Εθνολογική, γλωσσική και γεωγραφική σύνθεση του ελληνοβλαχικού στοιχείου στα Βαλκάνια

Η Νότια Βαλκανική με τα κυριότερα βλάχικα χωριά (σχέδιο G. Weigand – Pușcariu)  Τα ζητήματα γύρω από την καταγωγή, το όνομα, τη γλώσσα και την ιστορική διαδρομή των Ελληνόβλαχων (Κουτσόβλαχων)1 της βαλκανικής χερσονήσου είναι πολλά και ακολουθούν μια μακραίωνη πορεία, η οποία δε μας είναι γνωστή σε όλα της τα βήματα.

Ι. Εθνική και γλωσσική ταυτότητα

Έτσι και η αντίστοιχη επιστημονική έρευνα αντιμετωπίζει τις ανάλογες δυσκολίες από την έλλειψη επαρκών πηγών και μαρτυριών. Αν και η γένεση της κουτσοβλαχικής γλώσσας εντοπίζεται στα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης της Ελλάδας, εντούτοις ο βίος και ο πολιτισμός του λαού - του κουτσοβλαχικού - που χαρακτηρίστηκε απ’ αυτό το γλωσσικό ιδίωμα, «επισημάνθηκε» μόνο στους μεσαιωνικούς χρόνους και η μελέτη του άρχισε πολύ αργότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Η Ρώμη αφού εδραίωσε, αρχικά, την εσωτερική της συνοχή, κατόπιν άρχισε να επεκτείνει τα όριά της, πρώτα στην ιταλική χερσόνησο και στα δυτικά της τμήματα, στη συνέχεια στις ανατολικές περιοχές της και στη Βόρεια Αφρική, και τέλος στις βορειότερες προς αυτή χώρες.2 Σ’ αυτή τη ρωμαϊκή ιμπεριαλιστική επέλαση κατακτήθηκε και η Ελλάδα (καταστροφή της Κορίνθου, 146 π.Χ.) και έγινε μια απέραντη ρωμαϊκή επαρχία (provincia Romana). Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατάκτησης και της διοίκησης που επέβαλε στους κατακτημένους λαούς, παρατηρήθηκε γλωσσικός εκλατινισμός σε διάφορες περιοχές και κυρίως σ’ εκείνες όπου η παρουσία και η δραστηριότητα των Ρωμαίων και του πολιτισμού τους ήταν εντονότερη και πιο εμφανής. Στη γλωσσική επιρροή τους βρέθηκε και η ηπειρωτική Ελλάδα, δυτικά της Πίνδου.3 Έτσι λοιπόν η διάδοση της λατινικής γλώσσας - εκτός από τις χώρες δυτικά της ιταλικής χερσονήσου και πολύ αργότερα της Δακίας - στις βαλκανικές χώρες ακολούθησε κατά πόδας την επέκταση των εδαφικών κατακτήσεων.
Συγκεκριμένα, στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. έχουμε τις πρώτες κατακτήσεις στις ιλλυρικές επαρχίες, από το εσωτερικό Αδριατικό πέλαγος προς τα νότια τμήματα, τα οποία κυριεύτηκαν στα επόμενα πενήντα περίπου χρόνια.4 Οι Ρωμαίοι λοιπόν εξουσίασαν τις ελληνικές χώρες και άρχισαν να εκρομανίζουν τμήματα της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της Ιλλυρίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Σ’ αυτόν το χώρο δημιουργήθηκε και ο πρώτος πυρήνας της νεολατινικής (ρομανικής) γλώσσας της χερσονήσου του Αίμου, της βλάχικης, η οποία στην ελληνική βιβλιογραφία μελετήθηκε αρχικά με τον όρο «κουτσοβλάχικη γλώσσα»,5 δίνοντας έτσι και το όνομα της στο λαό που τη μιλάει. Οι Κουτσόβλαχοι λοιπόν αρχίζουν να λειτουργούν ως ένα συγκεκριμένο τμήμα λαού μέσα στα πλαίσια των ελληνικών περιοχών, το οποίο μορφοποιήθηκε μέσα στον συμπαγή ελληνικό κορμό από τη στιγμή που διαφοροποιήθηκε γλωσσικά.
Η ιστορική γένεση της κουτσοβλάχικης γλώσσας εντοπίζεται μέσα στις ακόλουθες εξελίξεις.6 Οι Ρωμαίοι μόλις κατάκτησαν τη Μακεδονία τη διαίρεσαν σε τετραρχίες (διοικητικές περιφέρειες), στα σύνορα των οποίων τοποθέτησαν φρουρές για να την ελέγχουν, και να την περιφρουρούν από τα βαρβαρικά φύλα, αργότερα όμως τις κατάργησαν και όλη η περιοχή έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Οι παλιές όμως φρουρές, οι οποίες ήταν τοποθετημένες σε επίκαιρα γεωφυσικά σημεία, κυρίως ορεινά - τα δερβένια - και έλεγχαν τις διαβάσεις των στρατευμάτων, εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Στη συνέχεια, από την εποχή του Αυγούστου, οι Ρωμαίοι στρατιώτες ελαττώνονταν στις λεγεώνες του ρωμαϊκού κράτους και στην Ανατολή άρχισαν να στρατολογούνται ντόπιοι κάτοικοι από τις ευρύτερες χώρες όπου κυριαρχούσε ο ελληνικός πολιτισμός, κι απ’ αυτούς βέβαια επανδρώνονταν πλέον και οι οροφυλακές των παλιών τετραρχιών (κυρίως της ορεινής διάβασης της Πίνδου).7
Στο πέρασμα των χρόνων, οι Ρωμαίοι στρατιώτες εξαφανίστηκαν ολοκληρωτικά από τις οροφυλακές και το λατινικό χαρακτήρα των φρουρών (κατά την εποχή του Αδριανού) το συντηρούσαν μόνο οι Ρωμαίοι αξιωματικοί, ενώ αργότερα (κατά την εποχή του Καρακάλα, 212 μ.Χ.) ανακηρύχτηκαν όλοι οι στρατιώτες Ρωμαίοι πολίτες (civis Romani). Αυτοί λοιπόν οι Ρωμαίοι πολίτες υπηρετούσαν στις λεγεώνες για είκοσι χρόνια και στα auxilia για εικοσιπέντε και μετά την απόλυσή τους παντρεύονταν και έπαιρναν αμοιβή το προνόμιο να εγκαθίστανται ως άποικοι.
Οι λεγεωνάριοι, λοιπόν, κατά τη μακρόχρονη συμβίωση με τους Ρωμαίους στρατιωτικούς έπρεπε να έρθουν σε γλωσσική επαφή και επικοινωνία. Οπωσδήποτε, έπρεπε να βρεθεί ένα κοινό γλωσσικό μέτρο που να είναι κατανοητό σε όλους, αφού η στρατιωτική εκπαίδευση και τα στρατιωτικά παραγγέλματα εξακολουθούσαν να δίνονται, μέχρι και την εποχή του Μαυρίκιου, στη λατινική γλώσσα. Αυτή λοιπόν ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους και επομένως όλοι οι υπήκοοι-στρατιώτες έπρεπε να προσαρμοστούν γλωσσικά.
Έτσι, στις οροφυλακές της ρωμαϊκής μακεδονικής επαρχίας άρχισε να συντελείται το « κοινό γλωσσικό μέτρο» με την αμφίδρομη αφομοίωση της ελληνικής και λατινικής και ο γλωσσικός καρπός που γεννήθηκε ήταν μια νέα λατινογενής γλώσσα, η βλάχικη ή κουτσοβλάχικη, όπως λέγεται. Η κουτσοβλάχικη γλώσσα8 όμως, πέρα από τη διαμόρφωσή της, εξελίχτηκε και κάτω από ποικιλόμορφες άλλες γλωσσικές επιρροές, αλλά λόγω της συνεχούς συμβίωσής της με την ελληνική, δέχτηκε απ’ αυτή την ισχυρότερη επίδραση, απ’ ότι μπόρεσαν να τις επιβάλουν οποιεσδήποτε άλλες.9

2. Τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα επιβεβαιώνουν την πρώτη, από τις δυο βασικές θεωρίες σχετικά με την καταγωγή των Κουτσόβλαχων, την επικρατούσα επιστημονική άποψη-θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι Κουτσόβλαχοι θεωρούνται αυτόχθονες (γηγενείς) Έλληνες, οι οποίοι εκλατινίστηκαν γλωσσικά στις ορεινές οροφυλακές της Πίνδου και στο βορειότερο μακεδονικό χώρο.10
Σύμφωνα όμως με την άλλη, οι Κουτσόβλαχοι πιστεύεται ότι προέρχονται από τα βορειότερα τμήματα και ότι μετακινήθηκαν προς τον ελληνικό χώρο. Η δεύτερη θεωρία, όμως, είναι μετέωρη και αφήνει κενά και ασάφειες, αφού κυρίως στηρίζεται σε βυζαντινές μαρτυρίες, οι οποίες κατά κανόνα αναφέρονται σε προγενέστερα και αναξιόπιστα γεγονότα. Ακόμα, οι βυζαντινοί ιστορικοί συνήθως ασπάζονται γνώμες και εικασίες, για τις οποίες δεν έχουν προσωπική αντίληψη, ενώ στα νεότερα χρόνια οι υποστηρικτές αυτής της άποψης προέρχονται κατά κύριο λόγο από την εθνικιστική ρουμανική ιστοριογραφία.11
Τέλος, υπάρχει και η θεωρία ότι οι Κουτσόβλαχοι κατάγονται από το θρακικό φύλο των εκλατινισθέντων Βέσσων, οι οποίοι κάτω από την πίεση βαρβαρικών φύλων και επιδρομέων εγκατέλειψαν τη Ροδόπη, όπου κατοικούσαν, και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην οροσειρά της Πίνδου.12 Κάτι τέτοιο όμως απορρίπτεται αμέσως, γιατί οι Βέσσοι ουδέποτε εκλατινίστηκαν, αφού ιστορικά είναι αποδειγμένο ότι από τα θρακικά φύλα είναι οι μόνοι οι οποίοι συντήρησαν τη θρακική γλώσσα μέχρι τον 6ο αιώνα.

