Ανάμεσα σε δύο κόσμους: Κοινότητα πάνω απ' τα σύνορα, Θεόδωρος Κούρος

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΥΡΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΥΣ: ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΒΛΑΧΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΕΘΟΡΙΟΥΠώς μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα κομμάτι του εαυτού του, υπερβαίνοντας στερεότυπα και παγιωμένες «αξίες»; Στο δεύτερο ταξίδι μου στην Αλβανία, είπα στον Βασίλη αυθόρμητα: «Ποτέ δεν είχα δει την Νεμέρτσικα (στης οποίας τους πρόποδες μεγάλωσα) από πίσω». Αμέσως σκέφτηκα ότι το δικό μου «πίσω» είναι μπροστά για άλλους.

Η διαδικασία της επιτόπιας έρευνας είναι μια δύσκολη διαδικασία, που πολλές φορές σε φέρνει στα όριά σου, πόσο μάλλον όταν μέσα από αυτή ανακαλύπτεις και την δική σου συλλογική μνήμη. Η επιτόπια έγινε στο εξωτερικό, στην Αλβανία, πέρα από τα σύνορα. Ποια σύνορα όμως τελικά; Δε θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο μου ταξίδι στους Βλάχους της Κορυτσάς. Διαπίστωσα ήδη από τότε ότι ένα κομμάτι αυτής της –ξένης μέχρι τότε για μένα- χώρας δεν ήταν απλά δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια, αλλά μέσα μου. Όταν, πιτσιρικάς, ανέβηκα στην Νεμέρτσικα, και είδα την «μυστηριώδη» Αλβανία. Απογοητεύτηκα. Δεν ήταν και τόσο μυστηριώδης τελικά. Όλες αυτές τις σιωπηλές φιγούρες, τα σκοτεινά καραβάνια των «λαθραίων» μεταναστών: «Ρού(χ)α, παλιά, φαητό κυρία» στην πόρτα του πατρικού μου. Όπως τότε που δύο «Αλβανοί», ο Γκέλιος κι ο Γεράσης, μείναν στο σπίτι μας για μερικά βράδια. Δύο «Αλβανοί» που ήταν πρώτα ξαδέρφια της γιαγιάς μου. Οξύμωρο. Όταν είσαι 10, δεν μπορείς ούτε να το κατανοήσεις, πόσο μάλλον να το ερμηνεύσεις.
Οι εμπειρίες μου αυτές και άλλες, με ώθησαν στην επιλογή του θέματος αυτού. Σαν να προσπαθώ να λύσω τα «άλυτα» αινίγματα των παιδικών μου χρόνων. Να καταλάβω τί συνέβη τότε.
Ελληνικό χώμα, αλβανικό χώμα, αλβανικός και ελληνικός αέρας, ελληνικός και αλβανικός Αώος ή Βιόσσα. Αλβανική και ελληνική Νεμέρτσικα. Έλληνες και Αλβανοί Μιτζιντόνιοι. Όλα αυτά ελπίζω να γίναν σκέτο χώμα, αέρας, Αώος ή Βιόσσα, Νεμέρτσικα. Γιατί για μένα έτσι έγινε. Επιτέλους ενώθηκαν και γίναν ένα. Όπως ήταν...
