Η εισήγηση αυτή θα επιχειρήσει να ανιχνεύσει στοιχεία σχετικά με τη μετανάστευση ελληνόφωνων/βλαχόφωνων Ηπειρωτών από την περιοχή του Μετσόβου στη Φθιώτιδα μετά τη λήξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Οδηγός σε αυτήν την προσπάθεια θα είναι ένα σημαντικό τεκμήριο ιστορικής γεωγραφίας της περιοχής με τίτλο: «Απόσπασμα εκ της κατά την ανατολικήν και δυτικήν Ελλάδα περιηγήσεως του Κυρίου ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΡΑΜΙΧΟΥ του εκ Μηλέας Μετσόβου, διαλαμβάνων την περιγραφήν της Μεδινίτσης. Εν Ναυπλίω, εκ της τυπογραφίας Θ. Κονταξή και Ν. Λουλάκη, 1834». Ο Καραμίχου περιηγήθηκε την ευρύτερη περιοχή της Μενδενίτσας τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1833, αναζητώντας, μέσα στα όρια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, μια κατάλληλη τοποθεσία για να μετοικίσουν οι ακόμη υπόδουλοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συμπατριώτες του. Περπάτησε βήμα – βήμα τον Καλλίδρομο και, μέσα σε αυτήν την εξαιρετική, δεκαεξασέλιδη περιγραφή του, μνημονεύει λεπτομερώς τα τοπωνύμια, την πανίδα και τη χλωρίδα, τα στοιχεία του υδροφόρου ορίζοντα αλλά και του χαρακτήρα των κατοίκων, τις αποστάσεις από τις κυριότερες πόλεις και τα χωριά, καθώς και όσες πληροφορίες έκρινε απαραίτητες, έτσι ώστε να κριθεί με επάρκεια η καταλληλότητα της πρότασής του. Προβαίνει μάλιστα και σε τολμηρές εισηγήσεις για τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής στη μισοερειπωμένη τότε Μενδενίτσα, όπως επίσης και για τη γενικότερη ανάπλαση της περιοχής.
Το τεκμήριο αυτό θα σχολιαστεί παράλληλα με άλλες πηγές της ίδιας περιόδου, όπως λ.χ. το περιηγητικό κείμενο του Γάλλου σαινσιμονιστή G. Eihthal, έτσι ώστε να ανιχνευθούν τα αποτελέσματα της αποστολής του Καραμίχου στη μετεπαναστατική Φθιώτιδα.
Το φαινόμενο της μετοικεσίας Ελλήνων από τις τουρκοκρατούμενες ακόμη περιοχές προς το νεοελληνικό κρατίδιο κατά τη διάρκεια, αλλά και αμέσως μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου, έχει απασχολήσει αρκετούς μελετητές εκείνης της εξαιρετικά ρευστής επαναστατικής και μετεπαναστατικής πραγματικότητας. Πρόσφυγες, που πάσχιζαν να διαφύγουν από τα δεινά της μακρόχρονης εκείνης σύρραξης, συνέρρεαν κατά χιλιάδες στις επαναστατημένες περιοχές, ζητώντας από τις ελληνικές αρχές προστασία, κατάλυμα και τροφή. Όταν μάλιστα έληξε η Επανάσταση και έγινε επιτέλους εφικτή η ανεξαρτησία της ελληνικής πολιτείας, οι περισσότεροι από αυτούς τους πρόσφυγες παρέμειναν στις απελευθερωμένες περιοχές, προσπαθώντας να ενταχθούν με όποιο τρόπο μπορούσαν και τους επέτρεπαν οι συνθήκες στις νέες κρατικές δομές.
Επιπλέον όμως ο Ι. Καποδίστριας αλλά και οι μετέπειτα βαυαρικές αρχές ευνοούσαν την προσέλκυση και άλλων Ελλήνων από τις ακόμη υπόδουλες περιοχές, έτσι ώστε να αντισταθμιστεί η τεράστια δημογραφική αιμορραγία των χρόνων της Επανάστασης και να αναστηλωθεί η πλήρως κατεστραμμένη οικονομία της χώρας1. Η αναπόφευκτη μυθοποίηση της απελευθερωμένης πλέον Ελλάδας, αλλά και οι δυσμενείς συνθήκες ζωής στην Τουρκία, ώθησαν λοιπόν πολλούς Έλληνες να μεταναστεύσουν2. Μάλιστα υπήρξαν προτάσεις για την εγκατάσταση στην Ελλάδα ακόμη και Ευρωπαίων αποίκων, οι οποίες όμως δεν υλοποιήθηκαν ποτέ3.
Η μετοικεσία των Ηπειρωτών στη ακριτική τότε Φθιώτιδα αποτελεί λοιπόν μέρος εκείνου του εγχειρήματος, το οποίο όμως δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Παρόλ’ αυτά κάποιες μελέτες παρέχουν ήδη ενδείξεις ότι η πλειοψηφία των ομογενών που εγκαταστάθηκαν εκείνη την περίοδο λ.χ. στη Λαμία κατάγονταν από την Ήπειρο4. Έτσι, η ανακάλυψη ενός έντυπου οδοιπορικού, το οποίο στα 1834 προπαγάνδιζε την περιοχή της ιστορικής και πολυώνυμης Μενδενίτσας για μετοίκηση των Ηπειρωτών, θεωρούμε ότι μπορεί να συμβάλλει στην πληρέστερη κατανόηση του φαινομένου. Αναζητώντας λοιπόν στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη αγγλόφωνα περιηγητικά κείμενα της μετεπαναστατικής περιόδου ανακαλύψαμε αίφνης το μοναδικό κείμενο ενός ελληνόφωνου/βλαχόφωνου Ηπειρώτη, του Αναστασίου Ι. Καραμίχου, «εκ Μηλέας Μετσόβου», ο οποίος περιηγήθηκε την περιοχή αυτή του Καλλιδρόμου «εκ προτροπής των Ηπειρωτών» τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1833. Το επόμενο έτος δημοσιεύει στο Ναύπλιο «το παρόν Απόσπασμα της Μεδινίτσης, εγκριθείσης εις συνοίκησιν Πόλεως Ηπειρωτικής χάριν των λοιπών Ηπειρωτών και εκείνων, όσοι επιθυμούν να μεθέξωσιν εις την συνοίκησιν ταύτην», όπως γράφει στον πρόλογο του οδοιπορικού του5. Σε αυτή τη σπάνια, μόλις δεκαεξασέλιδη, περιγραφή του Καραμίχου, με πρόσχημα μια εξαιρετική τοπογραφία, φαίνεται να εκδιπλώνεται η αγωνία αλλά και η προσδοκία του μετεπαναστατικού Ελληνισμού για μια αμετάκλητη στροφή στην ιστορική του πορεία. Μέσα στην αβεβαιότητα των χρόνων της Βαυαροκρατίας, που διαδέχθηκαν εκείνην την εκπληκτικά αιματηρή διύλιση του Γένους που συντελέστηκε με την Επανάσταση, έρχεται ένας αγωνιστής Ηπειρώτης να προτείνει στους συμπατριώτες του έναν πραγματικά φυσικό παράδεισο για να μετοικίσουν από την τουρκοκρατούμενη, αλλά σε πλήρη επαναστατικό αναβρασμό, Ηπειρωτική γη.
Για το πρόσωπο του Μηλεώτη Αναστάσιου Ι. Καραμίχου μένει ακόμη να μάθουμε πολλά. Από τα στοιχεία όμως που μέχρι σήμερα συγκεντρώσαμε μαρτυρείται ότι είχε λάβει κάποια ακαδημαϊκή μόρφωση και πριν την Επανάσταση ζούσε στη Βιέννη με την οικογένειά του. Το 1820, ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη, κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία μαζί με τα αδέλφια του Γεώργιο (ή Στέργιο) και Μιχαήλ Ισαυρίδη6. Τον Αύγουστο του 1821 βρισκόταν στα Ζαγοροχώρια, όπου μαζί με το Γιαννιώτη λόγιο και παιδαγωγό Αθ. Ψαλίδα (1767 – 1829), το γιατρό και ποιητή Ιωάννη Βηλαρά (1771 – 1823), καθώς και τον συναγωνιστή του Ρήγα Χριστ. Περραιβό (1774 – 1863), προσπαθούσαν να οργανώσουν επαναστατικούς πυρήνες στην Ήπειρο. Στις 24 Ιουνίου 1822, ευρισκόμενος αυτή τη φορά στο Άργος, φέρεται ως συγγραφέας ενός Υπομνήματος προς το Βουλευτικό, καταστρώνοντας τα σχέδια μιας πανηπειρωτικής και πανθεσσαλικής εξέγερσης7. Μετά τη συντριβή Ελλήνων και φιλελλήνων στο Πέτα (4 Ιουλίου 1822) και την ουσιαστική κατάρρευση του ηπειρωτικού μετώπου, ο Καραμίχου μαζί με τον Ψαλίδα απευθύνουν εκ νέου ένα εμπεριστατωμένο Υπόμνημα στον Αλέξ. Μαυροκορδάτο (12 Φεβρ.1823) από την Κέρκυρα, προβάλλοντας ένα λεπτομερές σχέδιο για τη διατήρηση της επαναστατικής φλόγας και τη γενική εξέγερση της δυτικής πλευράς της Ηπείρου, με τη συμμετοχή των Σουλιωτών, των Αλβανών αλλά και των αγάδων της Τσαμουριάς. Το Υπόμνημα όμως αυτό έμεινε αναξιοποίητο, εξαιτίας του φόβου του Μαυροκορδάτου για τους κινδύνους ενός τέτοιου εκτεταμένου εγχειρήματος σε μια εξαιρετικά κρίσιμη για την Επανάσταση περίοδο8. Τέλος, μαρτυρείται ότι ο Καραμίχου χρημάτισε έπαρχος της επαρχίας Μενδενίτσης και Αταλάντης στα 18239, έπαρχος του Βενετικού, κοντά στο Μεσολόγγι, στα 182510, ενώ έλαβε ενεργό μέρος σε πολλές συγκρούσεις με τους Τούρκους, μαζί με τον αδελφό του Ζήνωνα, ο οποίος τελικά σκοτώθηκε στη μάχη του Φαλήρου, δίπλα στον Καραϊσκάκη, στα 1827.
