Πολιτισμός και Πολιτική: Η περίπτωση των λεγόμενων Βλάχων

George Frederick Abbott - The Tale of a Tour in MacedoniaΌταν επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε το σήμερα και να ψηλαφίσουμε το βασικό περίγραμμα δυνάμεων ή ρευμάτων, που επηρεάζουν ή και καθορίζουν τις μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες εξελίξεις σε κάποια τμήματα της «γηραιάς ηπείρου», όπως η Βαλκανική Χερσόνησος, αντιλαμβανόμαστε αμέσως την έφεση σύγχρονων Ευρωπαίων και Αμερικανών ιστορικών ή πολιτικών αναλυτών, να αναδεικνύουν -σχεδόν ομόφωνα- τα «φαντάσματα», ως πρωταγωνιστές της νέας εποχής.
Από τα «βαλκανικά φαντάσματα», που ιχνογραφούσε –ακόμη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990- ο Robert Kaplan, [στο έργο του: “Balkan Ghosts” («Τα φαντάσματα των Βαλκανίων»)], μέχρι τα «φαντάσματα της Θεσσαλονίκης», της πόλης των φαντασμάτων, κατά τον Μark Μazower [στο δικό του έργο :“SALONICA-city of ghosts” (christians,muslims and jews, 1430-1950)] , οι σύγχρονοι εφευρέτες ή κυνηγοί φαντασμάτων, περιγράφουν τον κόσμο μας, τα Βαλκάνια του 21ου αιώνα, με χρώματα που μοιάζουν «με εκείνα που κυριαρχούσαν στις παραμονές της έναρξης του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου» 1

 

Ο πρώτος από τους προαναφερθέντες «τεχνοκράτες της ιστορίας», που ειδικεύονται στην τέχνη της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας», ο Robert Kaplan, στο μελλοντολογικό έργο του “The coming Anarchy” («Η Επερχόμενη Αναρχία»), δεν μας αφήνει περιθώρια να αμφισβητήσουμε την πρόβλεψή του. Υπογραμμίζει, με κατηγορηματικό τρόπο, ότι :«όπως τότε, κάτω από την επιφάνεια καθησυχαστικών, γενικόλογων αληθειών, ο κόσμος είναι γεμάτος από επικίνδυνες νέες συμμαχίες. Για παράδειγμα, παρά το μύθο της επανενοποίησης της Ευρώπης, η γηραιά Ήπειρος έχει διαιρεθεί εκ νέου κατά μήκος ιστορικών ή πολιτισμικών γραμμών… ».
Παράλληλα, ο Kaplan, εκ των βασικών θεωρητικών του κυνηγιού φαντασμάτων στη Νοτιο-ανατολική Ευρώπη, αισθάνεται την υποχρέωση να μας προειδοποιήσει: «Οι δείκτες του ρολογιού κινούνται προς κάτι δυσάρεστο. Το όραμα ενός κόσμου σε ειρήνη είναι μη ρεαλιστικό!»

Η κρισιμότητα των στιγμών ή και κάποιες ευεξήγητες σκοπιμότητες, επισκίασαν μια συνταρακτική αποκάλυψη του Μπιλ Κλίντον, στις 24 Μαρτίου του 1999. Αμέσως μετά το διάγγελμά του προς τον αμερικανικό λαό, με το οποίο εξηγούσε τους λόγους που οδήγησαν στην αμερικανική επέμβαση στο Κόσσοβο, ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, αποκάλυπτε στους έκπληκτους δημοσιογράφους ότι, όσα γνώριζε για τη Νοτιο-ανατολική Ευρώπη, τα άντλησε από την ανάγνωση του βιβλίου “Balkan Ghosts”, του R. Kaplan. Μεταξύ, λοιπόν, όλων των άλλων συμπερασμάτων, σχετικά με το τι προηγείται και τι έπεται των ένοπλων πρωτοβουλιών της Ουάσιγκτον, καθίσταται ολοφάνερο γιατί πρέπει να παίρνει κανείς πολύ σοβαρά τις προειδοποιήσεις των «μεγάλων προφητών» της αμερικανικής διπλωματίας και ιδίως του Kaplan…

