Πελαγονία – Μοναστήρι και ο βλαχόφωνος ελληνισμός

Ελληνικό Γυμνάσιο στο ΜοναστήριΤον 4ο π.Χ. αιώνα η περιοχή της Πελαγονίας εξαπλώθηκε στη Λυγκηστίδα, η οποία έφθανε νότια της Φλώρινας, στα υψώματα που χωρίζουν τη Λυγκηστίδα από την Εορδαία.

Η πιο γνωστή μεγαλούπολη στην περιοχή της Φλώρινας ήταν η Ηράκλεια Λυγκηστίδας, κτισμένη επί του ποταμού Λύγκου, που επανειλημμένα αναφέρεται ως Ηράκλεια ή Πελαγονία, από τη Φανούλα Παπάζογλου1 .
Η Πελαγονία στην εποχή του Φιλίππου Β΄ έφτανε ώς το ύψος της Λυχνιδούς στη λίμνη Αχρίδα και συμπεριλάμβανε τις διόδους προς δυσμάς και την περιοχή του σημερινού Μοναστηρίου (Εικ. 1). Οι Πελαγόνες κατατάσσονται φυλετικά στα δυτικά ηπειρωτικά ελληνικά φύλα2 .
Το 167 π.Χ. με την κατάλυση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους, η περιοχή της Μακεδονίας διαιρέθηκε σε τέσσερα τμήματα3 . Η Πελαγονία αποτέλεσε το τέταρτο μεγαλύτερο τμήμα της. Σύμφωνα με τον Τίτο Λίβιο (Εικ. 2) το τέταρτο τμήμα ταυτίστηκε με την Ηράκλεια Λυγκηστίδα, που ήταν αρχαία πόλη κειμένη Νοτιοδυτικά (ΝΔ ) του Μοναστηρίου και σε απόσταση μόλις δύο χιλιομέτρων από αυτό4 . Η Πελαγονία αναφέρεται ως μία από της Μακεδονικές πόλεις από τον Συνέκδημο του Ιεροκλή5 και από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο στο έργο του περί θεμάτων.6
Ο αρχαιολόγος Hammond (Εικ. 3) δεν δέχεται την ταύτιση της Πελαγονίας με την Ηράκλεια, γιατί θεωρεί ότι η Πελαγονία είναι δημιούργημα των αυτοκρατορικών χρόνων μια και στην εποχή των Ρωμαϊκών κατακτήσεων δεν υπήρχαν μεγάλες πόλεις στα τέσσερα τμήματα της Μακεδονίας7 .
Τον 12ομ.Χ. αιώνα ο ιστορικός Κίνναμος ταυτίζει τις δύο πόλεις λέγοντας: «ἐπεὶ δὲ ποτὲ καὶ ἐν Ἡρακλείᾳ ἐγένετο τῇ Μουσῶν, ἣν Πελαγονίαν τινὶ γλώττῃ κατακολουθοῡντες Ρωμαῖοι ὀνομάζουσιν».
Ίσως κατά τον Κίνναμο οι Ρωμαίοι να έδωσαν το όνομα της Πελαγονίας στην πόλη Ηράκλεια Λυγκηστής8 , η οποία σύμφωνα με την άποψή μας βρισκόταν στο τμήμα της Πελαγονίας που κατοικούνταν από τη φυλή των Λυγκιστών και ανήκε στα Ηπειρωτικά Ελληνικά φύλα, τα οποία προήλθαν από τους Δωριείς. Πιθανόν δε να είχαν ως έμβλημά τους τον Λύγκα.
Οι κάτοικοι της Πελαγονίας είναι αυτόχθονες Έλληνες οι οποίοι έζησαν και μεγαλούργησαν στην περιοχή της κοιλάδας του Αξιού ποταμού από αρχαιοτάτων χρόνων, διότι, όπως γνωρίζουμε από την Ιλιάδα, ο Πηλεγόνας ήταν γιός του Παίονα του Αστεροπαίου και της Περιβοίας, νύμφης του Εριγώνα, που ήταν παραπόταμος του Αξιού9 . Ο γιός του Πηλεγόνα οδήγησε τους Παίονες στον Τρωικό πόλεμο στα 1200 π.Χ. Οι Πελαγόνες και οι Παίονες ήταν συγγενικά φύλα και συνδέονταν όχι μόνον γεωγραφικά, αλλά και φυλετικά10.
Η πιο γνωστή πόλη της περιοχής της Πελαγονίας ήταν η Ηράκλεια Λυγκιστίδας και βρισκόταν μεταξύ της λίμνης Αχρίδας (Λυχνιδώ ονομαζόταν στη Βυζαντινή περίοδο), του όρους Βόρα (Καϊμάκ-Τσαλάν) του όρους Βαρνούντα (Περιστέρι)11, της Καστοριάς, του Μοναστηρίου, της Φλώρινας και των Πρεσπών. Την Ηράκλεια την έκτισε ο Φίλιππος μεταξύ των ετών 360-350 π.Χ. Η ονομασία της προέρχεται από τον Ηρακλή, που κατάγονταν από τους Δωριείς, και ήταν το τελευταίο φύλο το οποίο κατέβηκε προς την Κεντρική Ελλάδα. Ο Ηρακλής λατρεύονταν στην Πελαγονία και η πόλη που έφερε το όνομά του γνώρισε καιρούς ακμής12.
Οι ανασκαφές που άρχισαν το 1931 έφεραν στο φως ευρήματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού κυρίως από τον 2ο αιώνα π.Χ. έως και τον 6ο αιώνα μ.Χ.13. Ανάμεσα στα αξιόλογα ευρήματα είναι ένα τμήμα από το τείχος της Ακρόπολης, το Θέατρο 30.000 θέσεων (Εικ. 4) που έχτισε ο Φίλιππος προς τιμήν του Ηρακλή και ανακαίνισε ο Αδριανός, όταν ήταν κυβερνήτης της Κάτω Παννονίας μεταξύ των ετών107-110 μ.Χ. Βρέθηκαν ακόμη ρωμαϊκά αγάλματα του Titus Flavius και της JuliasTertila (Εικ. 5), με ελληνικές επιγραφές στις βάσεις τους και εδάφια από τον Ησίοδο. Ανασκάφθηκαν επίσης δύο βασιλικές με αξιολογότατα μωσαϊκά του 5ου και του 6ου μ.Χ. αιώνα14. Από τη μεγάλη τρίκλιτη βασιλική σώζονται: Η αψίδα στα ανατολικά, ο νάρθηκας στα δεξιά, παρεκκλήσι με πρόπυλο και βαπτιστήριο στα βόρεια και στα νότια το διακονικό. Το δάπεδο του ναού καλύπτεται με θαυμάσια ψηφιδωτά 100 τ.μ. περίπου με ποικίλα θέματα.
Η μεγαλοπρέπεια του ναού καταδεικνύει την οικονομική άνθιση και το ψηλό πολιτιστικό επίπεδο της πόλης (Εικ. 6, 7). Η Ηράκλεια στους βυζαντινούς χρόνους έγινε έδρα επισκόπου. Οι προκαθήμενοι επίσκοποί της πήραν μέρος σε σημαντικές Συνόδους, όπως αυτή της Σαρδικής (Σόφια) το 342 μ.Χ., όταν επίσκοπος ήταν ο Ευάγριος ο οποίος υπέγραψε ως «ΕυάγριοςΛύγκου»15.
Στην τέταρτη Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας του 451μ.Χ. συμμετείχε ο Κουιντίλιος Ηρακλείας και στην Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης του έτους 553 μ.Χ. συμμετείχε ο Βενίγνος16. Οι τρεις προαναφερθέντες επίσκοποι εκπροσώπησαν στις Συνόδους τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης και υπέγραψαν φέροντες τον τίτλο με τη σειρά που αναφέρθηκαν: «ο Ηρακλείας, Λύγκου και Λυγκιστίδος», «ο ΗρακλείαςΠελαγονίας» και ο «Ηρακλείας και Μακεδονίας».
