Featured

Βλάχοι / Αρωμούνοι / Τσιντσάροι στο Σαντζάκι Σερρών

Χιονοχωρίτες Αρμάνοι στο γάμο του Βέρρου Δήμου (κουφού) στον Άη Γιώργη Σερρών προπολεμικάΩς Βλάχοι αναφέρεται ένας λαός, ο οποίος χρησιμοποιούσε μια ρομανική (λατινογενή) γλώσσα, και εξαιτίας αυτής και του ονόματός της προκαλούσε πολλά ερωτήματα για την προέλευσή του.

Όπως οι υπόλοιποι λαοί της Μακεδονίας, έτσι και αυτός κατοικώντας σχεδόν σε όλες τις πόλεις και κατέχοντας ένα μερίδιο στις στατιστικές των πληθυσμών, ακόμη, δε, μεγαλύτερο στην κατανομή κοινωνικής και οικονομικής δύναμης, οδήγησε τους εκάστοτε ερευνητές να γράψουν εκατοντάδες σελίδες για τον αυτόν. Αυτή η βιβλιογραφική παραγωγή έγινε για άλλη μια φορά με σκοπό την προετοιμασία του εδάφους για την ενσωμάτωσή τους στο εκάστοτε κράτος, που επρόκειτο να επεκταθεί στα εδάφη που αυτοί κατοικούσαν. Αυτός είναι και ο λόγος που οι θεωρίες της καταγωγής τους είναι τόσο διαφορετικές η μία από την άλλη. Στην παράθεση των θεωριών δεν πρόκειται να καταλήξω στην αληθινή, καθώς η συζήτηση των βλαχολόγων ακόμα συνεχίζεται, και μιας που δεν έχω όλα τα στοιχεία που οι ίδιοι έχουν, δεν είμαι σε θέση να κρίνω την ορθότερη. Σίγουρα κάποιες ευσταθούν περισσότερο από άλλες, αλλά αυτό που ακολουθεί είναι η εξέταση των θεωριών και η σύνδεσή τους με τις πολιτικές επιδιώξεις του εκάστοτε βαλκανικού κράτους479 .

1. Απόγονοι Ρωμαίων αποίκων480. Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία, οι Βλάχοι αποτελούν απογόνους των Ρωμαίων αποίκων των πρώτων αιώνων, μια θεωρία που στοχεύει να δικαιολογήσει την ύπαρξη αυτής της λατινογενούς γλώσσας στα νότια Βαλκάνια, χωρίς να την θεωρήσει αποτέλεσμα εξωτερικής εισβολής κατά τον μεσαίωνα. Μπορεί οι Ρωμαίοι άποικοι να μην ήταν ένας ντόπιος λαός, αλλά καθώς η Ιταλία δεν επρόκειτο να διεκδικήσει κάποια σύνδεση με τους Βλάχους, η θεωρία αυτή καθίστατο ασφαλής προς χρήση από όλους τους Βαλκανικούς λαούς, δεχόμενη τους Βλάχους ως ένα λείψανο μιας «ξένης» ή εξωβαλκανικής αυτοκρατορίας του παρελθόντος και άρα κατάλληλους προς εθνική ενσωμάτωση από την κάθε πλευρά.

2. Απόγονοι εκλατινισμένων γλωσσικά Ελλήνων481. Αυτή είναι μια θεωρία που χρησιμοποιήθηκε από την ελληνική πλευρά. Σύμφωνα με αυτήν οι Ρωμαίοι δεν διέθεταν μια ατέλειωτη δημογραφική δεξαμενή, ώστε να εποικίσουν όλα τα εδάφη με λατινόφωνους, και άρα λόγω της ρωμαϊκής στράτευσης των ντόπιων και του συγχρωτισμού τους με τους Ρωμαίους κυρίαρχους, προέκυψαν λατινόφωνοι ή δίγλωσσοι πληθυσμοί, που μιλούσαν αυτήν τα λατινικά και την «εθνική τους γλώσσα», δηλαδή τα ελληνικά. Το επιχείρημα περί διγλωσσίας των Βλάχων, βασισμένο στο γεγονός ότι πολλοί εξ’ αυτών μιλούσαν και ελληνικά κατά τον 19ο αιώνα, αφήνεται να εννοηθεί ότι ήταν μια κατάσταση απαράλλακτη για αιώνες, η οποία ανάγεται στην διγλωσσία των πρώτων εκλατισμένων Ελλήνων από τους Ρωμαίους.

3. Απόγονοι εκλατισμένων Θρακών482. Είναι παρόμοια θεωρία με την παραπάνω, αλλά οι ντόπιοι που εκλατινίστηκαν γλωσσικά σε αυτήν την περίπτωση είναι οι Θράκες. Με την Βουλγαρία να διεκδικεί τους Θράκες ως έναν από τους λαούς, από τους οποίους έλκει την καταγωγή της, οι Βλάχοι καθίστανται αυτόματα «χαμένοι αδελφοί» για τους Βούλγαρους και άρα δίνεται στην Βουλγαρία το δικαίωμα να τους διεκδικήσει και να τους ενσωματώσει.

4. Απόγονοι Ρουμάνων μετοίκων του μεσαίωνα483. Αυτή η θεωρία βασίζεται τόσο στο κοινό όνομα Βλάχοι (παρόλο που οι ίδιοι οι Βλάχοι της Μακεδονίας αυτοαποκαλούνταν Αρμάνοι484) και στην ομοιότητα των δύο γλωσσικών ποικιλιών των λατινικών. Είναι προφανές ότι μια τέτοια θεωρία νομιμοποιούσε τις ρουμανικές αξιώσεις επί των Βλάχων.

