Στις όχθες του Υδραγόρα: οικογένεια, οικονομία και αστική κοινωνία στο Μοναστήρι, 1897-1911

Βασίλης Γούναρης. Στις όχθες του Υδραγόρα: οικογένεια, οικονομία και αστική κοινωνία στο Μοναστήρι, 1897-1911Ακόμη και στο Λεύκωμα που εξέδωσαν οι επίγονοι Μοναστηριώτες της Νέας Υόρκης, για τη χοροεσπερίδα της «Αλληλοβοηθητικής Αδελφότητος» τους, το Σάββατο της 24ης Νοεμβρίου 1945, ο τίτλος επαναλαμβάνει τη γνωστή διάκριση: «Τα Βιτώλια» αφενός, οι «Μοναστηριώται και Πέριξ» αφετέρου.

Θα περίμενε κανείς να χρησιμοποιείται ένα από τα ετυμολογικά ομοιογενή δίδυμα: είτε «Μοναστήρι-Μοναστηριώται» είτε «Βιτώλια-Βιτωλιάνοι» - και όχι τούτη η ασυνέπεια η ομοιότυπη προς το «Κορφού-Κερκυραίοι». Ωστόσο, η διπλοτυπία έχει τη σημασία της: «Μοναστηριώται» είναι η «ελληνορθόδοξος κοινότης» της πόλης, ενώ «Βιτώλια» νοούνται ως η πόλη ολόκληρη, με τις εξουσίες, με τους ετερόκλητους κατοίκους, με όλες τις θρησκευτικές και εθνικές ποικιλομορφίες της.

Μιχαήλ Θ. Κατσουγιάννης, 1899Η περίπτωση του Μιχαήλ Θ. Κατσουγιάννη είναι παραδειγματική: η πατριά εκκινείται από τα «Πέριξ» (Κρουσοβο), απ' όπου επεκτείνει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες σταδιακά και στα Βιτώλια· η προσθήκη των «Πέριξ» είναι πολύ πιο σημαίνουσα απ' όσο δείχνει, καθώς συμβολίζει το δυναμισμό των παντοδαπών περίοικων που κατόρθωσαν, αν όχι ίσως να ιδρύσουν, σίγουρα πάντως να πολιτογραφηθούν, να κυριαρχήσουν στο εμπόριο και να ηγεμονεύσουν στην πνευματική ζωή των Βιτωλίων κατά το δεύτερο μισό του 19ου μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Και ήδη στα 1908, σε δημοσίευμα για την αποκριάτικη «Εσπερίδα της Φιλοπτώχου», αναφέρεται η νευραλγική λέξη: «Αλλά την εορτήν του Μοναστηριού θα εζήλευον όχι μόνον αι πέριξ ομογενείς κοινότητες...». [1] Αι «πέριξ» κοινότητες και η «εντός», που επιβιώνουν στο ομογενειακό Λεύκωμα του 1945 (αλλά και σήμερα, στο «Σύνδεσμο Μοναοτηριωτών και Πέριξ Η Ελπίς» της Φλώρινας).

«Ο καλύτερος τρόπος για να γίνουν αντιληπτές οι οικογενειακές σχέσεις, είναι να θεωρηθεί η οικογένεια Κατσουγιάννη ως η άλλη όψη της ομώνυμης εμπορικής εταιρείας, της αρχικής και των θυγατρικών» παρατηρεί ο Β. Γουναρης, για να συμπεράνει με φλέγμα κάτι καίριο: «Ο αστικός πυρήνας των χριστιανικών κοινοτήτων του Μοναστηριού και του Κρουσόβου ήταν μια εκτεταμένη πατριά, που με τα χρόνια είχε μετατραπεί σε μια επιτυχημένη και ζωηρή αγορά εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Ή μάλλον συνέβαινε το αντίθετο: επρόκειτο για μια κοινότητα εμπορευομένων, που σταδιακά είχαν συγγενέψει» (σσ. 92 και 94).

