Οι Αρβανιτόβλαχοι

Αρβανιτόβλαχες και Σαμαριναία, αρχές 20ού αιώνα, (Αφοί Μανάκια), Κουκούδης 4, 316Ήδη από το 1856 ο Π. Αραβαντινός χαρακτηρίζει τους Αρβανιτόβλαχους ως έναν ιδιαίτερο κλάδο των Βλάχων.

1. Γενικά

Είναι γενικότερα παραδεκτό ότι οι Αρβανιτοβλαχοι, βάσει πολλών και ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους, διαφοροποιούνται μέχρι ένα βαθμό από τους υπόλοιπους Βλάχους. Το φαινόμενο όμως της πολυωνυμίας, που χαρακτηρίζει γενικότερα τους Βλάχους, επεκτείνεται και στους Αρβανιτόβλαχους. Τους έχουν δοθεί και έχουν υιοθετήσει και ίδιοι διάφορα ονόματα. Είναι δυνατό να τους συναντήσουμε και με τα ονόματα Καραγκούνοι, Καραγκούνηδες ή Γκαραγκούνοι και Φρασαριώτες ή Φαρσαριώτες. Ωστόσο ο αυτοπροσδιοριστικός όρος που χρησιμοποιούν στην ίδια τους τη γλώσσα είναι Ρμένοι ή Ρεμένοι, με χαρακτηριστική πολλές φορές εκφορά του αρχικού «ρο». Το όνομα αυτό είναι σίγουρο πως ταυτίζεται με το όνομα Αρμούνοι-Αρωμούνοι, που χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων Βλάχων για να αυτοπροσδιοριστούν.

Το πιο πιθανό είναι πως τους ονόμασαν Αρβανιτόβλαχους, για να τους διαχωρίσουν από τους υπόλοιπους Βλάχους. Ο Κ. Κρυστάλλης σημειώνει πως το όνομα Αρβανιτοβλαχοι τους δόθηκε από τους ελληνόφωνους Ηπειρώτες, λόγω των στενών τους σχέσεων με αλβανόφωνους πληθυσμούς. Οι στενές αυτές σχέσεις φαίνεται ότι δημιουργήθηκαν καθώς η πλειοψηφία των προγόνων των Αρβανιτόβλαχων είχε άλλοτε βρεθεί να κατοικεί σε νομαδοκτηνοτροφικές κυρίως εγκαταστάσεις, αλλά και σε σταθερούς οικισμούς, οι οποίοι βρίσκονταν ανάμεσα σε πολυπληθέστερους αλβανόφωνους πληθυσμούς.356 Θα πρέπει βέβαια να διευκρινιστεί πως όλοι οι Βλάχοι που ζούσαν, αλλά και ζουν στο γεωγραφικό χώρο της σημερινής Αλβανίας δεν είναι απαραίτητα Αρβανιτόβλαχοι. Ύστερα μάλιστα από τις συνεχείς μετατοπίσεις και αναμίξεις των διάφορων βλάχικων πληθυσμιακών ομάδων και ιδιαίτερα μετά το 1769 είναι πολύ δύσκολο να αναφερόμαστε με ακρίβεια σε κάποιον απόλυτο γεωγραφικό διαχωρισμό των Αρβανιτόβλαχων από τους υπόλοιπους Βλάχους και πολύ περισσότερο στην Αλβανία.

Αρβανιτόβλαχες - Κεστρινιώτισσες, Ήπειρος 1931. (Μουσείο Μπενάκη).

Από την άλλη μεριά μπορεί κανείς να συναντήσει ανθρώπους αρβανιτοβλάχικης καταγωγής πολύ πέρα από τα σύνορα της Αλβανίας και της Ηπείρου, όπως στη Στερεά Ελλάδα - Ρούμελη, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, αλλά και την π.Γ.Δ.Μ.. Ένας αριθμός Αρβανιτόβλαχων μετακινήθηκε προς τη Ρουμανία, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, κυρίως από την Κεντρική Μακεδονία, αλλά και από την περιοχή της Κορυτσάς στην Αλβανία. Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε πως στον ελληνικό χώρο οι άνθρωποι που ανήκουν σε αυτό τον ιδιαίτερο κλάδο των Βλάχων δε δέχονται αβασάνιστα το χαρακτηρισμό Αρβανιτόβλαχοι, ο οποίος τους συνδέει με τους Αλβανούς, καθώς μάλιστα οι ίδιοι τους δεν αισθάνονται να είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τους υπόλοιπους Βλάχους. Για αυτό το λόγο, πολλές φορές, αλλάζουν την εκφορά του ονόματος σε Αρβαντόβλαχοι και όχι Αρβανιτόβλαχοι.

Το όνομα Καραγκούνοι ή Γκαραγκούνοι τους είχε δοθεί με κάποια σκωπτική και ίσως περιγραφική διάθεση. Ο Κ. Κρυστάλλης και πάλι σημειώνει πως το όνομα αυτό πρέπει να τους δόθηκε μετά την οθωμανική κατάκτηση. Καθώς είναι σίγουρο πως είναι σύνθετο όνομα και, κατά πάσα πιθανότητα, προέρχεται από την τουρκική λέξη «καρά», που σημαίνει «μαύρος» και κατ’ επέκταση «ισχυρός», και την αλβανική λέξη «γκούν», που σημαίνει «σιγκούνι» και κατ’ επέκταση «ένδυμα». Έτσι, σε κάποια ελεύθερη απόδοση θα μπορούσε να δηλώνει τους «μαυροφορεμένους» ή «μαυρο-σιγκούνηδες». Στη συνέχεια αναφέρει πως το όνομα αυτό θα πρέπει να τους δόθηκε από τους αλβανόφωνους γείτονές τους, οι οποίοι συνήθιζαν να φορούν λευκά ενδύματα. Θεωρεί δε σίγουρο πως δεν ονομάστηκαν μαυροσιγκούνηδες προς διάκριση από τους άλλους Βλάχους. Και αυτό γιατί, μπορεί μεν οι άλλοι νομαδοκτηνοτρόφοι Βλάχοι να φορούσαν λευκά, ωστόσο η τάξη των εμποροβιοτεχνών Βλάχων φορούσε σκούρα, μαύρα ενδύματα.357 Βέβαια έχουν εκφραστεί και άλλες απόψεις για το τι σημαίνει και από πού πηγάζει αυτή η προσωνυμία, όπως η άποψη του Α. Ρίζου, ο οποίος θεωρεί πως ο όρος Καραγκούνης έχει αποκλειστικά τουρκική ρίζα και στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «κακομοίρης - κακορίζικος». Ίσως η εικόνα που παρουσίαζαν αυτοί οι φτωχοί και περιπλανώμενοι νομαδοκτηνοτρόφοι στα μάτια των Τούρκων κυρίαρχων να στάθηκε η αιτία για την απόδοση αυτής της προσωνυμίας.358 Το πλέον σίγουρο είναι πως οι Αρβανιτόβλαχοι δεν ταυτίζονται και ούτε σχετίζονται με την ομάδα των ελληνόφωνων και πρώην κολίγων κατοίκων των χωριών της πεδινής δυτικής Θεσσαλίας και κυρίως της περιοχής ανάμεσα στην Καρδίτσα και τα Τρίκαλα, οι οποίοι είναι επίσης γνωστοί με την προσωνυμία Καραγκούνοι.

Αρβανιτόβλαχοι Κεστρινιώτες, Ήπειρος μεσοπόλεμος. (Μουσείο Μπενάκη).

Το όνομα Φρασαριώτες ή Φαρσαριώτες έχει τοπωνυμική προέλευση, καθώς οι περισσότεροι μελετητές το σχετίζουν με το χωριό Φράσαρη ή Φράσιαρη (Frashër), που βρίσκεται στην περιοχή του Νταγκλί, στη Βόρεια Ήπειρο-Νότια Αλβανία. Και αυτό γιατί οι Αρβανιτόβλαχοι ή ένα μέρος από αυτούς πιστεύεται πως κατάγονται από τη Φράσαρη και τη γύρω περιοχή του Νταγκλί. Σήμερα το χωριό αυτό υπάγεται στην επαρχία Πρεμετής και απέχει 36 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης της Πρεμετής. Τον τοπωνυμικό αυτό προσδιορισμό τον υιοθετούν και πολλοί από τους ίδιους τους Αρβανιτόβλαχους, δίχως ιδιαίτερο προβληματισμό. Ωστόσο υπάρχουν ομάδες Αρβανιτόβλαχων τόσο στην Αλβανία όσο και στην Ελλάδα, που δε δέχονται τον προσδιορισμό Φρασαριώτες, καθώς υιοθετούν για τις ομάδες τους άλλα ονόματα, τοπωνυμικής πολλές φορές προέλευσης. Τέτοια είναι τα ονόματα Κεστρινιώτες (από το χωριό Κοστρέτσι), Ζαρκανιώτες (από το χωριό Ζάρκανη), Κουρτισιάνοι (από το χωριό Κουρτέσι), Γκουμπλιάροι (από το χωριό Κομπλιάρα), Πλεασιώτες (από το χωριό Πλεάσα), Πολονάκοι,359 Κολωνιάτες (από την περιοχή Κολώνιας), Μουζακιαραίοι (από την περιοχή Μουζακιάς), Τσαμουρένοι (από την περιοχή Τσαμουριάς-Θεσπρωτίας) και Μιτσιντόνοι (από το χωριό Κεφαλόβρυσο-Μετζιτιέ Πωγωνίου).360 Σε κάποιους από τους Αρβανιτόβλαχους δίνεται το όνομα Ντότανοι με σκωπτική σημασία, λόγω της συχνής χρήσης της λέξης «ντοτ» που σημαίνει «δεν, δίχως, όχι». Ακόμη και στην Αλβανία οι Βλάχοι διατηρούν την πολυωνυμία τους και οι αλβανόφωνοι συντοπίτες τους ονομάζουν Vllah-Βλάχοι, Qoban- Τσομπάνοι ή Gog-Γκόγκοι, ακόμη και Λατσιφάτσοι, παραφράζοντας περιπαικτικά τη βλάχικη φράση «τσι φατς - τι κάνεις».361

2. Οι Βυζαντινοί Χρόνοι

Η ενασχόληση με τα διάφορα ονόματα των Αρβανιτόβλαχων δεν μπορεί να απαντήσει άμεσα στα ερωτήματα για το ποιοι είναι οι Αρβανιτόβλαχοι και γιατί θεωρούνται ιδιαίτερη ομάδα των Βλάχων. Η οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα γύρω από αυτούς έρχεται αντιμέτωπη με την έλλειψη ιδιαίτερων ιστορικών στοιχείων, καθώς μάλιστα, οι πηγές δεν τους διαχωρίζουν και τόσο εύκολα από τους υπόλοιπους Βλάχους. Ίσως βέβαια αυτό να συμβαίνει γιατί κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της εμφάνισης των Βλάχων στον ιστορικό χώρο, δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί οι συνθήκες που διαφοροποίησαν τους Αρβανιτόβλαχους. Για τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους δε μπορούμε να αναφερόμαστε με σιγουριά για το πού ζούσαν και ποια ήταν η ιστορική διάσταση των προγόνων τους. Θα μπορούσαμε ίσως να υποθέσουμε πως δε διαφοροποιούνταν κατά πολύ από τα δεδομένα που υπάρχουν για τους υπόλοιπους βλάχικους πληθυσμούς και κύρια για αυτούς που φέρονται να ζούσαν τότε σε σημαντικούς αριθμούς και σε διάφορες περιοχές της σημερινής Θεσσαλίας, Ηπείρου, Ρούμελης- Στερεάς Ελλάδας, Μακεδονίας και Αλβανίας.

Είναι γενικότερα παραδεκτό πως οι εγκαταστάσεις λατινόφωνων πληθυσμών και ο εκλατινισμός γηγενών ομάδων είχαν πάρει μαζικότερη διάσταση στις δυτικές χώρες της Βαλκανικής κατά μήκος των ακτών της Αδριατικής. Μία από τις πρώτες αναφορές για την επιβίωση αυτών των λατινόφωνων πληθυσμών στις ακτές της Αδριατικής, αλλά και στην άμεση ενδοχώρα, από το Δυρράχιο μέχρι το Ντουμπρόβνικ, γίνεται στα τέλη του 10ου αιώνα (980-990) από το λόγιο βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο.362 Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του G. Hammond, ο οποίος ανάγει τις πρώτες επαφές των Βλάχων με τους Αλβανούς πολύ πριν τις μαζικές μετακινήσεις, των αλβανικών-αρβανίτικων κυρίως πληθυσμών, αλλά και βλάχικων προς τη νότια Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του 13ου και 14ου αιώνα. Είναι λοιπόν αρκετά πιθανό κάποιοι λατινόφωνοι-βλαχόφωνοι πληθυσμοί να είχαν ήδη βρεθεί από πολύ πιο νωρίς να κατοικούν μαζί με τους προγόνους των σημερινών αλβανικών πληθυσμών σε περιοχές της κεντρικής Αλβανίας. Τα γεωγραφικά σημεία αυτών των συγκατοικήσεων και επαφών είναι πιθανό να εντοπίζονται κυρίως στην περιοχή της Μαλακάστρας ή Μαλακάσας, ανάμεσα στην Αυλώνα και το Μπεράτι. Από αυτή την περιοχή ίσως ξεκίνησε για να εγκατασταθεί τελικά στην Κεντρική Πίνδο ένα τουλάχιστον μέρος των Μαλακασίων ή Μαλακασιωτών Βλάχων, αν και η εγκατάστασή τους στην Πίνδο θα πρέπει να έγινε ανάμεσα σε βλάχικους πληθυσμούς που βρίσκονταν ήδη εκεί. Μία άλλη περιοχή εκκίνησης ίσως βρισκόταν δυτικά και νότια της λίμνης Αχρίδας, από όπου ξεκίνησαν οι Μπούιοι Βλάχοι για να βρεθούν αργότερα εγκατεστημένοι σε περιοχές ανάμεσα στη νότια Θεσσαλία και τη βορειοανατολική Στερεά Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια αυτών των μετακινήσεων ένας ορισμένος βλάχικος πληθυσμός θα πρέπει να παρέμεινε στις περιοχές εκκίνησης, όπου αργότερα και με το πέρασμα των χρόνων σχημάτισε τις βλάχικες εγκαταστάσεις των περιοχών του Νταγκλί, της Κολώνιας, της πεδιάδας της Μουζακιάς και των βλαχοχωριών γύρω από τη Μοσχόπολη, όπως τη Νίτσα, τη Λάγγα, τη Γκράμποβα, τη Σίπισκα και άλλα. 363

Βυζαντινές πηγές έρχονται να ενισχύσουν την άποψη πως υπήρχαν βλάχικοι πληθυσμοί σε περιοχές της Βόρειας Ηπείρου τουλάχιστον από τον 11ο αιώνα και πως, παρόλες τις μετακινήσεις και τις δημογραφικές ανακατατάξεις, κάποιοι από αυτούς παρέμειναν τελικά στην περιοχή. Από τα έργα του αρχιεπισκόπου Αχρίδας Δημήτριου Χωματιανού πληροφορούμαστε πως στα μέσα περίπου του 13ου αιώνα κάποια ομάδα Βλάχων κατοικούσε στο χωριό Χοτεάχοβο της επισκοπής Βοθρωτού. Ο τότε επίσκοπος Βοθρωτού Δημήτριος προσέφυγε στη σύνοδο της αρχιεπισκοπής της Αχρίδας, όπου υπαγόταν η επισκοπή του, ζητώντας τη γνώμη της σχετικά με κάποιο πρόβλημα που είχε προκύψει με αυτούς τους Βλάχους. Αναφέρει πως «Βλάχοι τινές εις γην προκαθήμενοι χωρίου τινός υπό εμήν ενορίαν όντος» προσέφεραν τα δώρα τους στο ναό αυτού του χωριού, μεταλάμβαναν και τελούσαν τις θρησκευτικές πράξεις που απέρρεαν από τη χριστιανική τους ιδιότητα. Ο ηγούμενος όμως της παρακείμενης μονής Χοτεάχοβου, στην οποία περιήλθε το χωριό μετά το θάνατο του ιερέα του επέμεινε να υποστηρίζει ότι «ουκ εδικαιούντο επί τοις Βλάχοις» οι ιερείς που χειροτονήθηκαν μετέπειτα για αυτό το χωριό. Υποστήριζε τη θέση του επικαλούμενος το γεγονός πως το χωριό είχε περάσει στην κυριότητα της μονής του πριν από 15 και πλέον χρόνια. Αντίθετα ο επίσκοπος Βοθρωτού υποστήριζε ότι «υπό την πνευματικήν εξουσίαν του κατά χώραν αρχιερέως οφείλουσιν είναι οι λαϊκοί πάντες, οποίου άρα και γένους εισί». 364 Για να τονίζει κάτι τέτοιο θα πρέπει να υποθέσουμε πως μέσα στα γεωγραφικά όρια της επισκοπής Βοθρωτού υπήρχαν ομάδες ανθρώπων που ανήκαν σε διάφορα «γένη» και πιθανότατα και άλλοι Βλάχοι πέρα από αυτούς του Χοτεάχοβου. Το χωριό αυτό δεν πρέπει να είναι άλλο από το χωριό Χοτοχόβα (Hotovë) της Πρεμετής στην περιοχή του Νταγκλί, όπου μέχρι και σήμερα, μετά από επτά και πλέον αιώνες, κατοικούν Βλάχοι της ομάδας των Αρβανιτόβλαχων. Αξίζει να αναφερθεί πως από αυτές τις βλάχικες οικογένειες της Χοτοχόβας καταγόταν ο μεγάλος εθνικός ευεργέτης Απόστολος Αρσάκης.365

Το χειμαδιό των Πιτουλαίων στη Φιλιππιάδα, 1910-12. (Παπαθανασίου Γ.).

Κάποιες άλλες πληροφορίες προέρχονται από ένα μεταγενέστερο χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου σε σχέση με την αποκατάσταση των δικαίων, των προνομίων και των περιουσιακών στοιχείων της μητρόπολης Ιωαννίνων και το οποίο εκδόθηκε το 1321. Σε αυτό το χρυσόβουλο αναφέρεται πως ανάμεσα στους διάφορους αγρότες που δούλευαν τα κτήματα της μητρόπολης υπήρχαν και πέντε ομάδες βλάχικων οικογενειών.