Η Ηράκλεια παρήκμασε και ερήμωσε μετά την πυρπόλησή της από τους Γότθους το 479 μ.Χ.17. Τη θέση της Ηράκλειας πήρε το γειτονικό Μοναστήρι που αναδείχθηκε σημαντικό αστικό κέντρο με το όνομα Βιτόλια στους βυζαντινούς χρόνους18. Ο επίσκοπος του Μοναστηρίου έφερε τον τίτλο ο Μπιτολίας ήτοι Πελαγωνίας και Περλιάπου, είχε δεζ΄ σειρά στον επισκοπικό κατάλογο της αρχιεπισκοπής των Αχριδών και πρώτης Ιουστινιανής19. Στη βυζαντινή περίοδο η περιοχή της Πελαγονίας – Μπιτολίων γνώρισε μεγάλη ακμή και πλήθος ναών, μοναστηριών και ασκηταριών οργανώθηκαν γύρο από τον επίσκοπό της. Σύμφωνα με την παράδοση η μετονομασία των Μπιτολίων σε Μοναστήρι οφείλεται στην πληθώρα των μοναστηριών της περιοχής και των Ελλήνων που την κατοικούσαν. Αλλά και Μπιτόλια ή Όμπιτελ στα σλάβικα σημαίνει μοναστήρι.
Οι Μοναστηριώτες συμπαραστάθηκαν και βοήθησαν το 1014 μ.Χ. τον Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο στις νικηφόρες μάχες που έδωσε στην περιοχή τους εναντίον των Βουλγάρων και του Τσάρου Συμεών, αλλά συμμετείχαν και στη μάχη της Πελαγονίας το 1259 που διεξάχθηκε στη θέση Βορίλα κοντά στο Μοναστήρι20. Τα στρατεύματα του Κράτους της Νικαίας με αρχηγό τον Πρίγκιπα Ιωάννη Παλαιολόγο και στρατηγό τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο κατατρόπωσαν τους Φράγκους και τους απώθησαν, επαναφέροντας και πάλι την πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη από τη Νίκαια21. Όταν επικράτησαν οι Τούρκοι σε ολόκληρη τη βυζαντινή αυτοκρατορία, μοιραίο ήταν να υποταχθεί και το Μοναστήρι (Μπίτολα), το οποίο εκείνη την εποχή ήταν μια μικρή πόλη που ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της ήταν μοναχοί.22
Το 1591 το Μοναστήρι ήταν φέουδο (τσιφλίκι) του πρώτου Βεζίρη. Το 1603 ήταν φέουδο της Φατμέ κόρης του σουλτάνου Αχμέτ Α΄, η οποία σε όλη την περιοχή του Μοναστηρίου επέβαλε αβάσταχτους φόρους23.
Αργότερα το Μοναστήρι έγινε έδρα τουρκικής διοίκησης ολόκληρης της Δυτικής Μακεδονίας και μέρους της Αλβανίας. Σύμφωνα με τον Ντούσαν Πόποβιτς, το Μοναστήρι μετά από την κατάληψή του από τους Τούρκους άρχισε να γίνεται πολυάνθρωπο, εξαιτίας του μεταναστευτικού ρεύματος των Ελληνοβλάχων της Μοσχόπολης, που καταστράφηκε δύο φορές το 1769 και το1788 από τους Τουρκαλβανούς Κονιάρους24.
Το μεταναστευτικό δρόμο προς το Μοναστήρι ακολούθησαν και πολλοί ΄Ελληνες Δυτικομακεδόνες και Ηπειρώτες καταπιεσμένοι από τη σκληρή διοίκηση του Αλή Πασά. Μεταξύ των μεταναστών ήταν και οικογένειες από τη Σαμαρίνα, Αβδέλα, Σμίξη, Περιβόλι, Βλάστη κ.α.25.
Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή περιγράφει το Μοναστήρι το 1671 ως μία ευρύχωρη και όμορφη πόλη με δέκα(10) γέφυρες, που γεφύρωναν τον Υδραγόρα ποταμό και 21 συνοικίες με 3000 περίπου διώροφα σπίτια, 70 τζαμιά, 9 μεντρεσέδες κι ένα μπεζεστένι (σκεπαστή αγορά) με σιδερένιες πύλες26. Ο Γάλλος περιηγητής Pouqueville το 1806 αναφέρει το Μοναστήρι σαν μια όμορφη, πλούσια πόλη με πολλά οικοδομήματα27.
Ο Ίων Δραγούμης στο βιβλίο του «Μαρτύρων και Ηρώων αίμα» λέει για το Μοναστήρι ότι: «[…] του φάνηκε Βυζαντινή πολιτεία. Ένας δρόμος μόνο αυτός που πηγαίνει κατά το σταθμό του σιδηροδρόμου είναι πλατύς. Όλοι οι άλλοι είναι στενά σοκάκια σταβοδίβολα και λιθόστρωτα. Τα σπίτια είναι άταχτα βαλμένα με μορφή εξωτερική ανώμαλη και εξέχουν ξώστεγα. Το ποτάμι το χειμώνα είναι παγωμένο και πάνω από τον πάγο χιόνι»28.
Το Μοναστήρι άλλαξε εθνολογικά μετά τις μετεγκαταστάσεις των Βλαχόφωνων Ελλήνων, γιατί ο βουλγάρικος πληθυσμός άρχισε να μειώνεται αισθητά.29 Το εμπόριο, οι τέχνες και τα γράμματα που διακινούσαν οι Έλληνες, έδωσαν νέα ώθηση στην εξέλιξη του Μοναστηρίου. Έδρα του Ορθόδοξου Μητροπολίτη Πελαγονίας ήταν το Μοναστήρι και ο Μητροπολίτης έφερε τον Τίτλο: «Πελαγονίας, Πρεσπών και Αχριδών».
Η Μητρόπολη αγκάλιασε όλο τον ελληνοβλαχικό πληθυσμό που είχε φρόνημα και συνείδηση ελληνική. Η Μητρόπολη κάλυπτε όχι μόνο το θρησκευτικό αίσθημα του λαού της, αλλά εκτελούσε και καθήκοντα Ιεροδικείου. Το Ιεροδικείο εκδίκαζε τις υποθέσεις των Χριστιανών με βάση τους Θείους και Ιερούς Κανόνες, για να αποφεύγουν την σκληρότητα των τουρκικών δικαστηρίων30.
Εντύπωση προκάλεσε στον ιστορικό Popovič, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσίαζαν οι απόδημοι Έλληνες για τα εκκλησιαστικά και τα εκπαιδευτικά τους ζητήματα για τα οποία αγωνίζονται σθεναρά και σχολιάζει: «Παρ’ ότι οι Έλληνες αποτελούσαν νησίδες μέσα στον σλαβικό όγκο προσπαθούσαν να επιτύχουν την έγκριση των πολιτικών αρχών, για να κτίσουν τα δικά τους σχολεία και τις δικές τους εκκλησίες ώστε να τελούνται οι θείες λειτουργίες στη γλώσσα τους. Η επιρροή που ασκούσαν στις αρχές οφειλόταν στην οικονομική βοήθεια που τις πρόσφεραν λόγου του πλούτου τους»31.
Οι ναοί και τα μοναστήρια που υπήρχαν στο Μοναστήρι καταστράφηκαν ή μετατράπηκαν σε τζαμιά από τους Τούρκους, γι’ αυτό μετά από πολλές διαπραγματεύσεις με τις τουρκικές αρχές κατόρθωσαν οι Έλληνες να αποσπάσουν τη άδεια ανοικοδόμησης ναού. Το 1830 επί Μητροπολίτου Γρηγορίου άρχισε να κτίζεται ο ναός του Αγίου Δημητρίου (Εικ. 8), στο επάνω μέρος της πόλης κοντά στη δεξιά όχθη του ποταμού Υδραγόρα στην παλιά οδό της εκκλησίας. Το Ιερό Βήμα και η είσοδος του ναού βρίσκονται στην ομώνυμη οδό32.
