Είναι παιδιά της γενιάς τους, αλλά δεν ξεχνούν την καταγωγή τους, την κληρονομιά, τις παραδόσεις και τη γλώσσα τους. Μια φοιτήτρια Ιατρικής, ένας κτηνοτρόφος και ένας καθηγητής μάς εξηγούν γιατί επιμένουν να μιλάνε βλάχικα.
Με «βαριές» καταλήξεις και «γεμάτα» σύμφωνα, η βλάχικη γλώσσα αποτελεί κομμάτι της ιστορίας της Ελλάδας. Η λατινογενής προφορική γλώσσα λέγεται ότι αναπτύχθηκε την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όταν ορεσίβιοι που ζούσαν σε κομβικά και δύσβατα σημεία ανέλαβαν θέσεις ισχύος υπό τη Ρώμη. Έτσι εξοικειώθηκαν και με τη λατινική γλώσσα. Με τους αιώνες, η γλώσσα αναμείχθηκε με ντοπιολαλιές, διαμορφώνοντας μια ενιαία γλώσσα με πολλαπλές διαλέκτους. Σήμερα, το 2025, υπάρχουν νέοι γεννημένοι μετά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 που μεγάλωσαν μιλώντας τη σε γιαγιάδες, παππούδες και γονείς. Μια πραγματικότητα που εξυμνεί την ιστορία του ελληνισμού και τον θησαυρό της πολυπολιτισμικότητας μέσα από τα μάτια της λεγόμενης Γενιάς Ζ.
«Για μένα είναι προνόμιο»
«Ευχαριστώ και συγγνώμη δεν λέμε εμείς οι Βλάχοι», έλεγε στη Ράνια ο παππούς της. Μεγαλώνοντας στο Μέτσοβο, από όπου κατάγονται και οι δύο γονείς της, η 19χρονη σήμερα Ράνια πάντα άκουγε βλάχικα στο σπίτι. Οι γονείς του πατέρα της σπάνια της μιλούσαν στα ελληνικά, καθώς εκείνοι με τη σειρά τους πρώτα έμαθαν τη γλώσσα της ορεινής μειονότητας και μετά την ελληνική. Όμως, μέχρι και το Γυμνάσιο δεν τα χρησιμοποιούσε καθόλου στο χωριό. Κάπου στην πορεία, μαζί με την παρέα της στο σχολείο, αποφάσισαν πως θα ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο για να πουν τα μυστικά τους. Έτσι άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους, για να μην τους καταλαβαίνουν οι δάσκαλοι, που ήταν Γιαννιώτες, αλλά και η πλειονότητα των παιδιών στην τάξη. «Ανάμεσα στους τριάντα συμμαθητές, μιλούσαμε οι δέκα. “Έλα μωρέ τώρα, τι μιλάτε βλάχικα”, μας έλεγαν. Το θεωρούσαν και ντροπή να είναι Βλάχοι. Το ’χουν σαν κοροϊδία. Γενικά, όντως μας κορόιδευαν, “α, τα Βλαχάκια”, έλεγαν άλλοι, αν και εγώ είμαι άνθρωπος που δεν δίνει σημασία», λέει η Ράνια με απλότητα. «Ό,τι και αν μου λένε, δεν με απασχολεί. Τώρα με γέννησε ο Θεός εδώ, οι δύο μου γονείς γεννήθηκαν στο Μέτσοβο. Είναι Βλάχοι. Τι να κάνω, να το αλλάξω; Όχι, και εγώ Βλάχα γεννήθηκα. Για μένα είναι προνόμιο».
Και όντως, η Ράνια είναι ένα άτομο που έχει εκμεταλλευτεί το προνόμιο της διγλωσσίας, χρησιμοποιώντας την ευχέρειά της στις λατινογενείς γλώσσες για να σπουδάσει Ιατρική στο Βουκουρέστι. Συνειδητοποίησε στην Τρίτη Λυκείου ότι το να μεγαλώσεις σε μια δίγλωσση οικογένεια είναι σπάνιο. Έτσι, είπε στους παππούδες της που έμεναν στο κάτω σπίτι στο χωριό να της μιλάνε μόνο στα βλάχικα για έναν χρόνο, ώστε να προετοιμαστεί να δώσει εξετάσεις για τη σχολή της Ιατρικής στα ρουμανικά. Και τα κατάφερε. Σήμερα βρίσκεται στο δεύτερο έτος των σπουδών της.
