Τελευτή

Φωτογραφία η οποία απεικονίζει κηδεία γυναίκας στο χωριό ΒλαχογιάννιΕρώτηση: Δεν είναι άδικο αυτό που κάνει ο Χάρος, δηλαδή να παίρνει τους ανθρώπους χωρίς σειρά και διακρίσεις;
Απάντηση: Θέλησε μια φορά να το κάνει αλλιώς, αλλά για δες την τιμωρία τ' από τον θεό.
«Μια φορά ο θεός έστειλε τον χάρο να πάρει την ψυχή της νύφης μιας οικογένειας. Σαν πήγε στο σπίτι άρχισαν τα μικρά της να κλαίνε και γι' αυτό η πεθερά της τον παρακάλεσε να πάρει αυτήν για να μην αφήσει η νύφη ορφάνια.
Ο Χάρος την άκουσε και πείρε την ψυχή της. Όταν πήγε στον Θεό τον ρώτησε γιατί δεν έφερε την νύφη. Αυτός έκατσε και του τα είπε. Τότε ο θεός τον καταράστηκε και έβγαλε αμέσως φτερά στα μάτια για να μην βλέπει και στα αυτιά για να μην ακούει.
Και από τότε ο Χάρος έγινε κουφός και γκαβός και γι' αυτό τους παίρνει χωρίς αράδα και χωρίς διακρίσεις όπως είχε πει και είχε γράψει ο Θεός.

 

Ερώτηση: Ποια είναι τα προμηνύματα του Θανάτου;

Απάντηση:

1) Όταν μαλώνουν τα κοράκια και φωνάζουν, κάποιος από το χωριό θα πεθάνει.

(Πρέπει να σημειώσω ότι διηγείται στα βλάχικα. Ξέρει ελληνικά λίγα και σπαστά).

2) Αν μια γυναίκα χτενίζεται και ενώ πλέκει τις κοτσίδες της, αφήνει μια τούφα μαλλιά άπλεγα, τότε θα πεθάνει κάποιος από το σπίτι.

Γι αυτό οι γυναίκες προσέχουν πάρα πολύ στο χτένισμα.

3) Τον θάνατο τον προμαντεύουν συνήθως οι άνδρες και στην πλάτη του αρνιού. Εκεί τον διακρίνουν πολύ καλά, εφόσον υπάρχει, και όπως το λένε έτσι και γίνεται.

4) Τα μαντρόσκυλα έχουν επίσης την δυνατότητα να προμαντεύουν τον θάνατο και ουρλιάζουν ένα μήνα πριν στο μέρος που θα πεθάνει κάποιος.

5) Πολλά προμαντεύουν το θάνατο εξηγώντας τα όνειρα. Όταν δουν ότι βγάζουν δόντια της επάνω σιαγόνας θα πεθάνει κάποιος από το σόι του άνδρα και όταν είναι της κάτω σειράς θα είναι από το σόι της γυναίκας.

Όταν στον ύπνο βλέπουν ότι βγάζουν δόντια και πονούν τότε θα πεθάνουν οι γονείς. Όταν δεν πονούν τότε θα πεθάνουν συγγενείς.

Η Ελευθερία Πάσχου, η οποία είναι και νεκροθάφτης του χωριού, παρά τα γεράματα της, λέγει από ότι έχει δει ότι όλοι σχεδόν οι ετοιμοθάνατοι στις τελευταίες στιγμές ζητούν όλοι οι δικοί τους να είναι γύρω τους. Όταν κάποιος απουσιάζει, τότε ο ετοιμοθάνατος δεν ξεψυχάει αλλά περιμένει έως ότου τον δει.

Μια τελευταία επιθυμία πολλών βλάχων, λέγει, είναι όταν πεθάνουν να μεταφερθούν στο χωριό τους, για να είναι ήσυχοι. Πολλοί γέροι και πολλές γριές ζητούν να τους φιλούν το χέρι οι παρευρισκόμενοι και να καθίσουν πολύ κοντά μήπως μπορέσουν να διώξουν τον Χάρο.