Αυτοί οι Βλάχοι θα πρέπει να ζούσαν και να εργάζονταν στα εκκλησιαστικά αυτά κτήματα ως δουλοπάροικοι καλλιεργητές, κατά έναν παραδοσιακό και δεσμευτικό τρόπο, από πατέρα σε γιο. Τα κτήματα βρίσκονταν κυρίως στη σημερινή περιοχή των Κατσανοχωρίων, νότια των Ιωαννίνων.366 Ο Αραβαντινός, ο οποίος πρωτοδημοσίευσε το σχετικό χρυσόβουλο, αναφέρει πως Βλάχοι δουλοπάροικοι υπήρχαν στις αναφερόμενες στο χρυσόβουλο περιοχές ήδη πριν το 1080.367 Κατά τη διάρκεια των νορμανδικών επιδρομών, το 1082, ο Βοημούνδος φέρεται να κατέλαβε τα Ιωάννινα και την Άρτα με τη βοήθεια κάποιων Βλάχων της περιοχής, γεγονός που μάλλον δηλώνει την ήδη ισχυρή παρουσία τους στα εδάφη της Ηπείρου.368 Ανάμεσα στις διάφορες βλάχικες εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο χρυσόβουλο υπάρχει κάποιο χωριό με το όνομα Σούχα, το οποίο περνούσε και πάλι στην ιδιοκτησία της μητρόπολης Ιωαννίνων και στο οποίο κατοικούσαν Βλάχοι απαλλαγμένοι από στρατιωτικές υποχρεώσεις. Το γεγονός αυτής της απαλλαγής θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην υπόθεση πως είχαν κάποιες άλλες υποχρεώσεις, πιθανά προς τη μητρόπολη Ιωαννίνων, όπως την καλλιέργεια των κτημάτων του χωριού ή τη βοσκή κοπαδιών. Το σημαντικότερο είναι πως το χωριό αυτό ταυτίζεται με το ομώνυμο χωριό Σούχα (Suhe) της περιοχής Αργυροκάστρου, όπου και σήμερα κατοικούν Βλάχοι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως Αρβανιτόβλαχοι.

Αρβανιτόβλαχοι στο χειμαδιό. Ήπειρος 1912-20. (Μουσείο Μπενάκη).

Ο Κ. Κρυστάλλης, σχολιάζοντας και ερμηνεύοντας τα περιεχόμενα του χρυσόβουλου, συνδέει τις αναφερόμενες βλάχικες εγκαταστάσεις στα Καστανοχώρια των Ιωαννίνων με μετακινήσεις βλάχικων πληθυσμών από περιοχές της Βόρειας Ηπείρου, θεωρεί λοιπόν πως με το πέρασμα του χρόνου η εγκατάσταση κάποιου Κολωνιάτη Βλάχου, μαζί με τις εξαρτώμενες από αυτόν οικογένειες, οδήγησε στην οικιστική γέννηση του Κολωνιάτι, ενός οικισμού που βρισκόταν κοντά στη σημερινή Νεοκαισάρεια, νότια των Ιωαννίνων. Συνεχίζοντας, θεωρεί τον αναφερόμενο Κολωνιάτη Βλάχο ως αρχηγό μίας ομάδας-πατρίας που βρέθηκε στην περιοχή προερχόμενης από την περιοχή της Κολώνιας στη Βόρεια Ήπειρο. Για την αναφορά στο χρυσόβουλο περί Βλάχων στο χωριό Λουζέτσι, το σημερινό Ελληνικό Ιωαννίνων, επισημαίνει πως υπήρχε κάποια παράδοση στο χωριό Λουζάτι του Τεπελενίου (Luzat), και η οποία μιλούσε για μία ομαδική φυγή από αυτό κάποιων παλαιότερων κατοίκων του, πολύ πριν να εξισλαμιστεί το χωριό. Πιστεύει πως η ομάδα αυτή κατέληξε αρκετά νοτιότερα και δημιούργησε το Λουζέτσι. Επιπλέον ο Κρυστάλλης, όπως και ο Αραβαντινός, θεωρεί πως τα λεγάμενα Κατσανοχώρια των Ιωαννίνων και οι κάτοικοί τους, που ονομάζονταν Κατσάνοι, πήραν το όνομά τους από κάποια οικογένεια «φεουδαρχών» της περιοχής, τους Κασσιάνους ή Κατσιάνους, οι οποίοι έπαιξαν κάποιο ρόλο στα δρώμενα του 14ου αιώνα. Ο Κρυστάλλης εκφράζει την άποψη πως οι Κασσιάνοι ή Κατσιάνοι είχαν αρβανιτοβλάχικη καταγωγή. Η άποψη αυτή ίσως να είναι παρακινδυνευμένη, καθώς δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί οι συνθήκες που δημιούργησαν τους Αρβανιτόβλαχους, έτσι τουλάχιστον όπως τους γνωρίζουμε στους νεότερους χρόνους. Ίσως λοιπόν προέρχονται από πληθυσμούς που αργότερα γέννησαν τους Αρβανιτόβλαχους. Ως απόρροια της εγκατάστασης Βλάχων, αλλά και Αλβανών στα Καστανοχώρια ή Κατσανοχώρια, ο Κρυστάλλης θεωρεί την επιβίωση κάποιας συνθηματικής και συντεχνιακής γλώσσας στην περιοχή με πολλές βλάχικες και αλβανικές λέξεις. Βέβαια τα ελληνικά ήταν η μόνη γλώσσα που μιλούσαν οι κάτοικοι των Κατσανοχωρίων, τουλάχιστον από το 19ο αιώνα.369 Ωστόσο, από την άλλη μεριά, έχουμε την πληροφορία από το F. Pouqueville πως στις αρχές του 19ου αιώνα ο πληθυσμός των Κατσανοχωρίων, αλλά και άλλων ομάδων χωριών ανάμεσα στα Ιωάννινα και την Πίνδο, είχε μικτή σύνθεση Γκραίκων και Βλάχων.370 Παρά την έλλειψη πιο ισχυρών στοιχείων, το σημαντικό ίσως συμπέρασμα είναι πως υπήρχαν βλάχικες εγκαταστάσεις σε περιοχές της Βόρειας Ηπείρου-Νότιας Αλβανίας, τουλάχιστον από τον 11ο αιώνα, και πως, παρά τις πληθυσμιακές μετακινήσεις που σημειώθηκαν στους αιώνες που ακολούθησαν, κάποιες από αυτές διατηρήθηκαν, για να μας δώσουν αργότερα τον κλάδο των Αρβανιτόβλαχων. Ίσως τελικά, η παρουσία Βλάχων σε χωριά της Βόρειας Ηπείρου, όπως η Χοτοχόβα και η Σούχα, είναι περισσότερο διαχρονική από όσο αρχικά μπορεί να εκτιμηθεί λόγω του νομαδοκτηνοτροφικού, μέχρι πρόσφατα, χαρακτήρα των σημερινών Αρβανιτόβλαχων κατοίκων τους.

Ζύγισμα του μαλλιού, Ήπειρος 1930. (Παπαδημητρίου Ε.).

Τα έργα του Π. Αραβαντινού και του I. Λαμπρίδη είναι από τις λίγες ελληνικές βιβλιογραφικές πηγές όπου θησαυρίζονται πολλά στοιχεία για την ιστορική πορεία αυτού του κλάδου των Βλάχων και για το πώς κατέληξαν να θεωρούνται μία ιδιαίτερη ομάδα. Ο Αραβαντινός θεωρούσε πως το 10ο αιώνα οι πρόγονοι των Αρβανιτόβλαχων αποκόπηκαν από τον κύριο κορμό των Βλάχων στη Μακεδονία και βρέθηκαν εγκατεστημένοι στη δυτική πλευρά της Πίνδου σε περιοχές της Νέας Ηπείρου, που γειτνιάζουν με τη Μακεδονία, θα πρέπει βέβαια να εξετάζουμε με επιφυλακτικότητα την άποψη του Αραβαντινού, για το αν και κατά πόσο υπήρξε κάποτε ένας κάποιος συγκεντρωτικός κορμός βλάχικων πληθυσμών, από τον οποίο αποσπάστηκαν οι πρόγονοι των Αρβανιτόβλαχων. Οι περιοχές που αναφέρει πως πρωτοεγκαταστάθηκαν θα πρέπει να ταυτίζονται, λίγο ή πολύ, με περιοχές δυτικά και νότια των λιμνών της Πρέσπας και της Αχρίδας. Στη συνέχεια αναφέρει πως οι βλάχικοι αυτοί πληθυσμοί πιέστηκαν από τους Αλβανούς να μετεγκατασταθούν και να συγκεντρωθούν στην περιοχή του Νταγκλί, ανάμεσα σε αλβανόφωνους πληθυσμούς. Εκεί το αποτέλεσμα ήταν να έρθουν σε τόσο στενή επαφή με τους αλβανόφωνους, ώστε να καταλήξουν να γίνουν δίγλωσσοι και να μιλούν τόσο τα βλάχικα όσο και τα αλβανικά. Καταλήγει επισημαίνοντας πως αυτή η διγλωσσία τους στάθηκε η αιτία να ονομαστούν Αρβανιτόβλαχοι.371 Κατά πάσα πιθανότητα οι πρώτοι νομαδοκτηνοτρόφοι οικιστές της Μοσχόπολης ίσως είχαν κοινές ρίζες με τους Βλάχους που αργότερα και κυρίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εξελίχθηκαν στον ιδιαίτερο κλάδο των Αρβανιτόβλαχων.372

3. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι μέχρι το 1821

Όταν οι Οθωμανοί-Τούρκοι έκαναν την εμφάνισή τους στην Ήπειρο, θα πρέπει να δεχτούμε, έστω και με κάποια επιφυλακτικότητα, πως ένα τουλάχιστον μέρος των προγόνων των Αρβανιτόβλαχων κατοικούσαν στις περιοχές του Νταγκλί (Dangëlli) και της Κολώνιας (Kolonje), με επίκεντρο το βουνό Ραντομίτ. Το 16° αιώνα, ο Αραβαντινός αναφέρει πως δημιουργήθηκε μια σοβαρή οικιστική και δημογραφική αναστάτωση στην περιοχή του Νταγκλί, η οποία επηρέασε κατά πολύ τους εκεί μόνιμα εγκαταστημένους Βλάχους, αλλά και άλλους βλάχικους πληθυσμούς της Πίνδου. Αναφέρει λοιπόν πως οι σπαχήδες, στα χέρια των οποίων είχαν περάσει ως τιμάρια πολλά από τα χωριά του Νταγκλί και από τα οποία μέχρι τότε εισέπρατταν μόνο το φόρο της δεκάτης, διατάχθηκαν να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη στενότερη και πιο άμεση καταπίεση των χριστιανών που κατοικούσαν εκεί και οι οποίοι ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, βλάχικης καταγωγής. Οι αρπαγές και οι καταπιέσεις των σπαχήδων οδήγησαν σε έξοδο από το Νταγκλί ένα σημαντικό αριθμό Βλάχων και πιθανότατα κυρίως των εμποροβιοτεχνών. Στη θέση τους παρέμειναν ή και εγκαταστάθηκαν αλβανικοί πληθυσμοί που είχαν γίνει ή που τότε γίνονταν μουσουλμάνοι. Όσο για τους σπαχήδες, αναφέρει πως, σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, προέρχονταν από περιοχές της Μακεδονίας και της Βουλγαρίας και πως οι φημισμένοι αργότερα μπέηδες της Φράσαρης και του Κοστρετσίου ήταν απόγονοι σπαχήδων που είχαν έρθει από τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας. 373 Κατά τη διάρκεια μάλιστα του 16ου αιώνα ο σπαχής της Φράσαρης Αγιάμπεης ο εκ Φιλιππουπόλεως φέρεται να έγινε όχι μονάχα δυνάστης της περιοχής, αλλά παρουσιάζεται να έφτασε μέχρι το σημείο να συγκρουστεί με την κεντρική οθωμανική εξουσία. Αν όλα αυτά ευσταθούν, φαίνεται ότι υπήρχαν σοβαροί λόγοι εξόδου από την περιοχή ενός σημαντικού μέρους των κατοίκων και ανάμεσά τους και των Βλάχων, που είχαν βρεθεί να κατοικούν εκεί για αρκετές γενιές.374 Επιπλέον είναι γνωστό πως την ίδια περίπου εποχή και για τους ίδιους προφανώς λόγους ένας σημαντικός αριθμών αλβανόφωνων χριστιανικών πληθυσμών από τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου έφυγε προς τα ανατολικά και δημιούργησε τους αρβανίτικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις της Ανατολικής Θράκης, των νησιών της θάλασσας του Μαρμαρά και της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας (Βιθυνίας), που επιβίωναν μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922-24.375

Όπως και να έχει, μετά από αυτά τα γεγονότα η περιοχή δεν πρέπει να εγκαταλείφθηκε εντελώς από τους Βλάχους. Σε κάποια άλλη του αναφορά ο Αραβαντινός επισημαίνει πως οι Βλάχοι της περιοχής του Νταγκλί, κάτω από τις προαναφερόμενες συνθήκες, αναγκάστηκαν να αλλάξουν σταδιακά οικονομία και τρόπο ζωής και να γίνουν νομάδες κτηνοτρόφοι. Τους χειμώνες κατέβαιναν με τα κοπάδια τους στα παράλια της Αδριατικής και του Ιονίου και τα καλοκαίρια επέστρεφαν στα βουνά και στα χωριά του Νταγκλί, αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές της κεντρικής Αλβανίας. Σταδιακά οι νομάδες αυτοί ανέπτυξαν ιδιαίτερα στενές σχέσεις με την άρχουσα τάξη των μπέηδων, των ισχυρών μουσουλμάνων Αλβανών τοπαρχών, και τέθηκαν κάτω από την προστασία τους. Θα πρέπει βέβαια να απέδιδαν σε αυτούς κάποιες εισφορές, ίσως κάποιο φόρο υποτέλειας, πέρα από το αντίτιμο για τη χρήση των θερινών λιβαδιών του Νταγκλί. Ωστόσο, η δημογραφική διάσταση των Βλάχων της περιοχής είχε πια περιοριστεί κατά πολύ.376 Η συρρίκνωση του πληθυσμού τους θα πρέπει να οφείλεται σε τρεις βασικούς παράγοντες: 1). Πρώτος παράγοντας ήταν η οριστική εγκατάλειψη της περιοχής από κάποιους Βλάχους, που πιθανότατα ανήκαν στις ευπορότερες τάξεις των εδραίων επαγγελματιών, εμπόρων και βιοτεχνών, αν και από τα μέσα του 18ου αιώνα κάποιος αρβανιτοβλάχικος πληθυσμός αναφέρεται σταθερά εγκατεστημένος ή στενά συνδεδεμένος με διάφορα χωριά του Νταγκλί και της Κολωνίας, όπως τα χωριά Φράσαρη, Κοστρέτσι, Ζάρκανη, Ζαβαλιάνη και Μίτσανη.377 2). Δεύτερος παράγοντας ήταν η διασκόρπιση και σε άλλες περιοχές, βορειότερες και νοτιότερες, εκείνων των ομάδων που είχαν εξελιχθεί σε νομαδοκτηνοτρόφους δίχως σταθερό θερινό ή χειμερινό οικισμό. 3). Τρίτος παράγοντας της πληθυσμιακής συρρίκνωσης θα πρέπει να στάθηκε ο εξισλαμισμός κάποιων Βλάχων, οι οποίοι ερχόμενοι σε επιγαμίες με τους εξισλαμισμένους αλβανικούς πληθυσμούς συνετέλεσαν πληθυσμιακά στη δημιουργία των λεγομένων Τουρκαλβανών της περιοχής. 378 Το αποτέλεσμα ήταν οι Βλάχοι αυτών των περιοχών να συνδεθούν στενότερα με τη νομαδική κτηνοτροφία από ό,τι άλλες ομάδες Βλάχων. Η νομαδική κτηνοτροφία ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης που τους απέμεινε. Μπορεί να υπάρχει, και σίγουρα είναι λανθασμένη, η γενική εντύπωση πως όλοι οι Βλάχοι ήταν πάντα κτηνοτρόφοι, ωστόσο το πιο πιθανό είναι να έγιναν κτηνοτρόφοι και μάλιστα νομάδες, όταν δεν τους είχε απομείνει άλλο μέσο επιβίωσης ή όταν οι περιστάσεις απέδειξαν πως η νομαδική κτηνοτροφία ήταν ο καλύτερος και αποδοτικότερος τρόπος ζωής. Ίσως αν δεν υπήρχαν αυτά τα γεγονότα του 16ου και 17ουαιώνα, να είχε αναπτυχθεί στα βουνά του Νταγκλί και της Κολώνιας μία ομάδα βλάχικων οικισμών ανάλογη με αυτές του Γράμμου και της Πίνδου.

Αρβανιτοβλάχικος καλυβικός οικισμός κοντά στη Σαμαρίνα, 1930. (Παπαδημητρίου Ε.).

Κατά τη διάρκεια των πρώτων οθωμανικών αιώνων, πέρα από τις περιοχές του Νταγκλί και της Κολώνιας, θα πρέπει να υπήρξαν στην Ήπειρο και άλλες περιπτώσεις βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων, που ήταν απομονωμένες και αποκομμένες από τον κύριο κορμό των βλαχοχωριών, κατά μήκος της Πίνδου. Με το πέρασμα όμως του χρόνου οι εγκαταστάσεις αυτές φαίνεται πως έχασαν το βλάχικο πληθυσμό τους, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως αυτοί οι απομονωμένοι βλάχικοι πληθυσμοί δε χάθηκαν έτσι απλά, αλλά ίσως έπαιξαν το ρόλο των κέντρων της δημογραφικής εκκίνησης ενός μέρους των Αρβανιτόβλαχων. Μία τέτοια περίπτωση ίσως ήταν το Βλαχάτανο ή Βλαχοκάτουνο στην περιοχή των Κουρέντων, βορειοδυτικά των Ιωαννίνων. Ο I. Λαμπρίδης αναφέρει πως σύμφωνα με έγγραφες πηγές από τη μονή Ζαγόριανης το Βλαχάτανο κατοικούνταν από Βλάχους ή και από Βλάχους μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα.379 Επιπλέον, οι περιοχές των Κουρέντων και του Παρακάλαμου ή Κεστρίνης, όπου βρίσκεται το Βλαχάτανο, κατά μήκος του ποταμού Καλαμά, μέχρι τα παράλια του Ιονίου, ήταν από τις κύριες περιοχές όπου οι νομάδες Αρβανιτόβλαχοι αναζητούσαν, κατά παράδοση, χειμαδιά για τα κοπάδια τους.

Γύρω στο 1710 αναφέρεται πως έφτασε στη Μοσχόπολη μία τελευταία μεγάλη ομάδα προσφύγων-μετοίκων, αυτή τη φορά από το χωριό Ποστένανι που βρίσκεται κοντά στο Λεσκοβίκι, στα νότια όρια των περιοχών του Νταγκλί και της Κολώνιας. Μετά την άφιξή τους στη Μοσχόπολη, οι τελευταίοι αυτοί μέτοικοι συγκρότησαν μία νέα συνοικία στην άκρη της πόλης, την Ποστενίκα, η οποία όμως δεν είχε προλάβει να οργανωθεί όπως οι άλλες συνοικίες, καθώς η Μοσχόπολη οδηγούνταν σταδιακά στην καταστροφή του 1769.380 Αν και δε μπορούμε να ισχυριστούμε πως όλοι όσοι κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στη Μοσχόπολη κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου ήταν Βλάχοι, οι φυγάδες από το Ποστένανι ήταν κατά πάσα πιθανότητα Αρβανιτόβλαχοι. Ίσως το Ποστένανι ήταν ένας από τους τελευταίους οργανωμένους αρβανιτοβλάχικους οικισμούς του Νταγκλί και της Κολόνιας που διαλύθηκε και οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να σκορπίσουν. Μερικές δεκαετίες αργότερα ανάλογη τύχη φαίνεται πως είχαν και οι κάτοικοι της Ζάρκανης κοντά στη Φράσαρη. Σύμφωνα με παραδόσεις, οι Ζιαργκαναίοι δέχτηκαν επιθέσεις Τουρκαλβανών και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους το 1767, δύο χρόνια πριν τη μεγάλη καταστροφή της Μοσχόπολης. Κάποιες από τις φάρες της Ζάρκανης είναι πιθανότατο να κατέφυγαν τότε στην Πελοπόννησο, ενώ κάποιες άλλες σκόρπισαν προς βορειότερες περιοχές της Αλβανίας και την περιοχή της Κορυτσάς. Η μετακίνησή τους στην Πελοπόννησο διασώθηκε από τη δημοτική μούσα, όπως και τόσα άλλα γεγονότα της βλάχικης ιστορίας. Σύμφωνα με μία εκδοχή, από τις αρβανιτοβλάχικες φάρες της Ζάρκανης φέρεται να καταγόταν και η φάρα των γνωστών Κολοκοτρωναίων. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη αρκετών ενδείξεων, η βλάχικη καταγωγή των Κολοκοτρωναίων δύσκολα επιβεβαιώνεται, αλλά και δεν αποκλείεται.381

Αρβανιτοβλάχικος γάμος, Β. Πίνδος 1930. (Παπαδημητρίου Ε.).

Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα υποθέτουμε πως είχαν ήδη παγιωθεί οι συνθήκες που γέννησαν τον κλάδο των Αρβανιτόβλαχων. Καθώς στην πλειοψηφία τους είχαν γίνει νομάδες κτηνοτρόφοι, σχημάτισαν ανεξάρτητες φάρες και φαλκάρια που σκορπίζονταν σε διάφορα μέρη της Ηπείρου και της Αλβανίας δίχως ιδιαίτερες και πολύ σταθερές θερινές και χειμερινές εγκαταστάσεις. Όταν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων είχε απόλυτη κυριαρχία, παρουσιάζεται σε κάποιες περιπτώσεις να χρησιμοποίησε τους νομαδικούς πληθυσμούς των Αρβανιτόβλαχων για την επίτευξη της εποικιστικής πολιτικής του. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μία νέα πόλη στη θέση του χωριού Βαργιάδες, στην περιοχή της Τσαρκοβίτσας, νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων, μετέφερε και εγκατέστησε εκεί τους κατοίκους του χωριού Κοπανά μαζί με 10 οικογένειες από τη Χειμάρα και 100 οικογένειες νομάδων κτηνοτροφών. Δυστυχώς οι οικογένειες αυτών των νομάδων χάθηκαν λίγο αργότερα από επιδημία ευλογιάς.382 Αν και στη σχετική αναφορά δεν αποσαφηνίζεται η καταγωγή τους, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως ήταν Αρβανιτόβλαχοι. Και αυτό γιατί την ίδια περίοδο ο Αλή δημιούργησε ή βοήθησε στη δημιουργία ενός άλλου οικισμού νομάδων, που σίγουρα ήταν Αρβανιτόβλαχοι. Ο οικισμός αυτός ονομαζόταν Μπιτσικόπουλο και βρισκόταν στις νότιες πλαγιές του όρους Νεμέρτσικα ή Δούσκο, δίπλα σχεδόν στη σημερινή συνοριακή γραμμή Ελλάδας-Αλβανίας. Η θέση όπου βρισκόταν το Μπιτσικόπουλο είναι γνωστή σήμερα με το όνομα Παλαιοχώρι. Αναφέρεται πως στο Μπιτσικόπουλο είχαν συγκεντρωθεί γύρω στις 650 νομαδικές οικογένειες Αρβανιτόβλαχων. Αν ο αριθμός αυτός είναι πραγματικός, στο Μπιτσικόπουλο δημιουργήθηκε μία από τις μεγαλύτερες βλάχικες εγκαταστάσεις εκείνης της εποχής και μάλιστα με αποκλειστικά αρβανιτοβλάχικο πληθυσμό.383 Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της περίπτωσης είναι πως οι Αρβανιτόβλαχοι παρουσιάζονται να δημιούργησαν μία σταθερή ορεινή κοινότητα, ανάλογη ίσως με τα ημινομαδικά βλαχοχώρια της Βόρειας Πίνδου, όπως τη Σαμαρίνα. Το γεγονός αυτό μπορεί να δηλώνει τη διάθεση και την τάση των Αρβανιτόβλαχων για την εδραίωση και την ανάπτυξη σταθερών ορεινών οικισμών και κοινοτήτων και τη μετατροπή τους από νομάδες σε ημινομάδες, όταν οι περιστάσεις τους το επέτρεπαν.

Αρβανιτόβλαχες, Ήπειρος 1930. (Παπαδημητρίου Ε.).

Αρβανιτόβλαχοι στο δρόμο για τα χειμαδιά, Ήπειρος 1928. (Παπαδημητρίου Ε.).

Την ίδια περίπου περίοδο ο Αλή Πασάς μετέφερε και εγκατέστησε έναν αριθμό Αρβανιτόβλαχων και στην περιοχή της Κονίσπολης, κοντά στους Αγίους Σαράντα. Με αυτή την εποικιστική επέμβαση, ο Αλή είχε ως απώτερο στόχο να τιμωρήσει και να εκδιώξει από εκεί και τους τελευταίους Τουρκαλβανούς μπέηδες της Κονίσπολης, οι οποίοι του είχαν αντισταθεί κατά την άνοδό του. Ο Pouqueville αναφέρει πως μέχρι τότε αυτοί οι Αρβανιτόβλαχοι ήταν εγκατεστημένοι στα παράλια του Παγασητικού κόλπου, στη νοτιοανατολική Θεσσαλία.384 Οι Αρβανιτόβλαχοι που βρέθηκαν τότε στην περιοχή της Κονίσπολης δε θα πρέπει να μεταφέρθηκαν για να εγκατασταθούν εκεί μόνιμα, αλλά πιθανότατα μόνο για το χειμώνα και για την ανάγκη της χειμερινής βοσκής των κοπαδιών τους. Τα κοπάδια τους θα πρέπει να προκαλούσαν ζημίες στα σπαρτά και τα χωράφια των Τουρκαλβανών της Κονίσπολης και ίσως με αυτό τον τρόπο ο Αλή Πασάς προσπαθούσε να τους τιμωρήσει και να τους εκδιώξει. Βασιζόμενοι σε αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαμε ίσως να υποθέσουμε πως οι αρβανιτοβλάχικοι πληθυσμοί του Μπιτσικόπουλου και της Κονίσπολης ταυτίζονταν. Και αυτό αν αναλογιστούμε πως οι Αρβανιτόβλαχοι από το Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου, το παλιό Μετζιτιέ, οι οποίοι προέρχονται από το Μπιτσικόπουλο, κατέβαιναν παραδοσιακά για χειμαδιά στην περιοχή των Αγίων Σαράντα, του Δέλβινου και των Φιλιάτων μέχρι τη χάραξη των συνόρων.

Αυτές όμως οι περιπτώσεις των ηθελημένων ή μη πληθυσμικών μετακινήσεων, που είχαν ως πρωταγωνιστές ομάδες Αρβανιτόβλαχων, δεν πρέπει να ήταν οι μόνες που σημειώθηκαν στα χρόνια του Αλή Πασά. Ο I. Λαμπρίδης αναφέρει πως γύρω στα 1817 μία ομάδα οικογενειών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό Μαλιέσοβο της Πρεμετής και στράφηκε προς τα βόρεια όπου δημιούργησε ένα νέο οικισμό, το Βορτόπι (σήμερα Vërtop), λίγο νοτιότερα του Μπερατίου, στην κοιλάδα του ποταμού Όσουμ. Όταν το 1880 ο Λαμπρίδης κατέγραψε αυτή τη μετακίνηση, στο Βορτόπι υπήρχαν 40 οικογένειες. Οι κάτοικοί του ζούσαν απομονωμένοι, καθώς ήταν οι μόνοι χριστιανοί ανάμεσα σε χωριά εξισλαμισμένων Αλβανών και έτσι η ομάδα τους «από φοβεράς αμαθείας κατατρύχεται».385 Οι μετακινηθέντες στο Βορτόπι θα πρέπει να ήταν εν μέρει Αρβανιτόβλαχοι, αν όχι στο σύνολό τους, και αυτό γιατί σύμφωνα με την πατριαρχική απογραφή του 1905 στο Βορτόπι αναφέρονται πως κατοικούσαν 10 βλάχικες οικογένειες.386 Απόγονοι αυτών των Αρβανιτόβλαχων ζουν μέχρι και σήμερα στο Βορτόπι.

Είναι σίγουρο πως η μετακινηθείσα ομάδα στο Βορτόπι συνάντησε και κάποιους άλλους Αρβανιτόβλαχους στην περιοχή, τους λεγάμενους Μουζακιαραίους, αυτούς δηλαδή που κατά παραδοσιακό τρόπο παραχείμαζαν στις πεδινές εκτάσεις της Μουζακιάς στην κεντρική Αλβανία. Ο W.M. Leake αναφέρει πως στα 1805 οι παραχειμάζοντες κτηνοτρόφοι της Μουζακιάς ήταν κυρίως βλάχικης καταγωγής και μιλούσαν τόσο τα βλάχικα όσο και τα αλβανικά. Αρκετοί από αυτούς είχαν στην κυριότητά τους κοπάδια χιλιάδων προβάτων και παρήγαγαν σημαντικές ποσότητες τυριού και βουτύρου. Τα καλοκαίρια ανέβαιναν στα ορεινά της κεντρικής Αλβανίας, όπως μία αξιόλογη ομάδα, η οποία είχε δημιουργήσει ένα θερινό καλυβικό οικισμό στα ανατολικά του Μπερατίου, πάνω στις πλαγιές του όρους Τόμαρος. Ο οικισμός αυτός ήταν γνωστός με το όνομα Τόμορ ή Ντόμορ. Ο αρχιτσέλιγκας του οικισμού Δημήτριος φαίνεται πως ζούσε μία πιο άνετη ζωή από τους υποτακτικούς του και μιλούσε τα ελληνικά που τα είχε μάθει στα ταξίδια του στις περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας.387

Αρβανιτόβλαχες, Β. Πίνδος 1927. (Papahagi Τ).

Θα πρέπει να δεχτούμε πως ο απόλυτα νομαδοκτηνοτροφικός βίος, που κατέληξαν να ζουν οι Αρβανιτόβλαχοι, επηρέασε σημαντικότατα και σε μεγάλο βαθμό πολλά κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά αυτής της ιδιαίτερης ομάδας των Βλάχων. Ο τρόπος ζωής τους και οι ανάγκες που γεννούσε αυτή ενίσχυσαν τη διαφοροποίησή τους. Όταν κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα διαμορφώνονταν στα Βαλκάνια οι οικονομικές, οι κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές, που έφερε η ανάπτυξη της βιοτεχνίας, του εμπορίου, της εκπαίδευσης και η ενδυνάμωση της αστικής τάξης, ο παραδοσιακός τρόπος οργάνωσης των Αρβανιτόβλαχων βρέθηκε να είναι πια ξεπερασμένος. Έτσι ακόμη και για τους άλλους Βλάχους, οι Αρβανιτόβλαχοι αποτελούσαν χαμηλότερες πολιτισμικές και κοινωνικές ομάδες, οι οποίες όμως σίγουρα θα αναζητούσαν έναν τρόπο ανόδου και εξέλιξης, παρόλη την εμμονή τους στην παραδοσιακή νομαδική κτηνοτροφία. Για αυτούς τους λόγους παρατηρούμε πως οι Αρβανιτόβλαχοι σκιαγράφονται αρνητικά από τους πρώτους ερευνητές. Στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Π. Αραβαντινός τους χαρακτηρίζει ως τους πιο «βάρβαρους» και πιο «άγριους» από τους διάφορους νομαδοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς που ζούσαν τότε στα Βαλκάνια. Σε κάποιες άλλες αναφορές επισημαίνεται το γεγονός πως μπορεί να παρέμεναν χριστιανοί, να βαπτίζονταν και να έπαιρναν χριστιανικά ονόματα, όμως είχαν κάποια αποστροφή προς την εκκλησία και σπάνια εκκλησιάζονταν εκτός από το Πάσχα. Ελάχιστοι από αυτούς είχαν κάποια μόρφωση, έτσι ώστε να γίνουν παπάδες, που θα μπορούσαν να τους ακολουθήσουν στις μετακινήσεις τους. Αναφέρεται μάλιστα πως ανάμεσά τους παρουσιαζόταν συχνότερα το φαινόμενο της τάσης προς τη ληστεία και την εξαπάτηση. Το σκληρό έθιμο της βεντέτας ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ηθικής τους, θεωρούνταν πως είχαν τη μικρότερη έφεση προς υιοθέτηση των κοινωνικών και πολιτιστικών αλλαγών της εποχής. Το γεγονός αυτό τους έφερνε σε αντίθεση με τους ελληνόφωνους πληθυσμούς, αλλά και τους αστούς - εμποροβιοτέχνες Βλάχους, που ήταν από τους κυριότερους φορείς αυτών των αλλαγών. Απέφευγαν συστηματικότατα τις επιγαμίες με τους άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς, ακόμη και με τους άλλους Βλάχους. Διατηρούσαν στενές και καλές επαφές με τους Τουρκαλβανούς, ενώ βρίσκονταν σε όχι και τόσο καλές σχέσεις με τους Γκραίκους. Ίσως τελικά αυτή η απομόνωση να τους οδήγησε στη διατήρηση ή τη δημιουργία μίας ξεχωριστής βλάχικης διαλέκτου. Μίας διαλέκτου που σύμφωνα με κάποιες απόψεις είναι πλησιέστερη σε παλαιότερους γλωσσολογικούς τύπους.388 Στη μεγαλύτερή τους πλειοψηφία σχημάτιζαν φάρες και φαλκάρια δύναμης μέχρι και 100 οικογενειών, συγγενικών και εξαρτώμενων μεταξύ τους, που μαζί με τα κοπάδια τους μετακινούνταν κάθε φθινόπωρο και άνοιξη. Ο αρχιτσέλιγκας ήταν ο απόλυτος άρχοντας όλης της φάρας και του φαλκαριού. Ελάχιστοι από αυτούς γνώριζαν έναν άλλο τρόπο ζωής ή κάποια τέχνη πέρα από τα σχετικά με την κτηνοτροφία και την υφαντουργική των γυναικών τους. Τα περισσότερα από τα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια δεν είχαν ιδιαίτερα σταθερές εγκαταστάσεις ούτε στα ορεινά ούτε στα πεδινά και δε σχημάτιζαν ορεινές-θερινές κοινότητες, όπως οι ημινομαδικοί βλάχικοι πληθυσμοί της Πίνδου, αν και υπήρχαν εξαιρέσεις όπως οι κάτοικοι του Μπιτσικόπουλου-Κεφαλόβρυσου.

Μητέρα και κόρη, Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου 1906. (Έξαρχος Γ.).

4. Οι Αρβανιτόβλαχοι στην Ηπειρο και την Αλβανία μετά το 1821

Παρά τις όποιες διώξεις και τις σίγουρες μετακινήσεις ο κύριος όγκος των Αρβανιτόβλαχων παρέμεινε στις περιοχές της Ηπείρου και της Αλβανίας. Ο Π. Αραβαντινός υπολογίζει πως γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα ο πληθυσμός των νομάδων Αρβανιτόβλαχων στην Ήπειρο, βόρεια και νότια, ήταν κάπου ανάμεσα στις 1.500 με 2.000 οικογένειες.389 Σε αναλυτικότερες καταγραφές του αναφέρει πως 500 περίπου οικογένειες νομάδων Αρβανιτόβλαχων βρίσκονταν σκορπισμένες σε διάφορα χωριά της Πρεμετής, όπου και σήμερα υπάγεται διοικητικά η περιοχή του Νταγκλί. Κάνει κάποια ιδιαίτερη αναφορά για 20 οικογένειες Αρβανιτόβλαχων μόνιμα εγκατεστημένων στο χωριό Οστρίτσα (Odriçan), το οποίο σήμερα υπάγεται στην επαρχία Πρεμετής. Επίσης επισημαίνει την ύπαρξη άλλων 200 οικογενειών νομάδων Αρβανιτόβλαχων στην περιοχή της Αυλώνας, πέρα από 20 οικογένειες Βλάχων στην πόλη της Αυλώνας και άλλες 40 οικογένειες Αρβανιτόβλαχων στη γειτονική Σελενίτσα (Seleniçë). Οι οικογένειες της Σελενίτσας ζούσαν σταθερά εκεί δουλεύoντας στα ορυχεία της πίσσας και κυρίως ως αγωγιάτες.390 Ο I. Λαμπρίδης αναφέρει ότι γύρω στα 1888 υπήρχαν 143 αρβανιτοβλάχικες οικογένειες στο Μετζιτιέ, το σημερινό Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου, 19 οικογένειες στα Καλύβια Πογδόριανης, σημερινό Παρακάλαμο (Πογδόριανη) Ιωαννίνων και 16 οικογένειες στον οικισμό Λουτρό κοντά στον Παρακάλαμο. Όλες αυτές οι οικογένειες προέρχονταν από το Μπιτσικόπουλο, το οποίο καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε ύστερα από ληστρικές επιθέσεις γύρω στα 1840.391

Στα 1853, οι οθωμανικές αρχές βοηθούν στη δημιουργία ενός νέου οικισμού για τους Αρβανιτόβλαχους του Μπιτσικόπουλου. Το νέο χωριό που θεμελιώθηκε όχι πολύ μακριά από το παλιό ονομάστηκε Μετζιτιέ, τιμώντας τον τότε σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α'.392 Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των Αρβανιτόβλαχων του Μπιτσικόπουλου είχαν φύγει για το νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος, για να δημιουργήσουν αργότερα τα επτά σημερινά βλαχοχώρια της Αιτωλοακαρνανίας. Πολλοί όμως Αρβανιτόβλαχοι του Μπιτσικόπουλου σκόρπισαν σε μικρότερες ομάδες και βρίσκονται ακόμη εγκατεστημένοι σε διάφορα χωριά κυρίως του Πωγωνίου αλλά και των Κουρέντων. Το 1878, μετά τη συμμετοχή τους στο τότε επαναστατικό κίνημα, ένας σημαντικός αριθμός Αρβανιτόβλαχων κατέφυγε στην Κέρκυρα, αλλά και τη Λευκάδα, τόσο από το ίδιο το Κεφαλόβρυσο ή Μετζιτιέ όσο και από το χειμαδιό που είχαν στο Λυκούρσι των Αγίων Σαράντα. Στην Κέρκυρα οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν λίγο έξω από την πόλη της Κέρκυρας, στη σημερινή συνοικία της Γαρίτσας. Το 1889 ο G. Weigand αναφέρει πως οι Αρβανιτόβλαχοι της Γαρίτσας αριθμούσαν γύρω στις 2.000 ψυχές.393 Αν και εκ των πραγμάτων στην Κέρκυρα έπαψαν να είναι νομαδοκτηνοτρόφοι και πολύ γρήγορα απώλεσαν τη βλάχικη γλώσσα, οι Αρβανιτόβλαχοι της Κέρκυρας διατήρησαν τη μνήμη της βλάχικης καταγωγής τους όπως και το διαφορετικό ενδυματολογικό τους τύπο μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Οικογένεια από το Κεφαλόβρυσο, αρχές 20ου αιώνα. (Θεοτόκη Λ.).