Είναι γεγονός ότι ο Καραμίχου, σε αυτό το τεκμήριο ιστορικής γεωγραφίας της περιοχής, δεν αναφέρει καθόλου τους λόγους για τους οποίους συνιστά τη μετοίκηση των Ηπειρωτών στη Μενδενίτσα. Γνωρίζουμε όμως από άλλες πηγές την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ήπειρος στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια εξαιτίας των συνεχών αλβανικών εξεγέρσεων εναντίον των Τούρκων, αλλά και των αντιποίνων που επέβαλλαν οι τουρκικές αρχές σε όλους ανεξαιρέτως, Έλληνες και Αλβανούς, όταν υπέτασσαν τις επαναστατημένες περιοχές. Η Ήπειρος, και ειδικά η Χώρα Μετσόβου με τα ελληνόφωνα/βλαχόφωνα χωριά της, απολάμβανε πάντοτε ιδιαίτερων προνομίων, λόγω του γεγονότος ότι αποτελούσε πέρασμα από τις παραθαλάσσιες περιοχές του Ιονίου Πελάγους προς τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή, όπως φαίνεται και από τα κείμενα του Ρωμαίου ιστορικού Τίτου Λίβυου.
Η στρατηγική αυτή θέση του Μετσόβου διατηρήθηκε και κατά τη βυζαντινή περίοδο, όπως επίσης και στην Τουρκοκρατία, όπου η περιοχή απο-λάμβανε ειδικών σουλτανικών προνομίων για να διατηρηθεί ανοιχτή η δίοδος των οθωμανικών στρατευμάτων προς τη Μακεδονία μέσω των περασμάτων του Ζυγού. Τα προνόμια αυτά, αλλά κυρίως το πυκνό δίκτυο των εμπορικών συναλλαγών των κατοίκων της περιοχής με τη Γερμανία, την Ουγγαρία και τη Ρωσία, είχε ως αποτέλεσμα την τεράστια συσσώρευση πλούτου στις ελληνοβλαχικές αυτές κοινότητες. Είναι γνωστό ότι οι Μετσοβίτες έμποροι διέθεταν ένα πλούσιο δίκτυο εμπορικών οίκων από τη Μασσαλία ως τη Μόσχα και από την Κωσταντινούπολη ως την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου11.
Η ανθηρή αυτή περίοδος άρχισε όμως να υποχωρεί στην εποχή του Αλή Πασά (1788 – 1822), εξαιτίας της βαριάς φορολογίας και της βιαιότητας με την οποία ασκούσε την εξουσία του ο Τουρκαλβανός εκείνος ηγέτης. Αλλά και μετά το θάνατό του, στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, ολόκληρη η περιοχή ταραζόταν από σφαγές και λεηλασίες, ώστε πολλοί κάτοικοί της αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν. Μετά την Επανάσταση, παρά τις προσπάθειες του Καποδίστρια αλλά και τα αγωνιώδη αιτήματα των ίδιων των κατοίκων, η Ήπειρος δεν κατέστη δυνατόν να ενσωματωθεί στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, εξαιτίας της αντίδρασης των Άγγλων12. Αντίθετα, έμελλε να εισέλθει σε μια νέα περίοδο επαναστατικού αναβρασμού, εξαιτίας της ανεξέλεγκτης σχεδόν δράσης των αλβανικών ανταρτικών συμμοριών εναντίον Τούρκων και Ελλήνων, της βιαιοπραγίας των τουρκικών στρατευμάτων, αλλά και της συμπεριφοράς ελληνικών ληστρικών σωμάτων που επίσης λυμαίνονταν την περιοχή13. Αυτή η κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα την αναγκαστική μετοίκηση πολλών Ελλήνων προς το ελεύθερο ελληνικό κράτος, αλλά και προς τη Μακεδονία και τη Θράκη. Κάποιοι όμως από αυτούς επέστρεψαν λίγο αργότερα στην Ήπειρο απογοητευμένοι από την κατάσταση που επικρατούσε εκεί, ενώ αναγκάστηκαν να φύγουν και πάλι μαζικά για την Ελλάδα τις παραμονές του Κριμαϊκού Πολέμου (1853 – 1856), από το φόβο των τουρκικών αντιποίνων14. Την περίοδο λοιπόν που περιηγείται ο Καραμίχου τη Στερεά Ελλάδα, δηλαδή τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1833, η κατάσταση στην Ήπειρο ήταν ακόμη τεταμένη, παρά τις προσπάθειες του Ρεσίτ πασά να επαναφέρει την τάξη. Φαίνεται έτσι να δικαιολογείται πλήρως η αποστολή του, εφόσον μάλιστα δυο χρόνια πριν, το 1831, μαρτυρείται ότι ελληνικά ληστρικά σώματα αυτή τη φορά είχαν σπείρει την καταστροφή και στην ίδια τη Μηλέα Μετσόβου, με αποτέλεσμα τη μετοικεσία των κατοίκων της15.
Το 1834 ο Καραμίχου τυπώνει στο Ναύπλιο αυτό το «Απόσπασμα» της περιήγησής του, όπως το επιγράφει, χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε ακόμη από ποιο βιβλίο έχει αποσπασθεί, έχοντας όμως ήδη εξασφαλίσει από τις ελληνικές αρχές την άδεια συνοικισμού των συμπατριωτών του16. Το φυλλάδιο αυτό αποτελείται από δυο κεφάλαια, το 3ο και το 4ο, με εννέα και πέντε σελίδες αντίστοιχα, σύμφωνα με την αρίθμηση των κεφαλαίων του βιβλίου στο οποίο φαίνεται ότι ανήκε, αν και η σελιδαρίθμηση είναι συνεχής από το 1 ως το 16. Η περιγραφή που κάνει είναι λεπτομερής και οι πληροφορίες που παρέχει στους αναγνώστες του επαρκείς, έτσι ώστε να συγκροτηθεί μια πλήρης εικόνα της ευρύτερης περιοχής. Χαρακτηριστική μάλιστα είναι η παράθεση ενός υπερβολικού πλήθους τοπωνυμίων, μια ενέργεια που γεμίζει το σημερινό αναγνώστη με απορία για τη χρησιμότητά της, εφόσον αφορά μια περιοχή που θα έπρεπε να είναι μάλλον άγνωστη στην πλειοψηφία των αναγνωστών του Καραμίχου. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το κάνει για να προξενήσει εντονότερη εντύπωση, μια υπόθεση που ίσως επαληθεύεται και από τη συνεχή προσαγόρευση του σχεδόν εγκαταλειμμένου τότε χωριού ως «πόλης», ενώ μαρτυρεί ότι σε αυτό ζούσαν τότε δέκα μόνο οικογένειες, σε αντίθεση με την τελευταία προεπαναστατική περίοδο, κατά την οποία κατοικούσαν ογδόντα οικογένειες Τούρκων και ανάλογος αριθμός Ελλήνων17. Αυτή η αναφορά στον πραγματικά λιγοστό πληθυσμό του χωριού είχε όμως μεγάλη σημασία, εφόσον αποτελούσε ένα επιπλέον κίνητρο για τη σχεδιαζόμενη μετοικεσία, σε μια περίοδο, που, όπως θα δούμε, οι συγκρούσεις των ντόπιων και των επήλυδων βρίσκονταν σε έξαρση. Μάλιστα, με την ίδια πιθανόν λογική, θα σημειώσει με έμφαση ότι όλη εκείνη η επαρχία «μόλις περιέχει οικογενείας εκατόν εξήκοντα». Θα περιγράψει στη συνέχεια εκτενώς το κατ’ εξοχήν ιστορικό μνημείο του χωριού, το διάσημο φράγκικο φρούριο, στο οποίο υπήρχε μια μεγάλη άνυδρη δεξαμενή και τρία παλιά σιδερένια κανόνια. Θα αναφερθεί κατόπιν στο χείμαρρο του Αραπορέματος, καθώς και στη Βραχοράχη που άρχιζε από το φρούριο και συνεχιζόταν και πέρα από τον περίφημο τούρκικο Τεκέ, ο οποίος βρισκόταν στην άκρη τότε του χωριού, κοντά στο δρόμο που οδηγεί σήμερα προς το χωριό Άγ. Χαράλαμπος ή Λιαπάτα18. Θα επισημάνει επίσης τη θέση του «δημόσιου δρόμου», ο οποίος συνέδεε τις Θερμοπύλες με τη «Φοντάνα», μια πηγή με άφθονο νερό που κινούσε μάλιστα και μύλο. Το νερό αυτό ανάβρυζε από τη θέση «Καλόγηρος», ενώ σε απόσταση ενός τετάρτου από αυτήν βρισκόταν το χωριό «Καραβύδα», τα σημερινά Καραβίδια, στο οποίο συναντιόταν ο δημόσιος δρόμος με τον δρόμο που συνέδεε το Μόλο με τη Μενδενίτσα. Στην αναφορά του Καραμίχου σημαντική θέση κατείχε, όπως ήταν φυσικό, ο υδροφόρος ορίζοντας της περιοχής. Μαρτυρεί ότι η Μενδενίτσα δεν είχε τότε καθόλου νερό, γιατί η βρύση της πόλης είχε ξεραθεί και οι σωλήνες που το μετέφεραν είχαν καταστραφεί, ίσως λόγω των πρόσφατων πολεμικών γεγονότων. Οι λίγοι λοιπόν κάτοικοι που ζούσαν τότε στο χωριό κατέφευγαν για να πιουν και να πλυθούν στο πλούσιο και ψυχρό νερό του πηγαδιού που υπήρχε στον Τεκέ. Ο Ηπειρώτης περιηγητής θα προτείνει μάλιστα τη δαπάνη 15.000 δραχμών, με την οποία θα μπορούσαν να αποκατασταθούν οι βλάβες του δικτύου και το νερό, το οποίο προερχόταν από τη θέση «Μαυροκάτες», στη θέση ενός χωριού που δεν υπήρχε πλέον, θα μπορούσε να υδροδοτήσει και πάλι τη Μενδενίτσα. Αναφερόμενος κατόπιν στη Σουβάλα, θα σημειώσει ότι εκεί υπήρχαν δυο πηγές. Η πρώτη ονομαζόταν «Λιανολήθη», πάνω στο δρόμο που πήγαινε για τη Δρακοσπηλιά, ενώ η δεύτερη ακολουθούσε το δρόμο που οδηγούσε στις Μαυροκάτες και τη Μενδενίτσα. Πολλές άλλες μικρότερες πηγές υπήρχαν στη διαδρομή αυτή, οι οποίες όμως «έρρεαν απεριποιήτως σποράδην». Έτσι ο Καραμίχου προτείνει, με μια δαπάνη την οποία μάλιστα υπολογίζει σε 20.000 δραχμές, να συναχθεί όλο αυτό το νερό και να διευθετηθεί αναλόγως για την ύδρευση της περιοχής αλλά και την κίνηση «διαφόρων Μηχανών», ακολουθώντας μάλιστα το παράδειγμα των «παλαιών Ελλήνων», των οποίων, όπως ισχυρίζεται, οι υδραγωγοί σωλήνες σε αρκετά σημεία φαίνονταν ακόμη. Η άφθονη αυτή υδρογονία, που φαίνεται να δικαιολογεί και την, για κάποιους μελετητές, σλαβική προέλευση της λέξης Βοδονίτσα, καθιστούσε την περιοχή αληθινό παράδεισο. Ο Καραμίχου ήταν βέβαιος ότι η εγκατάσταση των συμπατριωτών του σ’ αυτήν θα στεφόταν από μεγάλη επιτυχία, εφόσον «αι θέσεις της Μενδενίτσης είναι πολλά επιφανείς και υγιεινόταται. Επειδή η γη της Μενδενίτσης είναι κερτή, εις όποιον μέρος αυτή και αν οικοδομηθεί πόλις, ευκόλως μεταφέρονται εκεί νερά πολλότατα και ψυχρότατα και θέλουν είσθαι κήποι εξαίρετοι. Είναι ξύλα πάμπολλα, χρήσιμα εις κάθε τι. Δύνανται να φυτευθώσι και άμπελοι και δένδρα διάφορα. Η γη της είναι επιτήδεια εις τους δημητριακούς καρπούς και εις την κτηνοτροφίαν. Έχει δε κυνήγια πάμπολλα, ως επί το πλείστον δε δορκάδας και ελάφους. Εις μεν τους βάλτους της έχει αγριοχοίρους, νήσσας και χήνας, εις την Λούτσαν Λίμνην ιχθύας και εγχέλεις, εις δε τας κοιλάδας της πολλοτάτας πέρδικας. Έχει και Ιχθυοτροφεία…».