Τα παλαιότερα χρόνια οι βλάχοι του χωριού πήγαιναν χωρίς να κοινωνήσουν, είτε διότι δεν υπήρχε ιερεύς, είτε διότι ήσαν τσομπαναραίοι και απέθνησκαν στα μαντριά. Όσοι απέθνησκαν σε στρούγκες, εσουβλίζοντο με ένα καμένο σίδερο στην κοιλιά για να μην βρυκολακιάσουν.

Επειδή στο χωριό ουδέποτε υπήρχε γιατρός, πολλοί άνθρωποι πήγαιναν di pundă (απο πούντα). Η πρώτη βοήθεια σ' αυτούς τους άρρωστους ήταν η αλισίβα με το λάδι.

Η κόλαση πολύ φοβίζει τους ανθρώπους του χωριού, γι' αυτό οι ετοιμοθάνατοι ζητούν να συγχωρεθούν με αυτούς που έχουν διαφορές. Αν ο άλλος δεν το δέχεται, αυτός λέγει: «από μένα είναι συγχωρημένος».

Για εκείνον που χαροπαλεύει 1 ή και περισσότερες ημέρες, λέγουν ότι είναι πολύ αμαρτωλός και ακούει βογγητά από τον κόσμο που έχει αδικήσει. Άλλος χαροπαλεύει, επειδή έχει την κατάρα των γονιών του. Οι κατάρες των γονιών πάντοτε μας πιάνουν, λέγει η Πράσσου.

Σε τέτοιες ώρες δύσκολες καλούν τον παπά να διαβάσει ευχέλαιο. Όταν αποτελειώσει ο ετοιμοθάνατος, λέγουν ascăpé cu mortia (= γλύτωσε με τον θάνατο).

Είναι πολύ φοβερό να αντικρύζει κανείς τους ανθρώπους του σπιτιού, όταν μάλιστα ο πεθαμένος είναι νέος. Εκτός από τις γοερές κραυγές και τα χτυπήματα του κεφαλιού πολλές χαροκαμένες μάνες βγάζουν και τα μαλλιά τους.

Όταν πεθάνει γέρος, τα μαύρα τα κρατούν 1 χρόνο, αν είναι νέος 3 χρόνια οι άλλοι συγγενείς και όλη της την ζωή η γυναίκα του. Η γυναίκα του πεθαμένου 7 χρόνια δεν πηγαίνει στην εκκλησία ούτε κοινωνεί αλλά ούτε και ξαναπαντρεύεται. Σπάνιο πράγμα να ξαναπαντρευτεί. Η γυναίκα αυτή η παντρεμένη δεν ξαναβλέπει γλέντι ούτε χορεύει, μόνον αν έχει παιδιά, χορεύει μια φορά την Κυριακή του γάμου.

Αναμνηστική φωτογραφία που απεικονίζει την κηδεία του Νικολάου Μπέλη στη Γευγελή το 1904Οι χωριανοί πληροφορούνται τον θάνατο από την καμπάνα, την οποία χτυπούν, αφού τον ντύσουν τον νεκρό. Αφού χτυπήσει η καμπάνα ανοίγουν πόρτες και παράθυρα για να φύγει ο Χάρος. Του πεθαμένου του βάζουν θυμίαμα στο στόμα, στις μύτες και στα αυτιά για να βρεθεί θυμιασμένος στον άλλον κόσμο και για να μπορέσει να περάσει στον παράδεισο. Του πλένουν το πρόσωπο, του κλείνουν τα μάτια για να μην τον φοβούνται όσοι τον βλέπουν και του σταυρώνουν τα χέρια. Αν είναι άνδρας τον ξυρίζουν κιόλας.