Οικογένειες Δαμίρη και Μαζαράκη, Κέρκυρα αρχές 20ου αιώνα. (Θεοτόκη Λ.).

Το 1880, ο I. Λαμπρίδης μας δίνει τα ονόματα 17 χωριών της Πρεμετής και της περιοχής της Ζαγοριάς όπου κατοικούσαν και Αρβανιτόβλαχοι.394 Τα ονόματα αυτών των χωριών είναι: Τόποβα, Ιλιάρα, Ζέι, Μαλιέσοβο, Μπρέζιανη, Γράμποβο Πέρα, Άργοβα, Μπούχαλη, Λίπα, Ελεούσα, Μαντιλιόνη, Γκίγκαρη, Πουντάρα, Κούταλη, Κοσήνα, Χοτοχόβα και Λιάψκα.395 Για τη Χοτοχόβα μάλιστα μας δίνει αναλυτική καταγραφή των κατοίκων της. Αναφέρει λοιπόν πως κατοικούσαν 34 χριστιανικές οικογένειες, πιθανότατα αλβανόφωνες, 10 οικογένειες Τσιγγάνων, 23 οικογένειες Οθωμανών, πιθανότατα μουσουλμάνων Αλβανών, και 18 οικογένειες Βλάχων. Θα μπορούμε να υποθέσουμε πως ανάλογη ήταν η πληθυσμιακή σύνθεση και των υπόλοιπων χωριών. Στην πατριαρχική απογραφή των βλάχικων πληθυσμών του 1905 αναφέρονται Βλάχοι κάτοικοι, σίγουρα Αρβανιτόβλαχοι, σε 10 χωριά της Πρεμετής που εκκλησιαστικά υπάγονταν στη μητρόπολη Κορυτσάς. Αναφέρονται 187 συνολικά οικογένειες και αναλυτικότερα 25 οικογένειες στην Κοσόβα, 36 οικ. στην Κοσίνα, 20 οικ. στην Κούταλη, 10 οικ. στο Μποντάρι, 20 οικ. στο Μπαντιλιόνι, 20 οικ. στην Πρεμετή, 10 οικ. στην Οδρίτσανη, 20 οικ. στη Χοτοχόβα, 15 οικ. στο Κιλαρίστι και 11 οικ. στο Τρεμπιζίστι.396 Την ίδια περίοδο (1910) και σύμφωνα με στοιχεία των ελληνικών προξενικών αρχών, στο καζά της Πρεμετής αναφέρονται να υπήρχαν συνολικά 247 οικογένειες και περίπου 1.235 Αρβανιτόβλαχοι. Αναλυτικότερα αναφέρονται 10 οικογένειες στη Μπούχαλη, 22 οικογένειες στην Πρεμετή, 20 οικογένειες στο Μπαντιλιόνι, 14 οικ. στη Χοτοχόβα, 25 οικ. στην Κοσόβα, 35 οικ. στην Κοσίνα, 28 οικ. στα χωριά Κούταλη και Μποντάρι, 4 οικ. στην Πρεμίστα (;), 25 οικ. στο Κιλαρίστι, 6 οικ. στο Πριμποσίτι (;), 35 οικ. στη Φράσαρη, 20 οικ. στη Γκορόσιανη και 3 οικ. στη Γορίτσα (;).397 Χαρακτηριστική είναι η κατάσταση που παρουσίαζε το χωριό Ζαβαλιάνη της περιοχής του Νταγκλί το 1906-1907. Στο χωριό κατοικούσαν κυρίως πλούσιοι Τουρκαλβανοί μπέηδες με εντυπωσιακά σπίτια, υπήρχαν επίσης και 10 φτωχές αρβανιτοβλάχικες οικογένειες που διατηρούσαν την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής και τα παιδιά τους πήγαιναν στο εκεί μικρό ελληνικό σχολείο. 398

Παρά τα λάθη και τις παραλήψεις τους, οι στατιστικές του G. Weigand (1889) και του Πατριαρχείου (1905) αποτελούν ίσως τις καλύτερες πηγές για τον εντοπισμό των οικισμών ή καλύτερα των χειμαδιών των Μουζακιαραίων στις κεντρικές περιοχές της σημερινής Αλβανίας. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι Μουζακιαραίοι αποτελούν απλά μία υποομάδα των Αρβανιτόβλαχων, οι οποίοι συνήθιζαν να παραχειμάζουν στις χέρσες τότε πεδινές εκτάσεις της Μουζακιάς ανάμεσα στο Δυρράχιο, την Αυλώνα και το Μπεράτι, κατά μήκος της παραλίας της Αδριατικής και των χαμηλών κοιλάδων των ποταμών Σκούμπη ή Γεννούσου, Σέμαν ή Άψου και Βοϊούσα ή Αώου. Αν και παραμένει άγνωστο πόσο παλιά είναι η πρακτική των Μουζακιαραίων να παραχειμάζουν σε αυτές τις περιοχές, οι ρίζες αυτής της παραδοσιακής πρακτικής μοιάζουν να χάνονται στους μεσαιωνικούς ακόμη χρόνους. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα οι Μουζακιαραίοι σχημάτιζαν εδώ ίσως μέχρι και 50 μικρά και μεγάλα χειμαδιά. Τα περισσότερα από αυτά ήταν ολιγοπληθή και βρίσκονταν δίπλα στους μικρούς και φτωχούς κολιγικούς οικισμούς του κάμπου. Μεγαλύτερες συγκεντρώσεις παρατηρούνταν γύρω από τις πόλεις της Αυλώνας, του Φιερίου, του Μπερατίου, της Λούσνιας, της Καβάγιας και του Δυρραχίου, θα πρέπει όμως να επισημανθεί πως, τουλάχιστον από το 1769 και μετά, σε αυτές τις περιοχές και ιδιαίτερα στις πολιτείες οι νομαδοκτηνοτρόφοι Αρβανιτόβλαχοι - Μουζακιαραίοι συνυπήρχαν με παροικίες εδραίων εμποροβιοτεχνών Βλάχων που βρέθηκαν οριστικά εδώ μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης και των βλάχικων οικισμών γύρω από αυτή. Αυτή η συμβίωση, αρχικά τουλάχιστον κατά τους χειμερινούς μήνες, έφερε τις δύο ομάδες σε στενότερη επαφή. Το πέρασμα του χρόνου και οι μεταξύ τους επιγαμίες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, κάνουν δύσκολο πια το διαχωρισμό τους. Ο Weigand αναφέρει πως γύρω στα 1889 στα 40 χειμαδιά των Μουζακιαραίων που κατέγραψε υπήρχαν 738 νομαδοκτηνοτροφικά σπιτικά και ίσως περισσότερες από 4.000 ψυχές.399 Το 1905 στη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναφέρονται 1.352 βλάχικες οικογένειες στην επικράτεια της μητρόπολης Βελεγραδών και 799 βλάχικες οικογένειες στην επικράτεια της μητρόπολης Δυρραχίου. Αν από αυτές τις οικογένειες αφαιρέσουμε τους Βλάχους κατοίκους των πόλεων και των οικισμών με εδραίους Βλάχους κατοίκους, τότε ο αριθμός των νομαδοκτηνοτρόφων Μουζακιαραίων ίσως ήταν γύρω στις 869 οικογένειες, οι οποίες μάλλον αριθμούσαν περισσότερες από 4.500 ψυχές και κατοικούσαν σε 43 χειμαδιά και οικισμούς.400

Γάμος στο Κεφαλόβρυσο. 1930. (Παδιώτης Γ.).

Τα χωριά που αναφέρονται από το Λαμπρίδη, το Πατριαρχείο, το Weigand και τις ελληνικές προξενικές αρχές δεν αντιπροσωπεύουν σε καμία περίπτωση το σύνολο των οικισμών της Βορείου Ηπείρου - Νοτίου Αλβανίας και της Κεντρικής Αλβανίας όπου κατοικούσαν Αρβανιτόβλαχοι στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα νομαδικό στην πλειοψηφία του πληθυσμό, τότε είναι εύκολο να κατανοήσουμε τη μεγαλύτερη διασπορά του σε δεκάδες χωριά και πόλεις της περιοχής.401 Ιδιαίτερα μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας στην Αλβανία και οι τελευταίοι νομάδες Αρβανιτόβλαχοι εγκαταστάθηκαν οριστικά σε διάφορους οικισμούς και κυρίως στα πρώην χειμαδιά τους στις επαρχίες Αγίων Σαράντα, Δέλβινου, Αργυρόκαστρου, Πρεμετής, Κολωνίας, Κορυτσάς, Αυλώνας, Φιερίου, Μπερατίου, Ελβασάν, Τιράνων, Λούσνιας, Καβάγιας και Δυρραχίου.402

Αλβανία 1927. (Papahagi Τ).

Τελικά η διασπορά τους σε όλες σχεδόν τις νότιες και κεντρικές επαρχίες της Αλβανίας είναι μάλλον ο κανόνας. Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως κατά τη διάρκεια του 19ου και μέχρι το 1914 η αέναη αναζήτηση χειμαδιών οδηγούσε κάποιους νομάδες Αρβανιτόβλαχους της Μουζακιάς και της Κολώνιας να περνούν κάθε χειμώνα με τα κοπάδια τους στο μικρό νησί Σάσων, στον κόλπο του Αυλώνα, όπου για πολλές δεκαετίες φαίνεται πως ήταν οι μόνοι κάτοικοί του, έστω και περιοδικά.403

Αρβανιτόβλαχα - Μουζακιάρα, Κεντρική Αλβανία τέλη 19ου αι.. (Papahagi Τ).

Αρβανιτόβλαχες - Μουζακιάρες, Κεντρική Αλβανία τέλη 19ου αι.. (Papahagi Τ.).

Η οριστική χάραξη των συνόρων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία δημιούργησε προβλήματα στη ζωή πολλών αρβανιτοβλάχικων φαλκαριών που κινούνταν, κατά παράδοση, ανάμεσα στα βουνά της Βορείου Ηπείρου-Νοτίου Αλβανίας και τα χειμαδιά τους, που βρίσκονταν στο ελληνικό πια έδαφος και κυρίως στο νομό Θεσπρωτίας και την επαρχία Πωγωνίου. Ένας σημαντικός αλλά απροσδιόριστος αριθμός οικογενειών πέρασε οριστικά στην Ελλάδα και αναζήτησε νέα θερινά λιβάδια στα βουνά του ελληνικού τμήματος της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας από όπου κάποιες ομάδες οικογενειών κατέληξαν, όπως θα εξετάσουμε, στην Κρύα Βρύση των Γιαννιτσών. Το 1923 καταγράφηκαν 531 οικογένειες νομάδων Αρβανιτόβλαχων στους νομούς Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας. Αναλυτικότερα αναφέρεται πως υπήρχαν 19 οικογένειες στην επαρχία Ιωαννίνων, 105 οικογένειες στην επαρχία Ηγουμενίτσας, 224 οικογένειες στην επαρχία Φιλιατών, 136 οικογένειες στην επαρχία Μαργαριτίου και 47 οικογένειες στην επαρχία Παραμυθιάς.404

Στους αριθμούς αυτούς είναι σίγουρο πως δεν περιλαμβάνεται το σύνολο των Αρβανιτόβλαχων της Ηπείρου, όπως οι κάτοικοι του Κεφαλόβρυσου, και σίγουρα δεν καταγράφηκαν ανάμεσά τους αυτοί που είχαν ήδη εγκατασταθεί οριστικά σε κάποιους οικισμούς. Πολλοί από αυτούς συνέχισαν τη ζωή των νομαδοκτηνοτρόφων μέχρι τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Αρβανιτόβλαχα, Β. Πίνδος 1928. (Papahagi Τ).

Μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο οι περισσότεροι από αυτούς αποκαταστάθηκαν σταδιακά και οριστικά σε χωριά και πόλεις των νομών Θεσπρωτίας και Πρέβεζας στο κενό που άφησαν μουσουλμάνοι Αλβανοί της περιοχής, οι γνωστοί Τσάμηδες, αλλά και σε διάφορα χωριά των περιοχών του Πωγωνίου και των Κουρέντων στο νομό Ιωαννίνων. Οι σημαντικότερες σήμερα εγκαταστάσεις τους σε χωριά και πόλεις των νομών Θεσπρωτίας και Πρέβεζας είναι στη Σαγιάδα, το Ασπροκκλήσι, την Ηγουμενίτσα, τον Άγιο Βλάσιο (Σούβλιασι), τον Παραπόταμο (Βάρφανη), την Πλαταριά, τους Μύλους (Σκέφαρι), την Παραμυθιά, τα Αμπέλια (Βρέστας), τη Ραχούλα (Τσιφλίκι), τον Ξηρόλοφο (Ζελεσό),το Καρβουνάρι, το Σκάνδαλο, τη Χόικα, την Πέρδικα (Αρπίτσα), τη Μηλοκοκκιά, την Καταβόθρα (Λιγοράτι), το Μαργαρίτι, την Καλουδίκη, τη Μόρφη (Μορφάτι), την Τζάρα, την Πάργα και τον μεγαλύτερο οικισμό τους, το Θέμελο (Ταμπάνια) στο νομό Πρέβεζας.405 Από τα χρόνια του μεσοπολέμου, στις επαρχίες Πωγωνίου και Ιωαννίνων εκτός από το Κεφαλόβρυσο και τον Παρακάλαμο (Πογδόριανη) μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες Αρβανιτόβλαχων βρέθηκαν εγκατεστημένες και στα χωριά Βήσσανη (Φραστανά), Κάτω Μερόπη, Πωγωνιανή, Δόλο, Δελβινάκι, Λίμνη, Άνω και Κάτω Ραβένια, Σιταριά, Κουκλιοί, Πρωτόπαππας και Χρυσορράχη.406

5. Οι Αρβανιτόβλαχοι στη Μακεδονία

Τα χρόνια και τα γεγονότα του 1821 υπήρξαν μία χρονική και ιστορική καμπή για τη γεωγραφική χωροθέτηση των Αρβανιτόβλαχων στη Βαλκανική. Μέχρι τότε μπορούμε να πούμε πως το μεγαλύτερο μέρος των προγόνων των σημερινών Αρβανιτόβλαχων κινούνταν κυρίως στην Ήπειρο και τη σημερινή Κεντρική και Νότια Αλβανία. Μετά όμως από το 1821 οι Αρβανιτόβλαχοι εξαπλώνονται και δημιουργούν νέες εγκαταστάσεις που μας έδωσαν τους σημερινούς αρβανιτοβλάχικους πληθυσμούς πέρα από την Ήπειρο και την Αλβανία. Η παρούσα εργασία δεν έχει εντοπίσει στοιχεία για την έξοδο και τη μαζική μετακίνηση αρβανιτοβλάχικων πληθυσμιακών ομάδων πριν από την πτώση και το θάνατο του Αλή Πασά το 1822. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι πληθυσμοί των Αρβανιτόβλαχων δεν αντιμετώπισαν τις καταπιέσεις και τις διώξεις που βίωσαν άλλοι πληθυσμοί και ανάμεσά τους και Βλάχοι, κατά την περίοδο της κυριαρχίας του Αλή Πασά. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως ο Αλή βοήθησε στη δημιουργία του Μπιτσικόπουλου, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι σχέσεις ανάμεσα στον Αλή Πασά και τους Αρβανιτόβλαχους ήταν σχετικά αγαθές. Ο Αλή είχε κατακλέψει από διάφορους Τουρκαλβανούς μπέηδες και Βλάχους τσελιγκάδες χιλιάδες ζώα. Ο Pouqueville αναφέρει πως γύρω στα 1815 ο Αλή Πασά είχε στην κυριότητά του 2.000.000 κεφάλια αξίας περίπου 2.000.000 πιάστρων. Ο Αλή είχε γίνει ο μεγαλύτερος αρχιτσέλιγκας της επικράτειας του. Χρειαζόταν ικανούς τσοπαναραίους για την φύλαξή αυτών των κοπαδιών. Το ρόλο αυτό φαίνεται πως ανέλαβαν κάποιες ισχυρές και μάλλον πιστές σε αυτόν φάρες Αρβανιτόβλαχων.407

Όταν πια, από το 1820, ο Αλή Πασάς βρισκόταν σε πολεμική σύγκρουση με τα στρατεύματα που έστειλε ο σουλτάνος Μαχμούτ για να τον εξουδετερώσουν, θα πρέπει να άρχισαν τα προβλήματα και για τους Αρβανιτόβλαχους, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις αρπαγές και τις επιτάξεις των στρατευμάτων των αντίπαλων πλευρών. Τα κοπάδια και οι αγέλες των φορτηγών ζώων ήταν η μόνη παραγωγική περιουσία τους, αλλά έγιναν σίγουρα στόχος των συνεχώς μετακινούμενων στρατευμάτων, ατάκτων και μη. Μπορεί τα καλοκαίρια να βρίσκονταν στην ασφάλεια των βουνών, κατά τη διάρκεια όμως των δύο ετήσιων μετακινήσεων και κατά την περίοδο της παραμονής τους στα χειμαδιά ήταν εκτεθειμένοι σε κάθε κίνδυνο. Επιπλέον είχαν να αντιμετωπίσουν τις ληστρικές ομάδες, που μέσα στα πολεμικά γεγονότα δρούσαν ανεξέλεγκτα σε όλη την παλαιότερη επικράτεια του Αλή Πασά. Όταν μάλιστα το 1821 ξέσπασε και η ελληνική επανάσταση, οι περιουσίες και οι οικογένειές τους βρίσκονταν σε ακόμη πιο επισφαλή θέση, εξαιτίας της γενικότερης πολεμικής αναστάτωσης που επέφερε. Η καταστροφή και η ερήμωση του Μπιτσικόπουλου από ληστές, στα 1840, είναι ίσως η πλέον ενδεικτική περίπτωση.