3. Ο ρωμαϊκός επεκτατισμός, όμως, δεν σταμάτησε στις ελληνικές περιοχές. Προχώρησε βορειότερα και θέλησε να κυριαρχήσει και στο χώρο πάνω από το Δούναβη. Γι’ αυτό ο Τραϊανός επιχείρησε εκστρατείες εναντίον των Δακών και τελικά τους υπόταξε το 107 μ.Χ. Έτσι η λατινική γλώσσα μεταφέρθηκε και σ’ αυτές τις περιοχές και έγινε η βάση για μια άλλη νέα ρομανική γλώσσα, τη δακορουμανική (που με τα χρόνια μετεξελίχτηκε στη ρουμανική).
Η κουτσοβλαχική όμως γλώσσα μέχρι το 107 μ.Χ. είχε πλέον διαμορφωθεί, αφού από τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.), κατά την οποία κυριεύτηκε η Μακεδονία, πέρασαν τρεις περίπου αιώνες και κατά το διάστημα αυτό συμπαγή τμήματα στον ελληνικό χώρο τη χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους επικοινωνία. Πολλούς απ’ αυτούς τους κατοίκους - τους Βλάχους των ελληνικών χωρών - ο Τραϊανός τους μετάφερε ως απόμαχους στη Δακία, όπου και τους εγκατάστησε μόνιμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε μια μετακίνηση βλαχόφωνων, αλλά και ελληνόφωνων στις πλούσιες παραδουνάβιες χώρες. Οι ελληνικές λοιπόν και οι διαμορφωμένες πλέον λέξεις του κουτσοβλαχικού λεξιλογίου μπήκαν στη νέα λατινογενή γλώσσα και διαμόρφωσαν το λεξιλόγιό της.13 Αυτή η επίδραση είναι αισθητή, αφού το 18% (685 λέξεις) του ρουμανικού λεξιλογίου είναι ελληνικής καταγωγής.14
Νεολατινικές – ρομανικές γλώσσες  (© - σχέδιο δρ. δρ. Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα) Νεολατινικές – ρομανικές γλώσσες (© - σχέδιο δρ. δρ. Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα)

Έτσι, η λατινική επεκτάθηκε στη βαλκανική χερσόνησο και με την μετεξέλιξή της - με βάση τα γλωσσικά ιδιώματα των τόπων που «υποδούλωσε» - έχουμε τον «ανατολικό κλάδο» της λαϊκής λατινικής γλώσσας, όπως καθιερώθηκε να λέγεται στη γλωσσολογική επιστήμη, ο οποίος διαφέρει από την κλασική (τη γραπτή λατινική γλώσσα) στη φωνητική, τη μορφολογία και τη σύνταξη. Απ’ αυτόν όμως τον κλάδο δεν έχουμε μόνο την κουτσοβλάχική και τη δακορουμανική γλώσσα, όπως είδαμε, αλλά και τη μογλενίτικη και ιστρορουμάνικη, που αποτελούν τα τέσσερα ρομανικά ιδιώματα της λατινικής βαλκανικής (Latinum Balcanicum), τα οποία ακολούθησαν ανεξάρτητη γλωσσική πορεία στο πέρασμα των αιώνων.
Ο ρωμαϊκός επεκτατισμός, λοιπόν, ολοκλήρωσε μια κατακτητική κυριαρχία, αλλά σύγχρονα διεργάστηκε και ένα γλωσσικό επηρεασμό, ο οποίος οδήγησε στην εξέλιξη των νεολατινικών γλωσσών, δυο νοτιοδυτικά (ισπανική - πορτογαλική), δυο βορειοδυτικά (προβηγκιανή - γαλλική) και δυο ανατολικά (ρουμανική - ιταλική).15
Απεικόνιση της σχέσης των ρομανικών γλωσσών . (© - σχέδιο δρ. δρ. Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα)Απεικόνιση της σχέσης των ρομανικών γλωσσών . (© - σχέδιο δρ. δρ. Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα)Οι παραπάνω, λοιπόν, νεολατινικές γλώσσες σχηματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών κατακτήσεων και βρίσκονταν «εν εξελίξει» στους αμέσως επόμενους αιώνες. Με τα τέλη όμως του 5ου αιώνα μ.Χ. και την επερχόμενη κατάπτωση του δυτικού τμήματος του ρωμαϊκού κράτους με την επικράτηση των βαρβαρικών επιδρομών, άρχισε κλιμακωτά, αλλά σταθερά, και η διάλυση της πολιτικής, της στρατιωτικής, της οικονομικής και της πολιτισμικής ενότητας της ρωμαϊκής αυτόκρατορίας.
Στη γενικότερη αποδιοργάνωση ξέφυγε ο έλεγχος των ρωμαϊκών επαρχιών από την κεντρική εξουσία και άρχισαν να αναπτύσσονται νέα περιφερειακά κέντρα με νεόδμητη πολιτική, διοικητική και κοινωνική αυτονομία. Σ’ αυτή τη νέα κατάσταση γεννήθηκε και η ανάγκη μιας τοπικής ανεξάρτητης γλωσσικής έκφρασης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να αναδείξει τους τοπικούς γλωσσικούς ιδιωματισμούς σε επίσημα γλωσσικά σχήματα. Έτσι, τα προϋπάρχοντα ήδη νεολατινικά μορφώματα εξελίχτηκαν πλέον σε γλωσσικούς κώδικες επικοινωνίας, ενώ αργότερα, και μετά το διαμελισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (8ος - 9ος αιώνας), διαμορφώθηκαν σε επίσημες γλώσσες. Στους επόμενους αιώνες επικυρώθηκαν με το γραπτό λόγο και χαρακτήρισαν μ’ αυτό τον τρόπο την πολιτισμική και εθνική τους διάσταση και ταυτότητα.
Ό,τι βέβαια αφορά την κουτσοβλάχικη γλώσσα, αυτή περιορίστηκε μόνο στην προφορική επικοινωνία και δεν ανάπτυξε γραπτό λόγο, αφού οι Κουτσόβλαχοι - ως δίγλωσσοι Έλληνες που είναι - μιλούν πάντοτε τα ελληνικά και μ’ αυτά γράφουν και αναπτύσσουν τον πολιτισμό τους.
Στο σημείο αυτό, θεωρώντας γενικά την παρουσία της λατινικής γλώσσας στο βαλκανικό χώρο, παρατηρούμε ότι στις χώρες πάνω από το Δούναβη επέδρασε ολοκληρωτικά, αφού οι Δάκες τελικά έχασαν τη γλώσσα τους. Στο νότιο χώρο όμως επέδρασε μερικά και μόνο στην ηπειρωτική Ελλάδα, δυτικά της Πίνδου και στις μερίδες των άλλων τετραρχιών, ενώ δεν μπόρεσε να καθυποτάξει την ελληνική γλώσσα στον ελλαδικό χώρο, παρά την μακραίωνη συνύπαρξή της με αυτή. Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι η γραμμή Jireček16 - αν όχι απόλυτα - αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη λατινόφωνη (βόρεια) και την ελληνόφωνη (νότια) βαλκανική.