Πέρα από τις παραπάνω θεωρίες, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την συνεχή και συμπαγή παρουσία Βλάχων μετά τον 11ο αιώνα στην Θεσσαλία, την Δυτική Μακεδονία και νότια Αλβανία. Τρανή απόδειξη της παρουσίας τους αποτελεί η Μεγάλη Βλαχία της Πίνδου, μια ημιαυτόνομη ηγεμονία στα παραπάνω εδάφη485. Στους επόμενους αιώνες πολλοί από αυτούς αφομοιώθηκαν από τους γύρω λαούς, ενώ οι Βλάχοι που συναντιόνταν στη Μακεδονία τον 19ο αιώνα αποτελούσαν μετοίκους ή πρόσφυγες, οι οποίοι πιέστηκαν από τις αλβανικές επιδρομές του 18ου αιώνα, που έλαβαν χώρα στον πυρήνα της μεσαιωνικής τους εγκατάστασης, όπου το βλαχικό στοιχείο διατηρήθηκε486 .

Παράλληλα με τις θεωρίες καταγωγής των Βλάχων, ένα μέρος της προσοχής δόθηκε και στην γλώσσα τους. Δεν ήταν λίγοι όσοι έκαναν λόγο, όχι για γλώσσα, αλλά για ένα είδος ιδιώματος ή patois, αναλόγως τον συγγραφέα. Ενώ φαινομενικά αυτός ο ισχυρισμός από Έλληνες θα έδινε την εντύπωση, πως μέσω της υποβάθμισης της γλώσσας των Βλάχων σε «ελληνοβλαχικό ιδίωμα», αμφισβητείτο η υπόστασή τους ως ξεχωριστού λαού, η αναφορά στο βλαχικό patois από άτομα που προωθούσαν άλλες εθνικές πολιτικές φανερώνει την ανάγκη της εξέτασης και αυτού του σεναρίου. Συγκεκριμένα, ο Brailsford έγραψε σχετικά: «Η βλαχική γλώσσα, όπως αυτή ομιλείται στα χωριά της Μακεδονίας σήμερα (το 1906), δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα patois για το σπίτι. Το λεξιλόγιό της έχει χάσει κάθε ίχνος πολιτισμού. Όταν ένας Βλάχος βρίσκεται στην ανάγκη να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε λέξη, που απαιτεί την στοιχειώδη πνευματική προσπάθεια, καταφεύγει στα ελληνικά. Αν θέλει να εκφραστεί με κάποια γραφικότητα ή ακρίβεια πρέπει να εμπλουτίσει την συζήτηση με ελληνικά επίθετα. Τα ονόματα νέων πραγμάτων είναι επίσης στα ελληνικά και δεν γνωρίζει το λατινικό αλφάβητο, εκτός αν είναι μορφωμένος»487. Αντίστοιχα, Abbott σημειώνει: «Όλοι αυτοί οι Βλάχοι μιλούν μια διάλεκτο συγγενική στα λαϊκά λατινικά, αλλά σε μεγάλο βαθμό αναμεμιγμένη με ελληνικά και πολλοί απ’ αυτούς είναι δίγλωσσοι, χρησιμοποιώντας τα ελληνικά στις επαγγελματικές τους συναλλαγές και στον γραπτό τους λόγο γενικότερα, ενώ σε κοινές περιστάσεις καταφεύγουν στην ιδιωματική τους γλώσσα, όπως πολλοί μορφωμένοι Σκοτσέζοι καταφεύγουν στα γαελικά, παρόλο που τα αγγλικά είναι εξίσου οικεία σε αυτούς»488 .

Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω περιγραφές, μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός περί βλαχικού ιδιώματος, σίγουρα όχι ως κανόνας, αλλά ως ένα ευρέως διαδομένο φαινόμενο. Η επιρροή μιας μειοψηφούσας γλώσσας από την κυρίαρχη της εκάστοτε περιοχής είναι γεγονός, κάτι που ταιριάζει στην περίπτωση των Βλάχων, καθώς ζούσαν κυρίως αναμεμιγμένοι με Έλληνες στις πόλεις και ήταν ιδιαίτερα προσκολλημένοι στην ελληνική εθνική ιδέα, όπως πολλοί επιβεβαιώνουν489 . Τόσο, όμως, το φαινόμενο της διγλωσσίας όσο και οι επιρροές από την ελληνική ήταν συνδεδεμένα με τις αλληλεπιδράσεις της εκάστοτε βλαχικής κοινότητας. Έτσι, για παράδειγμα, στο ορεινό και αμιγές βλαχικό χωριό Ράμνα, το οποίο βρισκόταν ανάμεσα σε πληθώρα σλαβόφωνων χωριών, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Σύμφωνα με τον G. Weigand: «Η θέση του χωριού είναι απομονωμένη, διότι ψηλότερα από το χωριό δεν υπάρχει άλλο χωριό και από την μεριά της κοιλάδας σπάνια κάποιος έρχεται εδώ, έτσι και οι γυναίκες δεν καταλαβαίνουν άλλη γλώσσα πέρα από την βλαχική, ενώ οι άνδρες μιλούν όλοι και βουλγαρικά»490. Για την εξήγηση, λοιπόν, του πόθεν η βλαχική γλώσσα, η επαρκέστερη απάντηση δίνεται από τον Κατσάνη:

«Γνωρίζουμε ότι λαϊκή προφορική λατινική διέφερε από τη λόγια λατινική ήδη από τα κλασσικά χρόνια. Γύρω στον 4ο αιώνα η προφορική λατινική παρουσίαζε τα εξής χαρακτηριστικά: αποτελούσε μια γλωσσική μορφή που δεν ταυτιζόταν με τη λατινική, αλλά ακόμη δεν είχε πάρει τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά ώστε να είναι αυτό που ονομάζουμε σήμερα γαλλική, ιταλική ή ισπανική γλώσσα. Η κατάσταση αυτή διαρκεί περίπου ως τον 8ο αιώνα, εποχή κατά την οποία είχαν διαμορφωθεί οι νεολατινικές γλώσσες, γιατί τον επόμενο (9ο ) αιώνα έχουμε τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες τις γαλλικής, ιταλικής κ.λπ., δηλαδή των νεολατινικών γλωσσών. Αυτή η ενδιάμεση γλωσσική μορφή που δεν ταυτίζεται με τη λατινική αλλά δεν είχε εξελιχτεί στις επιμέρους νεολατινικές γλώσσες, στη γλωσσολογία δεν ονομάζεται πρωτογαλλική ή πρωτοϊταλική, όροι που έχουν διαφορετική σημασία, αλλά Ρωμανική περίοδος των νεολατινικών γλωσσών, δηλαδή που αποτελεί μια κοινή των νεολατινικών γλωσσών που προηγήθηκε της διαμόρφωσης των επιμέρους νεολατινικών γλωσσών. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στη Βαλκανική. Η βαλκανική λατινική εξελίσσεται σε μια μορφή που δεν ταυτίζεται με την λατινική, αλλά δεν έχει γίνει ακόμη κουτσοβλαχική, ρουμανική, ή ιστρορουμανική. Την περίοδο αυτή, που διαρκεί από τον 4 ο -5 ο ως τον 8ο -10ο αιώνα και που θα έπρεπε να ονομαστεί Βαλκανική Ρωμανική, μερικοί Ρουμάνοι γλωσσολόγοι, αυθαίρετα και αντιεπιστημονικά, χωρίς να έχουν κανένα ιστορικό δικαίωμα ή άλλο λόγο, την ονόμασαν Πρωτορουμανική ή Αρχαία ρουμανική»491.
Και παραπάνω:
«Έτσι η κουτσοβλαχική συγγενεύει με τη ρουμανική, αλλά δεν είναι γέννημα, δηλαδή διάλεκτος της ρουμανικής, είναι αδελφές και όχι μητέρα και κόρη, όπως θέλουν και ισχυρίζονται πολλοί Ρουμάνοι γλωσσολόγοι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα ιστορικό γεγονός έγινε βραχνάς για πολλούς βλαχόφωνους»492.

Λείψανα της αυτής της γλώσσας στο νομό Σερρών σήμερα μπορούν να εντοπιστούν ανατρέχοντας σε λαογραφικό υλικό. Το παρακάτω βλαχικό τραγούδι προέρχεται από το υλικό του Συλλόγου Βλάχων νομού Σερρών «Γεωργάκης Ολύμπιος»493.

Το παραπάνω τραγούδι, η παράθεση του οποίου χρησιμεύει ως δείγμα της βλαχικής γλώσσας της περιοχής του νομού Σερρών, δεν επιλέχθηκε τυχαία. Σε αυτό το σύντομο κείμενο φαίνεται η εικόνα που είχαν οι Βλάχοι για τους Αρβανίτες και δεδομένης της απουσίας Αρβανιτών στο σαντζάκι Σερρών, το τραγούδι φαίνεται να συνετέθη όσο ακόμα οι Βλάχοι βρίσκονταν στην Ήπειρο ή την Δυτική Μακεδονία. Επιπλέον, φανερώνει μια παράμετρο, που συνδέεται με την στάση, που επέλεξαν να κρατήσουν οι Βλάχοι κατά την περίοδο των εθνικών ανταγωνισμών: αυτή των οικονομικών ανταγωνισμών μεταξύ ληστών (μετέπειτα ληστανταρτών), οι οποίοι στην περιοχή ήταν Βούλγαροι και των ίδιων των Βλάχων ποιμένων, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να τους θρέφουν και να τους παρέχουν γενικότερα ό,τι τους ζητήσουν. Αν, λοιπόν, οι «Μπουρτζόβλαχοι», δηλαδή οι Βλάχοι των πόλεων, διαφωνούσαν ιδεολογικά με την εδραίωση της βουλγαρικής εθνικής ιδέας, ή με τα μη ειρηνικά μέσα τα οποία το βουλγαρικό δίκτυο επιστράτευε, οι Βλάχοι ποιμένες συναντούσαν συχνά Βούλγαρους λησταντάρτες και δεν είναι λίγες οι φορές που βρίσκονταν σκοτωμένοι στα ποίμνιά τους494. Για παράδειγμα, διαβάζει κανείς σε μια επιστολή του Κυπραίου προς τον Δ. Ράλλη: «Ούτω τη 7 ισταμένου (Νοεμβρίου 1903) ο γνωστός αρχηγός συμμορίας Γκιουρτσίνης εις τα παρά το Κρούσοβον βουνά εφορολόγησε τον Έλληνα Κεχαγιάν Στούμπον Χατζηλέγαν, λαβών 4 κριούς δια την εβδομαδιαίαν διατροφήν των 7 συντρόφων του. Τη επομένη μετέβησαν παρά τω ιδίω Κεχαγιά δύο Μουσουλμάνοι εκ Πλασνίτσης, απεσταλμένοι παρά του τροφοδότου του στρατού εν Κρητσόβω Μπιλιάλ, ίνα προμηθευθώσι τα αναγκαιούντα δια τον στρατόν τρόφιμα, επέστρεψαν δε άπρακτοι, ειδοποιηθέντες ότι εκεί που βρίσκεται η εν λόγω συμμορία»495.
Η απόφαση, λοιπόν, του παραπάνω Βλάχου ήταν να εκδικηθεί τους κομιτατζήδες καταδίδοντάς τους στις αρχές. Μετά από τέτοια περιστατικά, οι ποιμένες ήταν αναγκασμένοι να επιλέξουν: είτε θα περίμεναν τους κομιτατζήδες να τους δολοφονήσουν, είτε θα προσκολλιούνταν στο εχθρικό δίκτυο των κομιτατζήδων, δηλαδή το ελληνικό/πατριαρχικό, βρίσκοντας υποστήριξη. Σε άλλη επιστολή του Αρχιδιακόνου Θεμιστοκλή της Μητρόπολης Δράμας προς τον Πρόξενο Σερρών, αναφορικά με τους Βλάχους στην περιοχή της Ζίχνης και την υπόλοιπη μητροπολιτική επαρχία Δράμας, αποτυπώνει ακριβώς τα αισθήματα των Βλάχων:
«Εις επιγαμίας και σχέσεις μετά πληθυσμών βουλγαροφώνων ουδέποτε έρχονται, μισούσι δε προ πάντων τους λησταντάρτας, διότι αναγκάζονται πολλάκις δια των ιδίων προβάτων και αιγών να τρέφωσιν αυτούς εις τα όρη επί μήνας ολοκλήρους και διότι ουχί σπανίως κλέπτουσιν ούτοι τα υποζύγια αυτών και μεταφέρουσιν αυτά εις Βουλγαρίαν»496.