Έτσι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, στις αρχές της δεκαετίας του 1820, ξεκίνησαν οι πρώτες μαζικές έξοδοι των Αρβανιτόβλαχων προς τη Μακεδονία. Δυστυχώς, δεν έχει εντοπιστεί κάποια πολύ αξιόπιστη καταγραφή αυτών των εξόδων. Ωστόσο αρκετά και σημαντικά στοιχεία μπορούν να αντληθούν από προφορικές παραδόσεις, που είχαν διασωθεί ανάμεσα στους κατοίκους των βλάχικων εγκαταστάσεων στο Βέρμιο.408 Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις παραδόσεις, ένα αρκετά μεγάλο φαλκάρι Αρβανιτόβλαχων έφτασε στην ορεινή περιοχή του Μοριχόβου, στα βορειοδυτικά της Έδεσσας, γύρω στα 1822. Το φαλκάρι αυτό φέρεται να οδηγήθηκε στο Μορίχοβο κάτω από την ηγεμονία των Τζεγκαίων, μίας δυναμικής οικογένειας αρχιτσελιγκάδων. Στις παραδόσεις αυτές αναφέρεται αόριστα πως οι προηγούμενες εστίες αυτών των φυγάδων βρίσκονταν στην περιοχή του Νταγκλί και της Κολωνίας, δίχως ιδιαίτερο προσδιορισμό κάποιων χωριών ή οικισμών. Ωστόσο, η προσωνυμία Φρασαριώτες, που χρησιμοποιούν οι άλλοι Βλάχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, όταν αναφέρονται σε αυτούς και τους απογόνους τους, μπορεί να είναι ενδεικτική για την υπόθεση πως προέρχονταν είτε από την ίδια τη Φράσαρη είτε από τη γύρω από αυτή περιοχή. Δε μπορούμε να γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η δύναμη αυτού του φαλκαριού σε οικογένειες και κοπάδια, αν και στην καταγραφή των προφορικών παραδόσεων αναφέρονται 200 οικογένειες και 50.000 πρόβατα. Οι αριθμοί αυτοί ίσως να ανταποκρίνονται στα δεδομένα μετά το σχηματισμό και την εδραίωση της εγκατάστασής τους στο Μορίχοβο, αφού προστέθηκαν στην αρχική ομάδα και άλλες μικρότερες αρβανιτοβλάχικες φάρες και φαλκάρια. Σύμφωνα με κάποια άλλη καταγραφή αυτής της εξόδου το αρχικό φαλκάρι μετακινήθηκε σταδιακά προς την περιοχή του Μοριχόβου.409 Αρχικά, παρέμειναν για κάποιο απροσδιόριστο χρόνο στη θέση Λαπουσνέτς κοντά στη Φλώρινα, η οποία πρέπει να ταυτίζεται με τη θέση Λοπουσέτς της κοινότητας Σκοπιάς. Από εκεί τράβηξαν για το Μορίχοβο και τα υψώματα του Καϊμάκτσαλαν ή Νίτσε, του ελληνικού Βόρρα. Εκεί πια δημιούργησαν ένα νέο θερινό καλυβικό οικισμό στη θέση Τσιακούρα ή Τσεκούρα, ο οποίος σε πολλούς χάρτες και μεταγενέστερες αναφορές ταυτίζεται με τον καλυβικό οικισμό Καλύβια Παπαδιάς ή απλά Παπαδί. Θα πρέπει βέβαια να εξετάσουμε την περίπτωση ο οικισμός που δημιούργησαν στην Τσιακούρα να μην ήταν ο μοναδικός, αλλά απλά ο σημαντικότερος και κεντρικότερος από μία ομάδα μικρών καλυβικών οικισμών, που δημιούργησαν στα υψώματα του Βόρρα για τις ανάγκες της βοσκής των κοπαδιών τους.

Αρβανιτόβλαχα, Ανω Πλεάσα, 1927. (Papahagi Τ).

Θα πρέπει, όμως, να εξετάσουμε τις εγκαταστάσεις των Αρβανιτόβλαχων στο Μορίχοβο σε σχέση και με τις άλλες ομάδες νομαδοκτηνοτρόφων, Βλάχων και μη, που έφτασαν στην περιοχή την ίδια περίπου εποχή, αλλά και σε σχέση με προϋπάρχουσες βλάχικες εγκαταστάσεις. Είναι σίγουρο πως στην περιοχή του Μοριχόβου ήρθαν σε επαφή με βλάχικα φαλκάρια που είχαν προηγηθεί και που προέρχονταν από την περιοχή του Γράμμου και αρκετά αργότερα με Σαρακατσαναίους. Ωστόσο, οι Αρβανιτόβλαχοι θα πρέπει να ήταν η πολυπληθέστερη ομάδα νομάδων κτηνοτροφών του Μοριχόβου καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αν μάλιστα δεχτούμε πως η δημοτική ποίηση μπορεί να διασώζει πραγματικά ιστορικά γεγονότα, τότε θα πρέπει να δεχτούμε πως ήδη από την αρχική φάση της εγκατάστασης των Αρβανιτόβλαχων στο Μορίχοβο είχε δημιουργηθεί κάποια πληθυσμιακή συμφόρηση ανθρώπων και κοπαδιών, με αποτέλεσμα μία ομάδα 60 περίπου οικογενειών κάτω από την αρχηγεία του τσέλιγκα Βασίλη ή Σέρμπου να φύγει το 1837 από την Τσιακούρα και να δημιουργήσει μία νέα θερινή εγκατάσταση στο βόρειο Βέρμιο, στη θέση των ερειπίων του χωριού Σέλι, το οποίο είχε καταστραφεί με τα γεγονότα της επανάστασης το 1822. Αυτή η ομάδα έθεσε τα θεμέλια του μεγαλύτερου ορεινού αρβανιτοβλά- χικου οικισμού στην Κεντρική Μακεδονία, του Ανω Βερμίου (Σέλια ντιν Σους).410 Γύρω στα 1878 ο οικισμός στην Τσιακούρα διασπάστηκε με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες ορεινές καλυβικές εγκαταστάσεις, όπως στο Πάτημα (Πατιτσίνα) στις νότιες πλαγιές του Βόρρα, στο Ανω Γραμματικό (Καλίβιλι ντιν Γραμματίκοβα) και στον Άγιο Δημήτριο Έδεσσας (Κίντροβα) στις βόρειες πλαγιές του Βερμίου, και στην Ελαφίνα (Σπουρλίτα) στα Πιέρια. Όσο για τις ανάγκες της χειμερινής βοσκής των κοπαδιών τους, από την αρχική ακόμη φάση της εγκατάστασής τους στη Μακεδονία, στράφηκαν προς τα πεδινά της Βέροιας και της Κατερίνης, εκεί όπου αναζήτησαν χειμαδιά και οι Βλάχοι που βρέθηκαν στο Βέρμιο, προερχόμενοι από τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών. Η ιστορική συνέχεια των Αρβανιτόβλαχων που βρέθηκαν τότε στο Μορίχοβο, το Βέρμιο και τα Πιέρια θα μας απασχολήσουν εκτενέστερα σε επόμενα κεφάλαια.411

Τσέλιγκας, Ανω Πλεάσα, 1927. (Papahagi Τ).

Βέβαια τα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια που βρέθηκαν εκείνη την περίοδο στο Μορίχοβο και το Βέρμιο δεν ήταν τα μόνα που εγκατέλειψαν τις προηγούμενες εστίες τους, για να στραφούν προς βορειότερες περιοχές. Κάποιες άλλες φάρες και φαλκάρια στράφηκαν προς τον ορεινό όγκο του Μοράβα, στα ανατολικά της Κορυτσάς. Εκεί, κάτω από την ηγεμονία των αρχιτσελιγκάδων Μπαλιμάτση ή Μπαλαμάτση, δημιούργησαν νέες θερινές εγκαταστάσεις με σημαντικότερη αυτή στην Άνω Πλεάσα. Αυτοί που τότε βρέθηκαν στις πλαγιές του Μοράβα στράφηκαν για χειμαδιά στην ανατολική Θεσσαλία, στις περιοχές του Αλμυρού και του Σέσκλου. Το 1880 ο I. Λαμπρίδης αναφέρει την ύπαρξη τριών βλάχικων θερινών καλυβικών εγκαταστάσεων κοντά στην Κορυτσά, στο τμήμα του Δεβολίου, των οποίων οι κάτοικοι κατέβαιναν το χειμώνα στη Θεσσαλία. Τις αναφέρει με τα ονόματα Καλύβια Γιαννούλη Βλάχου, Καλύβια Σπύρου Βλάχου και Καλύβια Πήτου Βλάχου, δίχως να δίνει περισσότερα στοιχεία για αυτές.412 Οι τρεις αυτές καλυβικές εγκαταστάσεις θα πρέπει να ταυτίζονται με τις αρβανιτοβλάχικες εγκαταστάσεις που αναφέρει ο G. Weigand, μερικά χρόνια αργότερα, στις θέσεις Άνω Πλεάσα, Στροπάνι και Μοράβα.413

Ο Σ. Λιάκος, κάνοντας κάποια αναφορά για την καταγωγή των αστών Βλάχων της Κορυτσάς, επισημαίνει πως σύμφωνα με κάποια γραπτή μαρτυρία που είχε εντοπίσει και που χρονολογούνταν από το 1867 εκτός από τους Μοσχοπολίτες υπήρχαν και Βλάχοι που προέρχονταν από το χωριό Σιάλεσι (Shallës) της Κολώνιας, το οποίο χαρακτηρίζει ως πρώην αρβανιτοβλάχικη εγκατάσταση.414 Ο Π. Αραβαντινός αναφέρει πως η εγκατάσταση των Σιαλεσαίων και πολλών Μοσχοπολιτών στην Κορυτσά έγινε μάλλον με κάποια οργάνωση, όταν μετά το 1834 επικράτησε σχετική ηρεμία στην περιοχή. Οιέποικοι αυτοί δημιούργησαν τη συνοικία της αγοράς στην Κορυτσά, το Βαρόσι.415Αν αναλογιστούμε πως οι Αρβανιτόβλαχοι, που στις αρχές του 19ουαιώνα έφτασαν στην περιοχή της Κορυτσάς, συνέβαλαν κατά πολύ στη δημιουργία της χριστιανικής αστικής τάξης της Κορυτσάς, τότε, με κάποια ίσως επιφυλακτικότητα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως μία από τις εστίες εκκίνησής τους βρισκόταν και στο Σιάλεσι.

Άνω Πλεάσα 1895. (Weigand G.).

Αρβανιτόβλαχοι της Νιζόπολης, τέλη 19ου αι.. (Μακεδονικό Ημερολόγιο 1910).

Όταν προς τα τέλη του 18ου αιώνα καταστράφηκαν τα βλαχοχώρια του Γράμμου και οι περισσότεροι από τους κατοίκους τους τα εγκατέλειψαν, κάποιοι άλλοι Βλάχοι ήρθαν με τα κοπάδια τους στα άδεια θερινά λιβάδια αυτού του βουνού. Ήταν κυρίως αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια, που και αυτά, με τη σειρά τους, είχαν αναγκαστεί να μετατοπιστούν στο Γράμμο. Έχουμε την πληροφορία πως στα 1845 μία ομάδα 10 με 15 αρβανιτοβλάχικων οικογενειών προσκλήθηκε να εγκαταλείψει το Γράμμο και να εγκατασταθεί στο Μεγάροβο, στις πλαγιές του Περιστεριού, δυτικά του Μοναστηριού. Η μετεγκατάστασή τους αποσκοπούσε στο να καλυφθούν οι ανάγκες των κτηνοτροφών του Μεγάροβου σε τσοπαναραίους, καθώς τα βλαχοχώρια της Πελαγονίας στις πλαγιές του Περιστεριού είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται σε κοινότητες εμποροβιοτεχνών, με συνέπεια την έλλειψη εργατικών χεριών.416

Παρόμοιες μετακινήσεις και εγκαταστάσεις αρβανιτοβλάχικων πληθυσμιακών ομάδων σημειώθηκαν προς τα περισσότερα από τα βλαχοχώρια της δυτικής και βόρειας Μακεδονίας. Μία από τις πιο αξιόλογες περιπτώσεις είναι η εγκατάσταση μίας αρκετά μεγάλης ομάδας ανάμεσα στους παλαιότερους Βλάχους κατοίκους της Νιζόπολης, δίπλα στο Μεγάροβο, με αποτέλεσμα οι Αρβανιτόβλαχοι να αποτελούν πια ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος των κατοίκων του χωριού. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Νιζόπολη εκκενώθηκε και καταστράφηκε, οι κάτοικοι της, Αρβανιτόβλαχοι και μη, μετακινήθηκαν στην Κατερίνη, όπου αρκετοί τελικά παρέμειναν οριστικά.

Μία άλλη ενδεικτική περίπτωση είναι αυτή του χωριού Άνω Μπεάλα, δυτικά της Στρούγκας, στην π.Γ.Δ.Μ., δίπλα στα σύνορα με την Αλβανία. Τα κοπάδια των μόνιμων Βλάχων κατοίκων του χωριού τα φρόντιζαν νομάδες Αρβανιτόβλαχοι, και για την ακρίβεια Μουζακιαραίοι που μετακινούνταν ανάμεσα στην Άνω Μπεάλα και την παραλιακή πεδιάδα της Μουζακιάς, στην Κεντρική Αλβανία. Η αρχική ομάδα των Αρβανιτόβλαχων που έφτασε στην Άνω Μπεάλα αριθμούσε γύρω στα 150 άτομα. Όταν κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα η ομάδα αυτή προσπάθησε να εγκατασταθεί μέσα στην Άνω Μπεάλα συνάντησε την αντίθεση των παλαιότερων και εδραίων Βλάχων κατοίκων. Παρά τις προστριβές, μετά από διαπραγματεύσεις μπόρεσαν να εγκατασταθούν μέσα στο χωριό και αρχικά μόνο για τους θερινούς μήνες. Σιγά σιγά, κάποιες από αυτές τις οικογένειες αγόρασαν σπίτια στην Άνω Μπεάλα από τους παλαιότερους Βλάχους κατοίκους που εξισλαμίστηκαν και εγκατέλειψαν το χωριό. Σταδιακά, το αρχικό φαλκάρι τους διασπάστηκε και μικρές ομάδες οικογενειών βρέθηκαν και στην Κάτω Μπεάλα, αλλά και στα γειτονικά μη βλάχικα χωριά Βέφτσανι, Βίσνι, Ποντγκόρτσι και Λαμπουνίστα.417 Στις αρχές του 20ου αιώνα οι οικογένειες των Αρβανιτόβλαχων ήταν πια γύρω στις 40 με 50, ενώ 10 περίπου οικογένειες, οι πιο εύπορες, είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό και αφομοιώθηκαν από τους παλαιότερους και εδραίους Βλάχους κατοίκους.418 Αρβανιτόβλαχοι έφτασαν και εγκαταστάθηκαν μέχρι το Κρούσοβο, όπου η ομάδα τους ήταν γνωστή με το ιδιαίτερο όνομα Πολονάκοι.419 Αρβανιτόβλαχοι εγκαταστάθηκαν σταδιακά δίπλα στις βλάχικες αστικές παροικίες της Αχρίδας και του Μοναστηριού.

Πέρα όμως από τους Αρβανιτόβλαχους που βρέθηκαν συνδεδεμένοι με τα μόνιμα βλαχοχώρια και τις βλάχικες παροικίες των μεγάλων πόλεων, κάποια ανεξάρτητα φαλκάρια εμφανίζονταν στην περιοχή μόνο κατά τους θερινούς μήνες και σχημάτιζαν θερινούς καταυλισμούς στα ορεινά της περιοχής, όπως αυτούς που αναφέρουν οι Thompson και Wace πως υπήρχαν στις αρχές του 20ου αιώνα στις πλαγιές της Γκαλισίτσας ή Πέτρινου, ανάμεσα στις λίμνες της Αχρίδας και της Μεγάλης Πρέσπας, στις θέσεις Ιλίνο και Λέβα Ρέκα.420 Από αυτά τα ανεξάρτητα φαλκάρια θα πρέπει πιθανά να προερχόταν η μικρή ομάδα των Αρβανιτόβλαχων που αναφέρεται να εγκαταστάθηκε οριστικά στο Γκόπεσι ανάμεσα στο 1913 με 1920.421 Κάποια ανεξάρτητα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια βρέθηκαν και σε βορειότερες περιοχές της π.Γ.Δ.Μ. μέχρι την πόλη των Σκοπίων και την πεδιάδα του Κουμάνοβου.

Εκτός από τις συνοικήσεις Αρβανιτόβλαχων με άλλους Βλάχους είχαμε και περιπτώσεις συνοικήσεων με Αρβανίτες. Το 1841 κάποιοι Αρβανιτόβλαχοι μαζί με πολυπληθέστερους Αρβανίτες και κάποιους λιγότερους Γκραίκους δημιούργησαν το χωριό Δροσοπηγή, την παλιά Μπελκαμένη, και το 1861 το χωριό Φλάμπουρο, την παλιά Νεγκοβάνη ή Νιγκουβάνλι στα βλάχικα.422 Οι πρώτοι οικιστές αυτών των δύο χωριών της Φλώρινας προέρχονταν από το χωριό Πληκάτι της Κόνιτσας, στις νότιες πλαγιές του Γράμμου. Εκεί, ανάμεσα στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, κατά την περίοδο των γενικότερων καταστροφών διάφορων οικισμών και των μετακινήσεων πολλών χριστιανικών πληθυσμών, βλάχικων και μη, βρέθηκαν να έχουν καταφύγει Αρβανίτες και Αρβανιτόβλαχοι προερχόμενοι από το Νταγκλί και την Κολώνια. Ανάμεσά τους ίσως είχαν βρεθεί και Βλάχοι από τα κατεστραμμένα βλαχοχώρια του Γράμμου, Γράμμουστα και Νικολίτσα. Ωστόσο, ο κύριος όγκος του πληθυσμού του Πληκατίου ήταν Αρβανίτες. Το 1839, λόγω των πιέσεων των Τουρκαλβανών της Κολώνιας, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που είχε συγκεντρωθεί στο Πληκάτι, έφυγε αναζητώντας ασφαλέστερες περιοχές προς τη Μακεδονία.423 Οι δύσκολες καταστάσεις που βίωσαν τότε οι κάτοικοι του Πληκατίου θα πρέπει να ήταν ανάλογες με αυτές που είχαν ως αποτέλεσμα την ταυτόχρονη καταστροφή και ερήμωση του Μπιτσικόπουλου. Οι οικογένειες των Αρβανιτόβλαχων που βρέθηκαν τελικά στη Δροσοπηγή και το Φλάμπουρο πρέπει να κατάγονταν ή να είχαν τις παλαιότερες εστίες τους σε διάφορα μέρη της Ηπείρου και όχι μόνο στο Πληκάτι, όπως τον Παρακάλαμο και τη Φούρκα στο νομό Ιωαννίνων, αλλά και σε διάφορα χωριά της Βορείου Ηπείρου, κυρίως στην περιοχή της Κολωνίας, όπως τα χωριά Φράσαρη, Ραντιμίστι, Μπαρμάσι, Κιαφζέζι, Στίκα, Κιουτέζα και Δάρδα.424 Ορισμένοι Αρβανιτόβλαχοι βρέθηκαν την ίδια περίπου περίοδο ή και νωρίτερα και στο Λέχοβο, ένα άλλο αρβανιτοχώρι της Φλώρινας.425 Ο ερευνητής των Βλάχων Σ. Διάκος αναφέρει πως οι Βλάχοι που συνέβαλαν στη δημιουργία του Φλάμπουρου και της Δροσοπηγής είχαν βρει καταφύγιο στο Πληκάτι, όπως και στα γειτονικά χωριά Πλαγιά και Χιονιάδες, μετά την καταστροφή των προηγούμενων εστιών τους στον οικισμό Βάλιανη. Σημειώνει πως η Βάλιανη ήταν αρβανιτοβλάχικος οικισμός και βρισκόταν στις δυτικές, σήμερα αλβανικές, πλαγιές του Γράμμου, στα ανατολικά της Ερσέκας.426 Αν και σήμερα το Πληκάτι φέρεται να είναι το μοναδικό αρβανίτικο χωριό της επαρχίας Κόνιτσας, το 1865 ο Αραβαντινός αναφέρει πως οι 90 οικογένειες που κατοικούσαν τότε στο Πληκάτι ήταν Βλάχοι.427 Η αναφορά του Σ. Λιάκου για τη Βάλιανη δεν πρέπει να είναι εντελώς αβάσιμη. Θα πρέπει να θεωρείται σίγουρο πως εκείνη την εποχή ύστερα από τις διάφορες καταστροφές, σημειώθηκαν ομαδικές πληθυσμιακές μετακινήσεις, μικρές όμως σε μέγεθος, που δεν άφησαν ιδιαίτερα ίχνη. Η εγκατάσταση βλάχικων προσφυγικών ομάδων για κάποια έστω χρόνια σε διάφορα χωριά της νότιας πλευράς του Γράμμου, που σήμερα δε θεωρούνται βλάχικα, έρχεται να ενισχυθεί και από σχετική αναφορά του F. Pouqueville. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Pouqueville επισημαίνει την εγκατάσταση στο χωριό Λυκόρραχη ή Κεφαλοχώρι (Λούψικο ή Λούμπισκο) της Κόνιτσας μίας ομάδας 70 οικογενειών, οι οποίες, όπως αναφέρει, είχαν καταφύγει εκεί προερχόμενες από τη Μοσχόπολη.428 Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει κανένα ίχνος αυτή της βλάχικης εγκατάστασης στη Λυκόρραχη και το πιο πιθανό είναι ότι οι Βλάχοι πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί αναγκάστηκαν και πάλι να μετακινηθούν.