4. Επανερχόμενοι στη δημιουργία της κουτσοβλάχικης γλώσσας - και μετά τη σύντομη θεώρηση της εμφάνισης των νεολατινικών (ρομανικών) γλωσσών στο γενικότερο πλαίσιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας - αντιλαμβανόμαστε πως η ρωμαϊκή κατάκτηση τελικά ήταν περαστική, αν και μακραίωνη, αφού τελικά έχασε την τεράστια εδαφική της κυριαρχία και πως άφησε ανεξίτηλο μόνο το γλωσσικό της αποτύπωμα. Μπορούμε λοιπόν εκ προοιμίου να τονίσουμε ότι δεν επηρέασε ούτε στο ελάχιστο τις εθνικές και κρατικές μορφοποιήσεις των τμημάτων που άλλοτε υπάγονταν στην απέραντη δικαιοδοσία της.
Με αυτό τον τρόπο και με το πέρασμά της από την Ελλάδα, η Romania στάθηκε η γενεσιουργός δύναμη και ο παράγοντας που διαμόρφωσε ένα νέο γλωσσικό ιδίωμα - το κουτσοβλαχικό, το οποίο χαρακτήρισε και το λαό που τη χρησιμοποιούσε, δηλαδή τους Κουτσόβλαχους. Δεν έχουμε λοιπόν κανένα εθνολογικό ή φυλετικό πρόβλημα στη μελέτη αυτού του λαού, αφού δεν είναι άλλος παρά το ντόπιο ελληνικό - γηγενές τμήμα, το οποίο στρατολογήθηκε για την υποβοήθηση της παλιάς ρωμαϊκής ασφάλειας και τη λειτουργία της διοικητικής της μηχανής.17
Μιλώντας λοιπόν για τους Κουτσόβλαχους και όλη τη σχετική επιστημολογία γύρω απ’ αυτούς, διευκρινίζουμε ότι η όλη αλήθεια στηρίζεται στην αναζήτηση της δημιουργίας της γλώσσας τους και όχι σε κάποια φυλετική-εθνολογική διαφοροποίηση από τον ελληνικό κορμό. Εξετάζουμε δηλαδή τη γλωσσική διαφοροποίηση· η γλώσσα είναι αυτή που μας προκαλεί το ενδιαφέρον και όχι τα άτομα που τη μιλούν. Η εθνική ταυτότητα του κουτσοβλάχικου λαού, λοιπόν, είναι ελληνική και η όλη του ιστορική διαδρομή ακολουθεί τη σύνολη πορεία του ελληνισμού.18
Τώρα, ό,τι αφορά τη γλωσσική συγγένεια της κουτσοβλάχικης με τη δακορουμανική, είναι ότι και οι δυο είναι νεολατινικές (ρομανικές), ότι προήλθαν, κάθε μια, από τις ντόπιες γλώσσες ( ελληνική για την κουτσοβλάχικη και δακική για τη δακορουμανική) και την επιμειξία τους με τη λατινική που «πέρασε» από την Ελλάδα και τη Δακία και πως ό,τι αφορά αυτές τις δυο γλώσσες, αφορά - στις γενικές τους γραμμές - και τις άλλες ρομανογενείς γλώσσες (ισπανική, πορτογαλική, προβηγκιανή, γαλλική, ιταλική και τα τοπικά τους ιδιώματα).
Έτσι έχουμε μια αντίστοιχη γλωσσική συγγένεια με βάση τη λατινική, δεν υπάρχει όμως καμιά φυλετική συγγένεια ανάμεσα στους λαούς που μιλούν αυτά τα ρομανικά ιδιώματα, αφού κάθε ένας χωριστά κατάγεται από τις εκλατινισμένες εθνότητές του. Όλες οι ρομανικές γλώσσες σήμερα, ως μακρινοί απόγονοι μιας λατινικής γλωσσικής επίδρασης, έχουν κοινές λέξεις οι οποίες προσαρμόζονται στην εκφραστική τυπολογία τους, ενώ οι λαοί που τις χρησιμοποιούν είναι εθνολογικά και φυλετικά ανεξάρτητοι και αυτόνομοι. Ένας ξεχασμένος λοιπόν κατακτητής – «συγγενής» αφήνει ακόμα καθαρά τα χαρακτηριστικά της γλωσσικής του σφραγίδας.

5. Για τους Κουτσόβλαχους πρέπει να αποκατασταθεί η σύγχυση και η ιστορική παραποίηση, η οποία δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, τότε δηλαδή που τους «ανακάλυψαν» οι Ρουμάνοι και θέλησαν να εκμεταλλευτούν για πολιτικούς λόγους τη γλωσσική συγγένεια των δυο λαών.19 Βέβαια, στη συνέχεια των μελετημάτων μας θα καταφανεί περίτρανα το μάταιο αυτής της προσπάθειας, εδώ όμως θα δοθεί το στίγμα του «φαινομένου» και της πλαστογράφησης του «όρου Βλάχος».
Έτσι λοιπόν, ενώ ο όρος Βλάχος, που, όπως παραδέχεται η επιστήμη σήμερα, προέρχεται από το Volcae (Ουόλκαι) - την κελτική φυλή η οποία συνόρευε με τα γερμανικά φύλα - και μ’ αυτό το όνομα οι Γερμανοί αποκαλούσαν οποιονδήποτε μιλούσε τη λατινική (ή λατινογενή) γλώσσα, συναντιέται σε όλη σχεδόν την Ευρώπη,20 οι Ρουμάνοι ιστορικοί προσπάθησαν να τον απομονώσουν και να ταυτίσουν μ’ αυτόν μόνο το κουτσοβλαχικό και το ρουμανικό λαό. Παράβλεψαν το γεγονός πως μόνο η γλωσσική συγγένεια χαρακτήριζε τους δυο λαούς και την προέκτειναν στη φυλετική και εθνολογική τους ταυτότητα.
Μ’ αυτόν τον τρόπο επήλθε η σύγχυση, με αποτέλεσμα μιλώντας γενικά για τους Βλάχους να εννοούνται αυτόματα οι βλαχόφωνοι των ελληνικών περιοχών και οι Βλάχοι πέραν του Δούναβη, δηλαδή οι Ρουμάνοι. Αυτή την παραποίηση της ιστορικής αλήθειας την αντιμετώπισε η ελληνική βιβλιογραφία - στην αρχή αυθόρμητα και ερασιτεχνικά και αργότερα εμπεριστατωμένα και επιστημονικά θεμελιωμένα21 και επισημοποίησε τον όρο «Κουτσόβλαχος»22 για τους Βλάχους της Ελλάδας και της ακτινοβολίας του ελληνικού πολιτισμού στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο. Έτσι, από τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα μας μιλώντας για τους Κουτσόβλαχους, αυτόματα εννοούσαμε τους βλαχόφωνους Έλληνες.
Στη μελέτη αυτή χρησιμοποιείται ο όρος-όνομα Ελληνόβλαχος, αφού αυτός εκφράζει πλήρως όλο το εθνολογικό φορτίο του βλαχόφωνου πληθυσμού του ελληνικού λαού. Περιέχει όχι μόνο την έννοια της εθνικής ταυτότητας, αλλά και το φρόνημα, το οποίο, όπως διαφαίνεται στην πορεία των σχετικών δημοσιευμάτων μας στα τεύχη του παρόντος περιοδικού ΒΕΡΟΙΑ - ΕΡΑΤΕΙΝΗ ΗΜΑΘΙΑ, που θα επακολουθούν, ήταν και παραμένει πάντοτε άρρηκτα και αναπόσπαστα δεμένο με τη διαχρονικότητα του Ελληνισμού.

Εκτός από τα παραπάνω ονόματα Κουτσόβλαχοι και Ελληνόβλαχοι, αλλά και γενικά Βλάχοι, χρησιμοποιούνται και μερικά άλλα που προσδιορίζουν συγκεκριμένες τοπικές εγκαταστάσεις τους, όπως ερμηνεύεται παρακάτω:23
Τσιντσάροι. Έτσι ονομάζονταν οι Βλάχοι της Άνω Μακεδονίας. Το όνομά τους πιθανώς προήλθε από το λατινικό quinquarius (quintanus) - κατάλοιπο της πέμπτης ρωμαϊκής λεγεώνας των παλαίμαχων Μακεδόνων ή, ίσως, από την ιδιόρρυθμη προφορά tšintši με την οποία απέδιδαν το λατινικό αριθμητικό quinque (πέντε).24
Αρβανιτόβλαχοι. Ονομάζονται γενικά οι Βλάχοι της Βόρειας Ηπείρου, γιατί παλιότερα μιλούσαν και την αλβανική γλώσσα. Λέγονται και Φαρσερεώτες και μερικοί από αυτούς Αβελαίοι (Dotan, ίσως γιατί χρησιμοποιούσαν συχνά το αρνητικό μόριο dot, το οποίο δε γνώριζαν οι άλλοι Βλάχοι).25
Φαρσερεώτες. Ονομάστηκαν έτσι από το χωριό Φράσαρι της Βόρειας Ηπείρου, όπου διέμεναν και είναι γνωστοί και με το όνομα Αρβανιτόβλαχοι, αφού γνώριζαν και την αλβανική γλώσσα. Ακόμα ονομάζονται και Καραγκούνηδες, δεν έχουν όμως καμιά σχέση με τους πραγματικούς Καραγκούνηδες, τους ελληνόφωνους δηλαδή κατοίκους της πεδινής Δυτικής Θεσσαλίας. Αυτή την ονομασία μάλλον τους την απέδωσαν οι Θεσσαλοί, μετά την κάθοδο στα μέρη τους, γιατί η ζωή και οι συνήθειές τους προσομοίαζαν με τους Καραγκούνηδες. Κατά την Τουρκοκρατία οι Φαρσερεώτες μετανάστευσαν νότια και ανατολικά (Αιτωλοακαρνανία - Θεσσαλία - Κεντρική Μακεδονία). Για να μείνουμε ακόμα στο χώρο της Βόρειας Ηπείρου διακρίνουμε και τους Μεσσαρέτες Βλάχους στα βόρεια της Κοριτσάς. Τέλος, έχουμε και τους Μεγαλοβλαχίτες Βλάχους, νοτιότερα, κοντά στο Συρράκο.26
Μεγλενίτες ή Μογλενίτες. Ονομάζονται έτσι οι Βλάχοι της ευρύτερης περιοχής Καρατζόβας - Αξιού - Γευγελής,27 τμήμα που ταυτίζεται μερικά με το βυζαντινό θέμα Μογλενών. Η βλάχικη γλώσσα που μιλούν αποτελεί ένα από τα τέσσερα ρομανικά ιδιώματα της ανατολικής λατινικής (Μογλενίτικη). Οι Μογλενίτες αυτοαποκαλούνται Vlaši, δηλαδή Βλάχοι (όπως και οι Ciči της Ιστρίας).28
Πάντως, πέρα από οποιαδήποτε ονομασία,29 η οποία αποδίδεται στους βλαχόφωνους Έλληνες, οι ίδιοι δεν χρησιμοποιούν καμιά από τις παραπάνω και αυτοαποκαλούνται Armîn΄i, Ρωμάνοι, Ρωμαίοι, Ρωμιοί δηλαδή, υπήκοοι του ρωμαϊκού κράτους, Αρωμούνοι, όπως επικράτησε να λέγονται (Armînu ‹ Ar(o)manu(s) ‹ α+Romanus).30 Σημειώνεται, τέλος, ότι ο όρος-λέξη Αρωμούνος (Κουτσόβλαχος - Ελληνόβλαχος δηλαδή) καμιά σχέση δεν έχει με τον όρο-λέξη Ρουμάνος, αφού αυτός θεωρείται νεολογισμός του προπερασμένου 19ου αιώνα.