Η γειτνίαση επίσης του χωριού με το Μόλο φαίνεται ότι ανέβαζε ακόμη περισσότερο την αξία της περιοχής, γιατί μαρτυρεί ότι η παραλιακή αυτή πόλη βρισκόταν σε θέση «υγιεινοτάτη» και θα μπορούσε, με κάποια επισκευή του λιμανιού της, τη δαπάνη της οποίας ο Καραμίχου υπολογίζει σε 25.000 δραχμές, να χρησιμεύσει ως επίνειο της Μενδενίτσας. Διατεινόταν μάλιστα ότι η πυκνή προσέλευση εμπόρων, «δια τα ηδονικόν και εύκρατον της θέσεως», θα καθιστούσε το Μόλο, όχι μόνο «τον εμπορικότερον όλου του Κόλπου τόπον», αλλά «την εμπορικοτέραν της Ελλάδος πόλιν».
Αλλά και οι κάτοικοι της περιοχής ήταν, σύμφωνα με τον Ηπειρώτη περιηγητή, αξιόλογοι. Έτσι, ενώ οι Μολιώτες λ.χ. περιγράφονται ως «υγιούς όψεως και καλού αναστήματος»19, «άοκνοι και αγχίνοες», αν και «παντελώς στερημένοι κατά δυστυχίαν παιδείας», οι κάτοικοι των ορεινών χωριών, συνεπώς και της Μενδενίτσας, αποδίδονται με πλουσιότερους χαρακτηρισμούς: «Οι δε κατοικούντες τα υψηλότερα μέρη έχουσι και νοητικώτερον τι. Είναι και ευπροσήγοροι, και μάλλον πιστοί και φιλόξενοι».
Η απαρίθμηση των πλεονεκτημάτων της περιοχής δε σταματούσε όμως στη χρησιμοθηρική τους μόνο όψη. Ο Μετσοβίτης απεσταλμένος, ατενίζοντας την εξαιρετική θέα από το φρούριο και κατασκοπεύοντας «τα εκπλέοντα από την Σκόπελον και τας λοιπάς Νήσους πλοία», έκρινε αναγκαίο να περιλάβει στην περιγραφή του και τις καθαρά αισθητικές πτυχές της περιοχής, προσφέροντας στους συμπατριώτες του, οι οποίοι, ως ορεσίβιοι, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με την ενατένιση του τοπίου και την ευχαρίστηση που αυτή προσφέρει, έναν ακόμη λόγο για να προστρέξουν στη συνοίκηση αυτής της «πόλης»:
«Βλέπει (τις) τον εκτεταμένον αυτόν ορίζοντα με μέγαν θαυμασμόν και μεγίστην αγαλλίασιν. Όταν δε χαμηλώση τα όμματά του εις τας κοιλάδας και κοιλαδοπεδιάδας ηδύνεται πάλιν βλέπων την ποικιλότητα και την καλλονήν της φύσεως. Εδώ ο οφθαλμός από την μεγαλοπρεπήν θέαν εκθαμβούμενος, και προτρέχων του νοός δεν του δίδει καιρόν να κρίνη, ούτε εις το μνημονικόν να ενθυμηθή, ούτε εις τον κάλαμον να περιγράψη τα ποικίλα αντικείμενα, τα οποία φαίνονται εις την μαγευτικήν αυτήν σκηνήν».
Στο μελετητή του οδοιπορικού αυτού εντύπωση προκαλεί η εξαντλητική οριοθέτηση του τοπίου από το συγγραφέα, οριοθέτηση η οποία συμπληρώνεται με την καταγραφή της πιθανότερης απόστασης μεταξύ των διαφόρων σημείων του. Ο Καραμίχου, όπως και πολλοί από τους ξένους περιηγητές εκείνη την εποχή, θα ασχοληθεί λοιπόν με τις αποστάσεις ανάμεσα στις διάφορες πόλεις της περιοχής, αποστάσεις τις οποίες φαίνεται ότι και ο ίδιος διέτρεξε, δίνοντας με τον τρόπο αυτό μια πληρέστερη εικόνα για τις οδικές συγκοινωνίες. Αυτή η εικόνα θα ήταν πολύ χρήσιμη για τους συμπατριώτες του, τους συνηθισμένους σε μετακινήσεις λόγω των ποικίλων εμπορικών συναλλαγών στις οποίες επιδίδονταν σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Έτσι, υπολογίζει ότι η Μενδενίτσα απέχει από τις Θερμοπύλες λιγότερο από δυο ώρες, έξι ώρες από τη Λαμία, τεσσερισήμισι από την Αμφίκλεια, δέκα από την Άμφισσα, δεκατρείς από τη Λειβαδιά, εικοσιμία από τη Θήβα και σχεδόν τριάντα πέντε ώρες από την Αθήνα.
Η 16σέλιδη περιγραφή του Καραμίχου θα ολοκληρωθεί με το επόμενο 4ο κεφάλαιο, σύμφωνα με την αρίθμηση του φυλλαδίου, στο οποίο κάνει αναφορά για το «Παλαιόκαστρο», το οποίο απείχε λιγότερο από μια ώρα από το χωριό «προς το δυτικοαρκτικόν μέρος» και δυο ώρες από τη Δρακοσπηλιά. Ο τόπος είχε «μνημεία αρχαιότητος πολλά», κυρίως το ερημομονάστηρο του Αγίου Ιωάννη, αλλά και μια μικρή, βαλτώδη λίμνη, την επονομαζόμενη «Λούτσα», στη θέση «Υψηλόπυργος», όπου οι ντόπιοι θεωρούσαν μάλιστα ότι παλαιότερα υπήρχε εκεί λιμάνι, εφόσον κάποτε είχε βρεθεί ένας χονδρός κρίκος στερεωμένος σε μια μεγάλη πέτρα, σημάδι ότι σε αυτήν έδεναν οι «Αρχαίοι Έλληνες» τους κάβους των καραβιών.
Το φυσιολογικό ερώτημα που εγείρεται στο μελετητή αυτού του φυλλαδίου είναι βεβαίως η ενδεχόμενη απήχηση που είχε αυτή η έκκληση του Καραμίχου στους συμπατριώτες του. Κατ’ αρχή, πρέπει να σημειώσουμε ότι στην ευρύτερη περιοχή της Φθιώτιδας υπήρχαν εγκαταστάσεις Βλάχων πολύ πριν από την Επανάσταση, ακόμη και πριν την Τουρκοκρατία20, ώστε κάποια από τα χωριά της Υπάτης και της κοιλάδας του Σπερχειού να αποκαλούνται μάλιστα «Βλαχοχώρια»21. Ο Pouqueville (1805) μας βεβαιώνει ότι ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα ομάδες Βλάχων, που τους ονομάζει «Βόιους Βλάχους», κατοικούσαν σε τρεις μεγάλες ομάδες στην Υπάτη, στο Καρπενήσι και στην Όθρη, αριθμώντας μάλιστα περίπου 11.000 ψυχές22. Στα 1807 βλαχόφωνοι από τα χωριά γύρω από την Κοσίνα εξαναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην περιοχή της Οίτης, εξαιτίας των συγκρούσεων με τον Αλή πασά, και από εκεί σκόρπισαν σε ολόκληρη την Ανατολική Στερεά Ελλάδα από την Όθρη μέχρι και την Αττική, όπου και τους συνάντησε στα 1851 ο διάσημος Γάλλος δημοσιογράφος Ε. Αμπού23. Τέλος, ανάμεσα στα 1805 και στα 1818, διωγμένοι από τον Αλή πασά, έφτασαν στα Άγραφα, στο Καρπενήσι, στην Υπάτη, στη Λαμία, αλλά και μέχρι την ίδια τη Μενδενίτσα, κάτοικοι του χωριού Ματσούκι των Ιωαννίνων24.