Η πρόβλεψη του «Ησαϊα της pax americana» για την κατεύθυνση των δεικτών του ρολογιού, και το αξίωμά του ότι «το όραμα ενός κόσμου σε ειρήνη είναι μη ρεαλιστικό», ίσως να μην καθορίζει απολύτως ή να μην αποτυπώνει λεπτομερώς τις σύγχρονες τάσεις της αμερικανικής διπλωματίας. Ωστόσο, πιθανότατα περιγράφει, συνοπτικά, τις επερχόμενες επιλογές της νέας αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής για τα Βαλκάνια, στην ίδια γραμμή, στην οποία κινείται -εδώ και χρόνια- τοState Department και η Κυβέρνηση της Ουάσιγκτον. Κι αυτό διότι, όσα συμβαίνουν, στα Βαλκάνια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, αφήνουν ένα και μόνο σημείο προς διευκρίνιση: αν η «γραμμή Kaplan» χειραγωγεί την αμερικανική («δια των όπλων») διπλωματία ή αν η τελευταία εκδηλώνει τις πρωτοβουλίες της, με τρόπο που να θυμίζει «το λαλήσαν δια των Προφητών».

Κυρίες και Κύριοι,

Σήμερα συμπληρώνεται μια εβδομάδα από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος στο Μαυροβούνιο, το αποτέλεσμα του οποίου σήμανε την τελευταία πράξη στην πορεία ανεξαρτητοποίησης μιας ακόμη επαρχίας της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Ταυτόχρονα, με την εκπλήρωση μιας ακόμη «προφητείας», από αυτές που διατύπωσαν –πολύ καιρό πριν- κάποιοι από τους «γνωρίζοντες τας γραφάς» (πολιτικοί, διπλωμάτες και δημοσιογράφοι), έρχεται και πάλι στην επικαιρότητα –με έναν αντίστροφο επαγωγικό συλλογισμό- το κυρίαρχο ζήτημα που απασχολούσε τη διεθνή διπλωματία, στις αρχές του 20ου αιώνα, σχετικά με το μέλλον της Βαλκανικής.

Η ακριβής ενσάρκωση της Kleinstaaterei, δηλαδή, της «Μικροκρατίας», σε ελεύθερη μετάφραση, και –ακριβέστερα- της απεριόριστης «δημιουργίας» νέων μικρών εθνικών κρατών, φαίνεται πως είναι η τελική λύση που είχαν κατά νουν, όλοι εκείνοι που αναζήτησαν, κατασκεύασαν ή και ανέστησαν «τα φαντάσματα των Βαλκανίων». Αυτοί, που φρόντισαν -με θαυμαστή επιμέλεια- να τα ξεθάψουν, να τα φέρουν στην επιφάνεια (ολόιδια ή και μεταμφιεσμένα), και να τα εξοπλίσουν, προκειμένου –με τους κατάλληλους χειρισμούς- να ξαναφέρουν στο προσκήνιο και να δώσουν διέξοδο στους εθνικισμούς του 19ου αιώνα.

Η αμηχανία και ο έντονος προβληματισμός, που έχουν ως αφετηρία την «επανεμφάνιση των φαντασμάτων», δεν κυριεύει μόνο τους κατοίκους της Βαλκανικής. Σε όλο τον κόσμο, οι φιλελεύθερα σκεπτόμενοι, δυσκολεύονται να συμβιβάσουν το χαρμόσυνο ιδεώδες της αυτοδιάθεσης, των όποιων πληθυσμιακών ομάδων, με την πραγματικότητα ενός κόσμου κατακερματισμένου και αποσταθεροποιημένου. Όταν μάλιστα οι εξελίξεις αυτές συμβαίνουν σε μια Ευρώπη, όπου οι σημερινές κρατικές οντότητες προήλθαν από τη συγχώνευση μικρών και απαρχαιωμένων -σε δομές- κρατιδίων, η αμηχανία, για όσα συμβαίνουν στα Βαλκάνια και για όσα «προφητεύονται» για το μέλλον τους, είναι φυσικό να αυξάνεται. Ταυτοχρόνως, πολλαπλασιάζονται και τα ερωτήματα, αναφορικά με τις σκοπιμότητες και τα αποτελέσματα της τεχνητής πολιτικής ενίσχυσης των όποιων εθνικισμών. Εξέλιξη, που είναι η φυσική συνέπεια της επανόδου των «φαντασμάτων» στο προσκήνιο της Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης.