Το μήκος του ναού είναι 36 μ., το πλάτος 34 μ. και το ύψος 10 μ., δυσανάλογο με τις διαστάσεις του ναού. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση ο Ρεζίτ Πασάς συμβούλεψε τον Μητροπολίτη να μην δώσει ύψος στον ναό και η εξωτερική του εμφάνιση να είναι όσο το δυνατόν πιο απλή γιατί όπως του είπε: «πρέπει να υπολογίσεις τους δικούς μας βαρβάρους», εννοώντας τους Τούρκους του Μοναστηρίου, τους προερχόμενους από τα βάθη της Ασίας. Πράγματι με την τοποθέτηση του θεμελίου λίθου στις 6 Αυγούστου του 1830 μ.Χ. άρχισαν οι αντιδράσεις. Τότε σύσσωμος ο ελληνισμός πρόσφερε μεγάλα χρηματικά ποσά, άλλα για δωροδοκίες (μπαχτσίσια) και άλλα για πληρωμή των υλικών και τεχνιτών, ώστε να επιταχυνθεί το έργο. Ο ναός τελείωσε μέσα σε τέσσερες μήνες και στις 12 Δεκεμβρίου του 1830 έγιναν τα εγκαίνιά του. Οι ίδιες δυσκολίες παρουσιάστηκαν και για την κατασκευή του κωδωνοστασίου. Για να δοθεί η έγκριση το 1901 χρειάστηκε να παρέμβει ο ίδιος ο Πατριάρχης. Το κωδωνοστάσιο κτίστηκε μεταξύ των ετών 1899-1903, όταν Μητροπολίτης Μοναστηρίου ήταν ο Αμβρόσιος33.
Από τα βιβλία του ναού του Αγίου Δημητρίου φαίνεται ότι ο ναός ανέλαβε μεγάλο φιλανθρωπικό έργο προς ανακούφιση των πασχόντων. Δαπανήθηκαν 116 γρόσια για την επισκευή του Νοσοκομείου, την επέκτασή του και τη συντήρησή του, 1.849 γρόσια για το έτος 1854 και 10.213 γρόσια για το έτος 1896.Το Νοσοκομείο αυτό το συντηρούσε η Εκκλησία μέχρι την ανέγερση νέου Ελληνικού Νοσοκομείου που έγινε με τις δαπάνες των 3.000 λιρών Αγγλίας του Μοναστηριώτη Ιωάννου Δημητρίου, εμπόρου από την Αίγυπτο. Με τη διαθήκη του άφησε άλλες 10.000 λίρες για τη συντήρησή του. Η δε αδελφή του Ελένη Δημητρίου το έτος 1939 δώρισε 3.000 λίρες Αγγλίας για την αποπεράτωση του Νοσοκομείου Φλώρινας34. Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου δαπάνησε μεταξύ των ετών 1845-1854, 82.953 γρόσια, για τη συντήρηση και περίθαλψη των πτωχών, 10.524 γρόσια για τους φυλακισμένους, 5.000 γρόσια για διατροφή φτωχών παιδιών και 168.398 γρόσια για αγορά και συντήρηση σχολείων και πληρωμή δασκάλων, ώστε τα ελληνόπουλα να πάρουν την ελληνική παιδεία.35
Το πρώτο σχολείο στο Μοναστήρι δημιουργήθηκε από τον δάσκαλο Ν. Βαρνάβα το 1830 και ήταν οκτατάξιο. Η οικονομική του στήριξη προέρχονταν από την Εκκλησία και από ιδιώτες. Στις τρείς μεγαλύτερες τάξεις, του εν λόγου σχολείου διδάσκονταν οι αρχαίοι συγγραφείς όπως Σοφοκλής, Ευρυπίδης, Αισχύλος και παράλληλα Μαθηματικά, Γεωγραφία και κυρίως Ελληνική Ιστορία36.
Συγχρόνως με την κοινοτική σχολή Βαρνάβα λειτούργησε το 1841 το ιδιωτικό σχολείο του Μαργαρίτη Δήμιτσα. Στο σχολείο αυτό δίδαξαν γνωστοί δάσκαλοι όπως ο Αναστάσιος Πηχεών (Εικ. 9), ο Σεραφείμ Ματλής, ο Ν. Χαλκιόπουλος κ. ά. Η λειτουργία του διήρκεσε μέχρι το 1865 και διαλύθηκε όταν ο Μαργαρίτης Δήμιτσας (Εικ. 10) έγινε Γυμνασιάρχης στο νεοϊδρυμένο ημιγυμνάσιο της Κοινότητας Μοναστηρίου και κατόπιν Γυμνασιάρχης στη Θεσσαλονίκη. Οι σπουδές του Μ. Δήμιτσα ήταν αξιόλογες, διότι σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Λειψία και στο Βερολίνο. Συνέγραψε πολλά ιστορικογεωγραφικά βιβλία και μεταξύ των άλλων το γνωστό σε όλους «Αρχαία Γεωγραφία της Μακεδονίας». Η ελληνική κυβέρνηση τον παρασημοφόρησε για τις υπηρεσίες του στο έθνος37.
Όταν Πρόξενος της Ελλάδας στο Μοναστήρι ήταν ο Γεώργιος Δοκός38 ιδρύθηκε πλήρες Γυμνάσιο το οποίο αντικατέστησε το παλιό ημιγυμνάσιο (Εικ. 11). Το Γυμνάσιο αυτό αναγνωρίστηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και οι απόφοιτοί του γίνονταν δεκτοί σε αυτό για να συνεχίσουν τις σπουδές τους39.
Πρώτος Γυμνασιάρχης αναφέρεται ο Μακεδόνας Κωνσταντίνος Τσιούλκας, ενθουσιώδης πατριώτης και φλογερός δάσκαλος. Την ίδια χρονική περίοδο δημιουργήθηκε πλήρης Αστική Σχολή που στεγάστηκε στο αξιόλογο κτήριο της Μουσικίου Αστικής Σχολής που έγινε με δαπάνες του Μουσίκου και διευθυντής της ήταν ο Παναγιώτης Σωκρατίδης40.
Επίσης ιδρύθηκε Ιερατική Σχολή με διευθυντή τον Πέτρο Κόνδη41. Οι αδελφοί Δημητρίου χρηματοδότησαν την ανέγερση του Παρθεναγωγείου και ο Ιωάννης Κοντούλης ίδρυσε και συντήρησε τη Δημοτική Σχολή. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα έφθαναν τα 17 με 55 δασκάλους και 3000 μαθητές.
Στις αρχές του 20ού αιώνα το Μοναστήρι αριθμούσε 40.000 κατοίκους εκ των οποίων οι 18.000 ήταν Έλληνες. Ο ελληνικός πληθυσμός του Μοναστηρίου προόδευε εκτός των γραμμάτων και στο εμπόριο.
Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας άρχισε η βιομηχανική πρόοδος με αποτέλεσμα το Μοναστήρι να εξαρτάται εμπορικά και συγκοινωνιακά από την Θεσσαλονίκη. Η είσοδος των βιομηχανικών προϊόντων δημιούργησε μια νέα οικονομική ομάδα, που ασχολούνταν αποκλειστικά με το εμπόριο, που το είχαν στα χέρια τους κυρίως οι Έλληνες42.
Τα εισαγόμενα εμπορεύματα ανέρχονταν σε 365.000 αγγλικές λίρες το 1909 και 450.000 αγγλικές λίρες το έτος 1911, σύμφωνα με τα στοιχεία που αντλούμε από το Ιστορικό Αρχείο της Μακεδονίας φάκελος 2284 Αρχείο Τραπέζης Ανατολής.
Το εμπόριο απαιτούσε χρήματα και τα χρήματα Τράπεζες, δανειστές και πιστωτές. Τα εφτά ελληνικά τραπεζικά γραφεία του Μοναστηρίου, διακινούσαν ένα πιστωτικό κεφάλαιο 20.000 λιρών, ενώ η Τράπεζα της Ανατολής άλλες 150.000 λίρες43. Στα αρχεία της Τράπεζας της Ανατολής υπάρχουν δελτία πελατών, από τα οποία μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα της οικονομικής ευρωστίας των Ελλήνων του Μοναστηρίου. Οι αδελφοί Κωνσταντίνου διέθεταν περιουσία 500 λιρών Αγγλίας και εμφανίζονται «Τραπεζίται δια Αμερική», δανειστές δηλαδή των μεταναστών για την Αμερική. Η οικία τους άξιζε 300 λίρες κι είχαν μετρητά άλλες 200 λίρες44.
Ο Γεώργιος Χρήστου Πούλιας ζωέμπορος είχε περιουσία 400 λίρες. Το ζωικό κεφάλαιό του ήταν 150 λίρες και μετρητά 250 λίρες. Ο Μιχαήλ Ιωάννου μεταξουργός διέθετε οικία 200 λιρών και μετρητά από προίκα άλλες 200 λίρες. Ο Νέδος και Κατσουγιάννης έμποροι νεωτερισμών ήταν κάτοχοι περιουσίας 4.000 λιρών.
