδιά, παραπήρε του καπετάνου τα στερνά λόγια και λέει με πικρό κατέβασμα των φρυδιών.
- Και τώρα;... για το Πρετόρι θα πάμε;
Τώρα τα μάτια του καπετάνου εστέγνωσαν μονομιάς, όλο το αίμά του ανέβηκε κι επλημμύρισε την ξερακιανήν όψη του κ' είπε με θλιβερό χαμογέλιο στο αράθυμο πρωτοπαλλήκαρό του.
- Άιντε, ωρέ Γκιολτάσ'! Πάντα παράξενος εγεννήθηκες να είσ' εσύ. Τοσ᾽ αλλ᾽, ωρέ, και μεγαλύτεροί σ' και δεν έκριναν. Εσύ πάλι ευρέθηκες να ειπής τον φαρμακωμένο σου λόγο. Μα είσ' ένας, ωρέ, μοναχά και δε νοιάζ' και τόσο. Ύστερα σ' αγαπώ μεσ᾽ απ' τα μικρά μ' χρόνια, αφ' όντας και σε ξαίρω τέτιον παράξενο κι ασύστατο κι οφκολομυγιασμένο και δε σε ξεσνερίζομαι. Άν δε σ' αγαπούσα, ωρέ Γκιολτάσ᾽, κι αν σε ξεσνεριζόμουν, καϋμένε μ᾽, δε θα να βρίσκοσουν τώρα να ξεπετάζεσ' ετσ' για το κάθε τι σαν ο πειρασμός, θα να σ᾽ έσφαζα σαν τ' αρνί μεσ' απ' την μέρα που κότησες να βαλς χερ' στ' σκλάβα μας την Τούρκα, να μας μολέψης το μπλούκι όλο.
Κι εφώναξε:
Ακούστε παιδιά, έγραψα να μη με καρτερούνε σπιτ' εμένα, τι εγώ θα κάμω μαζί με σας Χστούγεννα. Έγραψα πως θα να πάω φέτος μαζί σας για να γιορτάσουμε στη Σαμμαρίνα με τους αρματολούς. Όμως εμείς, ούτ᾽ εδώ να κάτσουμε ούτε στη Σαμμαρίνα να πάμε! Ποιος ξαίρει τι σκοπούς να κρύφτη ο πεζοδρόμος αυτός. Εμείς να πάμε απόψε κατά τον Ανασελίτσα.
- Σαν τα ψλα τα βνα να μας ζάης, καπετάνε, κι οπ' θελς πάμε. Ένα Λεωνίδα έχουμ' εμείς, άλλον δεν έχουμε.
Εφώναξαν μ' ένα στόμα. Κι ο Γκιολτάσης έσκυψε τώρα μετανιωμένος κι εφίλησε το δαμασκί του Λεωνίδα λέγοντας.
- Καπετάνε μ'... να με σμπαθάς σαν παραφρενιάζομαι καμιά βολά ο ζάβαλος. Με ξερς είμ' απ' την κούνια ζουρλός.
Σύγκαιρα ακούστηκαν κατά τες ράχες των βουνών γύρα τα δυνατά και πολύπληθα σουρίγματα των καραουλιών που εμαζεύονταν, οπού ξύπναγαν τους αντίλαλους στους γκρεμούς και στα λόγγα κι οπού ξάφνιζαν στες μονιές κι αγρίμια ενώρω.
Στην Σαμαρίνα που πέφτει μπόγια το χιόνι, φεύγουν οι φαμελιές τον χειμώνα κι αφήνουν με λουφέν φυλαχτάδες της χώρας των άρματωμένους παλληκαράδες, οπού τους λένε αρματολούς.