Σ’ αυτό το σημείο θέλω να ευχαριστήσω τον επόπτη μου, Βασίλη Νιτσιάκο για την επιστημονική βοήθεια και καθοδήγηση, την Σωτηρία, τον Σταύρο, την γιαγιά Κατερίνα και τον παππού Κώστα, την Μαριάννα, τους υπάλληλους του Δήμου Άνω Πωγωνίου και ιδιαίτερα τoν Κώστα Μάντζο και την Φωτεινή Λαγωνικού για την πραγματικά πολύτιμη βοήθεια και στήριξη. Φυσικά τους πληροφορητές και πληροφορήτριές μου στο πεδίο, ιδιαίτερα τον μπάρμπα Τσόμα Πότση στην Ερσέκα και τον Κήτα Μπάσιο στο Αντόν Πότσι, που με φιλοξένησαν χωρίς να με γνωρίζουν. (πρόλογος)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
Η παρούσα εργασία περιορίζεται στην μελέτη μιας κοινότητας και πιο συγκεκριμένα επιχειρεί να ανασυνθέσει τη συλλογική της μνήμη, με στόχο την ανίχνευση της διαδικασίας παγίωσης της εθνικής ταυτότητας στα μέλη της. Πρόκειται για μια βλάχικη κοινότητα, η οποία μπορεί κανείς να πει ότι «υπερβαίνει», κατά κάποιο τρόπο, τα εθνικά σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Αυτό το φαινόμενο είναι αποτέλεσμα διαδικασιών ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών, που έλαβαν χώρα στην περιοχή καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Με αυτές τις διαδικασίες καταπιανόμαστε, κοιτάζοντάς τες μέσα από ένα πρίσμα διαφορετικό από αυτό της ιστορικής, βιβλιογραφικής και αρχειακής έρευνας. Όταν λέμε ότι αυτή η κοινότητα “υπερβαίνει” τα εθνικά σύνορα, εννοούμε ότι είναι διαιρεμένη ανάμεσα σε δύο εθνικά κράτη, δύο εθνικά κράτη που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση για πολλές δεκαετίες, που συμβολικά αποτελούσαν ένα πολιτικό-ιδεολογικό όριο μεταξύ του Δυτικού και του Σοσιαλιστικού κόσμου, αφού η Αλβανία υπήρξε ένα από τα κράτη του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Είναι προφανές λοιπόν, ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πολυσύνθετο φαινόμενο, που πρέπει να μελετηθεί στην ολότητά του για να μπορέσουμε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα.
Πιο συγκεκριμένα, μιλάμε για μια κοινότητα Βλάχων νομάδων, η οποία διαιρέθηκε στα δύο κράτη. Αυτό το φαινόμενο έχει να κάνει με το γεγονός ότι ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι, οι οποίοι μετακινούνταν εποχικά γύρω από την περιοχή της ελληνοαλβανικής μεθορίου και σήμερα εντοπίζονται, στην ελληνική πλευρά στο Κεφαλόβρυσο (Μιτζιντέι1), ενώ στην αλβανική πλευρά εντοπίζονται σε πολλές περιοχές του νότιου μέρους της χώρας, κυρίως στην περιοχή του Αργυροκάστρου, των Αγίων Σαράντα, της Ερσέκας στον Γράμμο και της Κορυτσάς (βλ. χάρτη 3). Βρίσκονται κατά κύριο λόγο σε μικτά χωριά που περιλαμβάνουν μουσουλμάνους και ορθόδοξους Αλβανούς, με εξαίρεση τον οικισμό Αντόν Πότσι, ο οποίος είναι και ο μόνος οικισμός με αμιγώς βλάχικο πληθυσμό.
Ο οικισμός αυτός εντοπίζεται περίπου 10 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από το Αργυρόκαστρο. Πρόκειται για σχετικά νέο οικισμό –σύμφωνα με τους πληροφορητές μου δημιουργήθηκε κατά την δεκαετία του ’50 (το 1956)- και σήμερα αποτελείται από περίπου 100 κατοίκους. Βέβαια πριν την δεκαετία του ’90 οπότε και πολλοί από τους κατοίκους του μετανάστευσαν στην Ελλάδα και την Ιταλία, ο πληθυσμός του ήταν πολύ μεγαλύτερος.
Ο οικισμός του Μιτζιντέι βρίσκεται στη ΒΑ περιοχή της επαρχίας Πωγωνίου στους πρόποδες του όρους Νεμέρτσικα σε υψόμετρο 650 μ, ανάμεσα στα χωριά Ωραιόκαστρο, Βασιλικό και Κάτω Μερόπη, ενώ ο πληθυσμός του κυμαίνεται γύρω στους 1.300 μόνιμους κατοίκους. (Αλεξάκης 2001β: 166-7). Η ιδιαιτερότητα του οικισμού αρχικά αφορά την πληθυσμιακή του σύνθεση καθώς αποτελείται από δίγλωσσο πληθυσμό, βλάχους, τους λεγόμενους «Αρβανιτόβλαχους», οι οποίοι, «βάσει πολλών και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, διαφοροποιούνται μέχρι ένα βαθμό από τους υπόλοιπους Βλάχους» (Κουκούδης 2000: 161). Συναντώνται μάλιστα με διάφορα ονόματα, όπως Καραγκούνοι, Φρασεριώτες κ.α. Η λέξη όμως που οι ίδιοι χρησιμοποιούν αναφορικά με την ομάδα τους είναι «Ρυμαίν», με «χαρακτηριστική εκφορά του αρχικού ρο» (βλ. Κουκούδης 2000: 162, Αλεξάκης 2001β: 164). Το όνομα «Αρβανιτόβλαχοι», πιθανολογείται ότι τους δόθηκε λόγω των σχέσεων που ανέπτυξαν με αλβανόφωνους πληθυσμούς, και μ' αυτό τον τρόπο μπορεί κανείς να εξηγήσει και κάποια γλωσσικά δάνεια απ΄την αλβανική γλώσσα που συναντώνται στην αρβανιτοβλάχικη. Χαρακτηριστική η λέξη «dot», που σημαίνει καθόλου και χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους αρβανιτόβλαχους (βλ. Κουκούδης 2000: 161, Weigand 2004: 335). Τα ίδια χαρακτηριστικά συναντά κανείς και στο Αντόν Πότσι, αλλά και στους υπόλοιπους, διάσπαρτους στην Νότια Αλβανία Βλάχους.