Αυτή η πληθωρική παρουσία του βλαχόφωνου στοιχείου στη Φθιώτιδα δε συνδέεται βέβαια με την έκκληση του Καραμίχου, καθώς είναι προγενέστερη, αλλά είναι παράδοξο ότι δεν αναφέρεται καθόλου από τον Ηπειρώτη απεσταλμένο, ως ένα επιπλέον κίνητρο για το σκοπούμενο εποικισμό. Σε κάθε περίπτωση, το φυλλάδιο του Καραμίχου, σύμφωνα με κάποιες τουλάχιστον μαρτυρίες, δε φαίνεται να συγκίνησε τους συμπατριώτες του. Έτσι, πολλούς μήνες μετά την έκδοσή του, σε αναφορά του Νομάρχη Φωκίδας και Λοκρίδας (18 Ιανουαρίου 1836) «περί των κατά τον Νομόν ενεργουμένων συνοικισμών» δε γίνεται καθόλου λόγος για την εγκατάσταση των Ηπειρωτών στην ευρύτερη περιοχή της Μενδενίτσας, γεγονός που υποχρεώνει έναν τουλάχιστον μελετητή να ισχυριστεί ότι το εγχείρημα αυτό οδηγήθηκε τελικά σε αποτυχία25. Αντίθετα, από τις αρχές του 1835, στο προσκήνιο έρχεται η διεκδίκηση της ίδιας περιοχής από τους Σαρακατσάνους της Θεσσαλίας26. Μάλιστα, με το Β.Δ. της 13/25 Αυγούστου 1835 εγκρίθηκε ο εποικισμός τους στη Βουδουνίτσα (Μενδενίτσα) της Φθιώτιδας και «εις την γειτνιάζουσαν συνοικίαν Μαχαλά (Μαβρακάτα)», ενώ με το Β.Δ. της 7/19 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου εγκρίθηκε ο εποικισμός τους σε ακατοίκητα χωριά του δήμου Μακρακώμης «επειδή ο χώρος που τους είχε παραχωρηθεί στη Βουδουνίτσα δεν ήταν επαρκής για την εγκατάστασή τους»27. Επίσης, στην αναφορά του Νομάρχη που σημειώσαμε προηγουμένως (18/1/1836) μαρτυρείται ότι στη Μενδενίτσα είχαν ήδη εγκατασταθεί 28 οικογένειες Σαρακατσάνων με 146 άτομα και στη γειτονική Νευρόπολη 119 οικογένειες με 562 άτομα28.
Παρόλα αυτά, η παρουσία βλαχόφωνων Ηπειρωτών στην ευρύτερη περιοχή της Μενδενίτσας εκείνη την περίοδο δε πρέπει να αποκλειστεί πλήρως, καθώς στα κείμενα Βλάχοι και Σαρακατσάνοι συχνά εμφανίζονται με το κοινό όνομα «βλαχοποιμένες». Κάποτε μάλιστα παρατηρείται και η σύμμειξή τους, όπως στην παραπάνω αναφορά του Νομάρχη, στην οποία οικογένειες Αρβανιτόβλαχων και Σαρακατσάνων φαίνεται να συμβιώνουν από κοινού, αλλά και να προβληματίζουν την Κυβέρνηση για την απροθυμία τους να εγκατασταθούν μόνιμα στην περιοχή29. Μέσα στα πλαίσια της αβεβαιότητας για την ταυτότητα αυτών των βλαχοποιμένων πρέπει να ενταχθεί και η σημαντικότερη μαρτυρία για την εγκατάσταση Βλάχων στη Φθιώτιδα τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, του Γάλλου σαινσιμονιστή G. Eihthal, ο οποίος περιηγήθηκε την Ανατολική Στερεά Ελλάδα από τον Νοέμβρη του 1834 μέχρι το Γενάρη του 1835. Στόχος του ήταν να εξετάσει αυτοπροσώπως την κατάσταση στη χώρα και να αποφασίσει κατά πόσο ήταν εφικτό το πρόγραμμα οικονομικής δράσης, που είχε καταστρώσει το «Γραφείο Πολιτικής Οικονομίας» μετά από πρόταση του ίδιου του Κωλέττη. Η προσδοκία των σαινσιμονιστών αυτού του Γραφείου ήταν «ο εποικισμός της Ελλάδας με ξένους κεφαλαιούχους, στους οποίους θα παραχωρούνταν κτήματα από τις εθνικές γαίες» και, στη συνέχεια, η δημιουργία πρότυπων αγροκτημάτων, στα οποία οι Ευρωπαίοι άποικοι με την ανώτερη τεχνολογία τους στη γεωργία θα βοηθούσαν σταδιακά στη συσσώρευση κεφαλαίου αλλά και στην περαιτέρω βιομηχανική παραγωγή30. Το σχέδιο βέβαια αποδείχθηκε ανεδαφικό για τις συνθήκες της εποχής. Αλλά η μαρτυρία του Γάλλου περιηγητή είναι σημαντική γιατί, ενώ διερευνά για την εγκατάσταση Ευρωπαίων αποίκων στην Ελλάδα, πιστοποιεί, αντίθετα, την παρουσία Βλάχων και Αρβανιτόβλαχων σε εκείνη την περιοχή της Φθιώτιδας. Έτσι, ο Eihthal στην εγγραφή του ημερολογίου του με ημερομηνία 8 Δεκεμβρίου 1834 αναφέρει: «Μώλος. Εξελέχθη υπό των Ηπειρωτών (προς συνοικισμόν)». Στη συνέχεια όμως, στην εγγραφή της 11ης Δεκεμβρίου, θα βεβαιώσει τα εξής: «Οι Βλάχοι διατρέφουν τους ληστάς εις τα όρη προς προφύλαξιν των ποιμνίων των. – Οι αρχιποιμένες των έχουν το προνόμιον να μην πληρώνουν τίποτε δια τα ποίμνιά των, τούτο δε είναι αιτία παραπόνων εκ μέρους των κατοίκων. Ο αριθμός των συμποσούται, εν συνόλω, εις δύο ή τρεις χιλιάδας οικογενειών, έχουν δε διακοσίας έως τριακοσίας χιλιάδας πρόβατα. Αι περί συνοικισμού προτάσεις των δεν είναι σπουδαίαι. Δι’ αυτών εξαγοράζουν μόνον τον καιρόν. Οι Αρβανιτόβλαχοι (οι και καλλίτεροι εξ αυτών) εζήτησαν να εγκατασταθούν εις Βαρδάρι, πλησίον της Βουδουνίτσας, ήρχισαν δε και την οικοδομήν εκκλησίας εκεί, αλλά την διέκοψαν άμα λαβόντες την ζητηθείσαν άδειαν συνοικισμού. Αδύνατον να μεταβάλη τις αυτούς εις γεωργούς, αλλ’ ίσως δύνανται να γίνουν βιομήχανοι ή έμποροι. Προ τούτου όμως ανάγκη να απομονωθούν χωριζόμενοι».
Η αναφορά αυτή του Eihthal για τους «Βλάχους» και τους «Αρβανιτόβλαχους» δημιουργεί ερωτηματικά, ειδικά όταν σε αυτήν ένας μελετητής «διαβάζει» την προσηγορία «Βλάχοι» αποκλειστικά ως «Σαρακατσάνοι»31, ενώ ο Γάλλος σαινσιμονιστής δεν το ξεκαθαρίζει. Αλλά εκτός από τη μαρτυρία του Eihthal, μια άλλη, μεταγενέστερη, αναφορά υπογραμμίζει την παρουσία 50 περίπου οικογενειών Κουτσόβλαχων στην Ανθήλη, κατά το χρονικό διάστημα 1833 – 1848, οι οποίοι δούλευαν στο αγορασμένο από τους Τούρκους (1833) τσιφλίκι της οικογένειας των Τζαλλαίων. Οι Τζαλλαίοι ήταν βλαχόφωνοι και κατάγονταν από την Κορυτσά, αλλά διέμεναν στη Βιέννη, και, σύμφωνα με την προφορική παράδοση της περιοχής, ένας από τους λόγους της εργασίας των Κουτσόβλαχων στο τσιφλίκι τους ήταν και η κοινή γλώσσα των ιδιοκτητών και των κολλήγων τους32. Αυτές μάλιστα οι οικογένειες είχαν προηγουμένως προσπαθήσει να δημιουργήσουν ένα μόνιμο οικισμό στην τοποθεσία Βαρδάρι, κοντά στη Μενδενίτσα (και εδώ οι Κουτσόβλαχοι φαίνεται να ταυτίζονται με τους Αρβανιτόβλαχους της προηγούμενης αναφοράς του Eihthal), ενώ διατηρούσαν και ένα θερινό οικισμό στη θέση Λιαθίτσα, κοντά στο μοναστήρι της Δαμάστας. Τέλος, μεμονωμένες ομάδες Κουτσόβλαχων διασκορπίστηκαν στα χωριά Μενδενίτσα, Μόλος και Έξαρχος. Παρά τη διασπορά αυτών των οικογενειών, φαίνεται πώς άργησαν πολύ να ενσωματωθούν πλήρως στην τοπική κοινωνία, εξαιτίας της διαφορετικής γλώσσας και των συχνών προστριβών με τους ντόπιους για τις αγροτικές ζημιές. Έτσι, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα δεν επέτρεπαν τις επιμειξίες, ούτε συμμετείχαν σε θρησκευτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως λ.χ. στο πανηγύρι του Αγίου Νικολάου του εν Βουνένοις στις 9 Μαΐου33.
Σε κάθε περίπτωση, ένα στοιχείο που μαρτυρεί ο Eihthal, αλλά εύλογα αποσιωπά ο Ηπειρώτης απεσταλμένος, είναι οι διαμάχες μεταξύ των Βλάχων και των ντόπιων χωρικών: οι δεύτεροι ενοικίαζαν τα χωράφια τους για βοσκή στους πρώτους, σύμφωνα με το έθιμο της Τουρκοκρατίας, χωρίς να παραχωρούν πλήρως την ιδιοκτησία τους σε αυτούς, γεγονός που δε μπορούσαν να αποδεχθούν οι Βλάχοι. Από την άλλη μεριά, η φορολογία του γεωργού ήταν μεγαλύτερη από αυτήν του βοσκού και ο πλειστηριασμός της ενοικίασης των βοσκημάτων θα βοηθούσε, σύμφωνα με τον Eihthal, στην άνοδο της φορολογίας για κάθε πρόβατο ή αίγα από 12 σε 50 ή 70 λεπτά. Ως λύση αυτής της διαμάχης ο Eihthal προτείνει να υποχρεωθούν οι Βλάχοι να εγγραφούν σε κάποιο δήμο, παρά τις διαμαρτυρίες τους, εφόσον η παραμονή τους στην Ελλάδα τους δίνει τόσα πολλά πλεονεκτήματα «ώστε δεν υπάρχει φόβος μη επιστρέψουν στην Τουρκία»34.