Τα δελτία της Τράπεζας είναι πολλά, πολλά είναι και τα γνωστά ονόματα οικογενειών που ζουν σήμερα σε πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας όπως Λαζάρου, Ξούλης, Μιχαηλίδης, Κυριακού, Ταχιάου, Κωνσταντίνου, Ναλμπάντης, Νιτσιώτας, Μπασδραβέλλας, Νούσιας, Σπύρου, Βαλαβανίδης, Παπάζογλου, Δούμας, αδελφοί Μανάκια, που υπήρξαν οι πρώτοι κινηματογραφιστές των Βαλκανίων και πολλοί άλλοι45.
Στις αρχές του 20ού αιώνα για την εξυπηρέτηση εμπόρων και επισκεπτών υπήρχαν στο Μοναστήρι τουλάχιστον οκτώ Ελληνικά ξενοδοχεία και δώδεκα πανδοχεία (Εικ. 12)46. Πέραν όμως της οικονομικής και πολιτιστικής άνθισης το Μοναστήρι υπήρξε μια αντιπροσωπευτική πολιτεία για τους αγώνες της Μακεδονίας του 1854. Η συμμετοχή των Ελλήνων Μοναστηριωτών στα επαναστατικά κινήματα 1866-1878, στον πόλεμο του 1912 και στις μάταιες προσδοκίες τους μέχρι το 1919 έγραψαν σελίδες ιστορίας του νεοελληνικού έθνους47.
Το Μοναστήρι πολύ γρήγορα έγινε εθνικό κέντρο με σημαντικό ρόλο στις επαναστατικές εξελίξεις. Από το 1806 δημιουργήθηκαν τα πρώτα επαναστατικά σώματα για να αντιμετωπίσουν τις λεηλασίες του Αλή Πασά. Το 1854 με το επαναστατικό κίνημα της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας οι Έλληνες στο Μοναστήρι οργανώθηκαν σε επαναστατικά σώματα, γύρο από τις τάξεις του πατριωτικού σωματείου «Καζίνο» που συστάθηκε από τους απόφοιτους της Σχολής Βαρνάβα το 1852, με απώτερο σκοπό τη διατήρηση της συνοχής του ελληνορθόδοξου στοιχείου48.
Το 1862 διαδραματίστηκαν κάποια επεισόδια από τα οποία οι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να συλλάβουν και να φυλακίσουν εκπαιδευτικούς, εμπόρους και άλλους για τους οποίους είχαν κάποιες πληροφορίες για τη δράση τους49.
Οι ελληνορθόδοξοι Μοναστηριώτες έλαβαν μέρος στη Νέα Φιλική Εταιρεία κατά την περίοδο 1850-1890.50 Ο βλαχόφωνος Αναστάσιος Πηχεών ήταν ο βασικότερος συνεργάτης του Ελληνικού Προξενείου του Μοναστηρίου και μετά το συνέδριο του Βερολίνου πρωτοστάτησε ενεργά στα νεοσύστατα επαναστατικά κινήματα (Εικ. 13)51. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος συμμετείχε στα ανταρτικά σώματα της Δυτικής Μακεδονίας. Η Νέα Φιλική Εταιρία προδόθηκε στους Τούρκους και ακολούθησαν συλλήψεις. Το 1878 ιδρύθηκε στην Αθήνα η Μακεδονική Επιτροπή. Από τα ιδρυτικά μέλη ήταν ο Στέφανος Δραγούμης,ο Λεωνίδας Πασχάλης, ο Νικόλαος Χαλκιόπουλος και άλλοι52.
Στη δεκαετία 1880-1890 ο ελληνισμός του Μοναστηρίου και της Μακεδονίας γενικότερα εκτός των Τούρκων είχαν να αντιμετωπίσουν τη Βουλγαρική, τη Ρουμανική, τη Σερβική και την Αλβανική προπαγάνδα. Το 1886 κατασχέθηκε η απόρρητη αλληλογραφία του Αναστασίου Πηχεώνα και οι συλλήψεις και φυλακίσεις ήταν αναρίθμητες53.
Οι Βούλγαροι προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν τον πληθυσμό της Μακεδονίας στην Εξαρχία, τρομοκρατώντας τον σλαβόφωνο και βλαχόφωνο ελληνικό πληθυσμό, τον οποίο στρατολογούσαν με τη βία για να επιτύχουν την εξέγερση του Ίλιντεν, όπου τα βουλγαρικά κομιτάτα εντατικοποίησαν τις εγκληματικές τους ενέργειες54. Τα βλαχόφωνα χωριά της περιοχής του Μοναστηρίου αντιστάθηκαν σθεναρά.
Ο Άγγλος Πρόξενος στο Μοναστήρι Jannes Mc. Gregor αναφέρει στην έκθεσή του: «Στο επαναστατικό κίνημα αυτών των χρόνων πολλές ήταν οι χιλιάδες πληθυσμού με γνήσια ελληνική συνείδηση, που πολεμούσαν τους Οθωμανούς Κομιτατζήδες με αιματηρές συνέπειες»55.
Ο Στέφανος Δραγούμης και ο Ίων Δραγούμης, ο οποίος ήταν υποπρόξενος στο Μοναστήρι το 1902, συνέβαλαν ουσιαστικά στην οργάνωση του ελληνικού πληθυσμού του Μοναστηρίου στον Μακεδονικό αγώνα. Μεταξύ των ετών 19031909, εξαιτίας των δραστηριοτήτων τους στον Μακεδονικό αγώνα δολοφονήθηκαν ο Θεόδωρος Μόδης, ο Φίλιππος Καπετανόπουλος, ο Ματθαίος Κατσουγιάννης, ο Δημήτριος Τσιώνης, ο Σωτήρης Τάντης κλπ.56.
Παρόλο που ο Μητροπολίτης Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλος έκανε έκκληση στις Τουρκικές αρχές να σταματήσουν οι δολοφονίες και οι συνοπτικές δικαστικές καταδίκες των ορθοδόξων Ελλήνων από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες, αυτοί κώφευσαν και έτσι οι Μοναστηριώτες από το 1908 μέχρι το 1912 βίωσαν αιματηρές αναταραχές57.
Τέλη Οκτωβρίου ο Ελληνικός Στρατός με αρχηγό τον Κωνσταντίνο βρισκόταν στην Κοζάνη και ήταν έτοιμος να προελάσει προς το Μοναστήρι ώστε να το ενσωματώσει στην Ελλάδα58. Τελικά ο Ελληνικός Στρατός στράφηκε προς τη Θεσσαλονίκη μετά από το τηλεγράφημα του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον Κωνσταντίνο.

Τηλεγράφημα Κωνσταντίνου προς Βενιζέλο:
«Ο στρατός δεν θα οδεύσει κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε».
Βενιζέλος προς Κωνσταντίνο:
«Σας το Απαγορεύω».

Τελικά τα ελληνικά στρατεύματα άλλαξαν πορεία και ελευθέρωσαν την Κατερίνη, Βέροια, Νάουσα και την Θεσσαλονίκη την 26η προς 27η Οκτωβρίου 191259.
Την 7η Νοεμβρίου του 1912 τα Σερβικά στρατεύματα κατέλαβαν το Μοναστήρι. Η είσοδος των Σέρβων στην πόλη δεν προκάλεσε κανέναν ενθουσιασμό, διότι οι Σέρβοι τους ήταν σχεδόν άγνωστοι. Την ίδια ημέρα ο Αλέξανδρος Α΄, σαν διάδοχος του θρόνου της Σερβίας και αρχιστράτηγος του Σερβικού Στρατού, επισκέφτηκε στο Μοναστήρι τον ναό του Αγίου Δημητρίου για να προσκυνήσει60.
Οι τελευταίες φρούδες ελπίδες των Μοναστηριωτών επικεντρώθηκαν στην καθαρά εθιμοτυπική επίσκεψη στο Μοναστήρι του διαδόχου Κωνσταντίνου συνοδευόμενου από τους πρίγκιπες Γεώργιο, Παύλο και Ανδρέα . Η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε την 12η Νοεμβρίου λίγες μόνο μέρες μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Σέρβους. Η υποδοχή ήταν πάνδημη και ο ενθουσιασμός τόσο μεγάλος που ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στη Φλώρινα αυθημερόν για να μην δημιουργηθούν προβλήματα με τους συμμάχους της Ελλάδας, τους Σέρβους61.