Αρβανιτόβλαχοι της ίδιας προέλευσης με αυτούς που βρέθηκαν στα ανατολικά της Κορυτσάς, στο Μοράβα, θα πρέπει να ήταν αυτοί που στη διάρκεια του α' μισού του 19ου αιώνα βρέθηκαν εγκατεστημένοι και στο Πισοδέρι, για να καταλήξουν να αφομοιωθούν με τους παλαιότερους Βλάχους του χωριού.429 Οι θερινές βοσκές των βουνών γύρω από τις λίμνες των Πρεσπών και της Αχρίδας συνέχισαν να προσελκύουν λιγότερο οργανωμένα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Νομάδες Αρβανιτόβλαχοι θα πρέπει να είναι οι 30 βλάχικες οικογένειες που στην πατριαρχική απογραφή των βλάχικων πληθυσμών του 1905 καταγράφονται να κατοικούν στο χωριό Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι) της Φλώρινας,430 προφανώς δίπλα στους εδραίους σλαβόφωνους χριστιανούς κατοίκους.

Τα κύματα μετακίνησης Αρβανιτόβλαχων προς τη Μακεδονία συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση της το 1912, ιδιαίτερα μετά το 1918-19 και τον τερματισμό των πολεμικών γεγονότων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μικρές ομάδες αρβανιτοβλάχικων οικογενειών από αυτές που βρέθηκαν ή πέρασαν εκείνη την περίοδο από το αλβανικό στο ελληνικό έδαφος στράφηκαν σταδιακά για νέες θερινές και χειμερινές εγκαταστάσεις στο νομό Πέλλας και εξελικτικά οι περισσότεροι βρέθηκαν, ήδη από το μεσοπόλεμο, εγκαταστημένοι στην Κρύα Βρύση των Γιαννιτσών. Η πορεία τους θα παρουσιαστεί εκτενέστερα σε επόμενα κεφάλαια. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου και από το 1951 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Μακεδονία το τελευταίο κύμα νομάδων Αρβανιτόβλαχων. Με την καθοδήγηση και τη βοήθεια του κράτους ένας σημαντικός αριθμός χωριών της Φλώρινας και της Καστοριάς, που είχαν ερημώσει λόγω των γεγονότων του Εμφυλίου, εποικίστηκαν από Αρβανιτόβλαχους. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν περάσει στο ελληνικό έδαφος μετά την οριστική χάραξη των συνόρων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία. Χάνοντας τα θερινά τους λιβάδια, που παρέμειναν στο αλβανικό έδαφος, βρέθηκαν σκορπισμένοι κυρίως στην ελληνική Ήπειρο. Την περίοδο του μεσοπολέμου, πολλοί από αυτούς που συνέχισαν τη νομαδική κτηνοτροφική ζωή αναζήτησαν θερινά λιβάδια στην ελληνική πλευρά του Γράμμου και σε ορεινές περιοχές της Φλώρινας και της Καστοριάς, ενώ το χειμώνα κατέβαιναν κυρίως στη Θεσπρωτία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το κράτος, θέλοντας να ενισχύσει πληθυσμιακά τις παραμεθόριες περιοχές, βοήθησε στη μόνιμη και οριστική εγκατάσταση αυτών των περιπλανώμενων ακόμη Αρβανιτόβλαχων σε χωριά γύρω από τις Πρέσπες. Έτσι σήμερα βρίσκουμε Αρβανιτόβλαχους στα χωριά Βροντερό (Γκάσντανη), Πύλη (Βίνενη), Άγιο Γερμανό (Γέρμαν), Καλλιθέα (Ρουντάρι), Καρυές, Οξυά (Μπουκόβικ) και Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι) της Φλώρινας και Ιεροπηγή (Κοστενέτσι) και Δενδροχώρι (Δίμπενη) της Καστοριάς. Σε κάποια από αυτά είναι οι μόνοι κάτοικοι, όπως στο Βροντερό, την Κρυσταλλοπηγή και την Ιεροπηγή, ενώ στα άλλα αποτελούν ένα μόνο μέρος των κατοίκων.

Αρβανιτοβλάχικα καλύβια, Φούρκα, 1930. (Έξαρχος X.).

Θα πρέπει να επισημανθεί πως στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα η διασπορά και η ενσωμάτωση μικρών ομάδων Αρβανιτόβλαχων σε όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια και τις εγκαταστάσεις της νότιας Βαλκανικής ήταν μάλλον ο κανόνας. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της ομάδας των Αρβανιτόβλαχων που εγκαταστάθηκαν και συνδέθηκαν με τη Φούρκα της Κόνιτσας.431 Οι μεγάλοι Βλάχοι τσελιγκάδες αναζήτησαν ανάμεσα στους Αρβανιτόβλαχους επιδέξιους πιστικούς για τις ανάγκες των κοπαδιών τους. Ωστόσο, οι κτηνοτροφικές ικανότητες και τεχνογνωσία των Αρβανιτόβλαχων δεν ήταν τα μόνα κριτήρια για την πρόσληψή τους από τα άλλα βλάχικα τσελιγκάτα. Η γνώση της αλβανικής γλώσσας και οι διασυνδέσεις τους με τους τότε Τουρκαλβανούς κυρίως ληστές στάθηκαν εξίσου σημαντικά προσόντα για την αποτροπή των συχνών τότε ληστρικών επιθέσεων.432

6. Οι Αρβανιτόβλαχοι στη Θεσσαλία

Για την εγκατάσταση Αρβανιτόβλαχων στη Θεσσαλία δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι πότε ξεκίνησε. Ίσως από τα τέλη του 18ου αιώνα και κατά την εποχή της κυριαρχίας του Αλή Πασά κάποια φαλκάρια να είχαν ήδη αναζητήσει χειμαδιά στα πεδινά της Θεσσαλίας, κατεβαίνοντας από τη Βόρεια Πίνδο, το Γράμμο ή και από τις περιοχές του Νταγκλί και της Κολόνιας. Η αναφορά του Pouqueville για κάποια ομάδα πιθανότατα Αρβανιτόβλαχων που μετακίνησε ο Αλή Πασάς από τα παράλια του Παγασητικού κόλπου στα παράλια των Αγίων Σαράντα, ίσως είναι μία ένδειξη για την παρουσία αυτών των αρβανιτοβλάχικων χειμαδιών στη Θεσσαλία. Είναι πολύ πιθανό οι Αρβανιτόβλαχοι να αντικατέστησαν, έστω και μερικά, τους Γραμμουστιάνους Βλάχους όχι μόνο στα ορεινά τους λιβάδια στο Γράμμο, αλλά και στα χειμαδιά, που κατά παράδοση είχαν στη νοτιοανατολική Θεσσαλία, κοντά στο Βόλο και τον Αλμυρό. Και αυτό γιατί παρατηρούμε πως ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Αρβανιτόβλαχοι που είχαν δημιουργήσει τις θερινές εγκαταστάσεις στις πλαγιές του Μοράβα, πάνω από την Κορυτσά, όπως την Άνω Πλεάσα, κατέβαιναν για χειμαδιά κοντά στον Παγασητικό.

Στα 1878 με 1880 και μέσα στον απόηχο της επαναστατικής κίνησης που είχε αναπτυχθεί στα εδάφη της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της νότιας Μακεδονίας, 168 οικογένειες νομαδοκτηνοτρόφων Αρβανιτόβλαχων, που ίσως αριθμούσαν 800 με 1000 ψυχές, δημιούργησαν σταθερότερες εγκαταστάσεις στα χειμαδιά τους στον Αλμυρό και τη γύρω περιοχή. Οι 134 από αυτές τις οικογένειες ξεκαλοκαίριαζαν μέχρι τότε στην Πλεάσα, οι 18 στη Ντίσνιτσα και οι υπόλοιπες 8 στην Κορυτσά, τη Δάρδα, τη Σλίμνιτσα και τα Τσιφλίκια. Στα χρόνια που ακολούθησαν και κυρίως μετά το 1881, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας ενσωματώθηκε στην Ελλάδα, ένα από τα αποτελέσματα ήταν να επηρεάστε σοβαρότατα η ζωή και η οικονομία σχεδόν όλων των νομάδων και ημινομάδων κτηνοτροφών, Βλάχων και μη, που βρέθηκαν να έχουν τα χειμαδιά τους στην ελληνική Θεσσαλία και τα ορεινά χωριά ή τους καλυβικούς οικισμούς τους στο οθωμανικό ακόμη έδαφος. Η οριστικοποίηση της εγκατάστασης των νομαδοκτηνοτρόφων Αρβανιτόβλαχων στα πεδινά της Μαγνησίας, μετά το 1881, ενισχύθηκε επίσης από το γεγονός πως πολλοί από αυτούς προχώρησαν σταδιακά στην αγορά κτημάτων από τους αποχωρούντες Τούρκους. Ωστόσο η αγορά κτημάτων στα πεδινά της νοτιοανατολικής Θεσσαλίας είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν. Λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, την περίοδο του Tanzimat, τέσσερις εύποροι Αρβανιτόβλαχοι τσελιγκάδες από τη Νιζόπολη κοντά στο Μοναστήρι είχαν αγοράσει το μισό κτήμα του χωριού Άγιος Γεώργιος δίπλα στο Βελεστίνο, προσπαθώντας να οργανώσουν σταθερότερα και αποκλειστικά χειμαδιά και έχοντας ως πιθανή επιθυμία την επένδυση των κεφαλαίων τους. Δίπλα σε αυτούς που ρίζωσαν τότε στα πεδινά, άλλες τουλάχιστον 50 συγγενικές τους οικογένειες συνέχιζαν μέχρι και μετά το 1912 να μετακινούν τα κοπάδια τους ανάμεσα στη Μαγνησία και τα θερινά λιβάδια του Μοράβα, του Γράμμου και του Βιτσίου, ενώ τα μέλη των οικογενειών τους περνούσαν τα καλοκαίρια στην Κορυτσά και σε χωριά όπως τη Δάρδα, τη Μπομποστίτσα, την Καμενίτσα, τη Μπόρια, το Γκιάντσι, το Πρόγρι, τα Τσιφλίκια και το Λέχοβο της Φλώρινας.433 Μέσα από αυτές τις εξελίξεις δημιουργήθηκαν οι σημερινές αρβανιτοβλάχικες εγκαταστάσεις στον Αλμυρό, τον Ανθότοπο (Κιολελέρι), τη Νεράιδα (Κελεμενί), το Νεοχωράκι (Ιντσέκ), τη Σούρπη, το Καστράκι, το Σέσκλο (Σέσου ή Σέσλι στα βλάχικα) και το Διμήνι της Μαγνησίας, αλλά και στο Καλαμάκι και το Καστρί της Αγιάς.434

Την ίδια περίοδο και λόγω των προβλημάτων που τους δημιουργούσε το πέρασμα των θεσσαλικών συνόρων και η φορολογία των τελωνείων, κάποιοι άλλοι Αρβανιτόβλαχοι αναζήτησαν τότε νέα χειμαδιά στο Βλαχογιάννι, στην περιοχή της Ελασσόνας, στο τμήμα δηλαδή της Θεσσαλίας που παρέμενε στους Τούρκους, αλλά και στα πεδινά της Πιερίας γύρω από την Κατερίνη. Οι παραχειμάζοντες στην περιοχή της Ελασσόνας δημιούργησαν σταδιακά τη μεγαλύτερη σήμερα αρβανιτοβλάχικη εγκατάσταση της Θεσσαλίας στο Αργυροπούλι, το παλιό Καρατζόλι, και άλλες εγκαταστάσεις στη γύρω περιοχή, όπως στη Ροδιά (Μουσαλάρ) και τα Δελέρια. Μετά το 1912 και μέχρι τα χρόνια του μεσοπολέμου τα μέλη αυτής της ομάδας δημιούργησαν νέους ορεινούς καλυβικούς οικισμούς δίπλα στα χωριά της περιοχής του Κάτω Ολύμπου, όπως τον καλυβικό οικισμό στη θέση Γκουνταμάνου κοντά στην Καλλιπεύκη. Ορισμένοι από αυτούς που προτίμησαν την οριστική παραμονή στο ελληνικό έδαφος μετά το 1881 και συνέχισαν το νομαδικό βίο αναγκάστηκαν να αναζητήσουν θερινά λιβάδια στα ορεινά της Θεσσαλίας και στράφηκαν κυρίως στο ελληνικό τότε τμήμα της Πίνδου. Τότε περίπου δημιουργήθηκε η αρβανιτοβλάχικη και αρχικά καλυβική εγκατάσταση στο χωριό Μαλακάσι της Καλαμπάκας, δίπλα στον προϋπάρχοντα βλάχικο οικισμό, και από εκεί βρίσκονται σήμερα σκορπισμένοι σε πεδινά χωριά των Τρικάλων και της Καλαμπάκας, όπως στη Νέα Ζωή Καλαμπάκας (Μπούρσιανη).435 Ανάλογη ήταν και η πορεία της ομάδας των Αρβανιτόβλαχων που έχουν εγκατασταθεί στη Φαρκαδώνα των Τρικάλων και οι οποίοι περνούσαν τα καλοκαίρια στο Ματσούκι του Βλαχοτζουμέρκου. Οι νέες τότε τοπικές ελληνικές αρχές στη Θεσσαλία φρόντισαν και για την εξουδετέρωση των διαφόρων εκτός νόμου ληστρικών ομάδων που λυμαίνονταν τις νέες επαρχίες και πολύ συχνά επέκτειναν τη δράση τους μέχρι την παλαιότερη ελληνική επικράτεια. Έτσι, αρκετοί εκτός νόμου Αρβανιτόβλαχοι, αλλά και Σαρακατσαναίοι, εγκατέλειψαν την ελληνική πια Θεσσαλία και πέρασαν στο οθωμανικό έδαφος. Μία τέτοια ομάδα Αρβανιτόβλαχων εγκαταστάθηκε τότε στην Τουρια-Κρανιά των Γρεβενών και στρατολογήθηκε στις ένοπλες τάξεις της ρουμανικής προπαγάνδας.

Αρβανιτόβλαχα - Καραγκούνα, Ακαρνανία δεκαετία '20. (Λουκόπουλος Δ.).

7. Οι Αρβανιτόβλαχοι στη Ρούμελη-Στερεά Ελλάδα

Στα 1840, ύστερα από ληστρικές επιθέσεις Τουρκαλβανών, αναφέρεται πως καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε ο μεγάλος οικισμός των Αρβανιτόβλαχων στο Μπιτσικόπουλο. Τότε το μεγαλύτερο μέρος των οικογενειών που είχαν εγκατασταθεί εκεί από την εποχή του Αλή Πασά, κατέφυγαν για περισσότερη ασφάλεια στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, όπου συνέχισαν τη νομαδοκτηνοτροφική ζωή, μετακινούμενοι ανάμεσα στα Άγραφα και άλλες ορεινές περιοχές της Ευρυτανίας, αλλά και της Ηπείρου, στο τουρκικό τότε ακόμη έδαφος, και τις χαμηλές περιοχές της Ξηρόμερου-Ακαρνανίας μέχρι τις εκβολές του Αχελώου. Ο L. Heuzey αναφέρει πως στα 1856 αριθμούσαν συνολικά 800 οικογένειες (περίπου 4.000 με 5.000 ψυχές) και σχημάτιζαν 12 μεγάλα χειμαδιά, που αριθμούσαν το καθένα από 50 έως 100 οικογένειες.436 Σταδιακά, ανάμεσα στο 1865 με 1870, άρχισαν να δημιουργούν μονιμότερες εγκαταστάσεις στα χειμαδιά τους. Τα χωριά που τότε δημιουργήθηκαν από αυτούς είναι σήμερα οι νοτιότεροι βλάχικοι οικισμοί. Είναι τα χωριά: Στράτος (Σουροβίγλι ή Γιαννίκα), Όχθεια (Όχτου ή Παγαίικα), Αγράμπελη (Νταγιάντα), Γουριώτισσα (Κατσαρού), Παλαιομάνινα (Κουτσομπίνα), Στρογγυλοβούνι (Στουρνάρι ή Γακαίικα) και Μάνινα Βλιζιανών (Καλέτζι).437 Θα πρέπει να επισημανθεί πως οι Αρβανιτόβλαχοι της Στερεάς Ελλάδας έχει επικρατήσει να ονομάζονται Καραγκούνηδες. Σύμφωνα με άρθρο στο περιοδικό Πανδώρα, γύρω στο 1856, οι Αρβανιτόβλαχοι της Αιτωλοακαρνανίας αριθμούσαν περίπου 2.000 ψυχές και είχαν 100.000 πρόβατα που απέφεραν στο ελληνικό δημόσιο το σημαντικό τότε φορολογικό έσοδο των 20.000 δραχμών.438 Ο G. Weigand αναφέρει πως στα 1888-89 υπήρχαν 2.625 ψυχές στα επτά πρώην χειμαδιά των Αρβανιτόβλαχων της Ακαρνανίας, που σταδιακά εξελίχθηκαν σε σταθερά αγροτοκτηνοτροφικά χωριά και δίνει πολλά περισσότερα στοιχεία για την παραδοσιακή οργάνωσή τους.439

Αρβανιτόβλαχες - Καραγκούνες, Ακαρνανία δεκαετία '20. (Λουκόπουλος Δ.).