6. Οι Ελληνόβλαχοι, από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής τους ως συγκεκριμένο τμήμα λαού με ιδιαίτερο τρόπο ζωής και έκφρασης, ασχολήθηκαν με την αιγοπροβατοτροφία και αργότερα με τις μεταφορές (αγωγιατισμός), επαγγέλματα τα οποία καθόριζαν και τον ημινομαδικό χαρακτήρα τους (κατοικία έξι μήνες στα βουνά και έξι μήνες στους κάμπους-χειμαδιά). Με το πέρασμα όμως του χρόνου ασχολήθηκαν και με τα χειρονακτικά επαγγέλματα, όπως την τέχνη της χρυσοχοΐας, της μαχαιροποιΐας, της υφαντικής, της ραφτικής, της τυροκομίας31 κ.ά., ενώ στα πλαίσια της Τουρκοκρατίας ανάπτυξαν εμπορικές σχέσεις σε όλο το βαλκανικό και ευρωπαϊκό χώρο.
Η ιδεολογική συγκρότηση των Ελληνόβλαχων καθόλη τη μακραίωνη ιστορία τους ακολούθησε κοινή πορεία με τον ελληνικό πολιτισμό. Οι Ελληνόβλαχοι πρόσφεραν υψηλές υπηρεσίες στον εθνικό, πνευματικό και οικονομικό βίο της χώρας, ενώ καλλιέργησαν τα γράμματα και τις τέχνες και στάθηκαν - στους δύσκολους καιρούς - οι διακομιστές ιδεών, οραμάτων και πολιτιστικών αγαθών σε όλο το βαλκανικό χώρο. Είναι δεδομένη εξάλλου η μεγάλη τους εθνική προσφορά, με τη συμμετοχή τους στα αγωνιστικά κινήματα για την απελευθέρωση των υπόδουλων ελληνικών τμημάτων κατά τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα και η αντίσταση στην εθνολογική τους αλλοίωση - θέματα με τεράστια σημασία για τον Ελληνισμό, τα οποία θα διερευνηθούν στα περιοδικά δημοσιεύματα για τους Ελληνόβλάχους από τον εκδότη δρ. δρ. Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, σε τεύχη του περιοδικού «Βέροια - Ερατεινή Ημαθία».

ΙΙ. Γεωγραφικός προσδιορισμός της εγκατάστασης των Ελληνόβλαχων μέχρι τη συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718)

1. Οι Ρωμαίοι, αμέσως μετά την πτώση του Περσέα (168 π.Χ.) «εν τοις εσχάτοις της Μακεδονίας τόποις, δια τας των παρακειμένων εθνών επιβουλάς, κατέστησαν στρατιώτας», όπως μας πληροφορεί ο Διόδωρος (30,8,4). Αυτοί οι «έσχατοι τόποι» εντοπίζονται στις διαβάσεις των τεσσάρων μερίδων,32 των τετραρχιών· χώροι δηλαδή όπου και πρωτοκατοίκησαν οι Ελληνόβλαχοι:
  α) Στην τετραρχία της Αμφίπολης εντοπίζονται Ελληνόβλαχοι στην περιοχή της Άνω Τζουμαγιάς, στα βουνά του Μελένικου, στην περιοχή του Νευροκοπίου (στα βόρεια τμήματα), σε άλλες ορεινές θέσεις και κλεισώρειες του Ορβήλου και της Ροδόπης και σε διάφορα σημεία στο ανατολικό τμήμα.
  β) Στην τετραρχία της Θεσσαλονίκης ελληνοβλαχικοί οικισμοί δημιουργήθηκαν στα βόρεια τμήματά της και στην περιοχή της Κερκίνης (Μπέλεσι), στα Πορρόια και στα Βυλάζωρα (Βελεσά).
  γ) Στην τετραρχία της Πέλλας δεν εμφανίστηκαν ελληνοβλαχικοί οικισμοί, γιατί τα ασφαλή σύνορά της δεν δημιούργησαν την ανάγκη ώστε να εγκατασταθούν οι οροφυλακές, οι οποίες και « γεννούσαν» τον ελληνοβλαχικό πληθυσμό (όπως εξιστορήθηκε ήδη), και:
  δ) Στην τετραρχία της Πελαγονίας που άρχιζε βόρεια - από την Ιλλυρία και έφτανε στα νότια - μέχρι την Ήπειρο («una parte confinens Illyrico, altera Epiro», κατά το Λίβιο - 45,29), εντοπίζονται οι καθαυτό συμπαγείς ελληνοβλαχικοί οικισμοί της οροσειράς της Πίνδου - στα δυτικά,33 της περιοχής του Βοΐου και του Γράμμου - βορειότερα και της περιοχής με κέντρο την αρχαία Ηράκλεια - στα βόρεια (γύρω από το Μοναστήρι).

Θεωρώντας συνολικά την προσπάθεια των Ρωμαίων για να διασφαλίσουν την κυριαρχία τους στο βαλκανικό χώρο, παρατηρούμε ότι εφάρμοσαν το μακεδονικό σύστημα ασφάλειας για τις παραμεθόριες επαρχίες, τα γνωστά praesidia armata του Λίβιου. Αυτή η προσπάθεια εντοπίζεται κυρίως στη ζωτική αρτηρία της Εγνατίας οδού και πολύ βορειότερα γύρω από την ποτάμια πορεία του Δούναβη. Σ’ αυτούς τους χώρους, που βρίσκονταν κατά μήκος όλου του περίγυρου των δυο οριζόντιων φυσικών διαχωρισμάτων (Εγνατία οδός34 - Δούναβης ποταμός) εμφανίστηκαν και οι συμπαγείς πληθυσμιακές μάζες, οι οποίες σφραγίστηκαν από τα γνωστά μας πλέον ρομανικά ιδιώματα, από το κουτσοβλαχικό δηλαδή και μεγλενιτικό - στις ευρύτερες περιοχές της Εγνατίας και το δακορουμανικό και ιστρορουμανικό - στις ευρύτερες περιοχές του Δούναβη.

Η Νότια Βαλκανική με τα κυριότερα βλάχικα χωριά (σχέδιο G. Weigand – Pușcariu)  Η Νότια Βαλκανική με τα κυριότερα βλάχικα χωριά (σχέδιο G. Weigand – Pușcariu)

2. Ο ακριβής γεωγραφικός προσδιορισμός της εγκατάστασης των Ελληνόβλαχων δεν είναι εύκολος, αφού για πολλούς αιώνες δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες γι’ αυτούς. Οι σχετικές αναφορές προέρχονται κατά κύριο λόγο από βυζαντινές πηγές, οι οποίες δε μας διαφωτίζουν αρκετά, ώστε να σχηματίσουμε μια συνολική εικόνα για τη χοροεγκατάστασή τους κατά τους πρώτους αιώνες μετά τη διάλυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά και για όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου.
Η εικόνα αυτή γίνεται ασφαλώς ευκρινής και ικανοποιητική μετά τη συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718), οπότε μέσα στα πλαίσια της ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων και ατόμων, μαζί με τους ελληνόφωνους - κυρίως της δυτικής Μακεδονίας35 - ακολούθησαν και οι βλαχόφωνοι Έλληνες τους δρόμους της εσωτερικής μετακίνησης και των αποδημιών προς τις χώρες της Σερβίας, της Αυστροουγγαρίας και της Κεντρικής Ευρώπης. Γι’ αυτές τις μετακινήσεις έχουμε πλούσιες πληροφορίες από την ελληνική και ξένη βιβλιογραφία· στοιχεία που μας βοηθούν για το γενικότερο προσδιορισμό της εγκατάστασης των Ελληνόβλαχων. Ακόμα, οι πληροφορίες είναι πολύ περισσότερες για το χρονικό διάστημα 1850-1913), οπότε εντοπίζονται πληρέστερα οι ελληνοβλαχικοί οικισμοί.