Αντιστέκομαι στον ισχυρό πειρασμό να σχολιάσω τα πράγματα των κεφαλαίων του βιβλίου: και μόνη η ανάγνωση των περιεχομένων, εξάλλου, είναι ικανή να διεγείρει την curiosité historique του υποτυπώδους φιλίστορος αναγνώστη. Ενδεικτικά, ωστόσο, θα αναφερθώ σε μιαν όψη που δεν έχει ίσως τη σημασία που έχουν τα έσοδα-έξοδα, τα ετήσια κέρδη ή οι αγοραπωλησίες σπιτιών και οι ετερόκλητοι φόροι· καταδηλώνει ωστόσο τα οφέλη (σε πληροφόρηση, κατανόηση και απόλαυση) που αποκομίζουμε από τη νεοτερική πραγμάτευση της Ιστορίας: Το διαιτολόγιο της οικογένειας Κατσουγιάννη, ταπεινό πλην συνεχές ως ιστορικό μικροσυμβάν, αναδεικνΰει με παραστατικό τρόπο το συγκριτικώς όψιμο -και για τούτο ακριβώς όχι τριποδίζοντα παρά καλπάζοντα- εξαστισμό των κρουσοβιτών περίοικων: από μήνα σε μήνα γίνονται πιο αστικοί.

Ο εξαστισμός της πατριάς (ο οποίος, σημειωτέον, δεν αφορά μόνο τον τρόπο μα και τον τόπο της παραγωγής) περιγράφεται διεξοδικά στη μελέτη. Τονίζω εδώ τη δεδομένη αποσκίρτηση από την κλειστή οικιακή οικονομία της υπαίθρου «[...] η αυτοκατανάλωση στο σπίτι των Κατσουγιάννηδων ήταν μηδενική. Δεν διέθεταν κτήματα, δένδρα, αμπέλια, μποστάνια ούτε κανενός είδους ζώο με εξαίρεση μερικές κότες, που κι αυτές αγοράζονταν ζωντανές, για να σφαγούν αργότερα» (σ. 155).

Τι ακριβώς τρώγει ο ήκιστα μεν κρουσοβίτης τα μάλα δε βιτωλιάνος Μιχαήλ Κατσουγιάννης στο εύπορο (και επιπλέον, κοινωνικά καταξιωμένο, αν κρίνουμε από τα δημόσια αξιώματα που κατά καιρούς ο αρχηγός της οικογένειας ανέλαβε) σπίτι του; Βάση της διατροφής είναι το κρέας: αρνί σχεδόν καθημερινά, χωρίς να αμελείται το γουρούνι μήτε ο «παστραμάς», κοτόπουλα συχνά (οι πετεινοί πιο αραιοί), και πότε-πότε βωδινό, αγελαδινό, αγριογούρουνο, κούρκοι, πάπιες, χήνες, άπαξ τη βδομάδα ψάρια λίμνης ή ποταμού, νωπά αφενός («λέτνες» [2] και χέλια, ενώ δεν λείπαν εντελώς οι καραβίδες και τα χταπόδια), αλλά και παστά (τσίροι και σαρδέλες προπαντός)· και, βεβαίως, κάθε Μάρτιο μήνα προμηθευόταν ποσότητες χαβιάρι. Λαχανικά, όσπρια, δημητριακά, ζυμαρικά, λάδι Κασσάνδρας και λαρδί, ποικίλα γαλακτοκομικά, γλυκίσματα ταψιού και μη, φρούτα εποχής, όλα σε επάρκεια έως αφθονία. Για κατακλείδα άφησα να μνημονεύσω τις πιπεριές, καθώς παντού και «πάντες πεπεροφαγούσι» (ο. 158).

Με τη νεοτερική μέθοδο της μικροϊστορίας ο μελετητής παρεισφρέει κι άλλοτε διεισδύει (όταν οι πληροφορίες των κατάστιχων το επιτρέπουν) στο θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό πολύπτυχο της καθημερινής ζωής των Μοναστηριωτών (και των Βιτωλιάνων συνολικά, κατά θεμιτές γενικεύσεις), έτσι όπως εκείνη εκτυλισσόταν κατά το χρονικό διάστημα 1897-1911, τότε που τη μνημείωνε καταλεπτώς (στην κυριολεξία!) στα τετράδιά του ο Μιχαήλ Κατσουγιάννης.