Ο Π. Αραβαντινός αναφέρει πως, ήδη από την εποχή του Αλή Πασά, κάποιες ομάδες Αρβανιτόβλαχων βρέθηκαν εγκαταστημένες και αποκομμένες στα ορεινά της Ακαρνανίας και της Ευρυτανίας.440

Αυτή η ολιγόλογη επισήμανση του Αραβαντινού είναι δύσκολο να διευκρινιστεί. Εκτός αν αναφέρεται στους Βλάχους που ο F. Pouqueville βρίσκει να κατοικούν σε μία ομάδα χωριών στις νότιες πλαγιές του Παναιτωλικού, στα σύνορα της Αιτωλίας με την Ευρυτανία, και τους οποίους ονομάζει Κοσινιώτες ή Βωμιείς Βλάχους. Σύμφωνα με την καταγραφή του Pouqueville ο σημαντικότερος οικισμός αυτής της ομάδας ήταν η Κοσίνα, το σημερινό χωριό Κοκκινόβρυση και η συνολική πληθυσμιακή του δύναμη ανερχόταν σε 1.200 οικογένειες. Στα 1807 οι Βλάχοι της Κοσίνας και των γύρω χωριών βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον Αλή Πασά και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Μετά την αναφερόμενη σύγκρουση με τον Αλή Πασά αποτραβήχτηκαν προς τον ορεινό όγκο του Άνινου, δηλαδή της Οίτης. Από τότε όμως έγιναν απόλυτα νομάδες κτηνοτρόφοι και σκόρπισαν σε όλη την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, από την Όθρη μέχρι τον Παρνασσό, τον Ελικώνα και την Πάρνηθα στην Αττική.441 Αναφερόμενος στον πληθυσμό της Αττικής, διαχωρίζει τους εδραίους Αρβανίτες από τους Βλάχους, επισημαίνοντας πως οι Βλάχοι της Αττικής ήταν νομαδοκτηνοτρόφοι και η παρουσία τους εκεί ήταν εποχιακή. Τους χειμώνες κάποια φαλκάρια από τα βλαχοχώρια της Πίνδου, αλλά και του Παρνασσού, διασκορπίζονταν πέρα από τα παραδοσιακά θεσσαλικά χειμαδιά μέχρι τις πεδινές εκτάσεις της Βοιωτίας και της Αττικής. Έβοσκαν τα κοπάδια τους και πουλούσαν τα μάλλινα που παρήγαγαν στις ορεινές κοινότητές τους.442

Το 1834, αμέσως μετά τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, ένας άλλος Ευρωπαίος, ο Gustave d’Eichtal, αναφέρει την ύπαρξη νομαδοκτηνοτρόφων Καραγκούνηδων-Αρβανιτόβλαχων στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Κάποιο φαλκάρι αυτών των Αρβανιτόβλαχων έστηνε τότε τα χειμαδιά του στην περιοχή της Αταλάντης. Επιπλέον, ο d’Eichtal προχώρησε σε μία αρκετά ενδιαφέ ρουσα επισήμανση. Ευχόταν και εισηγούνταν να μην εγκαταλείψουν το έδαφος του νεοσύστατου, ακόμη, ελληνικού βασιλείου, έτσι ώστε να ενδυναμώσουν με τον πλούτο και την εργασία τους τη μικρή και φτωχή μετεπαναστατική Ελλάδα. Επισημαίνει πως, αν και δεν είχαν τάση προς τη γεωργία, ο δυναμισμός τους θα μπορούσε να στραφεί στις βιοτεχνίες και το εμπόριο.443

Βλάχος βοσκός και γυναίκα από τα Βίλλια της Αττικής, 1876. (Κουκούδης Α.).

Στα 1852-54, ο Γάλλος περιηγητής Edmond About συνάντησε νομαδοκτηνοτρόφους Βλάχους στα περίχωρα της Αθήνας και περιέγραψε με αρκετή γραφικότητα το πώς αυτοί οι πιθανότατα Αρβανιτόβλαχοι προμήθευαν στους Αθηναίους τα αρνιά του Πάσχα. Στα γραπτά του δεν άφησε περιθώρια για αμφισβητήσεις, καθώς επισήμανε πως οι Βλάχοι που ζούσαν τότε στην Αττική μιλούσαν μία παραφθαρμένη λατινογενή γλώσσα.444

Την ίδια περίοδο, ο F. Lenormant επισημαίνει, με τη σειρά του, την ύπαρξη αυτών των πιθανότατα Αρβανιτόβλαχων, στις ίδιες περιοχές και αναφέρει πως κάποιοι από αυτούς έφταναν για χειμαδιά μέχρι τη Μονή Δαφνιού, λίγο έξω από την Αθήνα.445

Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, ο μόνος σημαντικός οικισμός όπου συγκεντρώθηκε ένας αξιόλογος αριθμός αρβανιτοβλάχικων οικογενειών από αυτές που βρέθηκαν σκορπισμένες στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα είναι η σημερινή Ανθήλη, το παλιό Ιμίρμπεη ή Μπίρμπιλη, λίγο έξω από τη Λαμία. Στα 1833 το μέχρι τότε τουρκικής ιδιοκτησίας τσιφλίκι της Ανθήλης αγοράστηκε από την οικογένεια των Τζαλλαίων, μία πλούσια ομογενειακή οικογένεια της Βιέννης με καταγωγή από την Κορυτσά. Προσπαθώντας να αξιοποιήσουν τη νεοαποκτηθείσα ακίνητη περιουσία τους οι Τζαλλαίοι προσκάλεσαν κολίγους να εγκατασταθούν και να εργαστούν στο ακατοίκητο τότε τσιφλίκι της Ανθήλης. Λίγο μετά το 1850, δίπλα στους λιγοστούς ελληνόφωνους και ετερόκλητους κολίγους εγκαταστάθηκε και μία ομάδα 50 περίπου αρβανιτοβλάχικων οικογενειών. Οι οικογένειες αυτές είχαν προηγουμένως προσπαθήσει να δημιουργήσουν ένα νέο μόνιμο οικισμό στην τοποθεσία Βαρδάρι, κοντά στη Μενδενίτσα. Σύμφωνα με παραδόσεις, θετικό ρόλο για την ομαδική εγκατάστασή τους στην Ανθήλη έπαιξε το γεγονός πως οι Τζαλλαίοι ήταν επίσης βλαχόφωνοι. Εξελικτικά οι Αρβανιτόβλαχοι της Ανθήλης έγιναν γεωργοκτηνοτρόφοι διατηρώντας ωστόσο για αρκετές δεκαετίες ένα θερινό οικισμό στις πλαγιές του Καλλίδρομου στην τοποθεσία Λιαθίτσα κοντά στο μοναστήρι της Δαμάστας. Μικρότερες ομάδες αρβανιτοβλάχικων οικογενειών της ίδια προέλευσης βρέθηκαν εγκατεστημένες και στα χωριά Μενδενίτσα, Μώλος και Έξαρχος.446

Δε μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι αν οι Αρβανιτόβλαχοι της Ανθήλης και της Ανατολικής Στερεός Ελλάδας γενικότερα είναι όλοι τους απόγονοι των Κοσινιωτών Βλάχων ή αν κατάγονται από Αρβανιτόβλαχους που πέρασαν ή βρέθηκαν στην ελληνική τότε επικράτεια κατά το πρότυπο των Αρβανιτόβλαχων της Αιτωλοακαρνανίας. Υπάρχουν βέβαια ενδείξεις πως ένα τουλάχιστον μέρος τους βρίσκονταν ήδη στο χώρο της Ρούμελης πριν από τα γεγονότα της ελληνικής επανάστασης. Το 1851 ένα φαλκάρι Αρβανιτόβλαχων είχε δημιουργήσει μία θερινή καλυβική εγκατάσταση στις νότιες πλαγιές της Όθρης, στη θέση Βομπόκα, κοντά στο χωριό Πελασγία και την τότε συνοριακή γραμμή. Ο υπέργηρος τσέλιγκάς τους, που ονομαζόταν Πούλιος, συνομιλώντας με το νεαρό τότε εγγονό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, το Θεόδωρο Γενναίου Κολοκοτρώνη, του είπε πως υπήρξε σύντροφος των Κωνσταντή και Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και φίλος του Οδυσσέα Ανδρούτσου.447 Τα στοιχεία αυτά έρχονται να ενισχύσουν την άποψη του Αραβαντινού για την ύπαρξη Αρβανιτόβλαχων στη Ρούμελη πολύ πριν το 1821 και ίσως ακόμη και τις αναφορές του Pouqueville για τους Κοσινιώτες Βλάχους.

Όταν ανάμεσα στο 1861 με 1874 ο Η. Belle ταξίδεψε σε όλη σχεδόν την τότε Ελλάδα, αναφέρει πως ο συλλογικός αριθμός των Βλάχων που ζούσαν στη Ρούμελη και κυρίως στην Ακαρνανία, τα Άγραφα και την Οίτη ήταν γύρω στις 12.000 ψυχές.448 Είναι λοιπόν σαφές πως κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ένας αξιόλογος αριθμός Βλάχων και μάλιστα Αρβανιτόβλαχων αφομοιώθηκε σταδιακά σε πόλεις και χωριά σε όλη σχεδόν τη Ρούμελη, αποτελώντας συστατικό στοιχείο της δημογραφίας του νέου και μικρού τότε ελληνικού κράτους. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά του Cousinery, στα 1831, για την παρουσία βλαχόφωνων, και πιθανότατα Αρβανιτόβλαχων, στην περιοχή του Άργους στην Πελοπόννησο. Αναφέρει πως μετά την επανάσταση του 1821 είχε συναντήσει στην αγορά του Άργους κάποιους Βλάχους, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι του είπαν πως ήταν νομαδοκτηνοτρόφοι και πως είχαν τις εγκαταστάσεις τους στην ορεινή περιοχή γύρω από το Άργος. Επιπλέον επισημαίνει πως αυτοί οι Βλάχοι μιλούσαν μία λατινογενή γλώσσα όπως και οι Βλάχοι που είχε συναντήσει στη Μακεδονία.449

Αμπλανίτες «Βλάχοι», Σταυροπηγή Ευρυτανίας δεκαετία '20. (Λουκόπουλος Δ.).

Βέβαια αυτοί δεν ήταν οι μόνοι βλάχικοι πληθυσμοί που συνετέλεσαν στη δημογραφία της Ρούμελης. Αν οι παρατηρήσεις και τα γραφόμενα του Pouqueville ανταποκρίνονται έστω και μερικώς στην πραγματικότητα, τότε θα πρέπει να υπολογίσουμε και κάποιους άλλους βλάχικους πληθυσμούς που ήδη στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα βρίσκονταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε ένα μεγάλο αριθμό χωριών της Ρούμελης. Τους ονομάζει Βόιους Βλάχους και μάλλον ταυτίζονται με τους Μπούιους ή Μπογιάνους Βλάχους άλλων παλαιότερων αναφορών. Παρατηρεί πως ζούσαν σε τρεις ιδιαίτερες ομάδες οικισμών και επισημαίνει πως ένα σημαντικό μέρος από αυτούς βρισκόταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο αφομοίωσης. Οι ομάδες αυτών των βλάχικων εγκαταστάσεων βρίσκονταν: 1). Γύρω από την Υπάτη, στις βορειοδυτικές πλαγιές της Οίτης.450 2). Στα νότια και νοτιοανατολικά του Καρπενησιού.451 3). Μάλλον στα βόρεια της Λαμίας, στις πλαγιές της Όθρης, κοντά στη διάβαση της Φούρκας.452 Υπολόγισε μάλιστα πως ο συνολικός τους αριθμός, μαζί με κάποιους νομαδοκτηνοτρόφουςτης ίδιας προέλευσης, ήταν περίπου 11.000 ψυχές.453 Απόγονοι αυτών θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως ήταν οι ημινομάδες κάτοικοι του χωριού Σταυροπηγή Ευρυτανίας, γνωστοί και ως Αμπλιανίτες «Βλάχοι», από το παλιό όνομα του χωριού, Άμπλιανη. Στις αρχές πια του 20ου αιώνα οι Αμπλιανίτες αναφέρονται να είναι αποκλειστικά ελληνόφωνοι δίχως την ανάμνηση της γνώσης και της χρήσης μίας άλλης γλώσσας, αν και ακολουθούσαν πιστά τα πρότυπα της ημινομαδικής ζωής των Βλάχων. Τους χειμώνες κατέβαιναν άλλοι στις εκβολές του Εύηνου (Ευηνοχώρι), κοντά στο Μεσολόγγι, και άλλοι στη Λαμία.454 Ωστόσο, παραμένουν τα ερωτήματα αν αυτοί οι πληθυσμοί ήταν άλλοτε βλαχόφωνοι, πότε εγκαταστάθηκαν στη Ρούμελη και τι τελικά απέγιναν. Το πιο πιθανό όμως είναι πως οι Αρβανιτόβλαχοι που βρέθηκαν στη Ρούμελη κατά τη σύσταση του ελληνικού κράτους ή λίγο μετά δεν έχουν κάποια άμεση και στενή σχέση με τους Βόιους ή Μπούιους Βλάχους που αναφέρει ο Pouqueville. Οι Μπούιοι Βλάχοι μάλλον αποτελούσαν μέρος του βλάχικου δημογραφικού δυναμικού της μεσαιωνικής Μεγάλης Βλαχίας. Σίγουρα όμως απαιτείται μία διεξοδικότερη έρευνα, για να απαντήσει κανείς σε αυτά τα ερωτήματα και τις επισημάνσεις με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια.455

