Ο γέννος

αρνάκιαΧειμώνιασε. Χιόνια πολλά σ' τα κορφοβούνια πέφτουν, Ρεύουν τα φύλλα των κλαριών, ξισκιώνουν τα λογγάρια,
Θολώνουν η νεροσυρμές, η βρύσες κρουσταλλιάζουν κ' οι τσελιγγάδες κουβαλούν σ' τους κάμπους τα κοπάδια.

Ο Μάμαλης απ' τ' Άγραφα σ' τη Λεπενού τα πήγε,
Ο Θάνος τ' Ασπροπόταμου, του Μαλακάση ο Μπάρδας
Κατέβηκαν για χειμαδιό σ' τον κάμπο του Τρικκάλου,
Την Αλλασσώνα εδιάλεξε του Σμόλκα ο Χατζημπύρρος,
Ο Κάγκαλος του Ζαγοριού σ' το Λούρο ξεχειμάζει.
Του Κουρμολιάσα ο τσέλιγγας, ο Τάκης ο Ψαλίδας,
Της Βαλαώρας τα ζερβά τα βοσκοτόπια πήρε.

Ξημέρωνε Πρωτοχρονιά. 'Σ την στάνην του Ψαλίδα
Συμμαζωγμέν' οι πιστικοί ζενύχτιζαν σ' τον γέννο,
Κ' είχαν τον γέννον όψιμο, κ' ήταν μεγάλη η στάνη.
Το μεσονύχτι μοναχά πήραν καιρό για δείπνο,
Κι' απόδειπνα σ' τ' αχύρινο, σ' το τουρλωτό καλύβι.
Τετραδιπλώσαν τη φωτιά μ' ασφάκες με παλιούρια.
Μέσ' 'ςτήν κορφήν ο τσέλιγγας σε στοιβανιές ξαπλώθη
Και διπλοπόδι οι πιστικοί περίγυρα εκαθήσαν.
Ο τσέλιγγας αναρωτάει αραδαριά καθέναν:

— Πόσες απόψε γέννησαν;

— Σαράντα, λάλα Γάκη.

— Κ' είν' όλα, Λάμπη, ζωντανά;

— Βγάλτε μονάχα πέντε.

— Διπλάρια;

— Δέκα.

— Ισιάσαμαν. Τα ζωντανά βυζαίνουν;

— Πίνουν σαν δυομηνίτικα.

— Έχουν η μάνες γάλα;

— Ως τα χορτάρια η πλιότερες τα σέρνουν τα μαστάρια.

— Λιψές δεν είνε;

— Κι' αν είνε, βυζαίνουν σ' τα τσαγγάδια.

—Με τα τσαγγάδια σήμερα ποιος ήταν;

— Ο Γιαννίκας.

— Με τα ψιμάρνια;

— Ο Ζάγιαννας.

— Με τα γαλάρια;

— Ο Νάσης.

— Με τα μηλιόρια;

— Ο Θόδωρος.

— Και με τα στέρφα;

— Ο Χίτας.

— Ο Δούκας πού είνε;

— Για κλαρί.

— Επήγε αργά;

— Πολλιώρα.

— Ζαβολαούδα! Εδιάλεξε κι' αυτός καιρόν απόψε
Με τέτοιον άγριο δρόλαπα να νυχτοπαραδέρνη.

— Δεν είνε και κακόγκρανος, έχει ψημένην σάρκα.

— Απόψε ουδέ τα Παγανά, παιδιά μου, δεν προβαίνουν.
Πήρε κοντά του πράμματα;

— Πήρε τα οχτώ μουλάρια.

— Μα την αξιάδα που 'δα εγώ σ' το Λούκα εχτές το βράδυ..

— Σαν τι είδες, Λιάκο;

— Μονάχος ετέλεψε το γέννο.
Πενήντα αρνιά προσθήλυασε μέσ' σ' την τσαγγαδομάντρα.

— Προχτές σ' τον Παλιουρόφορο ζαλώθη ένα δαμάλι.
Θεριακωμένος!

— Κορμαριά!

— Και πετροκαταλύτης!

— Σίμπα, Κωστούλα, τη φωτιά· τι ξύλιασα σ' τη στρούγγα
Και πάω σαν καλαμόκουνα.

— Ρε, τον καϋμένον Κόγια!

— Όξω βαβύζει ένα σκυλί

— Ο Καραγκούνης είνε,
Τον ξεχωρίζω απ' τη φωνή, σε γνώριμον βαβύζει.

— Αλείψαταν με χαμαιλειό τον τσάρκο;

— Και τα γρέκια.

— Μην είνε ο Λούκας;

— Δε μπορεί.

— Θα νάναι ο Μπαρμπατόλιος.

— Αλήθεια, πούνε ο γέροντας; Κ' έλεγα, ωρέ τι λείπει
'Σ όλην αυτή τη συντροφιά κ' είν' έρμο το καλύβι·
Για σήκου, Νάση, κύταξε.