Τα μέλη της ομάδας, στο μεγαλύτερο μέρος τους, ήταν κτηνοτρόφοι που ζούσαν σε καθεστώς ημινομαδικών μετακινήσεων (transhumance), που πραγματοποιούνταν, μέχρι πριν την δεκαετία του 1950 ανάμεσα στις δύο χώρες «…..τον χειμώνα στους Αγίους Σαράντα και το Αργυρόκαστρο (στην αλβανική πλευρά δηλαδή) και το καλοκαίρι στη Νεμέρτσικα και στο Γράμμο» (Αλεξάκης 2001: 167, 2003).
Τα γενεαλογικά δέντρα που συλλέχθηκαν στην διάρκεια της έρευνας, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού αναπαριστούν συγγενικές ομάδες που ανήκουν σε δύο διαφορετικά έθνη κράτη. Συναντάμε δηλαδή στο ίδιο «σόι», υπηκόους και του ελληνικού και του αλβανικού κράτους. Αυτή η κατάσταση επικρατεί σε όλη σχεδόν την υπό μελέτη κοινότητα και είναι αποτέλεσμα εγγενών χαρακτηριστικών της, αφού, αποτελείται από νομάδες κτηνοτρόφους2, που ξεχειμώνιαζαν, όπως προαναφέρθηκε, κατά κύριο λόγο σε χώρο που σήμερα ανήκει στο κράτος της Αλβανίας και ξεκαλοκαίριαζαν σε χώρο που σήμερα ανήκει στην Ελλάδα. Ένα άλλο ζήτημα εξαιρετικού ενδιαφέροντος είναι να συγκρίνει κανείς το πώς διαχειρίζονται την εθνική ταυτότητα ομάδες, οι οποίες, σε τελική ανάλυση, προϋπάρχουν του έθνους – κράτους και πώς από την άλλη το ελληνικό και αλβανικό κράτος, που ανήκαν σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου, διαχειρίζονται τα σύνορα ως χώρο και ως ιδεολογία και πώς παγιώνεται στα μέλη αυτής της κοινότητας μια εθνική ταυτότητα πολλές φορές διαφορετική από αυτή των πρώτου βαθμού συγγενών τους3. Εδώ εκτίθεται αναλυτικά ένα από τα γενεαλογικά δέντρα, ως ενδεικτικό, αφού σε γενικές γραμμές, όλα όσα συλλέχθηκαν συγκλίνουν στους δείκτες ενδογαμίας και εξωγαμίας.
Μια τέτοια διαδικασία έχει προφανώς και ιστορικές και πολιτικές προεκτάσεις. Έχει να κάνει με τον τρόπο που χαράχτηκαν τα σύνορα στην περιοχή, αλλά και με ιστορικές διαδικασίες «μακράς διάρκειας», που αναπτύσσονται κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και λήγουν με την ανάδυση των εθνών – κρατών και την χάραξη του ελληνοαλβανικού συνόρου. Επίσης, καταλυτικό ρόλο σε τέτοιες διαδικασίες παίζουν και οι επιλογές και οι διαπραγματεύσεις που γίνονται από την ίδια την κοινότητα συνολικά ή από μέλη της.