Όσο μεγάλωνε στο Μέτσοβο, είχε φύγει ελάχιστα από την περιοχή, τριγυρνώντας κυρίως με αυτοκίνητα συνομηλίκων της στην τεχνητή λίμνη του Αώου και στα γύρω χωριά, τη Μηλιά, το Ανήλιο, την Παναγιά. «Από χωριό σε χωριό, η γλώσσα και οι παραδόσεις διαφέρουν», λέει η Ράνια. «Στη Μηλιά, σε απόσταση μόλις 20 χιλιομέτρων από το Μέτσοβο, την πατάτα τη λένε “βουντουμάρε”, ενώ στην κωμόπολη “ντουρντούφα”».
Αν και προφορική γλώσσα, η Ράνια μού έδωσε το θάρρος να καταγράψω κάποιες από τις λέξεις με ελληνικούς χαρακτήρες, όπως κάνει και με την παρέα της στις ομαδικές συνομιλίες στο κινητό. «Ίου χι;» θα γράψουν σε μήνυμα για να ρωτήσουν «Πού είσαι;». «Στην Παναγιά, το “τι κάνεις;” το λένε “τσεφάτσα”, ενώ εμείς θα πούμε “τζισφάτσα” ή αλλιώς “τσάνταρ”. Έχουμε εναλλακτικές. Αλλά, αν δεν ξέρουμε κάτι, θα κολλήσουμε και το ελληνικό, όχι μόνο εμείς, αλλά και οι γονείς μας. Για παράδειγμα, “χι έτοιμου;”, δηλαδή “είσαι έτοιμος;”».
«Στο χωριό Παναγιά, το “τι κάνεις;” το λένε “τσεφάτσα”, ενώ εμείς θα πούμε “τζισφάτσα” ή αλλιώς “τσάνταρ”. Έχουμε εναλλακτικές», λέει η Ράνια.
Πέρα από τη γλώσσα, στα ορεινά χωριά της Ηπείρου διαφέρουν και οι στολές, οι μουσικές και τα έθιμα στους γάμους. «Την παράδοση θα την τιμήσουμε όλοι, είτε είναι από το Ζαγόρι είτε είναι από εδώ, βλάχικη. Απλώς εμείς, ας πούμε, έχουμε πιο “βαριά” τραγούδια σε σχέση με τους Ζαγορίσιους. Έχουμε περισσότερο μοιρολόι. Είμαστε λίγο πιο καταθλιπτικοί, θεωρώ εγώ, απ’ ό,τι είναι οι υπόλοιποι». Τη ρώτησα αν υπάρχει κάποιο έθιμο που αγαπά περισσότερο και αμέσως πήρε τον παππού να τον ρωτήσει, ο οποίος με τη σειρά του την έστειλε στη γιαγιά. «Να ένα», περιγράφει η Ράνια. «Στους μετσοβίτικους γάμους, ας πούμε, την ώρα που πάνε στο σπίτι της νύφης οι φίλοι του γαμπρού να την πάρουν, ξεσηκώνουν και παίρνουν όλα τα υφαντά, ξηλώνουν το σπίτι δηλαδή. Μπαίνουν στο δωμάτιο με τα ντιβάνια και παίρνουν και την προίκα της» – τα μετσοβίτικα υφαντά, όπως τα ξέρουμε εμείς. «Ε, πια, τα επιστρέφουν μετά. Πάλι καλά», συμπληρώνει η Ράνια.
«Οι δύο γονείς μου γεννήθηκαν στο Μέτσοβο. Είναι Βλάχοι. Τι να κάνω, να το αλλάξω; Όχι, και εγώ Βλάχα γεννήθηκα», λέει η Ράνια.