3. Για τον εντοπισμό της εγκατάστασης των Ελληνόβλαχων μέχρι τη συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718), θα αναζητήσουμε τις πληροφορίες μας ξεκινώντας από τις βυζαντινές πηγές ( πέρα από τη χορογραφική τοποθέτησή τους στα πλαίσια των ρωμαϊκών τετραρχιών). Πρώτη λοιπόν γραπτή μαρτυρία για τους Βλάχους μας δίνει το 976 μ.Χ. ο βυζαντινός χρονογράφος Κεδρηνός, ο οποίος αναφέρεται στο φόνο του Δαβίδ, αδελφού του τσάρου Σαμουήλ - ηγεμόνα των Βουλγάρων, από Βλάχους «οδίτες» στο τοπωνύμιο Καλαί Δρυς,36 που εντοπίζεται στην περιοχή «μέσον Καστορίας και Πρέσπας».37
Από τον 6ο όμως ήδη αιώνα σε χωρίο του Ιωάννη Λυδού βεβαιώνεται κατηγορηματικά ότι οι κάτοικοι της βαλκανικής, αν και στην πλειονότητά τους ήταν Έλληνες, μιλούσαν και τη λατινική (Ιωάννης Λυδός, Βόννη, 1837, ΙΙΙ, 68: «... καίπερ Έλληνας εκ πλείονος όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή, και μάλιστα τους δημοσιεύοντας»), γεγονός που οδήγησε τον Απόστολο Βακαλόπουλο να συμπεράνει πως πρέπει εκείνοι οι λατινόφωνοι ή δίγλωσσοι κάτοικοι να είχαν σχέση με τους Βλάχους.38
Έχουμε όμως και μια άλλη έμμεση μαρτυρία του 6ου αιώνα με τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, ο οποίος αναφέρει, ιστορώντας την εκστρατεία των βυζαντινών στρατευμάτων υπό την αρχηγία του στρατηγού Κομεντίολου εναντίον των Αβάρων στη Θράκη (579-582), ένα περιστατικό, όπου ο συνοδός ενός υποζυγίου βλέποντας να πέφτει το φορτίο από το σαμάρι του ζώου που προηγούνταν, ειδοποίησε τον προπορευόμενο συνοδό «τη πατρώα φωνή: τόρνα, τόρνα, φράτερ».39 Το χωρίο αυτό και συγκεκριμένα η λέξη «τόρνα» προκάλεσε πολλές συζητήσεις,40 οι οποίες οδηγούν στο συμπέρασμα πως η «πατρώα φωνή» πρέπει ασφαλώς να ήταν η βλαχική (κουτσοβλαχική), αφού το ρήμα tornu στα κουτσοβλαχικά σημαίνει γυρίζω41 και βέβαια ο συνοδός του υποζυγίου με αυτό ειδοποιούσε πως το φορτίο έγερνε να πέσει.
Στη συνέχεια, οι σχετικές αναφορές για τους Βλάχους γίνονται συχνότερες από τους βυζαντινούς συγγραφείς. Έτσι, για παράδειγμα, ο Κεκαυμένος αναφέρεται στους Βλάχους της Θεσσαλίας, η Άννα Κομνηνή μιλάει για τους Βλάχους της Μακεδονίας, του Αίμου και του Δούναβη, ο Νικήτας Χωνιάτης περιγράφει τους Βλάχους του Αίμου, ενώ άλλοι μιλούν για την παρουσία των Βλάχων σε άλλες περιοχές της βαλκανικής χερσονήσου.42 Οι παραπάνω βυζαντινές πηγές είναι βέβαια αρκετές και αυξάνουν τις πληροφορίες μας για τους Βλάχους, αλλά είναι πολλές φορές ανεπιτυχείς στις εκτιμήσεις τους και αναφέρονται γενικά, χωρίς να εντοπίζουν τόπο και χρόνο σχετικά με την εγκατάστασή τους.

4. Για την εξεταζόμενη περίοδο στοιχεία μας δίνουν ακόμα οι λατινικές πηγές, Φράγκοι μελετητές, τα αρχεία της Βενετίας, σερβικές πηγές, όπως επίσης η ελληνική και η ξένη βιβλιογραφία. Πάντως, βέβαιο είναι πως κατά τη βυζαντινή περίοδο οι Ελληνόβλαχοι είχαν πλέον «εντοπιστεί», ήταν «πολυάριθμοι και ευρίσκονται εγκατεσπαρμένοι ου μόνον εις ολόκληρον την Πίνδον, αλλ’ εκτείνονται μέχρι του Αίμου», ενώ στην περιοχή Στρωμνίτσης, «η ύπαιθρος παρουσιάζει πληθυσμόν ανάμεικτον εξ Ελλήνων, Σλάβων και Ούγγρων, πιθανώς δε και Βλάχων».43
Στο τέλος της βυζαντινής εποχής οι Ελληνόβλαχοι κατοικούσαν στις δυτικές ελληνικές χώρες μέχρι και τα Άγραφα. Στις περιοχές όμως αυτές το λατινόφωνο γλωσσικό ιδίωμα περιορίζεται και εξασθενεί με το πέρασμα των χρόνων και κάτω από την επιρροή πολιτιστικών σχημάτων, λογίων και διδασκάλων του Γένους και κυρίως του Εθναποστόλου Κοσμά του Αιτωλού (1714-1779), ο οποίος χάρη της εθνικής και γλωσσικής ενότητας προσπαθούσε να εξαλείψει τη βλαχική γλώσσα.44
Ακόμα, στη διάρκεια του 14ου αιώνα κατέρχονταν λατινόφωνοι Αρβανιτόβλαχοι από τη Βόρεια Ήπειρο στη Θεσσαλία, ενώ από την περιφέρεια της Αυλώνας κατευθύνονταν στο Μέτσοβο, στον Ασπροπόταμο και στους Καλαρρύτες. Αργότερα οι Αρβανιτόβλαχοι κατέφυγαν στην Πίνδο για να γλυτώσουν από τους Τούρκους και εκεί αφομοιώθηκαν από το υπάρχον ελληνοβλαχικό στοιχείο. Οι Ελληνόβλαχοι που βρίσκονταν στα ακραία σημεία της Ηπείρου και της Θεσσαλίας υποτάχτηκαν στους Τούρκους στα 1479, εντάχτηκαν στη βαλιδέ σουλτάνα (βασιλομήτορα) και αυτοδιοικούνταν. Την αυτονομία τους όμως αυτή τη διατήρησαν μέχρι την εποχή του Αλή πασά, ο οποίος στη συνέχεια τους συμπεριέλαβε στη συγκεντρωτική του εξουσία. Οι Ελληνόβλαχοι της Πίνδου διατηρούσαν ακραιφνές το εθνικό τους φρόνημα και σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίστηκαν με την εθνική και θρησκευτική συνείδηση των Τούρκων, ενώ από τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας οργάνωναν αρματολίκια και αντιστέκονταν σε κάθε διεισδυτική προσπάθεια της τουρκικής διοίκησης.45
Κατά τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας οι Ελληνόβλαχοι ζούσαν σε συμπαγείς οικισμούς στην οροσειρά της Πίνδου, στη Μοσχόπολη, στο Μέτσοβο - ένα από τα μεγαλύτερα βλαχόφωνα κέντρα - στο Συρράκο, στους Καλαρρύτες και αλλού. Ακόμα ένα μεγάλο ελληνο-βλαχικό τμήμα πηγαινοέρχονταν στα βουνά με τα κοπάδια του, ξεχειμωνιάζοντας στις ακτές της Αδριατικής (από τη Ναύπακτο μέχρι το Δυρράχιο) και του Αιγαίου (από τη Λαμία μέχρι τη Θεσσαλονίκη).
Τέλος οι Ελληνόβλαχοι άρχισαν ήδη από το 17ο αιώνα να επιδίδονται στο εμπόριο με επιτυχία και να φτάνουν και σ’ αυτές ακόμα τις εμποροπανηγύρεις της Μόσχας, της Βιέννης, της Λειψίας και του Μπωκαίρ (γαλλική πόλη στο Ροδανό ποταμό).46


Εθνολογική, γλωσσική και γεωγραφική σύνθεση του ελληνοβλαχικού στοιχείου στα Βαλκάνια
Σελίδες από την ιστορία και τον πολιτισμό των ελληνόβλαχων / βλαχόφωνων ελλήνων*
Δρ. Δρ. Καθηγητής Αντώνης Μιχ. Κολτσίδας, Φιλόλογος - Ιστορικός
Βέροια Ερατεινή Ημαθία : ιστορία - πολιτισμός
περιοδικό σύγγραμμα έρευνας και λόγου
τεύχος 2ο. Βέροια, 2018