Ο Σερβικός Στρατός εν τω μεταξύ με τον στρατηγό του Jincovitch προέβη σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Τουρκικών δυνάμεων. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου 29 Ιουλίου 10 Αυγούστου του 1913 επικυρώθηκε η προσάρτηση της περιοχής της Πελαγονίας, με το Μοναστήρι, Αχρίδα, Κρούσοβο και Πρόλαπο, καθώς και ένα τμήμα της Βόρειας Λυγκιστίδας στη Σερβία62.
Οι βλαχόφωνοι Έλληνες του Μοναστηρίου ήταν βαθύτατα πληγωμένοι αφενός με την πολιτική του Βενιζέλου, που αποδέχτηκε το αίτημα της Ρουμάνικης κυβέρνησης να ανοίξουν σχολεία και εκκλησίες και να συσταθεί επισκοπή για τους κουτσόβλαχους, αφετέρου ο χειρισμός του θέματος αποτέλεσε λανθασμένη διπλωματική ενέργεια, διότι οι βλαχόφωνοι Έλληνες ουδέποτε ζήτησαν να αποσπασθούν από την Ελληνική παιδεία και την Ορθοδοξία ως γνήσιοι Έλληνες που ήταν63. Η κατάσταση των Μοναστηριωτών κουτσόβλαχων χειροτέρεψε ,όταν στο πολιτικό προσκήνιο εμφανίστηκε ο Απόστολος Μαργαρίτης, ο οποίος ως άλλος Εφιάλτης της αρχαιότητας, συνεργάστηκε με τον αρχηγό της Ρουμάνικης Προπαγάνδας στο Μοναστήρι τον Λαζαριστή Faverial που είχε ως συνεργό του τον αντεθνικό Θεόδωρο Μαυραγάνη. Ο Απόστολος Μαργαρίτης προσπάθησε να δαμάσει το φρόνημα των βλαχόφωνων Ελλήνων συνεργαζόμενος με το καθολικό κίνημα, με τον βουλγαρικό επεκτατισμό και την Αλβανική κίνηση για να δημιουργήσει ανθελληνικό κλίμα στον αλβανικό πληθυσμό της Πελαγονίας και να διεγείρει τις εθνικές απαιτήσεις. Έτσι καλλιεργήθηκε ένα αλβανορουμανικό ρεύμα τις παραμονές των Βαλκανικών πολέμων64. Οι Μοναστηριώτες τόσο πολύ μίσησαν τον Απόστολο Μαργαρίτη που προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν την ώρα που έβγαινε από το Αυστριακό Προξενείο της πόλης τους. Για το επεισόδιο συνελήφθησαν ως ύποπτοι ο Νικόλαος Χατζηπέτρου ή Γιάκας, ο Θεόδωρος Μόδης, ο Γεώργιος Δήμιτσας και ο Κωνσταντίνος Χατζηανδρέου, αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι λόγω αμφιβολιών65.
Οι Λαζαριστές πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στους ρουμανίζοντες με τη συνεργασία της αυστριακής πολιτικής στα Βαλκάνια66. Η ρουμανική προπαγάνδα δεν βρήκε καμία ανταπόκριση από τον βλάχικο πληθυσμό σε ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο και Θεσσαλία. Όλες τους οι προσπάθειες και τα σχέδιά τους ματαιώθηκαν. Ο δε αρνησίπατρης Θεόδωρος Μαυραγάνης παριστάνοντας τον πατριώτη μπαινόβγαινε στο Ελληνικό Προξενείο του Μοναστηρίου αλλά και στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα. Τις πληροφορίες του, τις πουλούσε στους ενδιαφερόμενους εχθρούς του Έθνους και πρόδιδε τους συμπατριώτες του που ήταν επίλεκτα στελέχη της πόλης του Μοναστηρίου, όπως ο Γυμνασιάρχης Ν. Παλιεράκης, ο καθηγητής Χαράλαμπος Καρμίρης και άλλοι, που οδηγούνταν στις φυλακές με τρομερές συκοφαντίες. Ο προδότης Απ. Μαργαρίτης ο οποίος στάθηκε η αιτία να ταλαιπωρηθούν και να εκδιωχθούν αξιοπρεπέστατοι Έλληνες Μοναστηριωτες, πέθανε την ώρα που έπινε τον καφέ του κοντά στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης67.
Τα σχέδια της ανθελληνικής κίνησης του Ρουμανικού κράτους που είχε και τη σύμφωνο γνώμη της Ρωσίας να αυτονομηθούν οι βλαχόφωνοι κάτοικοι της Νότιας Βαλκανικής και να υποταχθούν στις ρουμανικές αξιώσεις, δεν υλοποιήθηκαν, διότι το φρόνημα και η συνείδηση των βλαχόφωνων Ελλήνων ήταν σταθερά προσκολλημένη στον Ελληνισμό, όπως τόνισε ο Αυστριακός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη: «Η ρουμανική εκστρατεία απέβη άκαρπη, αφού τα αποτελέσματά της ήταν πενιχρά και ασήμαντα»68.
Εδώ θα αναφέρουμε ένα απόσπασμα από τη διαμαρτυρία των κουτσοβλάχων κατοίκων του Μοναστηρίου προς τον Δεσπότη:

«Παναγιότατε Δέσποτα
Μετὰ λύπης παρατηροῦντες ὅτι ἐξακολουθεῖ ἔτι περί ἡμῶν τῶν λεγομένων κουτσοβλάχων τῆς Μακεδονίας νὰ ὑπάρχῃ μεγάλη πλάνη καὶ προκατάληψις παρὰ τισὶ κύκλοις οἵινες εἴτε ἑκούσια, εἴτε ἀκούσια ὄργανα πολιτικῶν βλέψεων καὶ ὑπολογισμῶν γενόμενοι, ᾀμφισβητοῡσιν την ῾Ελληνικὴν ἡμῶν ἐθνικότητα καὶ συγχέωσιν ἡμᾶς πρὸς τοὺς Ρουμούνους κατοίκους τῶν πέραν τοῦ Ἴστρου χωρίων, […]
῾Ημεῑς δ’ ὅμως οἱ Κουτσόβλαχοι, πληρέστατην ἔχοντες συνείδησιν τῆς ἐθνικῆς ἡμῶν καταγωγῆς, οὐδένα δὲ συγγενικὸν ἢ ἄλλον δεσμὸν ἀναγνωρίζοντες μετὰ τῶν Ρουμούνων κατοίκων τῆς παριστρίου χώρας, στεντορία τῇ φωνῇ διακηρύττομεν καὶ διὰ μυριοστὴν φορὰν ἐπαναλαμβάνομεν ὅτι εἴμεθα γνήσιοι Ἕλληνες, κατ’ οὐδὲν διαφέροντες τῶν ἄλλων Ἑλλήνων ἀδελφῶν ἡμῶν, ἢ κατὰ τοῦτο ἴσως μόνον, ὅτι μισοῡμεν καὶ ἀπεχθανόμεθα πλειότερον ἐκείνων, τοὺς Ρωμούνους, τοὺς πειρωμένους διὰ χρημάτων καὶ παντίων ἄλλων ἀνηθήκων μέσων νὰ διαφθείρωσιν συνειδήσεις, […]»69.

Υπογράφουν: Οι Κουτσόβλαχοι της πόλεως Μοναστηρίου.

Δεύτερη διαμαρτυρία των βλαχόφωνων Ελλήνων του Μοναστηρίου απευθύνονταν στους Προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων:

«Κύριοι Πρόξενοι. Εἴμεθα οἱ ἐπιλεγόμενοι κουτσόβλαχοι. Εἴμεθα ἐκεῑνοι περὶ οὓς συνάπτεται σφοδρὸς ᾀγών, περὶ ὣν ὁμιλοῦσι χωρὶς νὰ τοὺς γνωρίζουν.
Ἐξελήφθημεν ὡ ἀπροστάτευτα ἔκθετα ὀρφανά, ὅλως δὲ ὁ κόσμος ὀρέγεται νἀὰ μᾶς ἀποκαταστήσῃ [...]