Του βάζουν δίπλα του ένα πορτοφόλι με χρήματα για να έχει να πληρώσει τις 40 ημέρες, πριν τοποθετηθεί στην κόλαση ή στον παράδεισο, όλες τις στράτες που θα κάνη και το τρίχινο γεφύρι. Λέγουν ότι η ψυχή στις πρώτες 40 ημέρες θα γυρίσει όλους τους τόπους που περπάτησε ζωντανός και οι δικοί του, του ανάβουν κερί κάθε βράδυ στο παράθυρο του σπιτιού για να βλέπει.

Το νεκρό σώμα το τυλίγουν με σάβανο από χασέ (λευκό βαμβακερό ύφασμα), το οποίο αγοράζουν. Το σαβάνωμα γίνεται από αυτόν που τον αλλάζει. Εάν ζωντανός έχει βαφτίσει, το σάβανο το βάζουν μέχρι τα χέρια, εάν δεν έχει, τότε τον σκεπάζουν όλο, για να μη δει το πρόσωπο του ο θεός. Τους φορούν τα καινούργια ρούχα. Εφ' όσον πρόκειται περί παντρεμένων, είτε νέων είτε γερόντων, τους φορούν τα γαμπριάτικα ρούχα, τα οποία προσέχουν πάρα πολύ, γιατί όπως βλέπουμε είναι χρειαζούμενα.

Στους ανύπαντρους νέους και νέες φορούν επίσης καινούργια ρούχα και στεφάνι μονό. Οι άλλοι χωριανοί όταν τον επισκέπτονται φέρουν καραμέλες, πορτοκάλια και χρήματα ως χαιρετίσματα για τους νεκρούς των. Αυτά τα μοιράζει μια γριά στα παιδάκια μετά από το διάβασμα του νεκρού στην εκκλησία.

Όταν έρχεται ο ιερεύς και παίρνει τον νεκρό αμέσως μερικές γυναίκες μαζεύουν τα στρωσίδια από καταγής και έχουν ένα μεγάλο καρφί το οποίο καρφώνουν στο μέρος όπου ήταν ο νεκρός, ακόμη εκεί σπάζουν ένα φλυτζάνι του καφέ. Αυτά για να πάρει ο νεκρός μαζί του το κακό γούρι και να μη πεθάνει και κανένας άλλος από την οικογένεια.

Στις 3 ημέρες ασβεστώνουν όλο το σπίτι και πλένουν όλα τα ρούχα. Τα ρούχα που φορούσε ο νεκρός στις τελευταίες στιγμές τα πλένουν στος 3 - 7- 20 και 40 ημέρες για να πλυθεί η ψυχή του από τις αμαρτίες.

Πρέπει να σημειώσω ότι παλαιότερα ο νεκρός ετοποθετείτο χάμω στη γη. Σήμερα τον βάζουν σε κρεβάτι ή τραπέζι. Το πρόσωπο του το στρέφουν προς την ανατολή και τον βγάζουν έξω με τα πόδια, για να μη πάρει κι άλλον μαζί του.

Στα πόδια του τοποθετούν καντηλάκι με λάδι που καίει συνεχώς, για να έχει φως. Δίπλα από την καντήλα έχει ένα πιάτο αλεύρι όπου οι χωριανοί ανάβουν τα κεριά. Το αλεύρι αυτό κατόπιν το ζυμώνουν στις 3 ημέρες και το φτιάχνουν πρόσφορο για την εκκλησία. Μέχρι τη στιγμή που ο νεκρός είναι στο σπίτι δεν σκουπίζουν. Σκουπίζουν αφού τον σηκώσουν για να πάρει ότι υπάρχει μαζί του.

Από την ώρα που ξεψυχάει έως ότου πάει ο ιερεύς για να τον σηκώσουν, οι δικοί του αρχίζουν συζήτηση μαζί του, τον ρωτούν γιατί τους άφησε, σε τι τον πίκραναν (ανάλογα πάντοτε με την περίπτωση) και τον μοιρολογούν. Τα μοιρολόγια είναι όσα έχω γράψει ανωτέρω (διαβάστε). Αυτά λέγονται σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, αφού τα παραλλάξουν εκείνη τη στιγμή.