Σε άλλη περίπτωση, ο Γάλλος περιηγητής θα σημειώσει ότι οι διαμάχες μεταξύ ντόπιων χωρικών – γεωργών και των νομάδων Βλάχων – βοσκών αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγήν και για το σχεδιαζόμενο ευρωπαϊκό αποικισμό: «Οι χωρικοί δεν ανέχονται πλησίον αυτών ξένους, έστω και Έλληνας μη εντοπίους. Μηχανώνται τα πάντα για να τους διώξουν»35. Έτσι, προβλέπει ότι οι προσδοκίες των σαινσιμονιστών θα είναι ανέφικτες. Βασικός όμως λόγος είναι και η φυλετική δυσανεξία, όπως φαίνεται τουλάχιστον να ομολογεί ένας εκ των Ελλήνων συνομιλητών του Eihthal: «Οι άποικοι θα εξοντωθούν υπό των εγχωρίων, μη θελόντων να παραδεχθούν ότι η γη επί της οποίας εγεννήθησαν, δύναται να φέρη και άλλους ανθρώπους εκτός αυτών». Άλλος βασικός λόγος είναι επίσης η θρησκευτική δυσανεξία. Οι ντόπιοι δεν μπορούν να δεχθούν «ότι άνθρωποι μη τηρούντες την σαρακοστήν δεν είναι Τούρκοι»36. Έτσι, θα αποφανθεί τελικά ότι «δύσκολος η σύστασις ξένων αποικισμών εν Ελλάδι. Οι Έλληνες δεν αγαπούν τους ξένους. Οι εγχώριοι θ’ αποφεύγουν πάσαν επικοινωνίαν μετά των χωρίων των αποίκων. Μέγα δε πρόσκομμα και η θρησκεία· ο ξένος κρεωφαγεί. Τούτο είναι ως να έλεγον, είναι Ιουδαίος, Μωαμεθανός, άπιστος. Επιγαμίαι δεν θα γίνονται»37.
Ολοκληρώνοντας αυτήν την σύντομη, αν και ατελή, διερεύνηση του ζητήματος της εγκατάστασης ελληνόφωνων/βλαχόφωνων Ηπειρωτών στη Φθιώτιδα, θεωρούμε αναγκαίο αλλά και ενδιαφέρον να συνδυαστούν οι μαρτυρίες κυρίως του Eihthal με ένα φαινόμενο που τέμνει εγκάρσια την προοπτική αυτής της μετοικεσίας, και για το οποίο δεν κάνει επίσης καμιά μνεία ο Καραμίχου: το φαινόμενο της ληστείας. Οι Βλάχοι, είτε είχαν αποκλειστεί στις επαναστατημένες περιοχές της Φθιώτιδας κατά τη διάρκεια της Επανάστασης είτε μετοίκησαν σε αυτές μετά το τέλος της, είναι γεγονός ότι έγιναν συχνά αντικείμενα εκμετάλλευσης, εκούσια ή ακούσια, από τις ληστοσυμμορίες (1834 κ. εξ.) που κυριολεκτικά λυμαίνονταν την περιοχή. Αυτές οι συμμορίες προέρχονταν κυρίως «εκ του Οθωμανικού», καθώς τότε η περιοχή της Φθιώτιδας βρισκόταν στα σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας. Τα σύνορα αυτά βέβαια ήταν εξαιρετικά πορώδη, παρά τις συνεχείς προσπάθειες της βαυαρικής Αντιβασιλείας και του Όθωνα να ελέγξουν την κατάσταση με τα τάγματα της χωροφυλακής (1833), της «δημοτικής αστυνομίας» (1836), της εθνοφυλακής (1838) και της οροφυλακής (1838). Ονομαστοί ληστές, όπως ο Γιαταγάνας, ο Καλαμάτας, ο Πεσλής, ο Ντόβας, οι Μαλισοβαίοι, ο Ρουπακιάς, σε συνεργασία με τους Τούρκους δερβεναγάδες, μπαινόβγαιναν σχεδόν ανενόχλητοι στα σύνορα, ενώ συχνά διώκτες και διωκόμενοι εναλλάσσονταν, μέσα στην ιδιάζουσα ρευστότητα της εποχής. Αυτοί οι ληστές, όπως μαρτυρεί και ο Eihthal, έβρισκαν καταφύγιο και τροφή στους Βλάχους νομάδες, με τους οποίους κρατούσαν πάντοτε μια σχέση καταναγκαστικής ή εθελούσιας συνεργασίας. Η προσκόλληση των νομάδων στους ληστές ενισχυόταν και από τη βάναυση συμπεριφορά των διωκτικών αποσπασμάτων απέναντί τους, στην προσπάθειά τους να τους αναγκάσουν να προδώσουν τους διωκόμενους38. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι προτάσεις των επικεφαλής αυτών των αποσπασμάτων περιλάμβαναν οπωσδήποτε τον υποχρεωτικό συνοικισμό των Βλάχων, έτσι ώστε να εξαλειφθούν μια για πάντα τα ορεινά καταφύγια των ληστών39. Μέσα στα πλαίσια αυτά, φαίνεται λοιπόν ότι και η έκκληση του Καραμίχου για «συνοικισμό» των συμπατριωτών του στην περιοχή της Μενδενίτσας υπηρετούσε συνειδητά την επίσημη θέση του ελληνικού κράτους. Ο Ηπειρώτης απεσταλμένος, ο οποίος είχε αγωνιστεί στην Ελληνική Επανάσταση, αλλά και είχε χρηματίσει σε διοικητικές θέσεις κατά τη διάρκειά της, επιθυμούσε την εύτακτη μετοικεσία των Ηπειρωτών και την κανονική ένταξή τους στη νεοελληνική κοινωνία, βέβαιες προϋποθέσεις προόδου και ευημερίας που προσέκρουαν όμως σε μια αληθινά δύσκολη συγκυρία.
Οπωσδήποτε, το ζήτημα της εγκατάστασης των Ηπειρωτών στη μετεπαναστατική Φθιώτιδα χρειάζεται μεγαλύτερη εξέταση. Το δεκαεξασέλιδο οδοιπορικό του Αναστασίου Ι. Καραμίχου αποτέλεσε μόνο την αφορμή γι’ αυτή τη μελέτη, μια επιπλέον μαρτυρία για την ιστορική τοπογραφία της περιοχής σε μια κρίσιμη περίοδο για την πορεία του ενδοελλαδικού και εξωελλαδικού Ελληνισμού, αναδεικνύοντας, για άλλη μια φορά, την ακαταμάχητη ρευστότητα της εποχής ως τη μόνη πραγματικότητα στην οποία ο μελετητής οφείλει να καταθέτει, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, τα διαπιστευτήριά του...
Μετακινήσεις Ηπειρωτών στη μετεπαναστατική Φθιώτιδα: Ένα περιηγητικό κείμενο του Μετσοβίτη Αναστασίου Ι. Καραμίχου (1834)
Σμυρναίος Αντώνιος
Λέκτορας Νεοελ. Ιστορίας & Διδακτικής της Ιστορίας Παν. Θεσσαλίας
Πρακτικά 5ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΦΘΙΩΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ (Ιστορία - Αρχαιολογία - Λαογραφία), 16, 17 και 18 Aπριλίου 2010, ΛΑΜΙΑ 2013
1. Ο Τιρς λ.χ. θεωρεί ότι η απελευθερωμένη πλέον Ελλάδα θα μπορούσε να θρέψει «μέχρι 500.000 οικογένειες κολλήγων» και προτείνει συγκεκριμένα μέτρα που πρέπει να λάβει η βαυαρική διακυβέρνηση για την προσέλκυση αυτών των προσφύγων. Φρειδερίκου Τιρς, Η Ελλάδα του Καποδίστρια, μετ. Α. Σπήλιου, τόμ. Β΄, εκδ. Αφών Τολίδη, σ.10 κ. εξ.
2. Οι πρόσφυγες αυτοί είχαν ήδη πλημμυρίσει την εξεγερμένη Ελλάδα πιεζόμενοι από τους Τούρκους, ενώ οι φροντίδες γι’ αυτούς από τις επαναστατικές κυβερνήσεις, εξαιτίας «της ανωμάλου εν Ελλάδι εσωτερικής καταστάσεως ως και των αντιδράσεων των εγχωρίων πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων», ήταν «εν γένει ασύντακτοι και ασυστηματοποίητοι» μέχρι τον ερχομό του Καποδίστρια. Αλλά και οι ενέργειες του πρώτου αυτού Κυβερνήτη του κράτους προσέκρουσαν στην έλλειψη χρημάτων, αλλά και στην αντίδραση και πάλι των ντόπιων κάτω από την καθοδήγηση της αγροτικής ολιγαρχίας τους. Βλ. Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Πρόσφυγες και Προσφυγικό Ζήτημα κατά την Επανάσταση του 1821, εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 103, 109, 107 – 132.