Δὲν εἴμεθα Ρουμοῦνοι, ταὸ διακηρύττομεν ὅλοι μὲ μιὰ φωνή, οὔτε θὰ γίνομεν ποτὲ τοιοῡτοι καὶ ἐὰν ἀκόμη ἑκατονταπλασιάσωσιν οἱΡουμοῡνοι τὰς πρὸς τοῡτο ἀφειδεῖς πιστώσεις τοῦ προϋπολογισμοῦ των. Μόνον βαθείαν περιφρόνησιν αἰσθανόμεθα πρὸς αὐτοὺς διὰ τὴν προτέτειαν μεθ’ ἧς φιλοδοξοῦσιν νὰ γείνωσιν προστάται μας [...]
Ἐπανειλημμένως διαμαρτηρήθημεν κατὰ τῆς καταστάσεως ταύτης παρὰ τῇ σεβαστῇ Αὐτοκρατορικῇ Κυβερνήσῃ. ᾈλλά θεωροῡμεν ἐπάναγκες νὰ ᾀποταθῶμεν καὶ πρὸς τοὺς Εὐρωπαίους ἀντιπροσώπους, διότι μετὰ λύπης παρετηρήσαμεν ὅτι ὄχι μόνον ὅλη σχεδὸν ἡ Εὐρώπη ἐνθαρρύνει τὴν Ρουμανία εἰς τὸ ἄχαρι αὐτῆς ἔργον, ἀλλὰ καὶ τινὲς τῶν ἀντιπροσώπων της, ἐπιπολαίως ἴσως ἑξετάσαντες τὰ πράγματα ἐγκαρδιοῡσι τους ἀσυνειδήτους διώκτας μας, γινόμενοι προταίτιοι διαιωνίσεως τῶν δεινῶν μας. Δέξασθε τὴν διαδεβαίωσιν τοῦ ἐξαιρέτου πρὸς ὑμᾶς σεβασμοῡ».
Υπογράφουν: Οἱ Κουτσόβλαχοι τῆς πόλεως Μοναστηρίου. Ἕπονται αἱ ὑπογραφαὶ δισχιλίων ἑξήκοντα δύο Ἑλληνοβλάχων οἰκογενειαρχῶν, δεόντως κεκυρωμέναι70.

Οι βλαχόφωνοι Έλληνες του Μοναστηρίου αφενός κάνουν γνωστές τις θέσεις τους στην Εκκλησία, αφετέρου μ’ όλη τους την ψυχή διαμαρτύρονται προς τις ξένες δυνάμεις, οι οποίες αποκλειστικά και μόνον τα οικονομικά τους συμφέροντα εξυπηρετούν, αδιαφορώντας για το έμψυχο υλικό που θέλουν να διαφεντέψουν και δεν είναι άλλο από τους Έλληνες, οι οποίοι παλεύουν να επιβιώσουν στη δική τους γη και στη δική τους πατρίδα71.
Στις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου πόλεμου οι Ρώσοι, οι Αυστριακοί, οι Ρουμάνοι, οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι, δημιούργησαν θέμα μειώνοντας στους βλαχόφωνους Έλληνες, λέγοντας πως είναι Ρουμάνοι72.
Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες είναι γηγενείς και κατατάσσονται στα δυτικά ηπειρωτικά φύλα. Είναι αυτοί που πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Είναι αυτοί που για χάρη τους ο Φίλιππος Β΄ ο Μακεδόνας έκτισε την Ηράκλεια.
Είναι αυτοί που συντάχτηκαν με τα στρατεύματα του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, γιατί εκεί ανήκαν, εναντίον των Βουλγάρων του Τσάρου Σαμουήλ.
Είναι αυτοί που συντάχτηκαν με τον στρατό του Ιωάννη Παλαιολόγου, γιατί εκεί ανήκαν, εναντίον των Φράγκων (παρ’ όλο που καταλάβαιναν τη γλώσσα τους), αλλά τους θεωρούσαν εχθρούς τους και όπως όλοι οι Έλληνες δικαίως επιθυμούσαν την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, από τους Φράγκους.
Είναι αυτοί που πήραν μέρος σ’ όλα τα προεπαναστατικά και επαναστατικά κινήματα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους.
Είναι αυτοί που διαμαρτυρήθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις διακηρύσσοντας ότι είναι γνήσιοι Έλληνες και έχουν συνείδηση της Ελληνικής τους καταγωγής.
Είναι αυτοί που δεν αναγνωρίζουν κανένα δεσμό με καμιά Ρουμανία και κανέναν Ρουμάνο.
Είναι αυτοί που με στεντόρεια φωνή διακηρύττουν και επαναλαμβάνουν για χιλιοστή φορά ότι είναι γνήσιοι Έλληνες και σε τίποτα δεν διαφέρουν από τους ομοεθνείς τους παρά μόνον στο άσπονδο μίσος που τρέφουν για τους Ρουμάνους και τα ανήθικα μέσα που χρησιμοποιούν για να διαφθείρουν συνειδήσεις.
Είναι αυτοί που επανειλημμένα διαμαρτυρήθηκαν στις κυβερνήσεις των κρατών, γιατί μετά λύπης τους διαπίστωσαν ότι όλη η Ευρώπη ενθάρρυνε τους Ρουμάνους να προχωρήσουν τα σχέδιά τους.
Είναι αυτοί που και σήμερα στον 21ο αιώνα αντιστέκονται στις ξένες χρηματιζόμενες προπαγάνδες.
Οι εντονότατες διαμαρτυρίες των βλαχόφωνων Ελλήνων να σεβαστούν τους ίδιους και τους αγώνες τους για ελευθερία ώστε να ενσωματωθεί το Μοναστήρι στην Ελλάδα, δεν βρήκαν ανταπόκριση σ’ αυτούς που καθορίζουν τις τύχες των λαών. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να παραχωρήσουν την περιοχή της Πελαγονίας, με το Μοναστήρι, την Αχρίδα, το Κρούσοβο, το Μεγάροβο, τη Στρούνγκα και άλλες πόλεις στους Σέρβους.
Η περιοχή της Πελαγονίας από τότε άρχισε να ατονεί. Οι Ελληνόβλαχοι αδελφοί μας απελπισμένοι διασκορπίστηκαν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά και σε πόλεις του εξωτερικού.
Όσοι απέμειναν στην Άνω Μακεδονία ζουν σήμερα χωρισμένοι από την Ελληνική οικογένεια στην οποία ανήκουν και διατηρούν άσβεστη τη φλόγα της αγάπης τους προς τη Μητέρα Πατρίδα, την Ελλάδα.

ΕΥΑΝΘΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ή ΤΕΓΟΥ-ΣΤΕΡΓΙΑΔΟΥ
Φιλόλογος Ιταλικής, Μ.Sc.,
Δρ. Βυζαντινής Ιστορίας του Α.Π.Θ.,
Θεολόγος, Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ.
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, περιοδικό Μακεδονικά, Τόμος 42, σελ 45-66, 2017

 

1. Φ. Παπάζογλου, Les Villes de Macédoine à ľ Époque Romaine [École Française d’ Athénes, Bulletin de Correspondance Hellenique, Suppl. XVI], Paris 1988, σ. 264.
2. Κ. Π. Χρήστου, «Ιστορικά προβλήματα της αρχαίας Πελαγονίας», Πρακτικά Συνεδρίου Χριστιανική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Πελαγονία Μια άλλη Ελλάδα Θεσσαλονίκη Αχρίδα, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2004, σσ. 45-54.
3. Δημήτριος Κανατσούλης, Ιστορία της Μακεδονίας μέχρι του Μεγάλου Κωνσταντίνου [Ι.Μ.Χ.Α., αρ. 71], Θεσσαλονίκη, Ε.Μ.Σ, 1964, σσ. 89-92, 106-159˙ ο ίδιος, Η Μακεδονία από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της ανόδου του Φιλίππου Β΄, ΙΙ Εσωτερική Ιστορία [Μακεδονική Βιβλιοθήκη, αρ. 50], Θεσσαλονίκη, Ε.Μ.Σ., 1977, σσ. 52, 65-66, 121.
4. J. Bayet ‒ G. Baillet, Tite Live, Histoire Romaine, Tome I, Livres I, Paris, Les Belles Lettres, 1964˙ H. E. Gold ‒ J. L. Whitely, Titus Livius. Book One, The University Prees Glasgow 1952 (ανατ. 1973), Liv. XLV, 29,9 και Στράβων, VII, απόσπασμα 47˙ Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, «Βιβλιογραφική παράθεση των φιλολογικών μαρτυριών αναφορικά με την αρχαία Λυγκηστίδα», Αριστοτέλης 36 (1992) 212, 52-55.
