Οἱ Ρωμοῦνοι - Σκηναὶ ἐν Περιβολίῳ

Φωνή της Ηπείρου, 9 Οκτωβρίου 1892, Έτος Α', Αριθμ. 4Οἱ Ρωμοῦνοι. Κατωτέρω δημοσιεύομεν ἀλληλογραφίας ἐξ Ἰωαννίνων περιγράφουσαν σκηνᾶς αἴτινες ἔλαβον χώραν ἐν Περιβολίῳ, κομοπόλει παρὰ τὸν Πίνδον. Ἐκεῖ οἱ Ρωμοῦνοι εἰσέδυσαν πρὸ πολλοῦ διὰ παντοίων θεμιτῶν καὶ ἀθεμίτων μέσων καὶ κατόρθωσαν διὰ μεγάλων ὑλικῶν θυσιῶν νὰ προσελκύσωσι τινὰς ὑπὸ τὴν σκέπην αὐτῶν. Καθ' ἑκάστην δὲ εἰς τὴν κωμόπολιν ταύτην λαμβάνουσι χώραν ἄγριαι σκηναί. Οἳ ρωμουνισταὶ βία προσπαθούσι ν' ἀφαιρέσωσιν ἐκκλησίας καὶ σχολεῖα ραδιουργούσι τοὺς χριστιανοὺς καὶ πᾶν κακόηθες μέσον μετέρχοντια κατ' αὐτῶν. Δρὰξ ἀρχιὰ καὶ μεμετρημένη συνταράσσει καθ' ἑκάστην τοὺς λοιποὺς κατοίκους καὶ ἐγείρει θόρυβον ἁπλῶς καὶ μόνον, ὅπως γίνη λόγος ὅτι ἓν Ἠπείρω ὑπάρχουσι ρωμοῦνοι. Ποὶοι ὅμως εἶναι οἱ ρωμοῦνοι οὗτοι; οἱ ὀλίγοι ταραξίαι ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων αἳ γυναῖκες γεννῶσαι δὲν δέχονται τᾶς εὐχᾶς τῆς ἐκκλησίας παρὰ τοῦ σκιρτήσαντος ἐκ τῆς ὀρθοδοξίας Παπαδημήτρη, ἀλλὰ ἐκζητούσι ταύτας παρὰ τοῦ ὀρθοδόξου ἱερέως εἷς ὂν πλήρη ἔχουσιν ἀφοσίωσιν καὶ πίστην ἀντὶ πάσης θυσίας καὶ προτιμώσι ν' ἀποθάνωσιν ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς πομπῆς ἢ νὰ προπεμφθώσιν εἰς τὸν τάφον ὑπὸ τῶν Παπιστανῶν; Εἶναι λοιπὸν οὗτοι ρωμοῦνοι ἢ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκληφθώσιν ὡς τοιοῦτοι οἱ ὀλίγοι ἐκεῖνοι οἵτινες χάριν ὑλικῶν συμφερόντων προσποιοῦνται τὸν Ρωμοῦνον;

Τὸν ἐν Συρράκῳ ἀργὸν μένοντα ρωμοῦνον διδάσκαλον...

Φωνή της Ηπείρου, 30 Οκτωβρίου 1892, Έτος Α', Αριθμ. 7ΑΝΑ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟΝ
Τὸν ἐν Συρράκῳ ἀργὸν μένοντα ρωμοῦνον διδάσκαλον Κογιάνον ἐκ Περιβολῖου ἡ Προπαγάνδα μετέθεσεν εἰς τὸ ἐν Ἰωαννίνοις σχολέιόν της. Ἀπέστειλε δ' εἰς Συρράκον ἕτερον τινὰ ἐκ Φούρκας διὰ νὰ κάθηται καὶ αὐτὸς ἀργός, διότι οὔτε ἕνα μαθητὴν ἠμπορεῖ νὰ προσελκύση καὶ διὰ νὰ λέγη εἷς τὸν κόσμον ἢ Προπαγάνδα ὅτι ἔχει σχολεῖα ἐν Συρράκῳ! Οὗτος μεταχειρίζεται ὅλην τὴν ὑποκρισίαν καὶ ἀγυρτίαν νὰ ἐμπνέη φρονήματα ξένα καὶ ἀνθελληνικά. Κοινῶς δικαιολογεῖται λέγων ὅτι ἡ ἀποστολή του δὲν εἶναι ἀνθελληνικὴ ἀλλὰ κοσμοπολιτικὴ διότι λέγει, ὅτι οἱ κάτοικοι διὰ τῆς ἐκμαθήσεως τῆς μητρικῆς τῶν γλώσσης ἡ ὁποία εἶναι ἡ Βλαχικὴ θὰ δυνηθώσι νὰ μάθωσι τελειότερον καὶ τὴν Ἑλληνικὴ καὶ πάσαν ἄλλην. Εἰς τοὺς ἰσχυρισμοὺς δὲ τῶν λεγόντων ὅτι εἶναι ἐντροπὴ ἡ Προπαγάνδα νὰ προσπαθῆ νὰ καταπνίξη τὸ Ἑλληνικώτατον φρόνημα τῶν κατοίκων τῆς μεγάλης ἀδελφῆς Ἑλλάδος Ἠπείρου, ἀποκρίνεται ὅτι εἷς τοῦτο πταίει ἡ Ἑλλὰς ἡ ὁποία θέλει νὰ ἐξελληνίση τὰ κοινῶς πανθολογούμενα ὡς Ρωμουνικὰ μέρη, ἐκ τῆς πιέσεως δὲ ταύτης προεκλήθη ἡ ἀντίστασης.