Αστέριος Κουκούδης
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ

356. Κ. Κρυστάλλης, «Οι Βλάχοι της Πίνδου», Άπαντα Β' Έκδοση, Αθήνα 1959, σελ. 406- 407.
357. Κρυστάλλης, ό.π., σελ.391-392.
358. Ρίζος, Αντώνης, «Αρβανίτες και Γκαραγκούνηδες τον 14° αιώνα». Τα Ιστορικά, Τόμος 15ος, Τεύχος 28-29, Ιούνιος-Δεκέμβριος 1998, σελ.231-239.
359. Μπάλλας, Νικόλαος, «Ιστορία του Κρουσόβου», Ε.Μ.Σ. 56, Θεσσαλονίκη 1962, σελ.20.
360. Capidan, Th., «Fărșeroții. Studiu linguistic asupra Romanilor din Albania», Dacoromania Vol.6, Bucuresti 1930, σελ.19.
361. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Καταγωγή και επίτομη ιστορία των Βλάχων της Αλβανίας», Επιτροπή Ενημέρωσης για τα Εθνικά θέματα, Σειρά Μελετημάτων Αυτοτελών και σε Ανάτυπα, Ιωάννινα 1994, σελ.5.
362. Λιάκος, Σωκράτης Ν., «Καταγωγή των Βλάχων ή Αρμονίων», Μικροευρωπαϊκές (Βαλκανικές) Μελέτες 2, Θεσσαλονίκη 1965, σελ.9-10. Brezeanu, Stelian, «Από τους εκλατινισμένους πληθυσμούς στους Βλάχους της Βαλκανικής», μετάφραση: Α.Ε. Καραθανάσης, Βαλκανική Βιβλιογραφία, Τόμος V-1976, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1979, σελ.449-467.
363. Hammond, N.G.L., «Migrations and invasions in Greece and adjacent areas», Noyes Press, Park Ridgen, New Jersey 1976, σελ.39-46.
364. Δήμου, Βασίλειος Απ., «Εθνολογικά στοιχεία στα έργα του Δημήτριου Χωματιανού», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου (Άρτα, 27-31 Μαΐου 1990), Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτης «Ο Σκουφάς», σελ.279-302.
365. Παπαγεωργίου, Στέφανος Π., «Έλληνες Ευεργέτες, Άξιοι της Εθνικής Ευγνωμοσύνης», Εκδόσεις Παπαζήση, Δήμος Αθηναίων Πολιτισμικός Οργανισμός, Αθήνα 1997, σελ.71-75.
366. Αραβαντινός, Π., «Χρονογραφία της Ηπείρου», τόμος Β', Εν Αθήναις 1856, σελ.307- 311.
367. Αραβαντινός, Π. «Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων» (γράφηκε το 1865), Αθήνα 1903, σελ.30-31.
368. Θεοχαρίδης, Γεώργιος I., «Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, 285- 1354», ΕΜΣ 55, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.286.
369. Κρυστάλλης, ό.π., σελ.464-465.
370. Pouqueville, F., «Ταξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος», μετάφραση Παναγιώτας Γ. Κώτσου, Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1994, σελ.298. Pouqueville, F., «Ταξίδι στην Ελλάδα. Τα ηπειρωτικά», τόμος Α', Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1994, σελ.81-82.
371. Αραβαντινός, Π., «Περιγραφή της Ηπείρου», μέρος Α' (πρώτη έκδοση 1866), Ε.Η.Μ., Ιωάννινα 1984, σελ.196.
372. Κρυστάλλης, ό.π., σελ.403.
373. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Γ', ό.π., σελ.70-71.
374. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Γ', ό.π., σελ.76. Ωστόσο τα γραφόμενα του Αραβαντινού πέφτουν σε αντιφάσεις, καθώς σε μία άλλη του εργασία (Αραβαντινός, Π., «Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων», Αθήνα 1903, σελ.34-35) αναφέρει πως η εγκατάσταση των Βλάχων στην περιοχή του Νταγκλί έγινε τον 13° αιώνα, όταν βρέθηκε εδώ μία ομάδα Βλάχων προερχόμενη από τη Στενήμαχο. Μάλιστα αναφέρει πως την πληροφορία αυτή τη συνέλεξε ως τοπική προφορική παράδοση.
375. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Τουρκοκρατία 1453- 1669, Τόμος Β', Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας», έκδοση Β', Θεσσαλονίκη 1976, σελ.442-443,452-455. Ψάλτης, Στ.Β., «Η Θράκη και η δύναμις του εν αυτή ελληνικού στοιχείου. Α'. Στατιστικοί περί του ελληνικού πληθυσμού πληροφορίαι», Αθήνα 1919 (ανατύπωση 1997), σελ.169-170, passim.
376. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Α', ό.π., σελ.196.
377. Capidan, Theod., «Românii Nomazi», Cluj 1926, σελ.67.
378. Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Β', ό.π., σελ.146-147.
379. Λαμπρίδης, I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 3, Κουρεντιακά και Τσαρκοβιστιακά», Εν Αθήναις 1888, σελ.27.
380. Μαρτινιανός, I., «Η Μοσχόπολης, 1330-1930», Ε.Μ.Σ. 21, Θεσσαλονίκη 1957, σελ.75.
381. Κολτσίδας, Αντώνης Μιχ., «Ιστορία της Βωβούσας. Απομνημονεύματα Απόστολου Χατζή ή Τσαρούχα για τη Βωβούσα Ιωαννίνων του 19ου αιώνα», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997, σελ.68-69. Για τη βλάχικη καταγωγή των Κολοκοτρωναίων βλέπε: Έξαρχος, Γιώργης, «Αυτοί είναι οι Βλάχοι», Γαβριηλίδης, Αθήνα 1994, σελ.207-212.
382. Λαμπρίδης, ό.π., σελ.17.
383. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 5, Μαλακασιακά, μέρος Β', Μέτσοβον και Σεράκου», Εν Αθήναις 1888, σελ.10.
384. Pouqueville, Ήπειρος, ό.π., σελ.53-54.
385. Λαμπρίδης I., «Περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων, μέρος Β'», Εν Αθήναις 1880, σελ.233.
386. Πατριαρχικό Τυπογραφείο, «Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηρός καταστάσεως, εν Κωνσταντινουπόλει, έκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου 1906», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993, σελ,μζ'.
387. Leake, W.M., «Η Ηπειρος 1805-1810», μετάφραση: Γεώργιος Δ. Στάθης, Εκδόσεις Ροσσολάτος, Αθήνα 1976, σελ.113.
388. Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Β', ό.π., σελ.147. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Α', ό.π., σελ.196. Αραβαντινός, Μονογραφία, ό.π., σελ.34-35. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 5, Μαλακασιακά, Μέρος Β', Μέτσοβον και Σεράκου», Εν Αθήναις 1888, σελ.10,12.
389. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Α', ό.π., σελ.196. Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Β', ό.π., σελ.147.
390. Αραβαντινός, Μονογραφία, ό.π., σελ.49-50.
391. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικές Μελέτες, τεύχος 2. Ο Τεπελενλής Αλή Πασάς», Εν Αθήναις 1887, σελ.8. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 5, Μαλακασιακά, μέρος Β', Μέτσοβον και Σεράκου», Εν Αθήναις 1888, σελ.12. Για την εγκατάσταση των Αρβανιτόβλαχων στο Παρακάλαμο (Πογδόριανη) και τα γύρω χωριά βλέπε: Γκόγκος, Ανδρέας, Κ., «Παρακάλαμος, Α' τόμος, από τα προϊστορικά χρόνια ως την απελευθέρωση το 1913», Δωδώνη, Γιάννενα 1995, σελ.753-761. Στην απογραφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στα 1905, αναφέρεται πως στο Κεφαλόβρυσο κατοικούσαν 1.620 βλάχικες οικογένειες (περισσότερες από 8.000 ψυχές), αριθμός πραγματικά εντυπωσιακός, αν αναλογιστούμε πως σε αυτή την στατιστική η μόνη μεγαλύτερη βλάχικη εγκατάσταση ήταν αυτή του Μοναστηριού με 2.107 βλάχικες οικογένειες.
392. Αλεξάκης, Ελευθέριος Π., «Χορός, εθνοτικές ομάδες και συμβολική συγκρότηση της κοινότητας στο Πωγώνι της Ηπείρου, μελέτη μίας περίπτωσης», Εθνογραφικά τόμος 8, σελ.71-86.
393. Weigand, G., «Die Aromunen», τόμος A', Leipzing 1895, σελ.292.
394. Λαμπρίδης I., «Περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων», μέρος Β", Εν Αθήναις 1880, σελ.235.
395. Τα σημερινά αλβανικά ονόματά τους είναι: Topovë, Ιliar, Zheji, Maleshovë, Mbrezhdan, Grabovë, Argovë, Buhal, Lipë, Leuse, Badëlonjë, Gjinkar, Bodar, Kutal, Kosinë, Hotovë και Lupckë.
396. Πατριαρχικό Τυπογραφείο, «Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηρός καταστάσεως, εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου 1906», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. μθ'.
397. Κολτσίδας, Αντώνιος Μιχ., «Ιδεολογική Συγκρότηση και Εκπαιδευτική Οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο Βαλκανικό Χώρο, 1850-1913», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1994, σελ.547-549.
398. Πλατάρης, Γ., «Το σημειωματάρι ενός Μετσοβίτη, 1871-1943», Αθήνα 1972, σελ.70.
399. Weigand, G., «Die Aromunen», Α' τόμος, Leipzing 1895, σελ.289-291, αναλυτικότερα: Dusnik 10 σπ., Kilbisire 15 σπ., Schkjepur 20 σπ., Pobrat 15 σπ., Kaflan 10 σπ., Radostina 13 σπ., Kruegjata 15 σπ., Pojani 15 σπ., Sopi 12 σπ., Kolkondasi 20 σπ., Levani 20 σπ., Skrofotina 20 σπ., Tserkovina 40 σπ., Goristan 20 σπ., Kutali 10 σπ., Svernesi, Mefoli, Armenia, Skapari, Kolonia 40 σπ., Tsuplak 3 σπ., Liboftsa 20 σπ., Imista 20 σπ., Driza 5 σπ., Kossova 40 σπ., Uragurta 10 σπ., Suljani 15 σπ., Vadisa 10 σπ., Schtulas 10 σπ., Levan-Schaban 30 σπ., Levan-Samar 30 σπ., Frakula 20 σπ., Duviak 40 σπ., Kruate 20 σπ., Garmani 20 σπ., Miza 30 σπ., Kurekukje 20 σπ., Baburi 20 σπ., Kjatra 20 σπ., Gradiste 40 σπ., σύνολο 738 σπίτια.
400. Πατριαρχικό Τυπογραφείο, ό.π., σελ. μδ'-μθ'., αναλυτικότερα. Μητρόπολη Βελαγραδών: Φράκουλα 62 οικογένειες, Απολλωνία 32 οικ., Λιμπόφσα 21 οικ., Κολώνια 38 οικ., Διβιάκα 42 οικ., Γραμπιάνη 42 οικ., Γραδίστα 38 οικ., Μπουμπουλιμάνι 16 οικ.. Άνω Κρούατη 5 οικ., Κάτω Κρούατη 5 οικ., Γούρεζα 22 οικ., Τσέρμα 22 οικ., Βορτόπη 10 οικ., Δομπρονίκη 10 οικ., Δουσνίκη 15 οικ., Κονιοβάλτα 12 οικ., Σεκίστα 26 οικ., Σβερνέτση 8 οικ., Σκέπουρη 27 οικ., Σέλιστα 10 οικ., Κοσσόβα 8 οικ., Μεκάτιον 73 οικ., Μιφόλιον 30 οικ., Μποστρόβα 32 οικ., Πετροχόνδη 32 οικ., Πόσνια 20 οικ., Κούμανη 9 οικ., Σελενίτσα 47 οικ., Τσερβένη 30 οικ., στάνη Σίνια 5 οικ., Κελμπεσίρα 10 οικ.. Μητρόπολη Δυρραχίου: Σιναβλάς 7 οικ., Σσύχδη 10 οικ., Αράπα 4 οικ., Πιέσκιζα 20 οικ., Ρεθ 4 οικ., Λαγασέν 7 οικ., Ιούπα 2 οικ., Δουσκ 8 οικ., Ρούσκιλ 3 οικ., Μπλούτανι 12 οικ., Βήλλα 17 οικ., Γκρεθ 15 οικ., Σύνολο 869 οικογένειες. Βλέπε επίσης και Rubin, A., «Les Roumains de la Macédoine», Bucarest 1913, όπου δίνεται ένας ανάλογος και σίγουρα υπερβολικός κατάλογος 130 και πλέον χωριών της Κεντρικής Αλβανίας όπου φέρονται να κατοικούσαν Αρβανιτόβλαχοι.
401. Για τη σημερινή διασπορά τους στην Αλβανία βλέπε Winnifrith, Τ. J., «Shattered Eagles, Balkan Fragments», Duckworth, London 1995, σελ.56-70 και χάρτης 4. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Καταγωγή και επίτομη ιστορία των Βλάχων της Αλβανίας», Επιτροπή Ενημέρωσης για τα Εθνικά θέματα, Σειρά Μελετημάτων Αυτοτελών και σε Ανάτυπα, Ιωάννινα 1994, σελ.43-44.
402. Blanc, Andre, «L’evolution contemoraire de la vie pastorale en Albanie meridionale», Revue de Geographic Alpine, Vol.51, No 3,1963, σελ.424-461. Για τους οικισμούς όπου κατοικούν Βλάχοι (1995) και τους πληθυσμούς τους στις επαρχίες Αγίων Σαράντα, Δέλβινου και Αργυροκάστρου βλέπε: Βερέμης, Θ.-Κουλουμπής θ.- Νικολακόπουλος Η., «Ο Ελληνισμός της Αλβανίας», Βιβλιοθήκη Διεθνών Ευρωπαϊκών Μελετών, Πανεπιστήμιο Αθηνών-ΕΛΙΑΜΕΠ, Εκδόσεις Ι.Σιδέρης, Αθήνα 1995, σελ.51-58, 160, 214, 223. Ενδεικτικά και με επιφύλαξη αναφέρεται πως σύμφωνα με την «Ένωση Βλάχων Αλβανίας» και τον πρόεδρό της βουλευτή Κορυτσάς Χρήστο Γκότση οι Βλάχοι της Αλβανίας αριθμούν (1997) περίπου 250.000 ψυχές, αναλυτικότερα ανά επαρχία και κατά προσέγγιση: Άγιοι Σαράντα 4.000, Αργυρόκαστρο 8.000, Τεπελένι 1.000, Πρεμετή 20.000, Ερσέκα 5.000, Κορυτσά 40.000, Πόγραδετς 12.000, Αυλώνα 16.000, Φιέρι 22.000, Μπεράτι 30.000, Κουτσόβα 25.000, Ελβασάν 15.000, Λούσνια 16.000, Καβάγια 10.000, Δυρράχιο 7.000, Τίρανα 22.000. Σωτηρίου, Στέφανος Ν., «Οι Βλαχόφωνοι του ευρωπαϊκού και βαλκανικού χώρου». Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 1998, σελ.77.
403. Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Α', ό.π., σελ.145. Pouqueville, F., «Ταξίδι στην Ελλάδα. Τα ηπειρωτικά», Τόμος Α', Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1994, σελ.28-30.
404. Καραβίδας, Κ.Δ., «Αγροτικά», φωτογραφική ανατύπωση από την έκδοση του 1931, Εκδόσεις Παπαζήση, σελ.55.
405. Μουσελίμης, Σπυρ. Γ., «Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία», Θεσσαλονίκη 1976, σελ.91,98-99,106,109-111,115. Dahmen, Wolfgang-Kramer, Johannes, «Aromunischer Sprachatlas», Band I, Balkan Archiv, Neue Folge-Beiheft, Hamburg 1985, σελ.14-15.
406. Αλεξάκης, ό.π.. Γκόγκος, ό.π..
407. Σιμόπουλος, ό.π., σελ. 348-349,400.
408. Χιονίδης, Γεώργιος X., «Οι ανέκδοτες αναμνήσεις του Γιώτη, (Παναγιώτη), Ναούμ για τους Βλάχους της Ηπείρου και της Μακεδονίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα και για την επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία», Μακεδονικά ΚΔ', Θεσσαλονίκη 1984, σελ.61-66.
409. Capidan, ό.π., σελ.63,74-75.
410. Χιονίδης ό.π., σελ.79. Παδιώτης, Γεώργιος, «Fărşeroteşti, Τραγούδια Φαρσαριωτών- Αρβανιτόβλαχων», Τοπικοί Πολιτισμοί αρ.2, Εταιρεία Αρωμανικού (Βλάχικου) Πολιτισμού, Αθήνα 1991, σελ.73.
411. Βλέπε: «Οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας».
412. Λαμπρίδης I., «Περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων», μέρος Β', Εν Αθήναις 1880, σελ.235.
413. Weigand, ό.π., σελ.289.
414. Walker, Mary Adelaide, «Διά της Μακεδονίας ως τις αλβανικές λίμνες, Οχρίδα και Μαλίκης», Μετάφραση: Κ. Πύρζας, Θεσσαλονίκη 1973, σελ.137.
415. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Α', ό.π., σελ.116.
416. Κίζας, Γεώργιος, «Μεγάροβο», Μακεδονικό Ημερολόγιο, Αθήνα 1910, σελ.239-250.
417. Trajanovski, Todor, «Vlazkite rodovi vo Struzko», Skopje 1979, σελ.29,66.
418. Τοπάλης Α., «Τα χωριά Άνω και Κάτω Μπεάλα. Η λιμνολεκάνη Στρούγκας Αχρίδας», Μακεδονικά, Θεσσαλονίκη 1972, σελ.432-433,440. Trajanovski, ό.π„ σελ.66-68.
419. Μπάλλας, ολ., σελ.20.
420. Wace, Alan J.B.-Thompson, Maurice S., «Οι Νομάδες των Βαλκανίων, Περιγραφή της ζωής και των εθίμων των Βλάχων της Βόρειας Πίνδου», Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1989, σελ.216-217.
421. Trifunovski, Jovan, «Gopes», (σλαβομακεδονικά), Faculte de Philosophic de l’Universite de Skopje, Tome 10 (1957), Skopje, σελ.259-266.
422. Ανωνύμου, «Η Νεγοβάνη», Μακεδονικό Ημερολόγιο 1908, σελ.218.
423. Hâciu, Anastase Ν., «Aromânii», Foscani 1936, σελ. 171-173. Στυλίδης, Χαράλαμπος I., «Το χωριό Φλάμπουρο (Νεγοβάνη), Ν. Φλώρινας», Θεσσαλονίκη 1990.
424. Στυλιάδης, ό.π., σελ.28-29, 35-41, 46-47.
425. Οικονόμου, Παντελής Π., «Το Λέχοβο στην ιστορική του πορεία», Θεσσαλονίκη 1976, σελ.7-11.
426. Λιάκος, Σ.Ν., «Τα 150 ονόματα των οικισμών της Λύγκου. Τεκμήρια καταγωγής των προ το 1912 κατοίκων της Μακεδονίας ειδικά και της Μικρευρώπης γενικά», Μικροευρωπαϊκές Μελέτες 10, Θεσσαλονίκη 1961, σελ.49.
427. Αραβαντινός, Μονογραφία, ό.π., σελ.49.
428. Pouqueville, F., «Ταξίδι στην Ελλάδα, Τα ηπειρωτικά», Τόμος Α', Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1994, σελ.169.
429. Hâciu, ό.π., σελ. 171. Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος Α., «Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, 1878-1894. Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχέωνα», ΙΜΧΑ 196, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.285.
430. Πατριαρχικό Τυπογραφείο, ό.π., σελ. μδ'.
431. Βλέπε κεφάλαιο: «Κρύα Βρύση Γιαννιτσών».
432. Αρσενίου, Λαζ. Αρσ., «Τα τσελιγγάτα», Β' έκδοση, Αθήναι 1972, σελ.33-34.
433. Αδάμου, Γ.Α., «Ξένες προπαγάνδες στην προξενική περιφέρεια Μοναστηριού», τόμος Β', Αριστοτέλης, τεύχος 245-246, Φλώρινα 1997, σελ.53-62.
434. Thompson & Wace, ό.π., σελ.208,213. Ζαχαρίου, Γιώργος, «Σελίδες από την ιστορία της Μαγνησίας», Βόλος 1994, σελ.177-183, 203-205, 294.
435. Παπασωτηρίου, I., «Επαρχία Καλαμπάκας», Τρικαλινά 1987, σελ. 199.
436. Heuzey L., «Le mont Olympe et l’Acamanié», Paris 1860, σελ.267-272.
437. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 5, Μαλακασιακά, μέρος Β', Μέτσοβον και Σεράκου», Εν Αθήναις 1888, σελ.650. Λουκόπουλος Δ., «Πώς υφαίνουν και ντύνονται οι Αιτωλοί», Ιστορική και Λαογραφική Βιβλιοθήκη 1, Αθήνα 1927, σελ.94- 95. Στεργίου, Δημήτρης Λ., «Παλαιομάνινα. Από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα», Αθήνα 1996.
438. Γ.Μ., «Περί Καραγκούνηδων», Περιοδικό Πανδώρα, τόμος ΙΗ', φύλλο 415,1 Ιουλίου 1867, σελ.140-142.
439. Weigand, ό.π., σελ.183-195, 292.
440. Αραβαντινός, Μονογραφία, ό.π., σελ.38-39.
441. Pouqueville, F, «Ταξίδι στην Ελλάδα, Στερεά Ελλάδα - Αττική - Κορινθία», Μετάφραση: Μολφέτα Νίκη, Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1995, σελ.32-33.
442. Pouqueville, ό.π., σελ.410-412.
443. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Βαλκάνια και Βλάχοι», «Επίγραμμα Ευγένιου του Αιτωλού και λατινοφωνία Ελλήνων», Εκδόσεις Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, Αθήνα 1993, σελ. 105.
444. About, Edmond, «Η Ελλάδα του Όθωνα. Η σύγχρονη Ελλάδα 1854», μετάφραση Α. Σπήλιου, πρόλογος επιμέλεια Τάσου Βουρνά, Αφοί Τολίδη, Αθήνα, σελ.69-70,114.
445. Lenormant, Francois, «Les patres valaques de la Gréce», Paris 1865, σελ.237.
446. Κώστας Αθ. Ζησόπουλος, «Ντοπιολαλιές και τοπωνύμια Ανθήλης Φθιώτιδας», Λάρισα 1987, σποράδην.
447. Γιώργος Θωμάς, «Οι Αρβανιτόβλαχοι της Όθρης. Παράξενα έθιμά τους από το 1851», Ηπειρωτική Εστία 1989.
448. Belle, Henri, «Ταξίδι στην Ελλάδα», Μέρος Β', Ιστορήτης, Αθήνα 1993, σελ.102.
449. Cousinery, Μ.Ε.Μ., «Voyage dans la Macédoine», βιβλίο I, Paris 1831, σελ.18
450. Βλαχοχώρια Υπάτης: Καστρίτσα, Κομιριάνες (Δάφνη και Ανατολή), Σέλιανη-Μάρμαρα, Κολοκυθιά, Αργυριά, Σμόκοβο (Πύργος), Κουποχώρι (Νεοχώρι Υπάτης), Μαντέτσι (Περιστέρι), Λιάσκοβο (Μεσοχώρι), Αγαθέμι, Καστανιά, Ρογοζάνα (Καπνοχώρι), Αλεποχώρι, Συκάς, Βασιλικά, Πουλοκαρυά (Καρυά), Λάλα (Ροδωνιάς), Μιχάδες, Βογομίλος (Αργυροχώρι), Υπάτη. Pouqueville, ό.π., σελ.80.
451. Βλαχοχώρια Καρπενησιού: Καρπενήσι, Λάσπη, Μπρέσι (Βρύση), Μιαρά, Άγιος Ανδρέας, Μουζίλο, Κράψι (Κλαύσι), Τρανοχώρι (Μεγάλο Χωριό), Καρίτσα, Καστανούλα, Κόπραινα (Πρόδρομος), Ρόσκα, Σκλύτσα, Τσελύτσα (Σκοπιά), Δομνίτσα, Άμπλιανη (Σταυροπηγή), Σταβούς (Στάβλοι), Κρίκελλο, Τσιγκρέλο (Συγγρέλος), Ανιάδα, Μαρίνος, Σέλλος, Ψιάνα, Δολιανά (Στουρνάρι), Κοριτσάνα (Καταβόθρα), Κοντίβα (Κοντό). Pouqueville, ό.π., σελ.44.
452. Ο Pouqueville δε μας δίνει τα ονόματα των οικισμών αυτής της ομάδας.
453. Pouqueville, Ήπειρος, ό.π., σελ.349-350.
454. Λουκόπουλος, ό.π., σελ.101.
455. Για τον εκλατινισμό ελληνικών πληθυσμών στις ελληνικές χώρες βλέπε: Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Επίγραμμα Ευγένιου του Αιτωλού και λατινοφωνία Ελλήνων», «Βαλκάνια και Βλάχοι», Εκδόσεις Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, Αθήνα 1993, σελ. 103-151.

Αναζήτηση