* Περιοδικά δημοσιεύματα για τους Ελληνόβλάχους από τον εκδότη δρ. δρ. Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, σε τεύχη του περιοδικού «Βέροια - Ερατεινή Ημαθία».
1. Βασικές μελέτες για την εθνολογία, την ιστορία και τον πολιτισμό των Κουτσόβλαχων (Ελληνόβλάχων): Αντ. Σπηλιωτόπουλου, Οι βλαχόφωνοι Έλληνες και η ρωμαϊκή προπαγάνδα, Αθήναι 1905· Sp. Papageorges, Les Koutsovalaques, Aθήναι 1908· Μιχ. Χρυσοχόου, Βλάχοι και Κουτσόβλαχοι (έκδοση Συλλόγου προς Διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων), Αθήναι 1909· Αντ. Κεραμόπουλου, Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, Αθήναι 1939· Ευαγ. Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά τον κουτσοβλαχικού ζητήματος, Αθήνα 1948 (β΄ έκδοση: Τρίκαλα 1987- «ΦΙΛΟΣ» και γ' έκδοση: Τρίκαλα 1992-«ΦΙΛΟΣ»)· Τηλ. Κατσουγιάννη, Περί των Βλάχων των ελληνικών χωρών, Α΄, Θεσσαλονίκη 1964 – Β΄, Θεσσαλονίκη 1966 (Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών)· Σωκρ. Ν. Λιάκου, Η καταγωγή των Αρμονίων (τουπίκλην Βλάχων), Θεσσαλονίκη 1965· Αντώνη Mιχ. Κολτσίδα, Οι Κουτσόβλα)χοι. Εθνολογική και λαογραφική μελέτη. Πρώτος τόμος, Θεσσαλονίκη 1976· Αντώνη Mιχ. Κολτσίδα, Κουτσόβλαχοι. Οι βλαχόφωνοι Έλληνες - εθνολογική, λαογραφική και γλωσσολογική μελέτη (γραμματική και λεξικό της κουτσοβλαχικής γλώσσας), Θεσσαλονίκη 1993 (β΄ έκδοση «Αφών Κυριακίδη»)· Αντώνη Mιχ. Κολτσίδα, Ιδεολογική συγκρότηση και εκπαιδευτική οργάνωση των Ελληνόβλαχων στον βαλκανικό χώρο (1850-1913). Η εθνική και κοινωνική διάσταση, Θεσσαλονίκη 1994, «Αφοί Κυριακίδη»· Αντώνη Mιχ. Κολτσίδα, L’ état présent de la langue Koutsovalaque sur le territoire de la grèce, «Κahiers Βalkaniques», no 25, Ιnalco (επιστημονικό περιοδικό της Publications Langues O – Institut National des Langues et Civilisations Orientales», Paris 1997, σελ. 99-127) – πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συμποσίου (actes du colloque) «les oubliés des balkans» - Paris 1997, ανάτυπο: Παρίσι 1997, Θεσσαλονίκη 1997· Αντώνη Mιχ. Κολτσίδα, Η σημερινή κατάσταση της κουτσοβλαχικής γλώσσας στον ελλαδικό χώρο (ιστορική, εθνολογική, κοινωνική και γλωσσολογική προσέγγιση), «Μακεδονικά» Λα΄ (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών), Θεσσαλονίκη 1998 - ανάτυπο, Θεσσαλονίκη 1998· Αντώνη Mιχ. Κολτσίδα, Η εκπαίδευση των Αρωμούνων στη Δυτική Μακεδονία κατά τα ύστερα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ένα πρότυπο αυτοδιοικούμενης κοινοτικής εκπαίδευσης - συμβολή στη μελέτη της νεοελληνικής εκπαίδευσης, Θεσσαλονίκη 2001, «Αφοί Κυριακίδη»· Αχιλ. Λαζαρου, Η αρωμουνική - και αι μετά της ελληνικής σχέσεις αυτής, Αθήναι 1976· Αχιλ. Λαζαρου, Βαλκάνια και Βλάχοι, Αθήναι 1993 (έκδοση Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός)· Alan J. Β. Wace - Maurice S. Thompson, οι Νομάδες των Βαλκανίων - Περιγραφή της ζωής και των εθίμων των Βλάχων της Βόρειας Πίνδου, Θεσσαλονίκη 1989, έκδοση «Αφών Κυριακίδη» - στη σειρά «ΦΙΛΟΣ» (α΄ έκδοση: Τhe Nomads of the Balkans, London 1914).
2. Ο ρωμαϊκός επεκτατισμός ακολούθησε την πορεία: Το 197 π.Χ. απελαύνει στην Ισπανία, το 146 π.Χ. κατακτά την Ελλάδα, το 145 π.Χ. κυριαρχεί σε τμήματα της βόρειας Αφρικής, από το 118 π.Χ. αρχίζει να υποτάσσει τη Γαλατία, το 30 π.Χ. επανέρχεται στην Αφρική όπου κατακτά την Αίγυπτο, το 10 μ.Χ. κυριεύει την Πανονία, το 43 μ.Χ. τη Βρετανία και το 107 μ.Χ. κατακτά και την πέραν του Δούναβη Δακία.
3. Αποστ. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας - από τα προϊστορικά χρόνια ως το 1912, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 49 (συλλογικό έργο – έκδοση Ε.Μ.Σ.).
4. Τηλ. Κατσουγιάνη, Περί των βλάχων των ελληνικών χωρών, α' - συμβολή εις την έρευναν περί της καταγωγής των Κουτσοβλάχων, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 43 (έκδοση Ε.Μ.Σ.).
5. Μιχ. Χρυσοχόου, Βλάχοι και Κουτσόβλαχοι, Αθήναι 1909, σ. 61.
6. Αντ. Κεραμόπουλου, Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, Αθήναι 1936 - passim.
7. Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, Οι Κουτσόβλαχοι..., (ό. π.), σελ. 49-50 (β΄ έκδοση: Κουτσόβλαχοι - Οι βλαχόφωνοι Έλληνες... (ό. π.), σσ. 49-50, (εκδόσεις «Αφοί Κυριακίδη»).
8. Βασικές μελέτες για την κουτσοβλαχική γλώσσα: Κωνσταντίνου Νικολαΐδη, Ετυμολογικόν λεξικόν της κουτσοβλαχικής γλώσσης, Αθήναι 1909· T. Capidan, Αromȃnii, dialectul aromȃn, București 1932· T. Papahagi, Dicționarul dialectului Aromȃn, București 1974 (β΄ έκδοση)· Αχιλ. Λαζάρου, Η Αρωμουνική - και αι μετά της ελληνικής σχέσεις αυτής, Αθήναι 1976· Νικ. Κατσάνη, Ελληνικές επιδράσεις στα κουτσοβλαχικά (φωνητική - μορφολογία), Θεσσαλονίκη 1977· Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, Γραμματική και λεξικό της κουτσοβλαχικής γλώσσας, δεύτερος τόμος, Θεσσαλονίκη 1978· Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, Κουτσόβλαχοι. Οι βλαχόφωνοι Έλληνες - Εθνολογική, λαογραφική και γλωσσολογική μελέτη (γραμματική και λεξικό της κουτσοβλαχικής γλώσσας), Θεσσαλονίκη 1993 - έκδοση «Αφών Κυριακίδη»· Αντ. Μπουσμπούκη, Το ρήμα της αρωμουνικής, Αθηνά 1982· Κων. Ντίνα, Το κουτσοβλαχικό ιδίωμα της Σαμαρίνας, φωνολογική ανάλυση, Θεσσαλονίκη 1986· Νικ. Κατσάνη - Κων. Ντίνα, Γραμματική της κοινής κουτσοβλαχικής, Θεσσαλονίκη 1990· Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, Κουτσοβλαχικά ονόματα αγγείων οικιακής χρήσης, «Ελληνική Διαλεκτολογία» (επιστημονικό περιοδικό του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 1991 - και ανάτυπο: Θεσσαλονίκη 1991 («Αφοί Κυριακίδη»).
9. Η Κουτσοβλαχική γλώσσα κατά την ιστορική της πορεία ακολούθησε ποικίλες διαδρομές, κατά τις οποίες ήρθε σε επαφή με όμορους λαούς (Αλβανούς - Σλάβους - Τούρκους) και δανείστηκε απ’ αυτούς διάφορα γλωσσικά στοιχεία. Καταλυτικό όμως υπήρξε πάντοτε το ελληνικό γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο ζει και ως εκ τούτου προϊόντος του χρόνου χάνει στο μεγαλύτερο μέρος της το λατινικό της υπόβαθρο και κυριαρχείται σχεδόν από το ελληνικό λεξιλόγιο. Όπως μας πληροφορεί ο Κων. Νικολαϊδης, από τις 6657 λέξεις του κουτσοβλαχικού λεξικού του (Ετυμολογικόν λεξικόν της κουτσοβλαχικής γλώσσης, Αθήναι 1909, σ. κγ΄) οι 3460 (52%) είναι ελληνικής καταγωγής (2605 λατινικής, 185 σλαβικής, 150 αλβανικής και 257 άγνωστης προέλευσης). Σήμερα η κουτσοβλαχική γλώσσα εξακολουθεί να υπάρχει, διακρίνεται μάλιστα σε δυο διαλεκτικές ομάδες, τη βόρεια (Μακεδονία - Αλβανία) και τη νότια (Ήπειρος - Θεσσαλία), ενώ το ποσοστό των ελληνικών λέξεων στο λεξιλόγιό της είναι ασύγκριτα υψηλότερο από τη στατιστική του Νικολαΐδη (1909). Μιλιέται όμως ελάχιστα και μόνο από τα μεγαλύτερα άτομα των κλειστών κουτσοβλαχικών κοινωνιών, και όπως συμφωνούν οι μελετητές σβήνει και ολοένα εξαφανίζεται – βλ. σχετική εμπεριστατωμένη έρευνα: Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, L’ état présent de la langue koutsovalaque sur le territoire de la Grèce, «Cahiers Balkaniques», no 25, Inalco (επιστημονικό περιοδικό της «Publications Langues’ O – Institut national des langues et civilisations orientales», paris 1997, σελ. 99-127) – πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συμποσίου (actes du colloque) «les oubliés des Balkans» - Paris 1997, ανάτυπο: Παρίσι 1997, Θεσσαλονίκη 1997· Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, Η σημερινή κατάσταση της κουτσοβλαχικής γλώσσας στον ελλαδικό χώρο (ιστορική, εθνολογική, κοινωνική και γλωσσολογική προσέγγιση), «Μακεδονικά» ΛΑ΄ (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών), Θεσσαλονίκη 1998 - ανάτυπο, Θεσσαλονίκη 1998.