«Στενοχωριέμαι που πεθαίνει η γλώσσα», λέει η Ράνια Και όντως πεθαίνει επειδή η νέα γενιά είναι σε άρνηση. «Από τραγούδια, ας πούμε, ξέρουν τα ελληνικά στα πανηγύρια, αυτά που σου μαθαίνει το TikTok και όταν θα παίζει ορχήστρα τα βλάχικα τραγούδια, δεν θα τα ξέρουν ούτε οι μισοί. Θεωρούν ότι έχει μεγαλύτερη αξία να μιλάς αγγλικά. Δηλαδή, όντως σου δίνει μεγαλύτερη αξία το να ξέρεις αγγλικά παρά βλάχικα, δεν διαφωνώ. Αλλά τα βλάχικα είναι τζάμπα μάθημα που έχεις στο σπίτι σου», λέει η Ράνια. «Εγώ το έχω πει ότι θα βάλω τα παιδιά μου σε διαδικασία να μάθουν βλάχικα. Το θεωρώ πολύ σημαντικό. Αν έμπαιναν όλοι στη διαδικασία σε μικρότερη ηλικία, θα ήταν πολύ πιο εύκολο. Και αυτό γιατί η γλώσσα δεν γράφεται. Όταν μια γλώσσα γράφεται, είναι πολύ πιο εύκολο να τη μάθεις. Τώρα, άμα μόνο ακούς, ακούς, ακούς, λες: “Πώς να γράφεται αυτό;”». Η Ράνια είχε την τύχη να έχει τον παππού της για δάσκαλο και να της απαντά. «“Το ευχαριστώ πώς το λες;” του έλεγα. “Δεν υπάρχει”, μου έλεγε. “Το συγγνώμη πώς είναι;” ρωτούσα. “Δεν υπάρχει”, έλεγε. Και του έλεγα: “Τι εννοείς;”. “Ευχαριστώ και συγγνώμη δεν λέμε εμείς οι Βλάχοι”, μου έλεγε». Θεωρούνται άραγε περιττές οι τυπικότητες ή απλώς αυτονόητες;
«Αλλιώς δεν τους γυρίζει η γλώσσα…»
Μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου, ο Βασίλης Σαΐτης ζει στο Περιβόλι Γρεβενών. Τον υπόλοιπο χρόνο κατεβαίνει στα χειμαδιά, στο Αργυροπούλι Τυρνάβου. Τα βλάχικα είναι μια καθημερινότητα, όπως είναι και το παραδοσιακό επάγγελμά του, η μετακινούμενη κτηνοτροφία. «Έχω γύρω στα 400 πρόβατα», λέει ο 29χρονος. «Εμένα μιλούσαν και οι δύο γονείς, είναι από δω, απ’ το Περιβόλι. Ο πατέρας μου ήταν ανέκαθεν κτηνοτρόφος. Αν δεν ήταν, μπορεί να μην ήμουν κι εγώ».
«Μπορεί και να είχαμε σωθεί», λέει ο ξάδερφός του χαριτολογώντας, καθώς χτυπάει με το σφυρί τους πασσάλους στο έδαφος, πάνω στον αυχένα του βουνού. Είχαν τα πρόβατα εκεί μέχρι και αρχές Οκτωβρίου. Όταν τους συνάντησα τον Σεπτέμβριο, έχτιζαν μια περίφραξη για να φορτώσουν τα ζώα στα φορτηγά και να τα κατεβάσουν κάτω στα χειμαδιά για τον χειμώνα. «Είναι δύσκολη δουλειά. Εντάξει, αν δεν θέλαμε, δεν θα την κάναμε».
Πριν από μερικά χρόνια στο Περιβόλι, οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι γέμιζαν το χωριό με βλάχικες λέξεις, μουσικές και νεανικά πρόσωπα για σχεδόν έξι μήνες. Πλέον, είναι πολύ λιγότεροι αυτοί που ανεβαίνουν με τα πρόβατα και άρα πολύ λιγότεροι αυτοί που εξασκούν τη γλώσσα. «Αυτοί που είχαν γεννηθεί το ’80 τα μιλούσαν. Στο σχολείο τα μιλούσαν. Εγώ είχα μόνο την αδερφή μου, τη Μαρία, άντε και άλλο ένα παιδί», λέει ο Βασίλης. Η Μαρία, 26 ετών, δουλεύει ως φαρμακοποιός κοντά στον Τύρναβο και τα μιλάει «φαρσί». «Οι αδερφές μου σπούδασαν, κανονικά, τα πάντα. Εγώ τελείωσα το Λύκειο και δεν ακολούθησα κάτι άλλο, γιατί μου άρεσαν τα ζώα. Επίσης, περνάω καλά στη ζωή μου, δεν μου λείπει κάτι δηλαδή, παντού μέσα είμαι».