Παρόλο που η ελληνική βιβλιογραφία που σχετίζεται με τους Βλάχους του ελλαδικού χώρου είναι πάρα πολύ πλούσια, αυτή που αφορά τους Βλάχους της Νότιας Αλβανίας είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η πρώιμη φάση της ελληνικής λαογραφίας, στην οποία ανήκει ο κύριος όγκος της βιβλιογραφίας αυτής έχει σαν αφετηρία και στόχο να αποδείξει την εθνική ομοιογένεια των υπηκόων του ελληνικού έθνους – κράτους και να τεκμηριώσει ιστορικά την εθνική συνέχεια του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Στην κατεύθυνση αυτή, εκτός του ότι περιορίζεται γεωγραφικά στα όρια του ελληνικού έθνους κράτους, εστιάζει στην πολιτισμική ομοιογένεια μάλλον, παρά στην διαφορά, μέσω της χρήσης της λημματογραφικής μεθόδου (Νιτσιάκος 2008: 24).

Στο πρώτο μέρος της μελέτης αυτής εκτίθεται και υποστηρίζεται θεωρητικά η αρχική υπόθεση εργασίας και η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για να φτάσουμε στο δεύτερο που περιλαμβάνει τα αποτελέσματα της επιτόπιας έρευνας. Το πρώτο ερώτημα που τέθηκε προς απάντηση μέσα από αυτή την έρευνα έχει να κάνει με την συγκρότηση των ταυτοτήτων και κυρίως των εθνικών ταυτοτήτων. Πώς αυτές συγκροτούνται, μπορούν να υποστούν μετασχηματισμούς και από πού οι τελευταίοι πηγάζουν, τι ρόλο παίζει η συλλογική μνήμη και η κυρίαρχη εθνική ιδεολογία στις διαδικασίες αυτές; Πώς είναι δυνατόν να μπορεί να υφίσταται μετασχηματισμούς μια ταυτότητα σαν την εθνική, η οποία θεωρείται πολλές φορές «φυσική» και εγγενής στα άτομα ως πολίτες εθνών – κρατών; Με ποιους μηχανισμούς αποκρυσταλλώνεται η εθνική ταυτότητα στα άτομα και στις ομάδες; Είναι ικανή η προφορική ιστορία, η προφορική παράδοση και η μνήμη να απαντήσουν σε όλα τα παραπάνω; Τι είναι το φαινόμενο του έθνους; Είναι νεωτερικό φαινόμενο ή αιώνια κατηγορία; Τι είδους ταυτότητα έχουν οι ομάδες που αναπτύσσουν δραστηριότητες κοντά σε σύνορα και δη δίγλωσσες ομάδες; Μπορεί κανείς να επιβάλλει κατηγόριες νεωτερικές σε προ – νεωτερικές κοινωνίες και περιόδους; Πώς η υπό μελέτη ομάδα αυτοπροσδιορίζεται εθνικά; Είναι η συγγένεια, η οποία είναι κεντρική στην παραδοσιακή κοινωνία4, και η κοινή καταγωγή κριτήριο για τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό τελικά; Τί ρόλο παίζει η κοινότητα – εθνοτική ομάδα; Η χάραξη των συνόρων είναι μια αντικειμενική διαδικασία; Υπάρχουν στεγανές κοιτίδες «φυλών» ή ομοιογενή, καθαρά έθνη; Όπως γίνεται αρκετά σαφές από τα παραπάνω, όλα αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν, αν κανείς υιοθετεί τον ουσιοκρατικό ορισμό για να ορίσει το έθνος. Εδώ τα έθνη αναλύονται με τα εργαλεία του κονστρουκτιβισμού, ο οποίος τα αντιμετωπίζει σαν ανθρώπινες κατασκευές, των οποίων οι απαρχές συμπίπτουν με την εποχή που ονομάζεται «Νεωτερική Εποχή»5.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΥΡΟΣ
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΥΣ: ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ
ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΒΛΑΧΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΕΘΟΡΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ – ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
«ΝΕΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ – ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ».
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΛΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Επόπτης: Καθηγητής Βασίλης Νιτσιάκος
ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2009
διαβάστε ολόκληρη την εργασία

1. Αυτή κυρίως την ονομασία χρησιμοποιούν οι πληροφορητές μου και στις δύο πλευρές του συνόρου και αυτή θα χρησιμοποιείται και στην εργασία από εδώ και στο εξής. Να διευκρινίσουμε ότι το «Μιτζιντόνιος» και το «Μιτζιντέι», ταυτίζονται με το «Κεφαλοβρυσίτης» και «Κεφαλόβρυσο», αντίστοιχα. Επίσης, σημειώνουμε, για την αποφυγή συγχύσεων, ότι σήμερα, «Μιτζιντόνιοι» αυτοχαρακτηρίζονται και οι Βλάχοι της Νότιας Αλβανίας, των οποίων το επώνυμο συναντάται και στο Μιτζιντέι.