Αναφορικά με την κατανομή των Βλάχων, όπως ήδη έγινε λόγος, αυτοί κατοικούσαν σε όλες τις πόλεις και τις κωμοπόλεις του σαντζακίου Σερρών. Πέρα από αυτές, Βλάχοι κατοικούσαν διασκορπισμένοι σε πολλά χωριά με πλειοψηφία σλαβόφωνων χριστιανών, και ήταν αυτοί που έλκυαν τους σλαβόφωνους προς το ελληνικό δίκτυο, όταν δεν είχε διαμορφωθεί ένας ικανός αντίπαλος φιλοβουλγαρικός πυρήνας, ενώ ταυτόχρονα ήταν οι πρώτοι στόχοι των βουλγαρικών κομιτάτων για τον ίδιο λόγο497. Στον παρακάτω πίνακα φαίνονται τα χωριά στα οποία κατοικούσαν Βλάχοι τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα και ο αριθμός των οικογενειών τους:

santzaki serron 02

Εκτός από τους παραπάνω 10.000 Βλάχους περίπου των χωριών του σαντζακίου Σερρών, σε αυτούς πρέπει να προστεθούν άλλοι περίπου 1.500 ημιεξελληνισμένοι Βλάχοι της πόλης των Σερρών501, περίπου 250 του Ντεμίρ Χισάρ502 και περίπου 10 οικογένειες στην Ζελιάχοβα. Ένας αριθμός, λοιπόν, που θα μπορούσε να δοθεί κατά προσέγγιση στους Βλάχους του σαντζακίου Σερρών είναι 12.000 άτομα. Επιπλέον, οικογένειες Βλάχων (1 έως 5 ή και 10) κατοικούσαν διάσπαρτες στα σλαβόφωνα χωριά και τελούσαν υπό βουλγαρική επιρροή σε σημείο που ελάχιστα ξεχώριζαν από το υπόλοιπο σύνολο του πληθυσμού, δίπλα στον οποίο ζούσαν503. Γράφει σχετικά ο Κάντσωφ: «Υπάρχουν μερικά σπίτια Βλάχων ποιμένων, επίσης, στα χωριά Τσέρβιστα, Κρούσεβο, Πέτροβο, Σεγγέλοβο, Πιρίν και Γκόρνο Σπάντσεβο (Ντεμίρ Χισάρ), στην Γκόρνα Σούσιτσα και στο Τζιγκούρεβο (Μελενίκου). Οι ποιμένες που ζουν σε καλύβες έχουν κρατήσει καλά την γλώσσα τους, αλλά στα υπόλοιπα χωριά δέχονται επιρροές από τον βουλγαρισμό»504. Πάλι, όμως, αυτός ο αριθμός τυγχάνει να γίνεται δεκτός βάσει της βιβλιογραφίας, καθώς δηλαδή φαίνεται να συμφωνεί το μεγαλύτερο μέρος των συγγραφέων. Μπορεί, ωστόσο, εύκολα να αμφισβητηθεί. Ο Ν. Μίνοφ θέτει την εξής παράμετρο: «Η τρίτη παρατυπία είναι ο αυθαίρετος υπολογισμός του πληθυσμού, ο οποίος δεν έγινε με βάση τον αριθμό του πληθυσμού, αλλά με βάση τον αριθμό των σπιτιών μιας πόλης ή ενός χωριού. Προκειμένου να βρει τον αριθμό των κατοίκων μιας πόλης ή ενός χωριού, ο Κάντσωφ δεν διεξήγαγε μια λεπτομερή απογραφή, η οποία στην πραγματικότητα δεν ήταν πάντα εφικτή. Αντ’ αυτού, πολλαπλασίασε τον αριθμό των σπιτιών με έναν αριθμό που ο ίδιος θεωρούσε κατάλληλο. Στην στατιστική του 1900 δεν ανέφερε τον αριθμό που χρησιμοποίησε για να πολλαπλασιάσει τον αριθμό των βλαχικών σπιτιών, αλλά μπορούμε να τον συμπεράνουμε από την προηγούμενή του μελέτη, η οποία ήταν η βάση της στατιστικής του 1900. Συνεπώς, αναφορικά με τους Βλάχους που ζούσαν στις πόλεις και στα κεφαλοχώρια στους καζάδες Σερρών, Ζίχνης, Ντεμίρ Χισάρ και Νευροκοπίου, υπολόγισε 5 ή 5,5 κατοίκους ανά σπίτι και αναφορικά με τις θέρετρα των Βλάχων στις περιοχές Μελενίκου, Άνω Τζουμαγιάς και Ράζλογκ, 6 κατοίκους ανά σπίτι, παρόλο που παραδέχτηκε ότι οι Βλάχοι νομάδες «ήταν δύσκολοι στο να καταμετρηθούν». Κατά την γνώμη μας, τέτοιες μετρήσεις δεν είναι ρεαλιστικές. Οι Άγγλοι αρχαιολόγοι Alan Wace και Maurice Thompson, οι οποίοι πέρασαν αρκετούς μήνες ζώντας ανάμεσα σε Βλάχους νομάδες σε μια σειρά από βλαχικά χωριά της Πίνδου και της πέριξ περιοχής, κατέληξαν στο ότι ο αριθμός 5 κατοίκων ανά σπίτι ήταν πολύ μικρός και ότι ο πραγματικός αριθμός ήταν πολύ υψηλότερος. […] Οι εκτιμήσεις του Κάντσωφ, ότι γενικά 5 άτομα ζούσαν σε βλαχικά σπίτια στις πόλεις, μπορούν να γίνουν αποδεκτές, αλλά ο μέσος όρος 6 ατόμων ανά σπίτι για τους πολυάριθμους Βλάχους νομάδες είναι απολύτως μη αποδεκτός»505. Ο ίδιος αναφέρει διάφορες περιπτώσεις που αποδεικνύουν ότι η παραπάνω μεταβλητή ήταν πολύ μεγαλύτερη του 5, όπως το 1901 στο Κάτω Βέρμιο, όπου κατοικούσαν κατά μέσο όρο 9 άτομα ανά σπίτι506. Παρόμοια εικόνα έβρισκε ο Μητροπολίτης Μελενίκο Αιμιλιανός το 1907 στην Ράμνα: «Μετά χαράς και ευχαριστήσεως αναγγέλω τη Υ. Θ. Π. ότι η εν των ελληνοβλαχικώ χωρίω Ράμνα της ταπεινής μου επαρχίας ρωμουνιζούσα μερίς άπασα, συνισταμένη εξ επτά μεν, αλλά ποσυνθέτω, ως είθισται εις τα εδώ μέρη, οικογενειών, αποτελουμένη δε εκ πεντήκοντα και πλέον προσώπων…»507 , κάτι που πλησιάζει την αναλογία 8 ατόμων ανά οικογένεια, όπως στο παραπάνω παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι καθεμία από αυτές τις οικογένειες ζούσε σε ένα σπίτι.