Πέρα από την οικογένειά του, ο Βασίλης μάς λέει ότι δεν έχει άλλους να συνομιλήσει στα βλάχικα.
«Ο Βασίλης, φοβερό παιδί, θα σ’ τα πει ωραία». Έτσι είχα ακούσει κι εγώ από κοινούς μας γνωστούς, Βλάχους στην καταγωγή, που όμως κανείς τους δεν μιλάει τη γλώσσα. «Πολλά παιδιά θα ήθελαν να ξέρουν τα βλάχικα, και εδώ, από το χωριό δηλαδή. Έπρεπε κάποιος όμως να τους μιλήσει από μικρά, αλλιώς δεν “λύνεται” η γλώσσα τους», λέει ο Βασίλης. Κάθε καλοκαίρι, όμως, έστω για έναν μήνα, το χωριό ακόμα γεμίζει με παιδιά και μεγάλους που έρχονται από τις πόλεις για να ζήσουν τις ζωντανές ακόμη παραδόσεις του τόπου. Ο «Κόρλου ντι λα Κίνικ», χορός αργός με ρυθμό τελετουργικό, πάντα παρών στα βλάχικα πανηγύρια, προέρχεται από την τοποθεσία Κίνικ στο Περιβόλι. Το τρικούβερτο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής «έχει αυτό το έθιμο ακόμα, είναι ζωντανό. Ξεκινούν όργανα με πατινάδα από την πλατεία και έρχονται εδώ στο γήπεδο, το οποίο λέγεται Κίνικ. Είναι ένα πρώτο γκρουπ με όργανα και ακολουθούν κι άλλοι. Όταν φτάνουν εκεί ψηλά, χορεύουν τον χορό, τον γνωστό. Αν πατήσεις στο YouTube το Κίνικ, ένα είναι». Τα γλέντια, ο χορός, η μουσική είναι κινητήρια δύναμη για τη διαιώνιση της γλώσσας. «Αν είναι κάτι που θέλω να περάσω στα παιδιά μου, είναι η παραδοσιακή μουσική. Εγώ κάθομαι και τραγουδάω έτσι για το μεράκι, με εκτονώνει».
Μεγαλώνοντας, ο Βασίλης έβλεπε τον θείο του να τραγουδάει στα γλέντια των κτηνοτρόφων. Όταν ταξίδευαν πεζή με τα κοπάδια για να ανέβουν στα βουνά ή να κατέβουν στα χειμαδιά, τα βράδια έκαναν γιορτές γύρω από τη φωτιά. «Μιλάμε για δυνατά γλέντια», λέει. Ο θείος του Βασίλη έχει φωνή, «τα λέει όπως πρέπει. Τραγουδάει και τα πολυφωνικά, τραγούδια που είναι ο μοναδικός που τα ξέρει. Μεγάλωσα με τέτοια μουσική». Πέρα από την οικογένειά του, όμως, ο Βασίλης δεν έχει άλλους να συνομιλήσει στα βλάχικα. Δεν ασχολείται με συλλόγους, συντροφιές και ομάδες στο Facebook. Για εκείνον, τα βλάχικα είναι απλώς η καθημερινότητα.