2. Η ομάδα που μας ενδιαφέρει εδώ, δε διαφέρει ουσιαστικά από τις γενικές αρχές οργάνωσης των βλάχικων κτηνοτροφικών κοινοτήτων. Βασικός παραγωγικός σχηματισμός στην κοινότητα ήταν το τσελιγκάτο, το οποίο «εκφράζει στο επίπεδο της παραγωγικής δραστηριότητας την συμπληρωματικότητα ανάμεσα στους δύο πόλους της διαστρωματωμένης κοινωνίας του χωριού, μια συμπληρωματικότητα που βασίζεται στον νόμο της “οικιακής βιωσιμότητας”» (Νιτσιάκος 2000: 151). Με λίγα λόγια, το τσελιγκάτο, αποτελούσε μια κοινοπραξία μεταξύ ενός ισχυρού και πολλών φτωχών κτηνοτρόφων οι οποίοι μέσα από αυτή την κοινοπραξία ισχυροποιούνταν, λόγω της δύναμης του τσέλιγκα, να εξασφαλίζει βοσκοτόπια, να προστατεύει από ληστείες κτλ. κτλ. Επίσης «η κοινωνική και πολιτική του (ενν. του τσέλιγκα) επιρροή ξεπερνούσε τα όρια της τοπικότητας και έφτανε μέχρι τα ανώτερα κλιμάκια της κρατικής εξουσίας» (Νιτσιάκος 2000: 152)2. Το τσελιγκάτο λοιπόν είναι ένα είδος συνεταιρισμού μεταξύ ενός τσέλιγκα και πολλών σμιχτών (μικροκτηνοτρόφων), που από την μια εξασφαλίζει στον τσέλιγκα επαρκή εργατικά χέρια και από την άλλη στους σμίχτες την ασφάλεια που προαναφέρθηκε.
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό του τσελιγκάτου είναι ότι «συχνά έτεμνε τα όρια της συγγένειας» (Νιτσιάκος 1986: 279), σχετιζόταν δηλαδή πολλές φορές με συγγενειακές ομάδες και μόνο όταν υπήρχε ζωϊκό πλεόνασμα, χρειαζόταν κανείς εργαζόμενους έξω από το σόι ή ακόμα και απ’ την κοινότητα.
3. Σύμφωνα με τον ουσιοκρατικό ορισμό του εθνικισμού, τα μέλη ενός έθνους – κατ΄επέκταση και κράτους στα πλαίσια του σύγχρονου κόσμου – μοιράζονται το ίδιο αίμα.
4. Η συγγένεια αποτελεί βασικό στοιχείο του πολιτισμού όλων των ανθρώπινων κοινωνιών, και αποτελεί «το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που προκύπτουν από τη συγγένεια εξ αίματος (πραγματική ή πλασματική) ή από την ένωση μέσω του γάμου» (Colleyn 2005: 95). Στην «παραδοσιακή κοινωνία» μάλιστα «η συγγένεια … αποτελεί τη βάση για οικονομική συνεργασία, πολιτική συμμαχία και συμμετοχή στις διάφορες εθιμικές τελετές. Το όλο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων και η συμπεριφορά ατόμων και ομάδων σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από το σύστημα συγγένειας» (Νιτσιάκος 2000: 69) Ο Αλεξάκης, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει έρευνα στην κοινωνία του Μιτζιντέι κάνει λόγο για «κοινωνία συγγένειας», πράγμα που καθιστά την τελευταία «το κλειδί κατανόησης της κοινωνίας τους» (Αλεξάκης 2006: 12).
Όπως επισημαίνει ο Νιτσιάκος (2000: 71): «Στην Ελλάδα «οι μελέτες που διαθέτουμε … μας δίνουν κατά κανόνα αμφιπλευρικά συστήματα με απόηχους πατρογραμμικότητας που εκδηλώνονται με διάφορους τρόπους». Βασικός «απόηχος» της πατρογραμμικότητας είναι ο πατρο-ανδροτοπικός χαρακτήρας του γάμου, «που συμβάλλει στη δημιουργία οικιστικών πυρήνων … με βάση αρρενογονικές σχέσεις», πράγμα που παίζει ρόλο και στην παραγωγική διαδικασία, αφού η γειτνίαση διευκολύνει την συνεργασία (βλ. Νιτσιάκος 2000: 72-76).
