Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Μοσχόπολη και οι βλάχικοι οικισμοί της περιοχής της γνώρισαν το απόγειο της ανάπτυξης και της ακμής, αλλά και μία σειρά από αξεπέραστες καταστάσεις που οδήγησαν σε καταστροφές και μαρασμό.
Βέβαια, τα θεμέλια για αυτή την ένδοξη εποχή είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, όταν η Μοσχόπολη ενδυναμώνονταν όχι μόνο πληθυσμιακά, αλλά οικονομικά και πολιτισμικά. Ενδεικτικό αυτής της εξέλιξης είναι το κτίσιμο, γύρω στο 1630, του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου.
Σε κάποιες εργασίες η Μοσχόπολη αναφέρεται πως ήταν τότε η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη των Οθωμανικών Βαλκανίων, μετά βέβαια από την Κωνσταντινούπολη. Γεγονός μάλλον απίθανο αν αναλογιστούμε πόλεις όπως τη Θεσσαλονίκη και την Αδριανούπολη.
Το 1854 ξέσπασε ο Κριμαϊκός Πόλεμος και τα γεγονότα του επηρέασαν το νεοσύστατο ακόμη ελληνικό κράτος. Προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν τα πολιτικά και στρατιωτικά σύμβαντα οι ιθύνοντες της Αθήνας ξεσήκωσαν τους χριστιανούς κατοίκους της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Νότιας Μακεδονίας ελπίζοντας πως θα μπορούσαν να επεκτείνουν τα σύνορα της μικρής τότε Ελλάδας που έφτανε από τον Παγασητικό μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο.
Το σημερινό χωριό Ιεροπηγή βρίσκεται χτισμένο στο βορειοδυτικό τμήμα του βουνού Όρλοβο (Μαλιμάδι) σε υψόμετρο 1080 μ., σε απόσταση 25 χλμ. από τη πόλη της Καστοριάς και μόλις 4 χλμ. από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σε πλαγιά του βουνού Μαλιμάδι με θέα το Γράμμο, το Μοράβα και τον κάμπο της επαρχίας Δεβόλεως Κορυτσάς Αλβανίας.