Δυστυχώς, συγκεντρωμένα στοιχεία για τους Βλάχους παρέχουν κυρίως οι Βούλγαροι και δευτερευόντως οι Σέρβοι ερευνητές, καθώς οι Έλληνες και οι Τούρκοι τους ενέτασσαν με το υπόλοιπο πλήθος των πατριαρχικών. Αυτοί, λοιπόν, οι λίγοι μελετητές πάνω στο οποίους μπορεί να βρει κάποιες παραπάνω πληροφορίες για τις εθνότητες του σαντζακίου Σερρών, χρησιμοποιούν αντίστοιχα την μεταβλητή των 5 κατοίκων ανά σπίτι ή οι παλαιότερες, όπως του Βέρκοβιτς, των 2,5 ανδρών ανά σπίτι. Η πλασματική, λοιπόν, αυτή προσέγγιση του αριθμού των κατοίκων, σε συνδυασμό με τις ανακρίβειες λόγω έλλειψης των κατάλληλων μέσων διεξαγωγής μιας απογραφής, τις εκούσιες διαστρεβλώσεις των αριθμών, ώστε αυτοί να ανταποκρίνονται στις πολιτικές σκοπιμότητες του εκάστοτε συγγραφέα, της παραμέτρου των μετακινούμενων πληθυσμών και των διπλών καταχωρήσεων αυτών κ.ά. γεννούν αμφιβολίες για την δυνατότητα οποιασδήποτε προσέγγισης του αριθμού του πληθυσμού.

Νεανίδες Άνω Ποροΐων με τοπικές ενδυμασίες. Πηγή: Λιάος Γεώργιος Ι., «Το Νέον  Πετρίτσι και η ιστορία του», Σερραϊκά Χρονικά, τομ. 2 (1957), σ. 254.Νεανίδες Άνω Ποροΐων με τοπικές ενδυμασίες. Πηγή: Λιάος Γεώργιος Ι., «Το Νέον Πετρίτσι και η ιστορία του», Σερραϊκά Χρονικά, τομ. 2 (1957), σ. 254.

Τα επαγγέλματα των Βλάχων αυτών είχαν άμεση σχέση με τον τόπο, στον οποίο ήταν εγκατεστημένοι. Οι εγκατεστημένοι στα χωριά ήταν είτε αγρότες είτε κτηνοτρόφοι (ημινομάδες ή εδραίοι)508. Πολλοί Βλάχοι των Ποροΐων, μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό των Άνω και Κάτω Ποροΐων, ασχολούνταν με την σηροτροφία από τα τέλη του 19ου αιώνα509. Άλλοι, δε, ασχολούνταν με το εμπόριο510. Οι Βλάχοι της Κάτω Τζουμαγιάς ασχολούνταν με το εμπόριο τροφίμων και άλλοι ήταν πανδοχείς511, όπως αντίστοιχα Έλληνες και Βλάχοι κυριαρχούσαν στην αγορά της Άνω Τζουμαγιάς κατά τον Χατζηκυριακού512. Τέλος, ένα συνηθισμένο επάγγελμα ανάμεσα στους Βλάχους ήταν, και στο σαντζάκι Σερρών, αυτό των κιρατζήδων (αγωγιατών)513. Το ακόλουθο απόσπασμα δίνει μια πιο λεπτομερή εικόνα των επαγγελμάτων των Βλάχων: «Οι λοιποί Βλαχόφωνοι πληθυσμοί οι εν ταις πόλεσι και τοις σημαντικοτέροις χωρίοις ευρισκόμενοι, είνε κατά το πλείστον το καύχημα και η δόξα του ημετέρου έθνους εν τοις μέρεσι τούτοις, οι στύλοι και οι υποστηρικταί της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, οι υπό της Θείας Προνοίας διασπαρέντες εις τα μέρη ταύτα άνδρες, ίνα ταχθώσιν επί κεφαλής των υγειών στοιχείων και περισώσωσι την κινδυνευούσαν εθνικήν μας υπόστασιν. Κατάγονται ούτοι εκ της επαρχίας Βέλλας και Κονίτσης, εκ των Βλαχοφώνων χωρίων του Ζαγορίου, εκ Κρουσόβου και Βιτωλίων κ.λ.π. Μετέρχονται τα επαγγέλματα των παντοιοπωλών, των αρτοποιών, των υφασματοπωλών, των ξυλεμπόρων, των καπνομεσιτών κ.λ.π., πάντες δε είνε κάτοχοι αρκετής περιουσίας, ην μόνοι εκέρδησαν δια της φιλεργίας και οικονομίας, εφ’ αις αρεταίς διακρίνονται»514. Την προσκόλληση των Βλάχων των πόλεων στην ελληνική εθνική ιδέα επιβεβαιώνει και ο Σοπώφ σε έκθεσή του προς τον πρωθυπουργό Ιβάντωφ, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι: «Η αποτυχία του θρησκευτικού-εκπαιδευτικού μας έργου στους καζάδες αυτούς (της νότιας Μακεδονίας) οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι βρίσκονται πάρα πολύ κοντά σε περιοχές που κατοικούνται από Έλληνες και πάντα υφίσταντο ισχυρή ελληνική επιρροή. Τα μεγάλα εμπορικά και διοικητικά κέντρα, εδώ και πάρα πολύ καιρό, κατοικούνται από Έλληνες ή από εξελληνισμένους Βούλγαρους και Βλάχους. Αυτά τα κέντρα άσκησαν και συνεχίζουν να ασκούν ισχυρή επίδραση στα περίχωρα του αγροτικού πληθυσμού προς όφελος του ελληνισμού»515.