3. Βλ. Γεωργίου Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετ. Αλίκης Γεωργούλη, τόμ. Β΄, εκδ. Α/φών Τολίδη, Αθήνα 1973, σ. 284. Επίσης, G. Eihthal, Οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα μετά το 1821, μετ. Δημ. Βικέλα, 3η έκδοση, εκδ. Μπάυρον, Αθήνα, χ.χ., σ.σ. 41 – 44, αλλά και Α. Βακαλόπουλου, ό.π., σ.σ. 116 – 118. Στο θέμα του εποικισμού θα αναφερθεί και ο G. Maurer, επιρρίπτοντας μάλιστα ευθύνες στον Armansperg για τη μη ολοκλήρωσή του. Βλ. Γκεόργκ Λούντβιχ Μάουρερ, Ο Ελληνικός Λαός, μετ. Όλγας Ρομπάκη, εκδ. Αφών Τολίδη, Αθήνα 1976, σ. 482 – 484. Ακόμη, μέσα στα πλαίσια της προσπάθειας εκπροτεσταντισμού της Ελλάδας, την οποία είχαν αναλάβει αγγλικές και αμερικανικές ιεραποστολικές εταιρείες την ίδια εκείνη εποχή, ο Άγγλος ιεραπόστολος της London Missionary Society S.S. Wilson είχε προτείνει την εγκατάσταση στην Ελλάδα μιας «ιεραποστολικής αποικίας», «από ευσεβείς καλλιεργητές της γης… και λίγους τεχνίτες», μαζί με τις οικογένειές τους, προβλέποντας ότι με τον τρόπο αυτό σε λίγα χρόνια θα είχαν δημιουργηθεί τα θεμέλια για μια προτεσταντική Ελλάδα. Βλ. S.S. Wilson, A Narrative of The Greek Mission; or Sixteen Years in Malta and Greece, London 1839, σσ. 584-596. Τέλος, στα 1842, ο Βαυαρός πρόξενος στην Αθήνα F. Strong, συνιστώντας κι αυτός θερμά τον αποικισμό της Ελλάδας από Ευρωπαίους, θα υπολογίσει ότι η Ελλάδα των 800.000 περίπου κατοίκων, απασχολώντας τότε περίπου 100.000 καλλιεργητές, θα μπορούσε να θρέψει ως πέντε εκατομμύρια εποίκους. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να προτείνει τολμηρά την …ανακοπή της μετανάστευσης των Βορειο-ευρωπαίων στην Αμερική αλλά και στην Αυστραλία, εφόσον το κλίμα στην Ελλάδα είναι καλύτερο, η εκχέρσωση των εδαφών ευχερέστερη και οι τελωνειακές διευκολύνσεις της ελληνικής κυβέρνησης ελκυστικές, προσθέτοντας επίσης την ανοχή των θρησκευτικών πεποιθήσεων που υπάρχει στη χώρα. Βλ. Frederick Strong, Greece as a Kingdom; or, A statistical description of that country, from the arrival of King Otto in 1833 down to the present time, London 1842, σσ. 164 – 166.
4. Βλ. Δημ. Θ. Νάτσιου, “Ανέκδοτο Χειρόγραφο Κώδικα της Λαμίας περί Ελληνικής Ιθαγένειας (1850 – 1859)”, Φθιωτικά Χρονικά, τόμ. 30ός (2009), σσ. 77 – 95 και Βαρβάρα Δημ. Νάτσιου, “Εγκατάσταση Ομογενών στην Φθιώτιδα”, Φθιωτικά Χρονικά, τόμ. 30ός (2009), σσ. 59 – 75. Μια άλλη μαρτυρία θα μπορούσε να προέλθει από τον Κατάλογο των μαθητών του Ελληνικού Β. Σχολείου Λαμίας του έτους 1835, στον οποίο διαπιστώνουμε ότι ο αριθμός των μαθητών που κατάγονταν από την Ήπειρο (11) συναγωνίζεται τον αριθμό των μαθητών που κατάγονταν από την ίδια τη Φθιώτιδα (14). Αντίθετα, το 1839, σε σύνολο 79 μαθητών, μόλις 5 φαίνονται να κατάγονται από την Ήπειρο, μια αριθμητική πτώση που αναζητά την εξήγησή της. Βλ. Κώστα Ι. Ζήση, ‘Συμβολή στην Ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης: Οι απαρχές του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (Καποδιστριακή και Οθωνική περίοδος). Τα σχολεία της Φθιώτιδας’, Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, Λαμία 3 – 4 Νοεμβρίου 2001, σσ. 154 – 172.
5. Απόσπασμα εκ της κατά την Ανατολικήν και Δυτικήν Ελλάδα περιηγήσεως του κυρίου Αναστασίου Ιωάννου Καραμίχου του εκ Μηλέας Μετσόβου, διαλαμβάνων την περιγραφήν της Μεδινίτσης, Εν Ναυπλίω, εκ της τυπογραφίας Θ. Κονταξή και Ν. Λουκάκη, 1834.
6. Kωνσταντίνου Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Βορείου Ελληνισμού: Ήπειρος, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 212. Ο Αναστάσιος, «παθών πολλά και πράξας υπέρ του έθνους», κατοικούσε στη Βιέννη με τον πατέρα του Ιωάννη και τον αδελφό του Ζήνωνα Ισαυρίδη, ενώ δυο άλλοι αδελφοί του, ο Μιχαήλ Ισαυρίδης («εν ιατροίς άριστος») και ο Στέργιος ήταν εγκατεστημένοι στη Μόσχα, «συνεργήσαντες πολλά κατ’ αυτούς υπέρ του έθνους και μακράν όντες». Ο Ζήνων είχε σπουδάσει μάλιστα στην ονομαστή Σχολή των Μηλεών του Πηλίου. Τα δυο αδέλφια αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης κατέβηκαν στην Ελλάδα και έλαβαν μέρος (ο Ζήνων μάλιστα ως χιλίαρχος) στις μάχες του Βαλτετσίου, της Τρίπολης, του Πέτα, των Σαλώνων, του Μεσολογγίου, και, τέλος, στη μάχη του Φαλήρου, όπου ο Ζήνων «έπεσεν ηρωϊκώς ολίγας ώρας μετά τον θανάσιμον τραυματισμόν του στρατάρχου της Ρούμελης Γεωργίου Καραϊσκάκη» (24 Απριλίου 1827). Στο Ζήνωνα αφιέρωσε μάλιστα ένα μεγάλο ποίημα ο Ν. Κυριακίδης, με τίτλο Ποιημάτιον Χίος Τραγωδός, ποιηθέν παρά Ν. Κυριακίδου, εις την νυν των Ελλήνων διάλεκτον. Εν Ναυπλίας 1831, εκ της Τυπογραφίας Εμμ. Αντωνιάδου, από το οποίο συλλέξαμε και αυτές τις πληροφορίες για την οικογένεια του Καραμίχου. Ό.π., σσ. στ΄- θ΄. Βλ. επίσης, Μιχάλη Δ. Μαγειρία, Αμέρου: Ένας αιώνας κοινωνικής και κοινοτικής ζωής – Φωτογραφικό οδοιπορικό, εκδ. Εγνατία Ηπείρου, Ιωάννινα 2009, σσ. 14 – 18. (Από τη θέση αυτή ευχαριστούμε πολύ τον κ. Μιχ. Μαγειρία για τις πληροφορίες που μας παρείχε).
7. «Δεκαοκτώ ήδη μήνας διατρίψας εις την Ήπειρον και Θεσσαλίαν, επροδιάθεσα τα πνεύματα των κατοίκων και έβαλα συστηματικώς τας βάσεις μιας γενικής επαναστάσεως κατά των τυράννων, ευθύς όταν ήθελε δοθή η καλή περίστασις». Βλ. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, μέχρι της εγκαταστάσεως της Βασιλείας, Εν Αθήναις 1857, τόμ Α΄, σσ. 228 – 229. Επίσης βλ. τη μνεία αυτού του Υπομνήματος στην επιστολή του Αθ. Ψαλίδα προς το Μαυροκορδάτο στις 10 Ιουλίου 1822, από την Κέρκυρα, στην οποία φαίνεται ότι το είχε γράψει ο Ψαλίδας και το έστειλε στο Μαυροκορδάτο «με το μέσον του φιλογενούς Λασπά και Καραμίχα». Βλ. Ακαδημία Αθηνών, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, τόμ. Ε΄, τεύχος Ι, Ιστορικόν Αρχείον Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, Εν Αθήναις 1963, έγγρ. 205 (ΣΔΚ, Φ. 18, αρ. 1108), σσ. 269 – 272.
8. Κ. Βακαλόπουλου, ό.π., σσ. 231-241.
9. Μαγειρίας, ό.π., σ. 18.
10. Βλ. τη δισέλιδη επιστολή από τη Βρόστιανη του Αναστασίου Ιω. Καραμίχου, επάρχου Βενετικού, στον Ι. Κωλέττη που βρισκόταν τότε στο Ναύπλιο (25 Σεπτ. 1825), στην οποία ζητά τρόφιμα για τους στρατιώτες της επαρχίας του, καθώς και χρήματα για να εξοφλήσει ένα χρέος του. Βλ. Ακαδημία Αθηνών, Αρχειακή Συλλογή ΚΕΙΝΕ, Αρχείο Κωλέττη, Αρχείο Ιωάννη Κωλέττη (Τμήμα Ιδρύματος Τοσίτσα), 015~ 0428.
11. Κ. Βακαλόπουλου, ό.π., σ. 394.
12. Ό.π., σ. 429-433.
13. Ό.π., σ. 442-444.
14. Ό.π., σ. 447-448.
15. Σ. Ι. Πουρναράς, Η Βλαχομηλιά της Πίνδου, Αμέρου, Έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Μηλιάς, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 59 – 60.
16. Βλ. Θ. Δηλιγιάννης – Γ. Ζηνόπουλος, Ελληνική Νομοθεσία από του 1833 μέχρι του 1860, τ. Ε΄, Εν Αθήναις 1861, σ. 328, σημείωση. Το αίτημα για τον εποικισμό Ηπειρωτών στην περιοχή της Μενδενίτσας είχε τεθεί με επιστολή τους στον Όθωνα στις 31 Ιανουαρίου 1834, ενώ η Αντιβασιλεία απάντησε θετικά με Β.Δ. της 19ης – 1ης Μαΐου 1834, στο οποίο τους καλούσε να διαλέξουν την ακριβή τοποθεσία εγκατάστασης, καθώςκαι να ορίσουν πληρεξούσιους για να συνεννοούνται με τις ελληνικές αρχές. Ο πληρεξούσιος των Ηπειρωτών ήταν ακριβώς ο Αναστάσιος Καραμίχου. Βλ. Κωνσταντίνος Α. Κωσταβασίλης, Εγκαταστάσεις Ηπειρωτών και Θεσσαλών προσφύγων στο ελεύθερο κράτος 1832 – 1862, διδ. διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας, Τομέας Ιστορίας Νεωτέρων Χρόνων, Ιωάννινα 2002, σσ. 66 – 68.