Βοβούσα: Ένα σημαντικό έγγραφο κι ένα κλέφτικο τραγούδι

Κατανομή του φόρου που πλήρωσαν οι κάτοικοι της Βοβούσας στους Τούρκους το έτος 1824Το έγγραφο
Αφορά στην κατανομή του φόρου που πλήρωσαν οι κάτοικοι της Βοβούσας στους Τούρκους το έτος 1824. Πρόκειται για φύλλο χαρτιού της εποχής, διαστάσεων 39Χ27 εκ. Φέρει φθορές και οξειδώσεις, αλλά τα στοιχεία που εμπεριέχονται είναι αρκετά ευκρινή και αναγνώσιμα. Στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας αναγράφεται το έτος 1824. Η γραφή είναι με πέννα και μπλε μελάνι, δίστηλη και συνεχίζεται στην πίσω όψη του χαρτιού.
Το έγγραφο ανήκει στο οικογενειακό μου αρχείο και προέρχεται από τον προπάππο μου Ζήση Παπαθανασίου, ιατρό, που γεννήθηκε στη Βοβούσα το 1857 και απεβίωσε στα Γρεβενά το 1934.
Είναι άγνωστο ποιός συνέταξε το έγγραφο, δεδομένου ότι είναι προγενέστερο του προπάππου μου. Ενδεχομένως να προέρχεται από τον πατέρα της συζύγου του, Βοβουσιώτη Πέτρο Καζάνα. Σύγχρονος του εγγράφου ήταν ο πρόγονός μου Παπαστέργιος (1790-1880), ιερέας της Βοβούσας, που γνώριζε καλά ανάγνωση και γραφή. Το έγγραφο θα πρέπει να έχει συνταχθεί από κάποιο πρόκριτο του χωριού. Οποιαδήποτε πληροφορία και βοήθεια για την μελέτη του εγγράφου είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη.

Γέρων Βλάχος τοῦ Πίνδου κατὰ τῶν Ρωμούνων

Φωνή της Ηπείρου, 25 Σεπτεμβρίου 1892Εἶνε ἑνὸς γέροντα ἑβδομηντάρη Σαμμαρινιώτου Βλάχου, ἀλλὰ πτωχοῦ, ἀποκατεστημένου εἰς τὴν Θεσσαλίας. Τὴν γράφει πρὸς τὸν ἐδῶ μένοντα υἱόν του. Πραγματεύεται διὰ τᾶς τελευταία συμβάντα τῆς Σαμμαρίνης, βλάχικης κωμοπόλεως τοῦ Πίνδου, καθ' ἃ οἱ Ρωμοῦνοι ἤρπασαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας κατοίκους ἐν σχολεῖον καὶ μίαν ἐκκλησίαν, καὶ τοῦ λέγει:
- «Ἀμ' τί νὰ τοὺς κάμω, γιέ μου, τῶν χωριανῶν μας, ὅπου ἔμειναν σὰν τὰ ἔρμα πρόβατα στὸν κάμπο χωρὶς τσομπάνον καὶ χωρὶς σκυλιὰ κι ὅπου τὰ δεκατίζει ὁ λύκος. Μὲ παραπαίρνει καμμιὰ βολὰ ἡ λάβρα μου καὶ τὸ κακὸ καὶ δὲν φτουρῶ, κ' ἔτσι μώρχεται νὰ σκωθῶ μονάχος μου ν' ἁρματωθῶ, νὰ θυμηθῶ τὰ νιάτα μου καὶ νὰ πάρω ἀράδα Σαμμαρίνα, Περιβόλι, Βουβοῦσα καὶ Ἀβδέλα νὰ μὴν ἀφήκω ρουθούνι ρωμουνικό.
Ἀλλ' ἔλα ποὺ δὲν ἔχω οὔτε νὰ φάω ψωμὶ ὁ καϋμένος. Ἂς εἶχα λίγα παραδάκια, ὠρὲ παιδὶ μ', ὅσο ποὺ νὰ μώφταναν νὰ βαστάξω 'ς τάρματα καμμιὰ δεκαπενταριὰ παιδιά, ὅπως τὰ θέλω ἐγώ, κι' ἂς κόταε ὁ βρωμο-Μαργαρίτης καὶ κάθε ἄλλος Ρωμοῦνος δάσκαλος νὰ πατήση μὲ τὰ μαγαρισμένα πόδια τοῦ τὰ χώματά μας τ' ἁγιασμένα. Ὡς μέσα 'ς τὰ Γιάννινα καὶ 'ς τὰ Μπιτώλια θὰ χύνουμουν νὰ τοὺς μακελέψω.»

Αναζήτηση