Στα παραπάνω αποσπάσματα έγινε ξανά μνεία για την στάση των Βλάχων στην θύελλα των εθνικών ανταγωνισμών. Όντως, οι Βλάχοι κατά την εδραίωση του ελληνικού επαναστατικού δικτύου στο σαντζάκι Σερρών από το 1905 και εξής ανέπτυξαν έντονη δράση. Ήδη από τις αρχές του 1905, με βάση τα σχέδια του Λ. Κορομηλά, εγκεφάλου του επαναστατικού δικτύου της Μακεδονίας, επρόκειτο να δημιουργηθεί ένοπλο σώμα από Βλάχους των Ποροΐων και της Ράμνας το οποίο θα είχε ζώνη δράσης τον δυτικό καζά Ντεμίρ Χισάρ μέχρι το Κιλινδίρ και σε δεύτερη φάση θα μπορούσε να στραφεί προς την Στρούμιτσα516. Ενώ, λοιπόν, τους μοιράστηκαν περίστροφα και μαχαίρια517 και το σώμα αυτό είχε κάποια δραστηριότητα518, μετά το 1905 δεν αναφέρεται τίποτα γι’ αυτό, οπότε φαίνεται πως έπαυσε η δράση του. Μια άλλη περίπτωση ενός σώματος, αποτελούμενο από Βλάχους της Κάτω Τζουμαγιάς και σλαβόφωνους των γύρω χωριών, ήταν αυτό του Στέργιου Βλάχμπεη. Αντίστοιχα, η δράση του ήταν καταλυτική για την εδραίωση και προώθηση του ελληνικού επαναστατικού δικτύου519. Έτσι, η αντίπαλη ρουμανική δραστηριότητα δεν είχε πολλούς οπαδούς και επικράτησε κυρίως στα βορειότερα τμήματα του σαντζακίου (Άνω Πορόια, Άνω Τζουμαγιά κ.ά.).

santzaki serron 03

Τα αντίστοιχα στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τους ρουμανίζοντες Βλάχους, όπως αυτά παρατίθενται σε ένα βιβλίο του 1906 δεν διαφέρουν από τα παραπάνω:

santzaki serron 05

Ο αριθμός των ρουμανιζόντων αυξήθηκε απότομα μετά το Κίνημα των Νεοτούρκων, οπότε τόσο το ελληνικό επαναστατικό δίκτυο σχεδόν εγκαταλείφθηκε, όσο η στήριξη των Νεότουρκων προς τους οπαδούς του Σαντάνσκι και τους ρουμανίζοντες ήταν φανερή. Θα αναγνώριζε κανείς πως η δύναμη των βουλγαρικών επαναστατικών δικτύων μιας περιοχής ήταν συνυφασμένη με την δημιουργία ρουμανικών κοινοτήτων ανάμεσα στους Βλάχους524. Είναι γνωστή η συνεργασία Ρουμάνων και Βουλγάρων για την αποδυνάμωση του ελληνικού δικτύου, αποκόπτοντας τους Βλάχους από αυτό525. Η αναλογία, όμως, 2.900 και πλέον ρουμανιζόντων στο σύνολο 12.000 χιλιάδων Βλάχων του σαντζακίου επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς, που θέλουν τους Βλάχους να επιμένουν επιλέγοντας ως εθνικότητά τους την ελληνική και μια μειοψηφία να υιοθετεί την ρουμανική εθνική ταυτότητα.

 

 