Ενύχτωσε. Οι κλέφτες έσβησαν στη σπηλιά μέσα την Χριστουγεννιάτικη φωτιά με έγνοια, για να μην την αφήσουν έρημην κι ολομόναχη, ούτ᾽ εδείπνησαν. Πήραν τες κάπες και τ' άρματά τους κι έκαμαν πέρα τα αρμάνια κατά της Ανασελίτσας τα βουνά. Μέσα στα αρμάνια στο σκοτίδ᾽ ήταν πίσσα κατάμαυρο. Κι όσο έσφιγγε το σκοτάδι τόσο έσφιγγε και το κρύο κ' η πάγρα. Οι κλέφτες επερπατούσαν από κάτου από χιονοσκέπαστον θόλο κλαριών, κι ανάρια, ανάρια επατούσαν τα πόδια τους χιόνια στην ξεραμένην γη του λόγγου. Παντού, όπου πέρναγαν, βουβαμάρα βαρειά κατακρατούσε. Ούτε κλαδί δεντρού δεν εσειόνταν, γιατί δεν φύσαε αγέρας, και στα λαγκάδια οι νεροσυρμές κ' οι σούδες δέν εβροντούσαν σαν άλλες φορές στα χαλίκια και στα κοτρώνια απάνου, μητ' είχαν κρουσταλλιάσει κι αυτές. Μοναχά τάρματα και τα χαιμαλιά τους εβρόνταγαν σαν πήδαγαν από κοντρί σε κοντρί και σαν έτρεχαν εις τα πόδια για να ξανάψουν. Επερπάταγαν σκόρπιοι, και στην αρχή κουβέντα τους δεν ακούγονταν, παρ' όταν έδειχνε ο καπετάνος ποιο σύρμα ή ποιο μονοπάτι ν' ακολουθήσουν. Κάπου κάπου, όπου χαμήλωναν πλιότερο προς τη γη τα κλαριά κι άγγιζεν η κατσούλα της καπότας των, τινάζονταν τα κλωνάρια και τους εφόρτωναν χιόνια. Τότες άκουε το δάσος κάνα ανάθεμα ή καμιά βρισιά.
Έτσ' επερπάτησαν τρεις ώρες ακέριες, ώσπου να βγούν από τα λόγγια στο ξέφωτο.
Είχαν εδώ ουρανόν, από πάνου όμως δεν έβλεπαν παρά μαυρίλα σ' αυτόν πέρα ως πέρα. Και κάτου στην γη, ομπροστά τους, τους θάμπωνε το απέραντο άπλωμα της ασπρίλας του χιονιού. Εδώ πήραν κατήφορο για μια ποταμιά. Μέσα σε θεόρατους εγκρεμούς, που εσημαδεύονταν εδώ κι εκεί μια σπιθαμή μονάχα ο δρόμος, ροβόλαγαν αυτοί, αρματωμένοι, τ' απήδου, σαν τ' αγριόγιδα. Κι ο κατήφορος ήτον μεγάλος.
Κατέβηκαν στην ποταμιά. Κάμαν λεσιά, για να μη βραχούν στα νερά μέσα, και πέρασαν. Αντίπερα άρχεψαν άλλα βουνά, άλλος ανήφορος, άλλοι γκρεμοί κι άλλα λόγγα. Έκατσαν σ' έναν όχτο για να ξανασάνουν. Εδώ τους έδειξε ο καπετάνος ένα βαθύλακο στα ζερβά, που κατέβαινε με την δασιά και με την άγρια θωριά του από τα βουνά το ποτάμι στιφτός και κοδελωμένος, και τους μολόγησε μια παλιά κλέφτικη ιστορία του καπετάν Τότσκα, όπου λημέριαζε με το μπουλούκι του μέσα εδώ κι οπού καρτέρησε μια βολά στην ποταμιά τούτη τους αρβανιτάδες της Κωλώνιας με τα σκλαβωμένα γυναικόπαιδα του Μωριά και τους τσάκισε κυνηγώντας τους ως την Σαμμαρίνα κι εγλύτωσε και τους σκλάβους.