Ο Campbell, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει επιτόπια έρευνα στους Σαρακατσάνους στο Ζαγόρι, επίσης υποστηρίζει ότι η συγγένεια είναι αμφιπλευρική, με «αρρενογονικές εμφάσεις συναισθηματικής και ιδεολογικής κατά κύριο λόγο φύσης» (Νιτσιάκος 2000: 74). Ενδεικτικά αναφέρει: «Ένας άνδρας ενδιαφέρεται περισσότερο για τους γιους παρά για τις κόρες του, απλούστατα διότι είναι άρρενες και όχι διότι είναι ιδιαίτεροι πατρογραμμικοί σύνδεσμοι, που διαβεβαιώνουν την συνέχεια σε ένα αποκλειστικά μονογραμμικό σύστημα» (Campbell 1964: 56).
Πιο συγκεκριμένα, στην βλάχικη κτηνοτροφική νομαδική κοινότητα συναντάται το «ασυμμετρικό αμφιπλευρικό σύστημα συγγένειας» (Νιτσιάκος 1986: 112), το οποίο αποτελεί μια μορφή συγγένειας η οποία «συνδέει ένα άτομο με τους δύο γεννήτορές του και τους συγγενείς τους» (Τσαούσης 1984: 246), υπάρχει δηλαδή μια ισορροπία μεταξύ των δύο γραμμών καταγωγής (της μητέρας και του πατέρα). Βέβαια μια τέτοια απόλυτη ισορροπία είναι μάλλον «ιδεατή παρά πραγματική» (Νιτσιάκος 1986: 112) και γι’ αυτό αναφέρεται η έννοια της ασυμμετρίας που συνίσταται στην «συνύπαρξη πατρογραμμικών χαρακτηριστικών στην κοινωνική οργάνωση με αρχές διπλογραμμικής συγγένειας» (Νιτσιάκος ο.π.: 112). Μάλιστα ένα μοντέλο με τέτοια χαρακτηριστικά είναι κυρίαρχο στα Βαλκάνια όπου η έμφαση δίνεται στην πλευρά του πατέρα, με διάφορες παραλλαγές και αποκλίσεις. Σύμφωνα με τον Αλεξάκη (2001: 103), «στους βαλκανικούς λαούς το σύστημα καταγωγής είναι κατά κανόνα πατρογραμμικό», αλλά «όσον αφορά τη συγγένεια μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε αμφιπλευρικό».
Στην υπό μελέτη κοινότητα, συναντάμε όλα τα πιο πάνω χαρακτηριστικά που αφορούν στο σύστημα συγγένειας. «Το χωριό είναι οργανωμένο με βάση τις πατρογραμμικές ομάδες συγγένειας, … χωρίζεται σε εκτεταμένους μαχαλάδες όπου είναι εγκατεστημένα τα μεγαλύτερα γένη» (Αλεξάκης 2001: 12-13). Το γένος ορίζεται εδώ σαν μια πατρογραμμική ομάδα, μια ομάδα δηλαδή όπου τα μέλη εντάσσονται με βάση την πατρογραμμική καταγωγή (βλ. Αλεξάκης ο.π., Νιτσιάκος ο.π.). Στο Μιτζιντέι η λέξη που χρησιμοποιείται στα βλάχικα για να δηλώσει αυτού του είδους την καταγωγή είναι το «meliet(i)». Μέσα στο ίδιο meliet(i) πολλές φορές υπάρχουν κλάδοι με διαφορετικά παρωνύμια. Αυτό συνήθως συμβαίνει στα μεγάλα σόγια.
Ένα ακόμη εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο συνίσταται στην αυστηρή «κοινοτική ενδογαμία», η οποία σε ένα βαθμό διατηρείται μέχρι σήμερα. Αυτή η ενδογαμία ενισχύει την κοινωνική συνοχή και συμβάλλει στη διακίνηση και παραμονή στα όρια της κοινότητας τόσο γυναικών (μέσων αναπαραγωγής), όσο και υλικών αγαθών (προίκα, εξαγορά νύφης) (βλ. Νιτσιάκος 2000: 82-83). 5 βλ. Λέκκας 2001, Gellner 1992, Anderson 1991, Kedourie 1999

Αναζήτηση