5. G. Parthey, «Hieroclis Synecdemus», Notitiae Graecae Episcopatuum (Berolini 1866) 691.
6. Α. Pertusi, Constantino Porfirogenito, De thematibus, Introduzione, testo critico, comment [Studi eTesti 160], Cittá del Vaticano 1952, σ. 2, 50.
7. Ν. G. L. Hammond, Ιστορία της Μακεδονίας, Θ. Γεωργιάδης (γενική επιμ.), μτφρ. Μ. Χαλκιόπουλος ‒ Γ. Φωτιάδης ‒ Θ. Γεωργιάδης, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 93.
8. F. Papazoglou, Makedonski gradovi u rimsko doba (Αι Μακεδονικαί πόλεις κατά την Ρωμαϊκή εποχή), Skopja 1957˙ η ίδια, «Héraclée et Pelagonie», Ziva Antika 4 (1954) 308-345.
9. Ιλιάδα, Ραψωδία Φ 140˙ Hammond, ό.π. (σημ. 7), σ. 87, 93 κ.ε.
10. Στράβων, VII, 331, Fr 38.
11. Γεωργιος Κίζας, «Περιστέριον», Μακεδονικόν Ημερολόγιον Παμμακεδονικού Συλλόγου Αθηνών (1910) 233.
12. Μαργαρίτης Δήμιτσας, Αρχαία Γεωγραφία της Μακεδονίας, Αθήναι 1870, σ.101˙ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ΄ 1, Αθήναι, Εκδοτική Αθηνών, 1972, σ. 150 κ.ε.˙ Γεώργιος Μόδης, «Το Μοναστήρι», περ. Αριστοτέλης (1962) 33-36.
13. Α. Δ. Κεραμόπουλος, Ανασκαφαί και έρευναι εν τη Άνω Μακεδονία, Αθήναι 1933.
14. Αντώνιος Μ. Κολτσίδας, Ιστορία του Μοναστηρίου της Πελαγονίας και των περιχώρων. Ο Ελληνισμός η εθνική και κοινωνική διάσταση, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, 2003, σσ. 98-100.
15. Βλ. Κολτσίδας, ό.π. (σημ. 14)˙ Mansi, III, 38 κ.ε.˙ Δήμιτσας, ό.π. (σημ. 12), σ. 124˙ Γεώργιος Ι. Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους Μέσους Χρόνους (285-1354), Θεσσαλονίκη 1980, σ. 39 σημ. 6
16. Θεοχαρίδης, ό.π. (σημ. 15), σ. 121.
17. J. B. Bury, History of the Later Roman Empire from the Death of Theodosius I to the Death of Justinian I 416/7, V. Ι, New York, Dover Publications Inc., 1958, σ. 280˙ Θεοχαρίδης, ό.π. (σημ. 15), σ. 132.
18. Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης, Δύο πόλεις, δύο λίμνες, μια Ιστορία, Φλώρινα Μοναστήρι, Πρέσπα Αχρίδα, Σύντομη Ιστορική Αναδρομή, Σουλτάνα Δ. Λάμπρου (επιμ. κειμένων), Γλυκερία Μιχ. Χατζούλη (σύντομος σχολιασμός εικόνων), Θεσσαλονίκη, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης Πρεσπών και Εορδαίας,2010, σσ. 122-127˙ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Β΄, Αθήναι, Εκδοτική Αθηνών, 1978, σσ. 125-129.
19. Η. Gelzer, Der Patriarchat von Achrida, Geschichte und Urkunden, Leipzig 1902, σ. 20, 30˙ Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Η Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής, (διδακτ. διατριβή, Α.Π.Θ.),Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 82, 86, 88.
20. ΙωάννηςΚαραγιαννόπουλος, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Θεσσαλονίκη, εκδ. οικ. Σάκουλα, 1991, σσ. 459-460.
21. A. Heisenberg (επιμ.), Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, 1203-1261, Lipsiae 1903, σσ. 168-169˙ Θεοχαρίδης, ό.π. (σημ. 15), σσ. 354-355.
22. Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Β΄, Τουρκοκρατία 1453-1669, Θεσσαλονίκη 1964.
23. Κολτσίδας, ό.π. (σημ. 14), σ. 108.
24. Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου Στεργιάδου, «Οι ναοί και το μοναστήρι της Μοσχόπολης», Διεθνές Συμπόσιο Η Μοσχόπολις Θεσσαλονίκη 31 Οκτ 1 Νοεμβ., Θεσσαλονίκη, Ε.Μ.Σ.. 1999, σσ. 123-137.
25. Ντουσάν Γ. Πόποβιτς, O Cincarima, Αρμάνοι Βλάχοι στα Βαλκάνια, (Βελιγράδι 1937) επανέκδοση Θεσσαλονίκη, εκδ Ε.Μ.Σ, 2010.
26. Βασίλης Δημητριάδης, Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή, Θεσσαλονίκη 1973, σσ. 141-161.
27. Fr. Pouqueville, Voyage de la Grece, Paris 1826 [Ταξίδι στη Δυτική Μακεδονία, (Άνοιξη του 1806, Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια, Γιάννης Τσάρας), Θεσσαλονίκη, εκδ. Αφοί Κυριακίδη,].
28. Ίων Δραγούμης, Ηρώων και Μαρτύρων Αίμα, Αθήναι 1907.
29. Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Μακεδονία και Τουρκία 1830-1878, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 62.
30. Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, «Τα Πρακτικά των συνεδριάσεων του Μικτού Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Πελαγονίας κατά τα έτη 19001901», Πρακτικά Συνεδρίου Χριστιανική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Πελαγονία Μια άλλη Ελλάδα Θεσσαλονίκη Αχρίδα, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2004, σσ. 159-172
31. Popovič, ό.π. (σημ. 25).
32. B. Παπανδριανός, «Πώς είδε το Κρούσοβο ο Σέρβος Ιστορικός Πόποβιτς», Πρακτικά Συνεδρίου Χριστιανική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Πελαγονία Μια άλλη Ελλάδα Θεσσαλονίκη Αχρίδα, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2004, σσ. 60-64.
33. Velimir T. Arsits, Ο ναός του Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου στο Μοναστήρι, Αρχιμ. Ειρηναίος Χατσηεφραιμίδης (επιμ.), Θεσσαλονίκη, εκδ. Αντ.Σταμούλη, 2007.
34. Θ. Βόσδου, Ελένη Θ. Δημητρίου. Μια μεγάλη ψυχή, εκδ. Αριστοτέλης 1962, σ. 33, 66-68.
35. Ivan Snegarov, Griechische Kodexe der Pelagonischen Metropolie, Sofia 1948ˑ Νικόλαος Ι. Δόβας, «Ελληνικοί Κώδικες της Μητροπόλεως Πελαγονίας κατά τον Βούλγαρο Ιστορικό Ιβάν Σνεγκάροφ», Πρακτικά Συνεδρίου Χριστιανική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Πελαγονία Μια άλλη Ελλάδα Θεσσαλονίκη Αχρίδα, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2004, σσ. 173-184
36. Παντελής Γ. Τσάλλης, Το δοξασμένο Μοναστήρι, Θεσσαλονίκη 1932, σ. 9 .
37. Κωνσταντίνος Αν. Βαβούσκος, Η συμβολή του Ελληνισμού της Πελαγονίας εις την Ιστορίαν της Νεοτέρας Ελλάδος, Θεσσαλονίκη, Ε.Μ.Σ.-Ι.Μ.Χ.Α, 1969, σ. 30
38. Αναστασία Γ. Στεργιάδου (επιμ.), Βουρβουρού και οι οραματιστές του Οικοδομικού Συνεταιρισμού του Ανώτερου Προσωπικού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στη Σιθωνία Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 42-43.
39. Κολτσίδας, ό.π. (σημ. 14), σσ. 387-401, Ευάγγελος Κωφός, Η Επανάσταση της Μακεδονίας κατά το 1878, Θεσσαλονίκη, Ι.Μ.Χ.Α., 1969, σσ.130-195.
40. Κωνσταντίνος. Α. Βακαλόπουλος, «Πολιτική κοινωνική και οικονομική δομή του πασαλικίου Μοναστηρίου στα μέσα του 19ου αιώνα», Μακεδονικά 21 (1981) 168-175.