Σαν έκαμαν από δω απάνου, πέρασαν δυό τρεις μεγάλους γκρεμνούς, και μπήκαν στα λόγγα πάλι. Ήταν η ώρα που βγαίνουν απ' τες μονιές των τα θεριά και τα ζουλάπια για το κυνήγι τους. Το γνιάστηκε ο καπετάνος κι επρόσταξε νάχουν το νού τους στ' άρματα. Αν έμπαιναν στα βαθιά, δε θα να γλύτωναν απ' αρκούδια κι απ' αγριογούρουνα κι από λύκους, οπ' άρχιζαν ν' ακούν από δω, από μακριά, τάγρια και λυσσασμένα ρυασίματά τους, οπ' ανατάραξαν απ' άκρη σ' άκρη τους λόγγους. Ο καπετάνος τους έφερνεν όλο τες άκρες άκρες. Στην αρχήν ελαμπύριζαν μεσ' στα σκοτάδια του λόγγου μοναχά τα γαλανά μάτια, λιγοστών απ' αυτούς. Τώρα εβλέπανε μπροστά να σπιθοβολούν τα μάτια των ζουλαπιών κι άκουγαν γύρω τους το πεινάρικο και βραχνό αλύχτισμο τους: γκλάφ! γκλάφ!... Γγκλάφ! από δω, γκλάφ! από κεί. Κάθε πέντε και δέκα πορπατησιές, γκλάφ! Και των κλεφτών η αμάχη βαστούσε μονάχα στα βρισίδια και στες κλωτσιές, είτε στες κοπανιές με τα τουφέκια.
Έτσι εδιάβηκαν τέσσερες ώρες λόγγα βαθύτατα.
Ξαναβγήκαν στο ξέφωτο. Αγνάντεψαν από δω ολόγυρα. Ήταν ανοιχτός ο τόπος. Τον ανήφορο δεν είχαν άλλα λόγγα για να περάσουν ως τος κορφές. Καταπάτησ᾽ εδώ κι εκεί τα περίγυρα με το μάτι του ο καπετάνος κι έλαμψε η όψις του από χαρά σαν εγνώρισε τα κατατόπια. Κι έδειξε στα παλληκάρια του τα βουνά της Σαμμαρίνας από μια μεριά, των Γρεβενών από άλλη, αντίπερα το Σπήλιο που βρίσκονταν από βραδύς, κάτου κάτου το Βενέτικο, και κατ' απάνου τα σύνορα της Ανασετλίτσας.
Πήραν τον ανήφορο πάλι. Τώρα πάταγαν βαθιά χιόνια. Ξαναμένοι δεν ένιωθαν κρύο. Έτριζε στα βαριά τους πατήματα το παγωμένο από πάνου χιονόστρωμα. Εβούλιαζε μέσα το διάπλατο τσαρούχι κι αφην' εδώ κι εκεί χνάρια ολάνοιχτα, πλουμισμένα τεχνικά από τες καρφωμένες αραδιαστά στα πετσώματα πρόκες.
- Μωρέ παιδιά, σάματ' γλέπω μια φωτιά κεί δα πα. Είπεν άξαφνα ο καπετάνος εκεί π' ανάβηκαν.
- Για τράτε και σείς...
Το μπουλούκι όλο κοντοστάθηκε κι εκύτταξε κατ' απάνου, οπόδειχνε ο καπετάνιος λέγοντας:
- Τι να λέτε πως είναι, ωρέ παιδιά;... Πιστικοί τώρα τον χειμώνα εκεί κατάραχα τι γυρεύουν;... Σανδάδες, κυν'γοί νάναι;... Α, όχι... τώρα θμήθκα... είναι το μοναστήρι ο Άι - Λιάς. Χστούγεννα ξμερώνουν, ωρέ παιδιά, Χστούγεννα, μείς νυχτοπαραδέρνουμε κι όλος ο κόσμος εκκλησαγρυπνάν απόψε. Ντέτεστε κατά εκεί, κόψε από δω δρόμο.
Κι έδειξε το δεξί διάσελο, πόφερνε τον ανήφορο ίσα κατά το μοναστήρι. Στον λόγο του απάνου, να κι ακούστηκε να κατεβαίνη σαν από τον ουρανό ψηλά κι ο ήχος της καμπάνας του μοναστηριού, βαθύς, κούφιος και θαμπός, εξ αφορμής από το μάκριμα, από το ψήλωμα το μεγάλο, από τες λαγκαδιές οπού πέρναγε κι από τα πολλά χιόνια.