Όσοι ευελπιστούν, ότι με τα κείμενά τους θα αναχθούν σε καταλύτες των εξελίξεων και ταυτόχρονα σε απολογητές της αναγκαιότητας μιας νέας εποχής και, συνακόλουθα, της «νέας τάξεως» πραγμάτων, ισχυρίζονται ότι η περίοδος του ψυχρού πολέμου λειτούργησε σαν ένα διάλειμμα, που συσκότισε προσωρινά τον αληθινό χαρακτήρα των Βαλκανίων2 . Το φταίξιμο για τη μαζική βία, που επανήλθε στη Νοτιανατολική Ευρώπη, μετά την πτώση τού Σοβιετικού μπλοκ, δεν οφείλεται μόνο στις συνέπειες της «εθνικιστικής» κομμουνιστικής διακυβέρνησης, αλλά και στην ίδια, την αδιαλείπτως ενυπάρχουσα, εθνοτική ποικιλομορφία στη Βαλκανική, καθώς και στις μακραίωνες ιστορικές διαιρέσεις, θρησκευτικές και πολιτιστικές. Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, τα όρια μεταξύ των θρησκειών δεν ήταν εντελώς διαπερατά και η συνύπαρξη δεν σήμαινε και ανοχή. «Οι Αρμένηδες και οι Έλληνες ήταν σκυλιά και γουρούνια… για φτύσιμο», σημειώνει ένας Βρετανός εθνολόγος 3 στα τέλη του 19ου αιώνα. Την εποχή που οι ταξιδιώτες εντυπωσιάζονταν από την ποικιλία των βρισιών που ήταν σε γενική χρήση: « το Πέραν ονομάζεται γουρουνομαχαλάς επειδή οι Φράγκοι που κατοικούν εκεί τρώνε χοιρινό κρέας, ενώ οι Τούρκοι στρατιώτες που στέλνονται εκεί ( για να φυλάξουν τους ξένους πρεσβευτές) χαρακτηρίζονται χοιροβοσκοί. Τους Ιταλούς τους αποκαλούν ανθρώπους των χιλίων χρωμάτων, δηλαδή απατεώνες, τους Εγγλέζους ασπρορουχάδες, τους Γάλλους αγύρτες, τους Γερμανούς φωνακλάδες, βωμολόχους, τους Ισπανούς τεμπελχανάδες, τους Ρώσους καταραμένους, τους Πολωνούς πολυλογάδες απίστους, τους Βενετούς ψαράδες, τους Βλάχους αρουραίους, τους Μολδαβούς πρόβατα χωρίς κέρατα ή άξεστα στουρνάρια, τους Έλληνες λαγούς, τους Αρμένηδες λασποχάφτες, τους Εβραίους σκυλιά, τους Άραβες μπουνταλάδες, τους Πέρσες κοκκινοκέφαλους ή αιρετικούς, τους Τάταρους ψοφιμοφάηδες »4 .

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον άρχισε σταδιακά να κλονίζεται η παλιά άποψη, ότι δηλαδή τα ελληνικά, όπως τα λατινικά στη Δύση, ήταν ο δρόμος προς την παιδεία. Οι ιδέες του ρομαντικού εθνικισμού, που τόνιζαν την πολιτιστική αξία των γλωσσών που χρησιμοποιούσαν οι χωρικοί, άρχισαν να εισχωρούν στα Βαλκάνια με αποτέλεσμα, στις αρχές του 19ου αιώνα, Βούλγαροι, Σέρβοι και Ρουμάνοι διανοούμενοι, πολλοί από τους οποίους σπούδασαν σε ελληνικά σχολεία, να αρχίσουν να αυτοπροσδιορίζονται με βάση τη δική τους πολιτιστική-γλωσσική κοινότητα.

Βλέποντας το εκκλησίασμα να διαβρώνεται από τον εθνικισμό, το Οικουμενικό Πατριαρχείο άρχισε τότε να αποδέχεται την ιδιαιτερότητα των διάφορων χριστιανικών ομάδων, επιμένοντας όμως στην κοινή θρησκευτική αναφορά τους. Χαρακτηριστικότερο ίσως είναι το κείμενο του Ιγνάτιου, Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας, ο οποίος υπογραμμίζει : « οι Έλληνες, οι Βούλγαροι, οι Βλάχοι, οι Σέρβοι, οι Αλβανοί, σχηματίζουσι την σήμερον έθνη εξ ών έκαστον έχει την γλώσσαν του. Όλοι όμως αυτοί οι λαοί, και όσοι άλλοι κατοικούν την Ανατολήν, ενούμενοι δια της πίστεως και της εκκλησίας, σχηματίζουσιν εν σώμα και έθνος έν, υπό το όνομα των Γραικών ή Ρωμαίων »5 .