— Πετάξου κι' ως τες μάντρες
Μη γέννησεν άλλη καμμιά.

— Ο γέροντας ο ίδιος.

— Γειά και χαρά σας, ρε παιδιά.

— Καλώς τον Μπαρμπατόλιο.
Βρέχει όξω, Μπάρμπα;

— Μοναχά; Για ιδές σ' την κάπα χιόνια.
Κ' είμαι ζυφτάρι απ την κορφή ως τα ποδόνυχά μου.
Τι κοσμοχάλασ' είνε αυτή! Νερό μαζί και χιόνι,
Ένας κατάματος συρμός, ένα κακό δρολάπι!
Έχ' όπ' γυρίζω οχ' την αυγή. Έχασα τη φοράδα
Κ' έρρεψα σ' τα ποδάρια μου, εσάπηκα σ' τη νώπη
'Στην Παλιουριά, σ' τα Ροζανά, σ' τα Λέλοβα, σ' την Τάρα,
Έφτακα ως τα Λακκώματα, σ' την Γκούρα, σ' το Βολίτσι,
Γιομάτισα σ' το Θίλιππα και τώρα βράδυ βράδυ
Μέσ' σ' την Περιστερότρυπα την εύρηκα χωμένην.

— Ως πού να βρέχη;

— Τρικυμός, παιδιά μου, πέρα ως πέρα.
Ο Ζάλογγος δε φαίνεται, τον έχωσε η χιονούρα
Κ' η πυκνωμένη η συγνεφιά, κατά την Άρτα… μπόρα!
Αγνάντεψ' αχ' το Σέσοβο, η Λούτσα είν' αβλεμόνι,
Εβούλιαξε η Τρανταφυλλιά, πελάγωσε η Φραξίλα.
Πνίγεται ακέρια η Λάμαρη… Ήρθες, κυρ Γάκη, κι' όλας;
Άξιος οπού 'νε ο γρίβας σου;

— Ανεμοπόδης, γέρο.

— Ανοιχτοπάτης δυνατός.

— Και νυχτομαθημένος.

— Ο αβάσκαγος!

— Την Πρέβεζα την παίρνει για τρεις ώρες.

— Για πε μου από την Πρέβεζα.

— Κάτσε σ' την πύρα πρώτα
Να ξεπαγώσης και να φας. Σε νέκρωσεν η πάγρα,
Έχεις και τα γεράματα. Φέρε κολάστρα, Λάμπη.
Πάρε κι' οχ' το καταχυτό τον φυλαγμένον πλάτη.
Γλέπεις φωτιά που σ' άναψα, παπού, για τα στεγνώσης;

— Χριστουγεννιάτικη σωστή. Κακός χειμώνας τούτος!
Τήρα καλομοπόδαρα! Ποντιάσαν σ' τα λομπάρια.
Παρόμοια μ' εύρηκε χιονιά σαράντα χρόνια πίσω.
'Σ τον Κάμπο ξεχειμάζαμε μα ήταν ο γέννος πρώιμος,
Έμπα Χαμένου, δούλευα σ' του Γάκη τον πατέρα.
Το ξέρει ο τσέλιγγας καλά πως είμαι σπιτιακός του,
Τι εγώ τους αναλίκωσα κι' αυτόν και τον Γεωργούλα.
Για πε μου από την Πρέβεζα.

— Κακά μαντάτα, γέρο.
Του Ζόγα σ' το Παλιόκαστρο τον βδέλιασαν.

— Αλήθεια;
Τον έφα' η κακοκεφαλιά. Του λεγα γω: «Ωρέ Ζόγα,
Μην παίρνης το Παλιόκαστρο τ' είνε γιομάτο αβδέλα,
Ρήμαξε τόσους πιστικούς, έλα σ' την Καμαρίνα».
Αυτός δε μ' άκουσε,… και πάει. Είδες τον Καρτζονίκα;

— Τον είδα, αυτός είνε καλά, είχε τον γέννον πρώιμον,
Είνε κι ο τόπος του ξερκός, αβαραγκιά κι' αγρίλι.

— Εμείς πώς πάμε σήμερα;

— Με τον Θεού το χέρι
Χιλιάζουν τα κοπάδια μας. Μ' αν δε ξεκόψη απόψε,
Κι' αν η χιονούρα κι η βροχή θα να κρατήση ακόμα
Ακέριο ένα μερόνυχτο, φοβάμαι τα ψιμάρνια.

— Κυρ Γάκη, μην το μελετάς, πήρε κι' ανασταλάζει
Και το δρολάπι ανάριωσε, με την αυγή θ' ανοίξη,
Σηκώθη ένα ανεμόχολο.

— Χειρότερα, το χιόνι
Θα κατεβή πυχτότερο, και αν θα το στρώση χάμου,
Τώρα θα γίνη κρούσταλλο.

— Νοτίζ' η γης, θα λυώση.
Και μη χολοταράζεσαι. Πήγες σ' τες μάντρες, Νάση;

— Τα πρόβατά είνε μια χαρά και τα σκυλιά αλέστα.