479. Για μια κριτική ανάλυση στις θεωρίες καταγωγής των Ρουμάνων, όπως αυτές υπήρχαν κατά την περίοδο υπό εξέταση, βλ. Δημήτριος Α. Σταματόπουλος, Το Βυζάντιο μετά το Έθνος: Το πρόβλημα της συνέχεια στις βαλκανικές ιστοριογραφίες, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2009, σ. 335-353.
480. Ορισμένοι από αυτούς που προτάσσουν αυτήν την θεωρία είναι οι H. N. Brailsford, ό.π., σ. 85. Ο Abbott απλά την αναφέρει G. F. Abbott, The tale of a tour, ό.π., σ. 77.
481. Οι θιασώτες αυτής της θεωρίας είναι μεταξύ άλλων ο Νεοκλής Καζάζης, Ο ελληνισμός, ό.π., σ. 38-42.
482. Αντίστοιχα ο Abbott την αναφέρει G. F. Abbott, The tale of a tour, ό.π., σ. 78, ενώ ο H. N. Brailsford, ό.π., σ. 179.
483. Jordan Ivanov, Bâlgarete, ό.π., σ. LXIII. G. F. Abbott, The tale of a tour, ό.π., σ. 77-78. Νεοκλής Καζάζης, Ο ελληνισμός, ό.π., σ. 41-46 για την αποδόμηση αυτής της θεωρίας.
484. Кѫнчовъ Василъ, Македония, ό.π., σ. 100.
485. H. N. Brailsford, ό.π, σ. 97-98 υποσημ.& Victor Bérard, ό.π., σ. 295-297.
486. Jordan Ivanov, Bâlgarete, ό.π, σ. LXIII.
487. H. N. Brailsford, ό.π., σ. 179-180.
488. G. F. Abbott, The tale of a tour, ό.π., σ. 78-79.
489. Βλ. G. F. Abbott, The tale of a tour, ό.π., σ. 79. H. N. Brailsford, ό.π., σ. 179. Jordan Ivanov, Bâlgarete, ό.π., σ. LXIV. Για την προσκόλληση των Βλάχων της Κάτω Τζουμαγιάς στον ελληνισμό βλ. Vasil Kančov, “Patuvane po dolinite”, ό.π., σ. 100-101. Για την δράση των Βλάχων του Ντεμίρ Χισάρ και το «εξελληνισμό του βουλγαρικού πληθυσμού» βλ. Z. (Γκεόργκι Στρέζωφ), “Dva sandžakja ot Iztočna Makedonija” (Δύο σαντζάκια της Ανατολικής Μακεδονίας), Periodičesko spisanie na Bâlgarskoto knižovno družestvo, Godina Sedma (XXXVI), Σρέντετς, Dâržavna pečatnica, 1891, σ. 852. Για την φανατική ελληνική συνείδηση των Βλάχων των Άνω Ποροΐων βλ. Vasil Kančov, Makedonija, ό.π., σ. 107.
490. Gustav Weigand, Aromune. Etnografičesko-filologičesko-istoričesko izdirvanija na tuj narečeniha narod Makedono-romune ili Cincare (Αρωμούνοι. Εθνογραφικές-φιλολογικές-ιστορικές αναζητήσεις αυτού του ονομαζόμενου λαού Μακεδονο-ρουμούνων ή Τσιντσάρων), μετάφραση Sr. Danoff, Βάρνα 1899, σ. 222-223.
491. Νίκος Α. Κατσάνης, «Οι Βλάχοι της Ελλάδας: Μύθοι και προκαταλήψεις», Μειονότητες στην Ελλάδα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 2004, σ. σ. 228-229.
492. Ό.π., σ. 228.
493. Νίκος Α. Κατσάνης - Κώστας Δ. Ντίνας, Οι Βλάχοι του Νομού Σερρών και της Ανατολικής Μακεδονίας. Γενική εισαγωγή, Βλάχοι Ανατολικής Μακεδονίας, Οικισμοί νομού Σερρών, Επαγγέλματα, Ενδυμασία, Τραγούδια, Σέρρες, 2008, σ. 215-216.
494. Αναλυτικές πληροφορίες για τους φόνους Βλάχων του σαντζακίου Σερρών βρίσκει κανείς στο βιβλιο Crimes Bulgares contre les Grecs Orthodoxes dans les vilayets Macedoniens, A partir de l’ Annee 1897 jusqu’a fin Juin 1907, Paris 1907.
495. Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1904), 100 έγγραφα από το Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, Κέντρο Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 133.
496. Ό.π., σ. 159.
497. Χρήστος Γ. Ανδρεάδης, ό.π., σ. 198-199.
498. Αυτοί αποτελούνταν από τους πατριαρχικούς και τους ρουμανίζοντες Βλάχους.
499. Οι Βλάχοι της Αλιστράτης αναφέρονται ως εδραίοι. Βλ. Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα (1903- 1904), ό.π., σ. 159.
500. Τα χωριά των καζάδων Ράζλογκ και Άνω Τζουμαγιάς όπου σημειώνονται Βλάχοι είναι τα: Στρούμσκι Τσιφλίκ (150), Μπίστριτσα (240), Ρ’σοβο (250), Άρζατς (240), Σοφάν (360), Καρά Μάντρα (150), Μπάτσεβο (60), Μπέλιτσα (50) και Μεχομία (30) με συνολικό αριθμό 1.530 άτομα, σύμφωνα με την στατιστική του Κάντσωφ βλ. Vasil Kančov, Makedonija, ό.π., σ. 191-193. Όπως είναι φανερό, ο αριθμός αυτών των Βλάχων συμπίπτει με τον αριθμό που δίνει ο Αρχιδιάκονος της Μητρόπολης Δράμας Θεμιστοκλής για τους διαχειμάζοντες Βλάχους στα χωριά της Ζίχνης και δευτερεύοντως νοτίως της Δράμας. Επιπλέον, η απουσία αναφορών των Βλάχων των δύο παραπάνω καζάδων από τις σχετικές πηγές του Οικουμενικού Πατριαρχείου και γενικότερα του ελληνικού δικτύου φαίνεται πως συνδέεται με την επισήμανση του Αρχιδιακόνου Θεμιστοκλή ότι: «Οι πληθυσμοί ούτοι στερούνται ιερέως και διδασκάλων κ.λ.π. και δια τούτο αυτοί μεν απαίδευτοι μένουσι, τα δε τέκνα των όταν ευρίσκονται εν τη (μητροπολιτική) επαρχία Νευροκοπίου βαπτίζονται υπό ιερέων σχισματικών, οίτινες μεταδίδουσιν αυτοίς και τα λοιπά της Εκκλησίας μυστήρια, πράγμα το οποίον απειλεί μεγάλους κινδύνους». Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1904), ό.π., σ. 158. Έτσι, δεν πρόκειται για τους ημινομάδες του Παπάζ – τσαΐρ, μιας που αυτοί είχαν πολύ καλές σχέσεις με το ελληνικό/πατριαρχικό δίκτυο, άλλωστε αναφέρεται ξεκάθαρα ότι οι διαχειμάζοντες στην Ζίχνη προέρχονται από το Ράζλογκ, της μητροπολιτικής περιφέρειας Νευροκοπίου, και όχι τον καζά Νευροκοπίου.