Ο καπετάνος σταυροκοπήθηκε τότε, ανέβασε τα παλληκάρια του όλα σ' έναν όχτο απάνου και λέγει τους.
- Αδιάστε μια παταριά εδώ ολ' σας.
Κ' οι λαγκαδιές γυρ᾽ αντιλάλησαν κι έσυραν κατά κάτου τον βρόντο των πενήντα τουφεκιών οπ' άδιασαν την ίδια ώρα. Ύστερα ακουρμάστηκε κάμποσ᾽ ο καπετάνος και σαν είδε να κρατάη ακόμα η ίδια σιωπηλιά, που βασίλευε και πρώτα, και μοναχά το χτύπημα της καμπάνας ανάρια ανάρια ν' ακούγεται, προστάζει τα παλληκάρια του ν' αδιάσουν και δεύτερη παταριά. Κ' οι λαγκαδιές γύρω αντιλάλησαν πάλι και έσυραν κατά κάτου τον βρόντο των πενήντα τουφεκιών. Ξανακουρμάστηκε
πάλι. Πάλι βουβαμάρα και σιγαλιά.
- Ε, και τρίτη! Φωνάζει με πείσμα τώρα.
Πέφτει κ' η τρίτη παταριά. Ξαναντιλάλησαν οι λαγκαδιές πάλι το βρόντο της, ξανακουρμάστηκε ο καπετάνος σκύφτοντας ως τη γη χαν μου. Πάλι η ίδια βουβαμάρα και σιγαλιά.
- Τι διάτανο, δεν ακούν; Εμουρμούρισε σιγαλά. Για ν' ανεβούμε πάρα πάνω, ωρέ παιδιά.
Κι εκίνησαν πάλι τον ανήφορο. Και κάθε πενήντα κι εκατό πατησιές, εις κάθε όχτον που ανέβαιναν, κοντοστέκονταν κι έρριχναν από μια παταριά. Κι αντιλαλούσαν οι λαγκαδιές του κατηφόρου, κι ακουρμαίνονταν ο καπετάνος. Ωσπ' ανέβηκαν μίαν ώραν ακέρια απάνω κι ως πόφτακαν αγνάντι από το μοναστήρι. Εδώ με την πρώτη που άδιασαν παταριά, άκουσαν να πεταχτή μια στριγγιά φωνή από το μοναστήρι.
- Έεεεει, ωρέ, έεεεει, ου ου ου ου! Και ξαναντιλάλησαν τα λακώματα.
- Ο βούκουλας τ' μοναστηριού είναι, λέει ο γέρο Κούσιος, τόνε γνωρίζω απ' την κρίση· φάγαμαν τόσον καιρό μαζί ψωμί σαν ήμουν κι εγώ τσοπάνος· ο γέρο Κούτρας είναι χωρίς άλλο.
- Δος τ' γνώρο, ωρέ Γκίκα.
Είπε ο καπετάνος. Κι ο Γκίκας ο τρανόφωνος κι αντριωμένος στηλώθηκε σαν πύργος στα δυό χοντρά πόδια του κι έμπηξε κατά το μοναστήρι μια τέτια κραυγή οπ' ανατάραξαν όλα τα κορφοβούνια γύρα.
- Ο καπετάααν... Λεωνίδας είναι ωρέεεεε,... ο καπετάαααν Λεωνίιιιδααααας!
Κι από τα κορφοβούνια επήραν συγκρατούμενα τόνα με τ' άλλο τα λακώματα κ' οι λαγκαδιές την τρανή φωνή του Γκίκα, κι ως που να σβύση περίγυρα και κατά κάτου στα χάσματα, ο αντίλαλός της εβάσταξε πολλήν ώρα. Κ᾽ ύστερ' από λίγην σιγαλιά πάλι, ξανακούστηκε η φωνη του μοναστηριού.
- Καλώωωως... να κοπιάσηηηηη!
Οι κλέφτες ξανάδιασαν μια μπαταριά για αντιχαιρέτισμα της φωνής κι εκίνησαν χαρούμενοι κατά το μοναστήρι. Μονάχα ο Γκιολτάσης και λιγοστοί άλλοι έσερναν τα πόδια με το στανιό και ξόγκαρδ' ακολουθούσαν με κατεβασμένα φρύδια και κεφάλια σκυφτά.