41. ΓλυκερίαΣοφία Βούρη, Η Ελληνική εκπαίδευση στο Σαντζάκι Μοναστηρίου 1870-1904, Ιωάννινα 1988, σ.337.
42. Γεώργιος Κοφινάς, Τα Οικονομικά της Μακεδονίας, Αθήναι 1914, σ. 50 κ.ε.
43. Ευάγγελος Χεκίμογλου, «Όψεις της Ελληνικής τάξης στο Μοναστήρι των αρχών του 20ού αιώνα», Πρακτικά Συνεδρίου Χριστιανική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Πελαγονία Μια άλλη Ελλάδα Θεσσαλονίκη Αχρίδα, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2004, σσ. 77-95ˑ Ευάγγελος Α Χεκίμογλου – Αικατερίνη Καριζώνη, «Δραστηριότητες της Τράπεζας της Ανατολής στο Μοναστήρι, στα Σκόπια και στις Σέρρες 1095-1911», Μακεδονικά 29 (1993-1995) 89-119.
44. Ιστορικό Αρχείο της Μακεδονίας, φάκ. 2284.
45. Κολτσίδας, ό.π. (σημ. 14), σσ. 911-933.
46. Κολτσίδας, ό.π. (σημ. 14), σσ. 351-360.
47. Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης, «Το Μοναστήρι και η Θεσσαλονίκη», Πρακτικά Συνεδρίου Χριστιανική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Πελαγονία Μια άλλη Ελλάδα Θεσσαλονίκη Αχρίδα, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2004, σσ. 96-99.
48. Στέφανος Ι. Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και Κοινωνική δραστηριότητα του Ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, Ε.Μ.Σ., 1970, σ. 136 κ.ε.
49. Τσάλλης, ό.π. (σημ. 36), σ. 17.
50. Κολτσίδας, ό.π. (σημ. 14), σ. 554.
51. Αναστασίου Πηχεώνα, Απομνημονεύματα, Αρχείο ΙΜΧΑ, φάκ. ΣΤ΄ 65, σσ. 5-56ˑ Κολστίδας, ό.π. (σημ. 14), σσ. 134-135.
52. Αντώνης Μ. Κολτσίδας, Ιδεολογική Συγκρότηση, και εκπαιδευτική οργάνωση των Ελληνόβλαχων στον βαλκανικό χώρο (1850-1913). Η εθνική και κοινωνική διάσπαση, (διδακτο. διατρ.), Θεσσαλονίκη, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, 1994, σσ. 134-135 και ο ίδιος, ό.π. (σημ. 14), σ. 131.
53. Κολτσίδας, ό.π. (σημ. 52), σ. 143.
54. Ι. Ταρνανίδης, Οι κατά Μακεδονίαν Σκλαβινοί, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 105 κ.ε., Ν. Βλάχος, Το Μακεδονικό ζήτημα ως φάρος του Ανατολικού ζητήματος (1878-1908), Αθήναι 1935, σ. 440 κ.ε., Χρίστος Νάλτσας, Ο Μακεδονικός Αγών εις την Δ. Μακεδονίαν, Θεσσαλονίκη 1958ˑ Δημήτριος Τσάμης, Ο Μακεδονικός Αγών, Θεσσαλονίκη 1975, passim (στα σχετικά κεφάλαια).
55. F.O. (Foreign Office), 195/2157, FF 256 Monastir (J. Mc Gregor) 4 August 1903.
56. Γεώργιος Χ. Μόδης, Το Μοναστήρι (διάλεξη 18/1/1961 Ε. Μ. Αριστοτέλης) (περιοδική έκδοση του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Φλωρίνης), Φλώρινα 1962, σ. 44, Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Ίων Δραγούμης και Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 16 κ.ε., Α. Μαζαράκης, Ο Μακεδονικός Αγώνας 193-1908, Αθήνα 1981.
57. Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης, Η Μητρόπολη Νευροκοπίου κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 37-52, Α Γερομιχαλός, Η εθνική δράση του Μητροπολίτου Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλου και αι εκθέσεις αυτού, Θεσσαλονίκη 1968, σσ. 42-46.
58. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων, Αθήνα 1987, σσ. 41-43, 102.
59. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ ΄, σσ. 293-294.
60. Τηλέμαχος Κατσουγιάννης, Περί των Βλάχων των Ελληνικών χωρών, τ. Β΄, Εκ του Βίου και της ιστορίας των Κουτσοβλάχων επί τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, Ε.Μ.Σ., 1966, σσ.75-76.
61. Θεόδωρος Λιβόσδος, Φλώρινα: Το χρονικό της απελευθέρωσης, Θεσσαλονίκη, Σύλλογος Φλωρινιωτών Θες/νίκης, 1994, σσ.16-17.
62. Παναγιώτης Τζουμέρκας, «Μοναστήρι», Πρακτικά Συνεδρίου Χριστιανική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Πελαγονία Μια άλλη Ελλάδα Θεσσαλονίκη Αχρίδα, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2004, σσ. 100-116.
63. Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήματος, Τρίκαλα 1992, σ. 66 κ.ε., 258 κ.ε.
64. Αντώνιος Σπηλιωτόπουλος, Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες και η ρωμανική προπαγάνδα, Αθήνα 1905, Αντώνης Μ. Κολτσίδας, Οι Κουτσόβλαχοι. Εθνολογική και λαογραφική μελέτη, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 98.
65. Τσάλλης, ό.π. (σημ. 36), σσ. 41-42. Κολτσίδας, ό.π. (σημ. 14), σ. 220
66. Ελευθερία Ι. Νικολαίδου, Ξένες προπαγάνδες και εθνική Αλβανική κίνηση στις μητροπολιτικές επαρχίες Δυρραχίου και Βελιγραδίου κατά τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα, Ιωάννινα 1978, σ. 10 σημ. 1: «Οι Λαζαριστές ανήκουν σε μοναχικό τάγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Το τάγμα αυτό αναγνωρίστηκε από τον Πάπα Ουρβανό Η΄ το 1632 με την ονομασία ‟Εταιρεία των ιερέων της Ιεραποστολής”. Το Βατικανό τον 18ο αιώνα εγκατέστησε το τάγμα των Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη για να προσηλυτίσει τους Ορθοδόξους Μακεδόνες στην Ουνία».
67. Τσάλλης, ό.π. (σημ. 36), σσ. 41-42.
68. Αυστριακά Αρχεία HHS (HausHofStaatsarchiv) ÖsterreichischesStaatsarchiv: Saloniki XXXVIII, τ. 230, 235 (15-6-1880 αρ 70), 239, 243, 252, 256, 260, 270, 279,κλπ.
69. Εκκλησιαστική Αλήθεια 31 (1907) 478-480.
70. Εκκλησιαστική Αλήθεια 31 (1907) 365-366. Η διαμαρτυρία των Κουτσοβλάχων που έφερε 2062 υπογραφές, αντίγραφό της στάλθηκε στο Πατριαρχείο και δημοσιεύτηκε στην Ε.Α. τον Ιούνιο του 1907, Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Φ. 24320, 2210 Ε, 2245 κλπ.
71. Μιχαήλ Γ. Τρίτος, «Η Ρουμανική προπαγάνδα στην περιοχή Πελαγονίας», Πρακτικά Συνεδρίου Χριστιανική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Πελαγονία Μια άλλη Ελλάδα Θεσσαλονίκη Αχρίδα, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2004, σσ. 227-282ˑ Αχιλλέας Γ. Λαζάρου, «Οι Βλάχοι των Βαλκανίων». Ο άγνωστος Ελληνισμός των Βαλκανίων, Αθήνα, εκδ. Εταιρεία των Φίλων του Πολεμικού Μουσείου, 1996, σσ. 45-111ˑ Αχιλλέας Γ. Λαζάρου, «Ρουμανικές διεκδικήσεις Βλάχων Πελαγονίας και επιστημονικά δεδομένα», Πρακτικά Συνεδρίου Χριστιανική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Πελαγονία Μια άλλη Ελλάδα Θεσσαλονίκη Αχρίδα, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2004, σσ. 187-226ˑ V Bérard, Τούρκοι και Έλληνες, Οδοιπορικό στη Μακεδονία, Έλληνες – Τούρκοι – Αλβανοί – Βούλγαροι – Σέρβοι, Αθήνα, εκδ. Οίκος Τροχαλίας, 2 1987, σσ. 323-329.
72. Bérard, ό.π. (σημ. 71).

Αναζήτηση