Με τη χλιδανή αγορά των Βιτωλίων σκοπεύω να περάνω. Τονίζω ότι το πόνημα του Βασίλη Γούναρη μπορεί να αναγνωσθεί από τον ειδικό, αλλά κι από τον επαρκή αναγνώστη, για ωφέλεια κι εξίσου τέρψη. Τα Βιτώλια και οι Μοναστηριώτες είχαν την τύχη να πέσουν, έστω όψιμα, σε καλά ιστορικά χέρια.

Μίμης Σουλιώτης



[1] Βλ. εφημ. Αλήθεια, 28 Φεβρουαρίου 1908.

[2] Για τη θαυμαστή «λέτνιτσα των Αχριδών» βλέπε στο πολυσήμαντο ταξιδιωτικό του Η. Gelzer, «Αχρίδα-Μοναστήρι-Φλώρινα στα 1902-1903 (μέρος ά)», μτ<ρ. Α.Π. Ανδρέου, Εταιρία, 19 (Μάρτιος 1995), σσ. 7-16.

 

Η μελέτη αυτή επιχειρεί να ανασυστήσει την οικογενειακή κοινωνική ζωή του μοναστηριώτη εμπόρου Μιχαήλ Κατσουγιάννη μέσα από 7.000 λεπτομερείς ημερολογιακές εγγραφές εξόδων της περιόδου 1897-1911. Τα τρία χειρόγραφα σημειωματάρια ξαναζωντανεύουν το περιβάλλον και τις συνήθειες ενός αστικού πολυπρόσωπου νοικοκυριού, που διαβιούσε μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού, καθώς και τις συνθήκες που επικρατούσαν στην τοπική αγορά εργασίας και εμπορευμάτων. Με την επικουρική χρήση και άλλων αρχειακών πηγών, ιδιωτικών και κρατικών, τα στοιχεία αυτά προσφέρουν σε τελική ανάλυση μια εναλλακτική όψη των εθνικών συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στο Μοναστήρι. Αναδεικνύεται ότι, ενώ η αστική ζωή, ο εκσυγχρονισμός και η οικονομική ενδυνάμωση των Βλάχων του Μοναστηριού τους οδηγούσε αναπόδραστα στην υιοθέτηση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο τρόπος της ζωής τους και το οικονομικό καθεστώς που συντηρούσαν ευνοούσαν τη συνειδητοποίηση και τη μαχητική εμφάνιση στην πόλη των σλάβων μικρεμπόρων, αγροτών και εποχιακών εργατών της περιφέρειας, που αναζητούσαν ασφάλεια, εύπορους πελάτες και λογικά ημερομίσθια. Έτσι, η αμοιβαία περιφρόνηση και σύγκρουση των δύο ομάδων ήταν αναπόφευκτη αλλά στην πράξη δεν μπορούσε να υπερβεί τα όρια που έθετε στην τοπική αγορά η πολιτισμική διάκριση της εργασίας και η τουρκική έννομη τάξη. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Στις όχθες του Υδραγόρα: οικογένεια, οικονομία και αστική κοινωνία στο Μοναστήρι, 1897-1911
Βασίλης Γούναρης
ISBN13 9789608032521
Εκδότης ΣΤΑΧΥ
Χρονολογία Έκδοσης Σεπτέμβριος 2000
Αριθμός σελίδων 316
Διαστάσεις 21x14
Πολιτεία, Ιανός
διαβάστε το

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ (Μίμης Σουλιώτης)
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Α. ΤΡΙΑ ΤΕΦΤΕΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Β. ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Γ. ΕΓΓΑΜΟΣ ΒΙΟΣ
Δ. ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΙΪΡ ΜΑΧΑΛΑ ΣΤΟ ΒΛΑΧ-ΤΣΑΡΣΙ
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ

Αναζήτηση