— Γλέπετε τι μας έκαμε κειο το κακό λιοβόρι
Τ' ανάποδου τ' Αλωναριού; Έμνε ο μαρκάλος πίσω.
Θυμάστε; Ανήμερα τ' Άι-Λια ρίξαμε τα κριάρια
Και τον Δεκαπενταύγουστο ξεσκόλασε ο μαρκάλος.
Μήτρο, ξεκρέμα το φλασκί να πιη κι' ο Μπαρμπατόλιος.
Ακνάτο αγιομαυρίτικο, παπού.

— Ε, σ' την υγειά σας,
Να καλοξεχειμάσουμε,

— Καλή ψυχή, πατέρα.

— Όλα είν' υφάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι
Και το καϋμένο το κρασί όλα τα θεμελιώνει,

— Βύζαξε ακόμα μια βολά.

— Ε, σ' την υγειά σας πάλι
Και να μας ζήση ο τσέλιγγας ν' αξαίνουν η κοπές του.
Α! η γέρικ' η ψυχούλα μου μπροστέλεψε μια ψίχα,
Όλο κι' αναθερμαίνουμαι.

— Βύζα την τσίτσα, βύζα.

— Τι χιόνια τώρ' απανωτά να στοίβασε ο χειμώνας
'Σ τα ξάρημά μας τα βουνά!

— Τώρα; Οργιές και μπόγια
Πάνε τα Γαλαρόκαμπα, το Κουρμολιάσα σιάδι.
Ο Τσάρκος, η Κουρκούμπετα, η Γκάλτσα, η Τσάγια ο Μπάρρος.
Δεν ξεχωρίζουν πούπετα.

— Και σ' το χωριό;

— Νυχτέρι
Θάχουν απόψε σπίτι μας. Του Τρίκκα τα πουρνάρια
Κούτσουρα τετραπανωτά θα καίγουν σ' τη γωνιά μας,
Και παραστιάς ολόγυρα, μέσ' αφ' τον πυρομάχο,
Της γειτονιάς αραδιαστές θα κάθονται η κοπέλλες.
Η Σούλα, η Τέρω, η Γιάννα μου, του Χρηστοδήμα η κόρη.
Του Δαλαπάσκα η Γαλανή, τον Σούδα η μαυρομάτα.
Του Δίπλα η Μόρφω η κάλλεσα…

— Φτάνει, κυρ Γάκη, φτάνει,
Τι τα καϋμένα τα παιδιά λυγκιάζονται που ακούνε.

— Η δρούγα, η συρματόβεργες, το γνέμμα, το πλουμίδι
Απόψε αναμερίζονται. Τηράν τη φλόγα απόψε.
Με το βαρύ της το βοητό οπού τες σχίζει γλείφτει
Και τα χοντρά τα σύδαυλα, με την πνογά του ανέμου
Που σκάει σ' το καταρρύχωμα κι' ανατρανίζει η στρέχα,
Που ξερριζώνει τα δεντρά, μαντεύονται η κοπέλλες.
Για εμάς μαντεύονται, παιδιά, για εμάς αναρωτούνε
Τ' άγρια τ' ανήμερα στοιχειά, για εμάς τάματα κάνουν,
Για εμάς χτυπά η καρδούλα τους. Και σ' την κορφή βαλμένη
Μύθους και γεροντόλογα θα μολογά η γρηά μου.

— Αχ, πότε θάρθ' η άνοιξη!

— Αναστενάζεις, Διάκο;

Ε, μη χολιάτε, ωρέ παιδιά, τρεις μήνες είνε ακόμα.
Σαν δύση ο ήλιος τ' Απριλιού και λυώσουνε τα χιόνια
Και χορταριάσουν η πλαγιές κι' ανθίσ' η αριά κι' ο γράβος,
Δικά μας είνε τα βουνά, τρεις μήνες είνε ακόμα.
Απόψε ο χρόνος ξεψυχάει κι 'αυτό το νεροπόντι
Θάνε ο στερνός παραδαρμός του ψυχομαχητού του.
Πρωτοχρονιά τ' αποταχιά, κυρ Γάκη, χάρισέ μας.

— Σας τάζω από δυο κάλλεσες αντάμα με τ' αρνιά τους.

— Να σου χιλιάσουν, τσέλιγγα, να ζήσης μύρια χρόνια!

Και της ευχής ο αντίλαλος απ' το καλύβι μέσα
Ως όξω εχύθη, ως τα μαντριά, σ' τους οβορούς σ' τες στρούγγες:

— Να σου χιλιάσουν, τσέλλιγγα, να ζήσης μύρια χρόνια!

Ο Γέννος
Κώστας Κρυστάλλης
Έργα. Ποιήματα - Πεζά

τόμος δεύτερος
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1912
ΕΚΔΟΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ “ΕΣΤΙΑΣ„

Αναζήτηση