«Αυτό πρέπει να είναι βίωμα»
«Είναι μεγάλο βλάχικο μουχαμπέτι το Facebook», λέει ο Κώστας, 25 ετών. Μεγαλώνοντας στην Κυψέλη, απέκτησε μια πολύ αλλιώτικη επαφή με τη βλάχικη γλώσσα, την οποία και μιλάει πολύ καλά. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και τώρα διδάσκει στο φροντιστήριο που διατηρούν με τον πατέρα του στο κέντρο της Αθήνας. Ο πατέρας του, μεγαλωμένος στον θεσσαλικό κάμπο, στα χειμαδιά του Τυρνάβου, κατάγεται από τη Βοβούσα Ιωαννίνων. Κάθε καλοκαίρι ανελλιπώς, ο Κώστας πηγαίνει παραμονή της Αγίας Παρασκευής για το πανηγύρι στο Ιερό Δάσος της Βοβούσας. Η αγάπη του για τον τόπο και η περηφάνια του για τη βλάχικη κουλτούρα κάνουν τα μάτια και το χαμόγελό του να λάμπουν, καθώς μου διηγείται, με δομημένο και καθαρό λόγο, τους τρεις λόγους για τους οποίους κατάφερε να μάθει τη βλάχικη γλώσσα ζώντας στην πρωτεύουσα.
Η μουσική και το τραγούδι «είναι από τους πιο εύκολους τρόπους για να μάθεις τη γλώσσα», εξηγεί ο Κώστας.
Πρώτα, έρχεται η μουσική και το τραγούδι. «Ένας από τους πιο εύκολους τρόπους για να μάθεις τη γλώσσα», εξηγεί ο Κώστας, και μετά μου λέει για τον Τάκη Καραγιάννη από το Κάτω Βέρμιο ή αλλιώς «takis katoVermion», «ένα φοβερό κανάλι στο YouTube, το οποίο είχε ένας τύπος, ηλεκτρολόγος, Βλάχος, ο Τάκης Καραγιάννης. Τώρα είναι μεγάλος σε ηλικία, δεν ξέρω να σου πω, αλλά το κανάλι έχει πάνω από 700-800 βλάχικα τραγούδια, βλαχόφωνα, στα οποία την ώρα που “τρέχει” το τραγούδι έχει υπότιτλους βλάχικους και ελληνικούς». Πράγματι, βρήκα βιντεάκια ανεβασμένα πριν από 16 χρόνια. «Στο σπίτι μου, τους 11 μήνες που είχα μέχρι να φύγουμε για την Αγία Παρασκευή, όλη τη χρονιά, ρε παιδί μου, έπαιζε Τάκης Κάτω Βέρμιο».
Δεύτερος λόγος είναι η οικογένεια, συγκεκριμένα ο θείος του από τη Σαμαρίνα, που τον έπαιρνε μέρα παρά μέρα στο τηλέφωνο για να μιλήσουν βλάχικα. «Μου έλεγε παροιμίες, μου έλεγε βλάχικες βρισιές», αναπολεί ο Κώστας. «Και ο πατέρας μου τα ξέρει, είναι η μητρική του γλώσσα, αλλά στο σπίτι, όταν ήταν παρούσα η μητέρα μου, δεν τα μιλούσαμε. Πάντα όταν η παρέα είναι μεικτή, δεν τα μιλάς». Βέβαια, οι παρέες που μιλούν αποκλειστικά βλάχικα σε μικρές ηλικίες είναι περιορισμένες, επισημαίνει ο Κώστας.
«Και ο πατέρας μου τα ξέρει, είναι η μητρική του γλώσσα, αλλά στο σπίτι, όταν ήταν παρούσα η μητέρα μου, δεν τα μιλούσαμε», θυμάται ο Κώστας.
Γι’ αυτό, ο τρίτος λόγος αφορά ένα εγχείρημα σύνδεσης ομιλητών της βλάχικης γλώσσας: η Συντροφιά Βλάχων Αθήνας διοργανώνει γλέντια, εκδρομές και διαδικτυακά μαθήματα διδασκαλίας της γλώσσας. «Είναι το μοναδικό μέσο για τη διαιώνισή της. Όχι τη διάσωση, γιατί η γλώσσα έχει διασωθεί. Δηλαδή, υπάρχουν λεξικά, υπάρχουν τόμοι, υπάρχουν τραγούδια καταγεγραμμένα. Απλώς η διαιώνισή της, δηλαδή το γεγονός ότι θέλουμε σε 50 χρόνια στα βλαχοχώρια να υπάρχουν ομιλητές, φυσικοί ομιλητές της βλάχικης, προκύπτει μόνο μέσα από μια διαδικασία συστηματικής διδασκαλίας».