10. Την άποψη του εκλατινισμού των γηγενών ελληνικών πληθυσμών τη διατύπωσε πρώτος ο Κωνσταντίνος Κούμας (1777-1836), ο οποίος μελέτησε το όλο θέμα στα πλαίσια της ρωμαιοκρατίας και των νεολατινικών (ρομανικών) γλωσσών και σε χρόνο μάλιστα ανεπηρέαστο από εθνολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες, το έργο του όμως δεν μελετήθηκε όσο έπρεπε και οι σκέψεις του (Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων, τόμ. 12, σ. 521-522) πέρασαν απαρατήρητες και ανεκμετάλλευτες. Έκτοτε τη θεωρία αυτή την υποστήριξαν ένθερμοι Έλληνες, αλλά και ξένοι ερευνητές, όπως: Ο κατ’ εξοχήν εκφραστής της Αντώνιος Κεραμόπουλος (ό.π.). Οι: Μιχ. Χρυσοχόου, Sp. Papageorges, Κων. Νικολαΐδης, Τηλ. Κατσουγιάννης, Αντώνης Μιχ. Κολτσίδας και Αχιλ. Λαζάρου (ό.π.). Ο Johan Thunmann (Untersuchungen über die Geschichte der östlichen europäischen Vȍlker, I, Leipzig, 1774), ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι μεταξύ Κουτσόβλαχων και Ρουμάνων δεν υπάρχει καμιά φυλετική σχέση και ότι οι Κουτσόβλαχοι (Ελληνόβλαχοι - Αρωμούνοι) κατάγονται από εκλατινισμένους αυτόχθονες Έλληνες των περιοχών Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Θράκης. Ο E.J.Sulzer (Geschichte des transalpinischen Daziens, I-III, Wien, 1781-1782). O R. Roesler (Romänische Studien, Untersuchungen zur älteren Geschichte Romäniens, Leipzig, 1871), ο οποίος μάλιστα κατηγορηματικά τονίζει ότι η αρχή των Κουτσόβλαχων, αλλά και των Ρουμάνων πρέπει να αναζητηθεί στα τμήματα κάτω του Δούναβη, δηλαδή στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Μακεδονία και την Μοισία. Οι Άγγλοι Α.J.B. WAce και M.S. Thompson (ό.π.) και πολλοί άλλοι, μέχρι και οι Ρουμάνοι Densusianu, Xenopol, Brǎtianu, Jorga κ.α.
11. Ο Χαλκοκονδύλης (Bonn, I, 35) αναφέρεται στην κάθοδο των Βλάχων από τη Δακία στην Πίνδο («ω δη και από Δακίας επί Πίνδον το ες Θεσσαλίαν καθήκον ενοικήσαν έθνος»), αλλά στη συνέχεια ο ίδιος αμφισβητεί αυτή την άποψη, αφού, όπως τονίζει, την πληροφορία του δεν την υποστηρίζει άλλος, ούτε μπορεί να την ισχυροποιήσει, επειδή αποτελεί μια ιστορία υποτιθέμενη και χωρίς απόδειξη («ούτε άλλου ακήκοα τούτου διασημαίνοντος σαφώς ο,τιούν ούτε αυτός έχω συμβαλέσθαι ως αυτού ωκίσθη. Λέγεται μεν πολλαχή ελθόν το γένος τούτο ενοικήσαι αυτού, ουμην ότι και άξιον ες ιστορίαν ο,τιούν παρεχόμενον τεκμήριον»). Ακόμα - πέρα από τις αναξιόπιστες μαρτυρίες - μια μαζική κάθοδος από τα βόρεια εύφορα πεδινά τμήματα προς τα άγονα και αφιλόξενα ορεινά της Πίνδου και των άλλων - κατ’ εξοχήν φτωχών και απομακρυσμένων - σημείων των κουτσοβλαχικών διαμονών δε φαίνεται καθόλου πειστική, αφού δεν είναι λογικό να εγκαταλείπει κάποιος το εξασφαλισμένο βιοτικό του επίπεδο για να το διακινδυνεύει με μια ζωή στις απρόσιτες και άγονες περιοχές. Βέβαια, το αντίθετο θα ήταν λογικό· πράγμα ωστόσο που έγινε με την αθρόα και πρόθυμη μετακίνηση του ελληνόφωνου και βλαχόφωνου πληθυσμού στη Δακία μαζί με την εκστρατευτική άνοδο του Τραϊανού (107 μ. χ.). Εξάλλου, αποδείχτηκε και από τις ανθρωπολογικές έρευνες του Άρη Πουλιανού πως δεν έχουν καμιά βιολογική και ανθρωπολογική σχέση οι Κουτσόβλαχοι με τους Δακορουμάνους («Η καταγωγή των Ελλήνων», Αθήνα 1961 - στη σ. 146 γράφει χαρακτηριστικά: «γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί αποδεδειγμένο το γεγονός ότι οι Βλάχοι και οι Έλληνες είναι στην πλειοψηφία τους απόγονοι αυτόχθονες πληθυσμοί»). Στη ρουμανική ιστοριογραφία υποστηρικτές αυτής της άποψης είναι ο Petru Maior (Istoria pentru începutul Romȃnilor în Dacia, Buda 1812), o Dimitrie Cantemir (Hronicul vechimei romȃno-moldo-vlahilor, București 1901), o Capidan (στα διάφορα έργα του, όπου αναιρεί πολλές φορές τις απόψεις του), ο Miron Costin κ.ά.
12. Την άποψη αυτή δεν την υποστηρίζουν πολλοί· μεταξύ αυτών ο Lenormant (Les pȃtres Valaques de la Grèce, ROA. 9, 1864, 237-255), ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι η φυγή των λατινόφωνων της Ροδόπης έγινε κάτω από την πίεση των τουρκικών επιδρομών και ο Τomaschek (Zur kunde der Haemus-Halbinsel, SAWW, 99, 1881, 437-507).
13. Βλέπε και Αντ. Κεραμόπουλου, Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, Αθήνα 1939, σ. 87.
14. Κωνσταντίνου Νικολαΐδου, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης, Αθήναι 1909, σ. κγ΄ , Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, Ιδεολογική συγκρότηση και εκπαιδευτική οργάνωση των ελληνοβλάχων στο βαλκανικό χώρο (1850-1913). Η εθνική και κοινωνική διάσταση, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 25 «Αφοί Κυριακίδη».
15. Η κατάταξη των ρομανικών γλωσσών που μνημονεύεται εδώ είναι του f. Diez, δεν είναι όμως η μοναδική. Ανάλογα με τα κριτήρια (φιλολογικά, γλωσσικά, ιστορικοσυγκριτικά, γεωγραφικοπολιτικά κ.ά.) έχουμε και διαφορετικές ταξινομήσεις. Για παράδειγμα ο W. Wartburg τις διαιρεί σε δυο σύνολα (ανατολικό τμήμα - δυτικό τμήμα), ο C. Tagliavini τις κατατάσσει σε τέσσερις ομάδες κ.ά.
16. Η νοητή γραμμή Jireček (G. Jireček, Geschichte der serben, i, gotha 1911, σ. 38 κ.εξ.), η οποία διαχωρίζει το λατινικό από το ελληνικό χώρο - κόσμο, ξεκινά από την Αδριατική ακτή (από τη Λισσό - το Αλέσσιο), περιτρέχει τη βόρεια Αλβανία, μετά την Άνω Μακεδονία (διερχομένη μεταξύ Σκοπιών και Στόβων), στη συνέχεια στρέφεται ανατολικά, διέρχεται νότια της Σόφιας και βόρεια του Αίμου, για να καταλήξει τελικά στον Εύξεινο Πόντο (βλέπε και Αχιλλέως Λαζάρου, Η Αρωμουνική και αι μετά της ελληνικής σχέσεις αυτής, Αθήνα 1976, σσ. 55 κ.εξ.).
17. Αντ. Κεραμόπουλου, Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, Αθήναι 1936, passim.
18. Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, Οι Κουτσόβλαχοι. Εθνολογική και λαογραφική μελέτη, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 58 (β΄ έκδοση: Κουτσόβλαχοι. Οι βλαχόφωνοι Έλληνες. Εθνολογική, λαογραφική και γλωσσολογική μελέτη, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 58, «Αφοί Κυριακίδη»).
19. Ευαγγ. Αβέρωφ-Τοσιτσα, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, Αθήνα 1948, passim (β΄ έκδοση, Τρίκαλα 1987 - «ΦΙΛΟΣ» και γ΄ έκδοση, Τρίκαλα 1992 – «ΦΙΛΟΣ»· Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, Ιδεολογική συγκρότηση και εκπαιδευτική οργάνωση των ελληνοβλάχων στο βαλκανικό χώρο (1850-1913). Η εθνική και κοινωνική διάσταση, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 28. («Αφοί Κυριακίδη»).
20. Στην αρχαία αγγλική Weahlas σημαίνει Κέλτες, στα παλιά γερμανικά Wahla «Ρωμαίος», στη σημερινή γερμανική Welsh «Ιταλός» (υποτιμητικά), στα σερβικά Vläh «Βλάχος» (υποτιμητικά), στα βουλγαρικά Vlah «Βλάχος» κ.ά.