501. Ενώ ο Βάιγκαντ το 1890 κάνει λόγο για 2-3 χιλιάδες Βλάχους στην πόλη των Σερρών (Gustav Weigand, Aromune, ό.π., σ. 216-217), το 1891 ο Κάντσωφ αναφέρει πως η βλαχική γλώσσα στις Σέρρες έχει σχεδόν εξαφανιστεί και μόνο οι ηλικιωμένοι Βλάχοι την μιλούν (Vasil Kančov, “Patuvane po dolinite na Struma», ό.π., σ. 47). Έτσι, ο ίδιος δεν σημειώνει κανέναν Βλάχο στις Σέρρες στο βιβλίο του το 1900, αλλά ο γραμματέας της Εξαρχίας, Ντιμίταρ Μίσεφ, ανεβάζει τον αριθμό σε 1.380 Βλάχους (D. M. Brancoff, ό.π., σ. 198-199).
502. Αντίστοιχα, ο αριθμός των 500 Βλάχων που αναφέρει (Gustav Weigand, Aromune, ό.π., σ. 220), φαίνεται υπερβολικός, δεδομένου του γεγονότος ότι η χριστιανική κοινότητα του Ντεμίρ Χισάρ αποτελείτο από περίπου 1.200 άτομα. Ο αριθμός τους θα ήταν περίπου 300, όπως αναφέρει ο Στρέζωφ (Z. [Γκεόργκι Στρέζωφ], “Dva sandžakja ot Iztočna Makedonija” (Δύο σαντζάκια της Ανατολικής Μακεδονίας), Periodičesko spisanie na Bâlgarskoto knižovno družestvo, Godina Sedma (XXXVI), Σρέντετς, Dâržavna pečatnica, 1891, σ. 852). Ο Κάντσωφ αντίστοιχα το 1891 συναντά 250 Βλάχους (Vasil Kančov, “Patuvane po dolinite na Struma», ό.π., σ. 103), όπως ο Μίσεφ το 1905 240 άτομα (D. M. Brancoff, ό.π., σ.188-189). Στα πλαίσια της κολοκυθιάς των αριθμών δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη ο αριθμός 120 Βλάχων που παραθέτει ο Κάντσωφ το 1900 (Vasil Kančov, Makedonija, σ. 184).
503. Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1904), ό.π., σ. 149. Jordan Ivanov, Bâlgarete, ό.π., σ. LXIV.
504. Vasil Kančov, Makedonija, ό.π., σ. 106.
505. Nikola Minov, «The War of Numbers and its First Victim: The Aromanians in Macedonia (End of 19th – Beginning of the 20th century)», Macedonian Historical Review, University of Ss. Cyril and Methodius – Skopje, Faculty of Philosophy, vol. 3 (2012), σ. 182.
506. Το ίδιο.
507. Ιωάννης Βλάχος, «Ο Μακεδονικός Αγών εις την περιοχήν Μελενίκου (Εκθέσεις Μητροπολιτών Ειρηναίου και Αιμιλιανού)», Σερραϊκά Χρονικά, τομ. 8 (1979), σ. 118.
508. Jordan Ivanov, Bâlgarete, ό.π., σ. LXIII.
509. Z. (Γκεόργκι Στρέζωφ), “Dva sandžakja ot Iztočna Makedonija” (Δύο σαντζάκια της Ανατολικής Μακεδονίας), Periodičesko spisanie na Bâlgarskoto knižovno družestvo, Godina Sedma (XXXVI), Σρέντετς, Dâržavna pečatnica, 1891, σ. 857-858. S. I. Verkovič, Topografičesko-etnografičesko očerk Makedonij (Τοπογραφικό-εθνογραφικό δοκίμιο της Μακεδονίας), Αγία Πετρούπολη 1889, σ. 109.
510. Vasil Kančov, “Patuvane po dolinite na Struma», ό.π., σ. 113.
511. Ό.π., σ. 100.
512. Χρήστος Γ. Ανδρεάδης, ό.π., σ. 567.
513. Για ένα παράδειγμα, βλ. G. F. Abbott, The tale of a tour, ό.π., σ. 78.
514. Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1904), ό.π., σ. 159.
515. Σπυρίδων Σφέτας, Ελληνοβουλγαρικές, ό.π., σ. 266-267, υποσημ. 69.
516. Η ελληνική αντεπίθεση στη Μακεδονία (1905-1906), ό.π., σ. 107.
517. Ό.π., σ. 148-149.
518. P. Danilovič Draganoff, Macedonia and the Reforms, London 1908, σ. 234-235.
519. Πέτρος Θ. Πέννας, Ιστορία των Σερρών από της αλώσεως αυτών υπό των Τούρκων μέχρι της απελευθερώσεως των υπό των Ελλήνων (1363-1913), Εκδ. δευτέρα βελτιωμένη και επηυξημένη, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρία Σερρών-Μελενίκου, Αθήναι 1966, σ. 234-240. Β. Λαούρδας - Π. Πέννας, «Σημειώσεις και οδηγίαι Δημοσθένους Φλωριά», Σερραϊκά Χρονικά, τομ. 4 (1963), σ. 129, 136-137.
520. Nikola Minov, Vlaškoto prašanje i romanskata propaganda vo Makedonija (1860-1913) (Το βλαχικό ζήτημα και η ρουμανική προπαγάνδα στην Μακεδονία 1860-1913), Σκόπια 2013, σ. 330-331.
521. D. M. Brancoff, ό.π., σ. 188-189, 198-199.
522. Για το κλείσιμο του ρουμανικού σχολείου στις Σέρρες μετά τον ξυλοδαρμό του ρουμάνου δασκάλου από ελληνίζοντες Βλάχους μας πληροφορεί ο Πέννας. Βλ. Πέτρος Θ. Πέννας, Τα Άνω Πορόια Σερρών, Το διαμάντι του Μπέλες, Ιστορία και Λαογραφία, Αθήνα 1989, σ. 71-72.
523. Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηράς καταστάσεως, Οικουμενικό Πατριαρχείο, εν Κωνσταντινουπόλει 1906, σ. μστ’ & μη’.
524. Για τις ρουμανικές κοινότητες στο σαντζάκι Σερρών βλ. Nikola Minov, Vlaškoto prašanje i romanskata propaganda vo Makedonija (1860-1913) (Το βλαχικό ζήτημα και η ρουμανική προπαγάνδα στην Μακεδονία 1860-1913), Σκόπια 2013, σ. 257, 321, 330-331.
525. Βλ. για παράδειγμα τους κομιτατζήδες να πιέζουν τους Βλάχους της Ράμνας να δεχθούν Βούλγαρο ή Ρουμάνο δάσκαλο και ιερέα: Γεώργιος Ι. Λιάος, «Το Νέον Πετρίτσι και η ιστορία του», Σερραϊκά Χρονικά, τομ. 2 (1957), σ. 220-221. Αντίστοιχα, οι ρουμανίζοντες της Άνω Τζουμαγιάς εκκλησιάζονταν στην εξαρχική εκκλησία βλ. Χρήστος Γ. Ανδρεάδης, ό.π., σ. 569.

Αναζήτηση