17. Τα στοιχεία που έχουμε για τον πληθυσμό της Μενδενίτσας πριν την Επανάσταση είναι τα εξής: Στα 1668, ο μουσουλμάνος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπί μαρτυρεί ότι στη Μενδενίτσα υπήρχαν πάνω από 100 σπίτια Τούρκων και 150 σπίτια χριστιανών. Εβλιά Τσελεμπί, Ταξίδι στην Ελλάδα, έρευνα – λογοτεχνική απόδοση Νίκου Χειλαδάκη, εκδ, Εκάτη, σ. 139. Αργότερα (1805), ο William Leake θα αναφέρει ότι στη Μενδενίτσα κατοικούσαν 115 ελληνικές και 50 τουρκικές οικογένειες, ενώ ο Πουκεβίλ θα σημειώσει χωρίς διάκριση θρησκεύματος τη διαμονή 400 οικογενειών στο χωριό, μαζί με άλλες 10 που έμεναν στο Μπεζεστένι της Μενδενίτσας. Βλ. Δημ. Π. Αδάμ, Λοκρικά: Περιβοάγρια – Επικνημίδια, Λαμία 2001, σ. 173, 169. Λίγα χρόνια αργότερα, ο λόγιος Αργύρης Φιλιππίδης, από τις Μηλιές του Πηλίου, στο βιβλίο του Μερική Γεωγραφία που εκδόθηκε το 1815, θα μαρτυρήσει ότι το χωριό είχε πάνω από 200 σπίτια Οθωμανών και έξω από αυτό υπήρχαν περίπου 15 σπίτια χριστιανών που δούλευαν τη γη. Βλ. Χρήστου Χειμώνα, “Η Φθιώτιδα κατά τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνα”, Φθιωτικά Χρονικά, τόμ. Β΄(1981), σ. 175 και Θ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα έργα του Αργύρη Φιλιππίδη. Μερική Γεωγραφία - Βιβλίον Ηθικόν, πρόλογος-επιμέλεια Φιλ. Βιτάλης, Αθήνα 1978. Επίσης ο Μωραΐτης υπολογίζει σε 40 τις οικογένειες των χριστιανών και σε 70 των Τούρκων που κατοικούσαν στο χωριό πριν την Επανάσταση, συνολικά 600 άτομα. Βλ. Γ. Μωραΐτη, Το κάστρο των Θερμοπυλών – Βοδονίτσα, εκδ. Αντιπαράλληλα, 2η έκδοση, χ.τ., 1980, σ. 103. Τέλος, από τα αρχεία των αγωνιστών της Επανάστασης συνάγεται ότι συμμετείχαν σε αυτήν 60 άνδρες από τη Μενδενίτσα. Βλ. Αδάμ, ό.π., σσ. 343 – 349.
18. Ο τεκές αυτός ήταν μοναστήρι δερβίσηδων και καταστράφηκε, ενώ οι τρόφιμοί του θανατώθηκαν, μετά τη λύση της πολιορκίας της Μενδενίτσας από το Δυοβουνιώτη (13 Απριλίου 1821), κατά τραγική παραβίαση της συμφωνίας που είχε συναφθεί μεταξύ του ηγουμένου και των επαναστατών. Ο Ι. Φιλήμων θα αναφερθεί με δυσαρέσκεια στο γεγονός αυτό (Ι. Φιλήμονος, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1860, τόμ. Γ΄, σελ. 89), επειδή ήταν διάχυτη η φήμη της αγαθότητας και της πλούσιας φιλοξενίας που πρόσφεραν οι δερβίσηδες σε Έλληνες και Τούρκους πριν από την Επανάσταση. Ο Εβλιά Τσελεμπί, που επισκέφθηκε το χωριό το 1668, θα αναφερθεί εκτενώς σε αυτό το μοναστήρι και στην ευεργετική συμπεριφορά των μοναχών του. Βλ. Τσελεμπί, ό.π., σ. 141. Αλλά και ο Φιλιππίδης, διασταυρώνοντας τις πληροφορίες του, θα εκθειάσει τη φιλανθρωπία τους και θα ευχηθεί μάλιστα να ακολουθούσαν το παράδειγμά τους ακόμη και οι Ορθόδοξοι μοναχοί της εποχής του. Βλ. Χειμώνα, ό.π. σ. 175.
19. Η πλήρης ωραιοποίηση του τόπου από τον Καραμίχο έρχεται σε αντίθεση με άλλες πηγές, όπως αυτή του Φιλιππίδη, ο οποίος 18 χρόνια πριν, στα 1815, θα περιγράψει τους Μολιώτες ως «δουλευταράδες» αλλά «τυραγνισμένους», επιλέγοντας ότι «Τη αληθεία αυτού δεν βλέπεις ένα άνθρωπον με καλήν όψιν, όλοι κίτρινοι», πιθανώς από την ελονοσία. Χειμώνα, ό.π., σ. 175.
20. Βλ. λ.χ. τη μνεία του Εβραίου περιηγητή Βενιαμίν εκ Τουδέλας για τους Βλάχους της Φθιώτιδας στα 1159, στο: Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμος Α΄, Αθήνα 1972, σελ. 223.
21. Βλ. Αχιλλέως Γ. Λαζάρου, “Βενιαμίν ο εκ Τουδέλας και η Φθιωτική Βλαχία”, Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Φθιωτικών Ερευνών, Λουτρά Υπάτης (27-29 Απριλίου 1990), σ. 151.
22. F. Pouqueville, Ταξίδι στην Ελλάδα, Στερεά Ελλάδα, Αττική, Κορινθία, μετ. Νίκη Μολφέτα, εκδ. Αφών Τολίδη, Αθήνα 1995, σσ. 349 – 350.
23. Ό.π., σσ. 32 – 33 και Edmont About, Η Ελλάδα του Όθωνα: Η σύγχρονη Ελλάδα, 1854, μετ. Α. Σπήλιου, εκδ. Αφών Τολίδη, Αθήνα, χ.χ., σσ. 69 – 70, 114.
24. Γ.Δ. Καλούσιος, Το Ματσούκι Ιωαννίνων, Α΄ Ιστορικά, Ματσούκι – Τρίκαλα, 1994, σσ. 44 – 49.
25. Κωσταβασίλη, ό.π., σσ. 67 – 68 και 128.
26. Η περιοχή των Θερμοπυλών και της Μενδενίτσας είχε ήδη προταθεί από τον Γερμανό φιλέλληνα Frédéric Thiersch προς εγκατάσταση των κατοίκων του Ολύμπου «για να θεμελιώσουν μια Θεσσαλούπολη», όπως έγραφε χαρακτηριστικά. Σημείωνε μάλιστα ότι η περιοχή αυτή, μαζί με το Βραχώρι, το οποίο είχε επίσης προτείνει για την εγκατάσταση των Σουλιωτών, ήταν «εντελώς έρημες, αλλά παρέχουν πολύ μεγάλους πόρους ως προς το έδαφος και τη θέση τους». Τιρς, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 258. Βλ. επίσης, Α. Βακαλόπουλου, Πρόσφυγες…, ό.π., σσ. 154 – 155.
27. Κωσταβασίλη, ό.π., σσ. 75 – 76 και 140 – 141.
28. Ό.π., σ. 142. Συνολικά, στο νομό Φθιώτιδας, ως τις 18 Ιανουαρίου 1836, είχαν εγκατασταθεί 440 οικογένειες Σαρακατσάνων με 2.398 άτομα.
29. Ό.π., σσ. 142 – 143.
30. G. Eihthal, Οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα μετά το 1821, μετ. Δημ. Βικέλα, 3η έκδοση, εκδ. Μπάυρον, Αθήνα, χ.χ., σσ. 10 – 13.
31. Κωσταβασίλης, ό.π., σ. 76.
32. Το συμβόλαιο πώλησης αναφέρει ως αγοραστές τους Χρήστο και Ηλία Ιωάννου Τζάλλε και Παντελή και Κωνσταντίνο Π. Τζάλλε και η τιμή αγοράς ήταν 100.000 γρόσια. Βλ. Κώστα Αθ. Ζησόπουλου, Ντοπολαλιές και Τοπωνύμια Ανθήλης Φθιώτιδας, Λάρισα 1987, σ. 16, 24. Τα τσιφλίκια της Ανθήλης (Εμίρμπεη) ανήκαν στους Τούρκους Τεφίκ Μπέη, Ιζέτ Μπέη και Μουσταφά Μπέη. Με την πώλησή τους στους Έλληνες τα 2/3 αυτών των τσιφλικιών (των Ιζέτ και Μουσταφά μπέηδων) αγοράστηκαν από τον Γ. Μωραΐτη έναντι 97.000 γροσίων, ενώ για το υπόλοιπο 1/3 δεν αναφέρεται αγοραστής. Πιθανόν να πρόκειται για το τσιφλίκι του Τεφίκ Μπέη, το οποίο αγόρασαν οι βλαχόφωνοι Τζαλλαίοι. Βλ. Ιωάννη Ε. Μακρή, ‘Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χωριών της επαρχίας Ζητουνίου κατά τα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια (1833 – 1840 μ.Χ. περίπου), σύμφωνα με τα πρακτικά της Μικτής Ελληνοτουρκικής Δικαστικής Επιτροπής’, Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, Λαμία 3 – 4 Νοεμβρίου 2001, σσ. 141 – 153.
33. Ζησόπουλου, ό.π., σ. 24.
34. Eihthal, ό.π., σ. 68.
35. Ό.π., σ. 70.
36. Ό.π., σ. 80.
37. Ό.π., σ. 69.
38. Η ίδια αντιφατική πραγματικότητα της μετεπαναστατικής περιόδου στη Στερεά Ελλάδα μαρτυρείται και από τον Κασομούλη, αυτή τη φορά για την Ήπειρο την εποχή της Τουρκοκρατίας, όταν οι Βλαχοποιμένες, «βιασμένοι να ευχαριστούν και τους ληστάς, από αίσθημα, και τους κατα(δ)ρομείς αυτών από φόβον εξολοθρευμού, κείμενοι μεταξύ σφύρας και άκμονος», προσπαθούσαν με πολλές θυσίες να επιβιώσουν. Βλ. Νικολάου Κ. Κασομούλη, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821 – 1833), εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 2003, τόμ. Α΄, σσ. 103 – 108.
