Θέλω καταρχήν να ευχαριστήσω τον καθηγητή κ. Νικόλαο Ξηροτύρη, Πρόεδρο του Συλλόγου Βλάχων Ν. Ξάνθης, για την τιμή να αναθέσει σε μένα να αναφερθώ στην παρουσία του Βλαχόφωνου Ελληνικού στοιχείου γενικά στον χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και ιδιαίτερα στην Ξάνθη. Η αναφορά αυτή στηρίζεται αφενός μεν σε μία σχετική βιβλιογραφική έρευνα αφετέρου δε σ’ ένα προσωπικό αρχείο, που ανακάλυψα καταχωνιασμένο και ξεχασμένο σ’ ένα παλιό σεντούκι του σπιτιού μου, καθώς σε προφορικές μαρτυρίες αλλά και σε προσωπικές μνήμες και γεγονότα. Με πολλή συγκίνηση ασχολήθηκα μ’ αυτήν την μικρή έρευνα και αφιερώνω την σημερινή παρουσίαση στους πρωτοπόρους προγόνους μας, σαν ένα μικρό μνημόσυνο, έναν ελάχιστο φόρο τιμής σ’ αυτούς τους ταπεινούς και απλούς ανθρώπους, που, ξεριζωμένοι από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή σ’ αυτές τις περιοχές.
1. Οι απαρχές
Η Μηλιά ή Αμέρου, στην τοπική βλάχικη διάλεκτο, είναι ένα όμορφο, με περίσσιες φυσικές καλλονές, βλαχοχώρι της Πίνδου, κτισμένο σε υψόμετρο 1300 μέτρα. Η πλούσια παράδοσή του διατηρείται αρκετά ζωντανή σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια και σ’ αυτήν την απόμερη γωνιά έχει ραγδαία διεισδύσει ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Νομαρχιακώς υπάγεται στο νομό Ιωαννίνων και, ειδικότερα, στην επαρχία Μετσόβου, έχει όμως πρόσβαση, λόγω της θέσης ( είναι χτισμένη στη συμβολή των συνόρων τριών νομών, Ιωαννίνων, Τρικάλων, Γρεβενών) στα Γρεβενά και στα Τρίκαλα. Η γεωγραφική της θέση προσδιόρισε και την ιστορική της μοίρα, μια μοίρα ταραχώδη και περιπετειώδη, όπως μπορεί κανείς να εικάσει από τις σκόρπιες ιστορικές μαρτυρίες που διασώθηκαν. Γιατί ο ένας από τους δύο φυσικούς δρόμους που ένωναν την Ήπειρο με την Μακεδονία διερχόταν από τη Μηλιά και ήταν επόμενο, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, κυρίως όμως κατά τη νεότερη και τη σύγχρονη, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, η εμπορική και στρατιωτική κίνηση να είναι ιδιαιτέρως αυξημένη. Η κίνηση αυτή ανακόπηκε μεταπολεμικά, ελλείψει ασφαλτοστρωμένου αυτοκινητόδρομου, για να αυξηθεί και πάλι κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, γιατί, επιτέλους, η σύνδεση Ηπείρου – Μακεδονίας με την σύγχρονη Εγνατία Οδό είναι γεγονός.