Ο καπετάν Λεωνίδας τ' αρχοντόπουλο, το Χατζημπορόπουλο, όπως τον ανακράζουν και τα τραγούδια, έκαμν᾽ ελέησες κι εμοίραζε τάματ' αξετίμητα στις εκκλησιές και στα μοναστήρια. Και το ψωμί οπ' όπαιρνεν από κεί δεν τόπαιρνε με την βιά και με την ανάγκη. Και με το ψωμί μαζί έπαιρνε και τας άγιες ευχές των πατεράδων. Στα μοναστήρια και στα ξωκλήσια εκείνα εγένονταν ξεχωριστές δέησες και ξεχωριστές αγρύπνιες για τον κλέφτη τον Λεωνίδα πολλές φορές, και σε κάθε τους λειτουργία οι παπάδες θα να μνημόνευαν και το αντρειωμένου τόνομα μαζί με τα ονόματα των χτιτόρων και των ευεργετών.
Γι' αυτό κ' ηύραν ορθάνοιχτες τες θύρες του μοναστηριού οι κλέφτες τη βραδιά ετούτη. Γι' αυτό ο καπετάνος ξεχωριστά απ' όλους εύρε ανοιχτές και τας αγκαλιές και γλυκά γκαρδιακά τα καλωσωρίσματα των καλογέρων. Εβγήκαν στες αυλόπορτες να τον αποδεχτούν και να τον χαιρετήσουν, και τον ερχομό του ετίμαε και της καμπάνας ο ήχος, οπού την χτύπαε αδιάκοπα του μοναστηριού ο αναγνώστης. Εγνώρισε κι ο γέρο Κούσιος τον γέρο Κούτρα το βούκουλα.
Ο όρθρος είχεν αρχίσει.
Έλαμπε η εκκλησιά μεσ' από φώτα κ' οι θόλοι της οι ολοστρόγγυλοι και ψηλοί που μοσχοβόλαγαν από τα λιβάνια, αντιλαλούσαν τες ψαλμουδιές των ιερωμένων που λειτουργούσαν στ' Άγιο Βήμα κι οπ' έψαλναν στα στασίδια των ψαλτάδων, καθισμένοι. Στ' άλλα στασίδια εκάθονταν ανάργια ανάργια τα κοπέλια κ' οι πιστικοί του μοναστηριού. Εγιόμοσε μονομιάς η εκκλησιά όντας μπήκε, αρματωμένο όπως ήτον, το μπουλούκι των κλεφτών μέσα. Εξεσκέπασαν τα κεφάλια τους από την πόρτα όλοι κι εσταυροκοπήθηκαν ασυλλόγιστα. Κι ουδ᾽ αυτοί δεν εγνώριζαν ποια δύναμη τρανή μέσα τους εμπόδαε να παν να φιλήσουν τις εικόνες. Μοναχά ο καπετάνος, οπ' έσταζαν από το μάτι του κάποτε - κάποτε δάκρυο, πήρε με ευλάβεια μεγάλη τη συγχώρεση από τον ηγούμενο και την ευχή και πρόβαλε και προσκύνησε κι ανασπάστηκε τα κονίσματα.
Ο Γκιολτάσης εδάγκωσε την ώρα εκείνη τα χείλη του. Κι όταν απόψαλε η εκκλησιά και τραβήχτηκαν στα κελλιά μέσα που τόριξαν με τα σφαχτά και με το κρασί του μοναστηριού στο γλέντι ως πόφεξε κι ως που πάει γιόμα η πούλια, έσκυψε στ' αυτί του Λεωνίδα που του κάθονταν στο πλευρό και του είπε χαμογελώντας:
- Άιντε, ωρέ καπετάνε και κέρδεψες όλον τον κόσμο εσύ σήμερα. Κλέφτ'ς, ωρέ, και Χστούγεννα μ' εκκλησιές και με γλέντια μαζί ποιος άλλος έκαμε;
Κώστας Κρυστάλλης