39. Σύμφωνα με τον Thomas Gordon, τον οποίο έστειλε ο Armansperg στη Στερεά τον Ιούλιο του 1835, έπρεπε υποχρεωτικά οι νομάδες να συνοικισθούν σε κοινότητες και να υπάρξει αυστηρή παρακολούθησή τους, γιατί ήταν «φυσικοί σύμμαχοι των ληστών και ορκισμένοι εχθροί τόσο της κυβερνήσεως όσο και του αγροτικού πληθυσμού». Τον «ακήρυκτο αλλά αδυσώπητο πόλεμο μεταξύ νομάδων κτηνοτρόφων και αγροτών» θα επισημάνει επίσης και ο συνοδός του Gordon, ο ιστορικός G. Finlay. Αλλά και οι Τάτσης Μαγγίνας, Αναστάσιος Λιδωρίκης, Δρόσος Μανσόλας και Αναγνώστης Μοναρχίδης, των οποίων τις απόψεις είχε ζητήσει ο Armansperg, συμφωνούσαν, εκτός των άλλων, και στον υποχρεωτικό συνοικισμό των νομάδων σε δήμους της εκλογής τους, «αφού διαλύονταν πρώτα τα διάφορα τσελιγκάτα της Στερεάς». Τέλος, παρόμοιες απόψεις εξέφρασαν και στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αρκετοί αξιωματούχοι της διοίκησης και της δικαιοσύνης. Βλ. Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Περί λύχνων αφάς: Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.), εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 32, 36, 39, 217 – 264 και Θωμά Γ. Καλοδήμου, ‘Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας: Από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (1833) ως την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα (1881)’, Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, 3, 4 και 5 Νοεμβρίου 2005, σσ. 468 – 526.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. About Edmont, Η Ελλάδα του Όθωνα: Η σύγχρονη Ελλάδα, 1854, μετ. Α. Σπήλιου, εκδ. Αφών Τολίδη, Αθήνα, χ.χ.
2. Αδάμ Δημ. Π, Λοκρικά: Περιβοάγρια – Επικνημίδια, Λαμία 2001.
3. Ακαδημία Αθηνών, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας – 13, Αρχείο Ιωάννη Κωλέττη, τόμ. Α΄, Μέρος πρώτο, Αθήνα 1996.
4. Ακαδημία Αθηνών, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, τόμ. Ε΄, τεύχος Ι, Ιστορικόν Αρχείον Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, Εν Αθήναις 1963.
5. Ακαδημία Αθηνών, Αρχειακή Συλλογή ΚΕΙΝΕ, Αρχείο Κωλέττη, Αρχείο Ιωάννη Κωλέττη (Τμήμα Ιδρύματος Τοσίτσα).
6. Απόσπασμα εκ της κατά την Ανατολικήν και Δυτικήν Ελλάδα περιηγήσεως του κυρίου Αναστασίου Ιωάννου Καραμίχου του εκ Μηλέας Μετσόβου, διαλαμβάνων την περιγραφήν της Μεδινίτσης, Εν Ναυπλίω εκ της τυπογραφίας Θ. Κονταξή και Ν. Λουκάκη, 1834.
7. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, μέχρι της εγκαταστάσεως της Βασιλείας, τόμ. Α΄, Εν Αθήναις 1857.
8. Βακαλόπουλου Απόστολου Ε., Πρόσφυγες και Προσφυγικό Ζήτημα κατά την Επανάσταση του 1821, εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 2001.
9. Βακαλόπουλου Kωνσταντίνου Α., Ιστορία του Βορείου Ελληνισμού: Ήπειρος, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992.
10. Δηλιγιάννης Θ. –Ζηνόπουλος Γ., Ελληνική Νομοθεσία από του 1833 μέχρι του 1860, τ. Ε΄, Εν Αθήναις 1861.
11. Eihthal G., Οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα μετά το 1821, μετ. Δημ. Βικέλα, 3η έκδοση, εκδ. Μπάυρον, Αθήνα,χ.χ.
12. Ζήση Κώστα Ι., ‘Συμβολή στην Ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης: Οι απαρχές του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (Καποδιστριακή και Οθωνική περίοδος). Τα σχολεία της Φθιώτιδας’, Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, Λαμία 3 – 4 Νοεμβρίου 2001, σσ. 154 – 172.
13. Ζησόπουλου Κώστα Αθ., Ντοπολαλιές και Τοπωνύμια Ανθήλης Φθιώτιδας, Λάρισα 1987.
14. Καλοδήμου Θωμά Γ., ‘Η ληστεία στην Επαρχία της Φθιώτιδας: Από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (1833) ως την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα (1881)’, Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, 3,4 και 5 Νοεμβρίου 2005, σσ. 468 – 526.
15. Καλούσιος Γ.Δ., Το Ματσούκι Ιωαννίνων, Α΄ Ιστορικά, Ματσούκι – Τρίκαλα, 1994.
16. Κασομούλη Νικολάου Κ., Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821 – 1833), τόμ. Α΄, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 2003.
17. Κολιόπουλος Ιωάννης Σ., Περί λύχνων αφάς: Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.), εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996.
18. Κυριακίδης Ν., Ποιημάτιον Χίος Τραγωδός, ποιηθέν παρά Ν. Κυριακίδου, εις την νυν των Ελλήνων διάλεκτον. Εν Ναυπλίας 1831, εκ της Τυπογραφίας Εμμ. Αντωνιάδου.
19. Κωσταβασίλης Κωνσταντίνος Α., Εγκαταστάσεις Ηπειρωτών και Θεσσαλών προσφύγων στο ελεύθερο κράτος 1832 – 1862, διδ. διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας, Τομέας Ιστορίας Νεωτέρων Χρόνων, Ιωάννινα 2002.
20. Λαζάρου Αχιλλέως Γ., ‘Βενιαμίν ο εκ Τουδέλας και η Φθιωτική Βλαχία’, Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Φθιωτικών Ερευνών, Λουτρά Υπάτης (27-29 Απριλίου 1990), σσ. 147 – 160.
21. Μαγειρία Μιχάλη Δ., Αμέρου: Ένας αιώνας κοινωνικής και κοινοτικής ζωής – Φωτογραφικό οδοιπορικό, εκδ. Εγνατία Ηπείρου, Ιωάννινα 2009.
22. Μακρή Ιωάννη Ε., ‘Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χωριών της επαρχίας Ζητουνίου κατά τα πρώτα μετεαπελευθερωτικά χρόνια (1833 – 1840 μ.Χ. περίπου), σύμφωνα με τα πρακτικά της Μικτής Ελληνοτουρκικής Δικαστικής Επιτροπής’, Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, Λαμία 3 – 4 Νοεμβρίου 2001, σσ. 141 – 153.
23. Μάουρερ Γκεόργκ Λούντβιχ, Ο Ελληνικός Λαός, μετ. Όλγας Ρομπάκη, εκδ. Αφών Τολίδη, Αθήνα 1976.
24. Μωραΐτη Γ., Το κάστρο των Θερμοπυλών – Βοδονίτσα, εκδ. Αντιπαράλληλα, 2η έκδοση, χ.τ., 1980.
25. Νάτσιου Βαρβάρα Δημ., ‘Εγκατάσταση Ομογενών στην Φθιώτιδα’, Φθιωτικά Χρονικά, τόμ. 30ός (2009), σσ. 59 – 75.
26. Νάτσιου Δημ. Θ., ‘Ανέκδοτος Χειρόγραφος Κώδικας της Λαμίας περί Ελληνικής Ιθαγένειας (1850 – 1859)’, Φθιωτικά Χρονικά, τόμ. 30ός (2009), σσ. 77 – 95.
27. Pouqueville F., Ταξίδι στην Ελλάδα, Στερεά Ελλάδα, Αττική, Κορινθία, μετ. Νίκη Μολφέτα, εκδ. Αφών Τολίδη, Αθήνα 1995.
28. Πουρναράς Σ. Ι., Η Βλαχομηλιά της Πίνδου, Αμέρου, Έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Μηλιάς, Θεσσαλονίκη 1987.
29. Σιμόπουλου Κυριάκου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμος Α΄, Αθήνα 1972.
30. Strong Frederick, Greece as a Kingdom; or, A statistical description of that country, from the arrival of King Otto in 1833 down to the present time, London 1842.
31. Τιρς Φρειδερίκου, Η Ελλάδα του Καποδίστρια, μετ. Α. Σπήλιου, τόμ. Β΄, εκδ. Αφών Τολίδη, Αθήνα.
32. Τσελεμπί Εβλιά, Ταξίδι στην Ελλάδα, έρευνα – λογοτεχνική απόδοση Νίκου Χειλαδάκη, εκδ. Εκάτη, Αθήνα 1991.
33. Φιλήμονος Ι., Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Γ΄, Αθήναι 1860.
34. Φίνλεϋ Γεωργίου, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετ. Αλίκης Γεωργούλη, τόμ. Β΄, εκδ. Α/φών Τολίδη, Αθήνα 1973.
35. Χειμώνα Χρήστου, ‘Η Φθιώτιδα κατά τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνα’, Φθιωτικά Χρονικά, τόμ. Β΄(1981), σσ. 174 – 187.
36. Wilson S.S., A Narrative of The Greek Mission; or Sixteen Years in Malta and Greece, London 1839.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Σμυρναίος Αντώνιος γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί μόνιμα στο Βόλο. Είναι διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν. Αθηνών και διδάσκει Νεότερη Ελληνική Ιστορία και Διδακτική της Ιστορίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Παν. Θεσσαλίας. Εργασίες του έχουν παρουσιαστεί σε συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά. Κυκλοφορούν τα βιβλία του: Στα ίχνη της ουτοπίας: Tο ‘Φιλελληνικόν Παιδαγωγείον’ Σύρου και η προτεσταντική ομογενοποίηση της οικουμένης κατά το 19ο αιώνα. Αθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων (2006), Μετέωρος Ζήλος: προτεσταντική προπαιδεία και νεοελληνική εκπαίδευση κατά το 19ο αιώνα. Αθήνα: Ψηφίδα (2006), Η Διδακτική της Ιστορίας: Συνταγογραφίες διδακτισμού ή στοχασμοί πάνω στην ιστορική επίγνωση; Αθήνα: Γρηγόρης (2008), Λατρεία και νεύρωση στην Παιδαγωγική της Καινοτομίας: σημειώσεις σε μια μετανεωτερική φιλοσοφία της παιδείας. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας (2009) και Ιστορία Μάθησις: Ζητήματα Φιλοσοφίας και Διδακτικής της Ιστορίας (2013), Αθήνα: Γρηγόρης, ενώ συμμετείχε στη συγγραφή του βιβλίου των Α. Δημαρά & Χ. Αθανασιάδη, Ελληνικά Παιδαγωγικά Περιοδικά (1831 – 1991) – Βιβλιογραφία (1831 – 1974), Αθήνα: Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας (2004).