Εδώ και περίπου μία δεκαετία, μαθητές ηλικίας από 20 έως και 70 ετών, από όλη την Ελλάδα, παρακολουθούν καθηγητές ελληνικής φιλολογίας οι οποίοι τυχαίνει να έχουν σαν μητρική τους και τη βλάχικη. «Αναλαμβάνουν να τη διδάξουν μέσα από παροιμίες, μέσα από παραμύθια, μέσα από μουσική, από τραγούδια. Έχουμε τέσσερα-πέντε τμήματα διαβαθμισμένης δυσκολίας. Φαντάσου ότι υπάρχει και ένα τμήμα είκοσι ατόμων, οι οποίοι είναι στην Αμερική. Είναι Βλάχοι δεύτερης ή τρίτης γενιάς, στους οποίους η διδασκαλία γίνεται με υπόστρωμα την αγγλική». Ο Κώστας πήγαινε στα μαθήματα, όχι για να τη μάθει, αφού την ήξερε. Πήγαινε «για το κουσκούς», αλλά και για να τιμήσει τον τόπο των προγόνων του.
«Θέλω να τον παραδώσουμε όπως τον παραλάβαμε. Το κλισέ, με τα βουνά, με τις λίμνες, με τα ποτάμια όπως ακριβώς είναι, σε επίπεδο φύσης και περιβάλλοντος, αλλά και με τη διατήρηση των εθίμων, των τραγουδιών, της γλώσσας. Χωρίς να είναι κάποιος αυτοσκοπός. Δηλαδή, αυτό πρέπει να είναι βίωμα». Και για να υπογραμμίσουμε το προφανές, η διαδικασία της διαιώνισης δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με την ελληνική ταυτότητα. «Είναι αλληλένδετες, είναι συνυφασμένες. Είναι το ίδιο πράγμα. Η βλάχικη κουλτούρα είναι μέρος της ελληνικής κουλτούρας, του ελληνικού πολιτισμού».
Είμαστε σε μια εποχή που όλα αλλάζουν. «Αλλάζει το χωριό, αλλάζει ο χαρακτήρας της κτηνοτροφίας της μετακινούμενης, που είναι βασικό κομμάτι της βλάχικης κουλτούρας», λέει ο Κώστας. «Όλο αυτό έχει να κάνει και με πολιτισμική συνείδηση, αλλά και με συνείδηση οικολογική. Έχει αλλάξει όλη η πανίδα, όλη η χλωρίδα, έχει αλλάξει η βιοποικιλότητα της περιοχής εκεί στον Αώο, δεν χιονίζει πια. Είμαστε σε μια εποχή που βλέπεις υδροηλεκτρικά, βλέπεις αιολικά, βλέπεις και εγώ δεν ξέρω τι στα βουνά. Όλα αυτά αλλάζουν την ουσία, την ταυτότητα του τόπου». Παρά την αγάπη του για το βουνό και τη φύση, ο Κώστας δεν θα έφευγε εύκολα από την πόλη. Του αρέσει η Αθήνα, του αρέσει η δουλειά του. Ξεκαθαρίζει πως η διαιώνιση της βλάχικης γλώσσας δεν αφορά μόνο τον κόσμο που ζει στα βουνά, ούτε αστούς συγκινημένους από τη βουκολική ζωή. Αφορά «κάποιες σταθερές που πρέπει να υπάρχουν σε ένα επίπεδο συνείδησης πολιτισμικής. Τι είναι αυτό το μέρος, πώς εξελίχθηκε στο πέρασμα των αιώνων;».
Αφορά τη φυσική περιέργεια ενός παιδιού, κάθε παιδιού, που αναρωτιέται και αναζητά, που αγαπά την ιστορία, τη μουσική, τη γλωσσολογία, τη μάθηση, αλλά αγαπά απλώς και τον πατέρα του, τον θείο του, τον τόπο του. Είναι, με λίγα λόγια, κάτι που δεν πρέπει να χαθεί.
Κείμενο- φωτογραφία: Λήδα Κατσανούλη
πηγή: Καθημερινή