Τα μοιρολόγια λέγουν πάντοτε οι γυναίκες. Οι άνδρες μόνον συζητούν με τον νεκρό. Πενθοφορούν όλοι όσοι θα επισκεφθούν τον νεκρό.

Αν κάποιος φτερνισθεί την στιγμή που βρίσκεται στο νεκρό, τότε σχίζει μέρος των ενδυμάτων του και το ρίχνει στο νεκρό, για να μη πεθάνει και άλλος από το σπίτι.

Πολλή σημασία έχει το πρόσωπο του νεκρού. Αν είναι γελαστό τότε και άλλος θα πεθάνει. Ακόμη ότι μοιράζουν, το μοιράζουν μονό (σε μονό αριθμό, π.χ 7 καφέδες ακόμα και αν οι επισκέπτες είναι 6).

Ο ιερεύς και όλοι οι ακολουθούντες δεν στρέφονται πίσω, διότι φοβούνται μην πεθάνει και άλλος.

Το άνοιγμα του τάφου γίνεται από οποιονδήποτε, δεισιδαιμονίες, δοξασίες δεν υπάρχουν.

Αφού ο νεκρός διαβασθεί, οδηγείται στο νεκροταφείο. Εκεί κατατίθεται στον τάφο και του λύνονται τα πόδια και τα χέρια για να αναπαυθεί και να περπατήσει τις 40 ημέρες.

Όταν αυτό γίνει, όλοι πετούν στο μνήμα λίγο χώμα και ο ιερεύς χύνει κρασί και λάδι για να τον ιδούν στο όνειρο. Την κανδήλα του λειψάνου την καρφώνουν στο μέρος όπου ήταν τοποθετημένος ο νεκρός. Επάνω στον νεκρό τοποθετούν γλυκίσματα και στάμνα με νερό. Τοποθετούν κάγκελα με καντήλα και φωτογραφία του νεκρού. Μετά την ταφή οι παρευρισκόμενοι συλλυπούνται τους συγγενείς και παίρνουν το δρόμο του γυρισμού.

Πριν φύγουν ο παπάς και όσοι βοήθησαν στην ταφή πλένουν τα χέρια τους.

Στην πόρτα του νεκροταφείου περιμένουν οι γριές με το ψωμί , το σιτάρι το βρασμένο και τις καραμέλες. Όλοι παίρνουν για να συγχωρήσουν τον νεκρό. Όλοι μαζί γυρίζουν στο σπίτι του νεκρού όπου οι άλλοι όλοι, εκτός από αυτούς που ανέφερα, πλένουν τα χέρια τους πριν μπουν μέσα και περνούν για να πιούν το κονιάκ και τον καφέ της παρηγοριάς. Οι γυναίκες του χωριού που είναι στα σπίτια τρέχουν αμέσως να γεμίσουν τα γκιούμια τους (μεταλλικό υδροδοχείο) με καθαρό νερό. Εάν ο νεκρός δε σηκωθεί καμία δεν παίρνει νερό.

Τον νεκρό επισκέπτονται οι δικοί του κάθε Σάββατο, Τετάρτη και Παρασκευή. Όσοι βοηθούν στην μεταφορά παίρνουν και δώρο μία πετσέτα. Τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα παίρνουν μαντήλια.

Όταν κάποιος πεθάνει στα ξένα οι δικοί του τον μοιρολογούν κατά τον ίδιο τρόπο, αφού παραθέσουν μπροστά τους μια φωτογραφία του ή ένα ρούχο του. Οι συνήθειες είναι ίδιες.

 

Πληροφοριοδότης:

Ελευθερία Πράσσου, ετών 70, εκ Μικρού Περιβολακίου, αγράμματη.

 

Συλλογή λαογραφικού υλικού εκ Μικρού Περιβολακίου - Βελεστίνου Μαγνησίας
Οικονόμου Αικατερίνη

Γ' Φιλολογικόν
έτος 1966-67

Αναζήτηση