21. Με τον όρο - όνομα «Κουτσόβλαχος» παρουσιάστηκαν οι εργασίες των: Sp. Papageorges, Μιχ. Χρυσοχόου, Κων. Νικολαΐδη, Αντ. Κεραμόπουλου, Ευάγ. Αβέρωφ, για να θυμηθούμε μόνο τις μελέτες που εκδόθηκαν μέχρι το 1950.
22. Για την ετυμολογία του ονόματος «Κουτσόβλαχος», αλλά και άλλων ονομάτων με τα οποία χαρακτηρίζεται ο βλαχόφωνος πληθυσμός βλέπε Κων. Νικολαϊδου (ό.π., σ. μγ΄ σημ.), Sp. Papageorges (ό.π., σ. 9), Αντ. Κεραμόπουλου (ό.π., σσ. 10 κ.ε.), Τηλ. Κατσουγιάννη (ό.π., σσ. 16 κ.ε.), Αντ. Κολτσίδα (ό.π., σσ. 13 κ.ε.), Αχ. Λαζάρου (ό.π., σσ. 82 κ.ε.) κ.ά.
23. Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, Ιδεολογική συγκρότηση και εκπαιδευτική οργάνωση των Ελληνοβλάχων στο βαλκανικό χώρο (1850-1913). Η εθνική και κοινωνική διάσταση, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 29-31 («Αφοί Κυριακίδη»).
24. Αχιλ. Λαζάρου, Η αρωμουνική και αι μετά της ελληνικής σχέσεις αυτής, Αθήναι 1976, σσ. 86-87
25. Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορικαί έρευναι εν Σαμαρίνη της δυτικής Μακεδονίας, στον τόμο «Παγκαρπία μακεδονικής γης», της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 457.
26. V. Berard, Τουρκία και Ελληνισμός. Οδοιπορικό στη Μακεδονία (Έλληνες - Τούρκοι - Βλάχοι - Αλβανοί - Βούλγαροι - Σέρβοι), Αθήνα 1987 («Τροχαλία»), σ. 299.
27. Σ’ αυτή την περιοχή έχουμε τα χωριά Αρχάγγελος (Όσσιανη), Κάρπη, Καστανερή, Κούπα, Λαγκαδιά, Περίκλεια και Σκρά (Λιούμνιτσα - βλέπε και Μαρίας Γ. Παπαγεωργίου, Παραμύθια βλαχόφωνου χωριού Σκρά (Λιούμνιτσα), Α΄- Β΄, Θεσσαλονίκη 1984).
28. Αχιλ. Λαζάρου, ό.π., σ. 87· Μαρίας Γ. Παπαγεωργίου, ό.π., σ. ιχ.
29. Οι Βλαχορηχίνοι ή Βλαχοβούλγαροι των Ασανιδών, οι οποίοι αναφέρονται μετά τον 7ο αιώνα, καμιά σχέση δεν είχαν με τους αυτόχθονες βλαχόφωνους. Βρέθηκαν στο σλαβο-βουλγαρικό περιβάλλον και εκσλαβίστηκαν στα τελευταία χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας (Τηλ. Κατσουγιάννη, Περί των Βλάχων των ελληνικών χωρών, Α΄, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 48 (Ε.Μ.Σ.).
30. Να θυμηθούμε εδώ ότι οι Έλληνες του Βυζαντίου αυτοαποκαλούνταν και αυτοί Ρωμαίοι, πολίτες δηλαδή του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, αλλά και γενικά οι Έλληνες ονομάζονται «Ρωμιοί» και η ελληνικότητα «ρωμιοσύνη».
31. Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, Κουτσοβλαχικά ονόματα αγγείων οικιακής χρήσης, «Ελληνική Διαλεκτολογία» (επιστημονικό περιοδικό του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόμος 2, 1990-91, σσ. 89-116), Θεσσαλονίκη 1991, και ανάτυπο: Θεσσαλονίκη 1991, σ. 90 («Αφοί Κυριακίδη»).
32. Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα, Ιδεολογική συγκρότηση και εκπαιδευτική οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο βαλκανικό χώρο (1850-1913). Η εθνική και κοινωνική διάσταση, Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 33-38 («Αφοί Κυριακίδη»)· Μακεδονία - 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα 1982, σ. 198 («Εκδοτική Αθηνών».
33. Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου, Μακεδονία (στη σειρά «Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού»), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 170 (β΄ έκδοση, «Αφοί Κυριακίδη»).
34. T.J. Winnifrith, The Vlachs - The History of a Balkan People, London 1987 (Duckworth), passim.
35. Απόστολου Βακαλόπουλου, Οι Δυτικομακεδόνες απόδημοι επί τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1958, passim (και στον τόμο «Παγκαρπία της Μακεδονικής Γης», σσ. 403-447).
36. Το ελληνικό τοπωνύμιο όμως «καλαί δρύς» αποκτά και ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον, γιατί μαρτυρεί τη γενικότερη παρουσία των Ελλήνων στα βορειότερα τμήματα του βυζαντινού θέματος. Έτσι, καταρρίπτεται και η θεωρία του Jireček (C. Jireček, Geschichte der Serben, I, Gotha, 1911, σ. 101) πως με την κάθοδο των Σλάβων τα ελληνικά τοπωνύμια κατακλύστηκαν εντελώς και αντικαταστάθηκαν με τα σλαβικά.
37. Διαβάζουμε το σχετικό χωρίο (Κεδρηνός ΙΙ, 435, 13-15): «Τούτων δε των τεσσάρων αδελφών, δαβίδ μεν ευθύς απεβίω αναιρεθείς μέσον Καστορίας και Πρέσας κατά τας λεγομένας Καλάς Δρυς, παρά τινων βλάχων οδιτών».
38. Σημειώνουμε την αξιόλογη παρατήρηση του Απόστολου Βακαλοπουλου (Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος 1, Θεσσαλονίκη 1961, σ. 36): «Η τελευταία έκφραση "και μάλιστα τους δημοσιεύοντας" δείχνει πολύ καθαρά ότι και οι άλλοι κάτοικοι των ευρωπαϊκών επαρχιών (κοντά στα ελληνικά) μιλούσαν λατινικά, ήταν δηλαδή λατινόφωνοι ή και δίγλωσσοι. Η γενική αυτή παρατήρηση του Λυδού δεν αποκλείει καθόλου, αλλά αντίθετα ενισχύει την πιθανότητα ότι οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών, ιδίως απομονωμένων της υπαίθρου, είχαν χάσει τελείως την γλώσσα τους και μιλούσαν μόνο λατινικά. Τι απέγιναν αυτοί οι λατινόφωνοι ή οι δίγλωσσοι; εξαφανίσθηκαν χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος; Η πρόδηλη, μου φαίνεται, απάντηση στο ερώτημα συμβάλλει στη λύση του προβλήματος των Βλάχων».
39. Το σχετικό χωρίο αναφέρει (Θεοφύλακτος Σιμοκαττης, Βόννη Ι, 397 - G. De Boor, 100, 20): «Τη πατρώα φωνή· τόρνα, τόρνα, φράτερ· και ο μεν κύριος του ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο οι δε λαοί ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν, τόρνα, τόρνα μεγίσταις φωναίς ανακράζοντες».
40. Βλέπε σχετικά στους Γ. Κολια, Τόρνα - επιχώριος γλώσσα, στην «Επετηρίδα Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών», 14 (1938), σσ. 295-299· Αντ. Κεραμόπουλο (ό.π.), σ. 40, υποσ.)· Τηλ. Κατσουγιαννη (ό.π., σσ. 30-31)· Αχιλ. Λαζάρου (ό.π., σσ. 118-120). Ακόμα εξέφρασαν απόψεις ο Densusianus, o Mutafciev, o Jireček, o Nǎsturel κ.ά.
41. Βλέπε λεξικά: Κων. Νικολαϊδου (ό.π., σ. 536)· Τ. Papahagi (ό.π., σ. 1188)· Αντ. Μιχ. Κολτσίδα, Γραμματική και λεξικό της κουτσοβλαχικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 182· Αντ. Μιχ. Κολτσίδα. Κουτσόβλαχοι. Οι βλαχόφωνοι Έλληνες κ.λ. (ό,π., σ. 403).
42. Αναφέρουμε μόνο τα ονόματά τους, όπως ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο Κίνναμος, ο Χαλκοκονδύλης, ο Μάξιμος Πλανούδης, ο Θεόδωρος Πρόδρομος, ο Ιωάννης Διάκονος, ο Δημήτριος Κυδώνης κ.ά.
43. Στίλπωνος Π. Κυριακιδου, Τα βόρεια εθνολογικά όρια του Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1946, σ. 49, βλ. και σσ. 26-27 (Ε.Μ.Σ.). Γενικά για τη Στρώμνιτσα βλ. και στου Κωνσταντίνου Μπόνη, Η Στρώμνιτσα, Θεσσαλονίκη 1961 (Ε.Μ.Σ.).
44. Μιχάλη Γ. Τρίτου, Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και το εκπαιδευτικό ιδεώδες, Αθήνα 1990, σσ. 21-22.
45. Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου, Ήπειρος (στη σειρά «Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού»), Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 41-42 («Αφοί Κυριακίδη»).
46. V. Berard, Τουρκία και Ελληνισμός. Οδοιπορικό στη Μακεδονία (Έλληνες - Τούρκοι - Βλάχοι - Αλβανοί - Βούλγαροι - Σέρβοι), Αθηνά 1987, σ. 229.

Αναζήτηση