Περιοριζόμενος στα χρονικά πλαίσια που έθεσαν οι οργανωτές του παρόντος συμποσίου, επιτρέψτε μου ένα επιβεβλημένο χρονικό άλμα, που μας φέρνει –χωρίς να μεταβάλλει την ουσία και τη λογική της προσέγγισής μας- στην περίοδο, όπου η επιδίωξη ίδρυσης νέων κρατών αρχίζει νά υλοποιείται.

Παρά τις προειδοποιήσεις ισχυρών παραγόντων της Ευρώπης, στα μέσα του 19ου αιώνα, οι οποίοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι η «ίδρυση νέων κρατών, με βάση τα όρια των εθνοτήτων, ήταν το πιο επικίνδυνο από όλα τα ουτοπικά προγράμματα» 6 .

Για ένα σημαντικό κομμάτι της Ευρώπης, «το διαζύγιο με την ιστορία» οδήγησε μεταγενέστερους αναλυτές, όπως ο Ούγγρος ιστορικός Όσκαρ Γιάσι (1925), να μιλήσουν για «το ακατανίκητο της εθνικής ιδέας». Ωστόσο, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος απέδειξε ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, δεν μπορούσε να επεκταθεί σε όλες τις εθνικές ομάδες! Η κρατική υπόσταση, κυρίως τής Τσεχοσλοβακίας και της Γιουγκοσλαβίας, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μαρτυρούσε ότι οι εναλλακτικές μορφές κρατικής συγκρότησης εξακολουθούσαν να υπάρχουν! Ιδιαίτερα στο πολυεθνικό καλειδοσκόπιο των Βαλκανίων, η εφαρμογή της αρχής των εθνοτήτων ήταν μια συνταγή βίας και τέτοια εξακολουθεί να παραμένει ακόμη και σήμερα, στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα 7 .

Οι μετακινήσεις πληθυσμών που συντελέστηκαν, βίαιες στην πλειονότητά τους, είχαν ήδη δημιουργήσει ένα νέο σκηνικό. Βεβαίως, οι οργανωμένες, επίσημες ανταλλαγές πληθυσμών, που έγιναν το τυπικό γνώρισμα των εξελίξεων στη Βαλκανική του 20ου αιώνα, ήρθαν πολύ αργότερα. Παρόλα αυτά, είναι σημαντικό να θυμηθούμε ότι πρώτες οι οθωμανικές αρχές ήταν εκείνες που πρότειναν την ανταλλαγή των τουρκικών και των βουλγαρικών πληθυσμών, το 1878, ιδέα που απορρίφθηκε τότε (προσωρινά όμως, όπως αποδείχτηκε), με σταθερότητα καί συνέπεια8 .

Η φιλελεύθερη σύλληψη του έθνους – κράτους απέβλεπε, την εποχή εκείνη, σε ένα πρότυπο εξουσίας της εθνικής πλειονότητας, η οποία θα φρόντιζε να εγγυηθεί τα ατομικά δικαιώματα όλων. Θεωρητικά, για τους απολογητές του συγκεκριμένου μοντέλου, η αφομοίωση της μειονότητας ή των μειονοτήτων, από την πλειονότητα, θα οδηγούσε θεωρητικά στην ομογενοποίηση των πληθυσμών. Η θεωρία αυτή όμως προσέκρουσε στην πολιτική πραγματικότητα των πολέμων, μεταξύ 1912 και 1922, όταν τα σύγχρονα κράτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης εκμεταλλεύτηκαν τις συγκρούσεις για να προωθήσουν ευρύτερους δημογραφικούς στόχους. Οι αναγκαστικές αλλαξοπιστίες, οι μαζικές εκτελέσεις και ο ξεριζωμός δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, ήταν το αποτέλεσμα της προσπάθειας εφαρμογής της αρχής των εθνοτήτων. Στην πράξη τα βαλκανικά κράτη ήταν ελεύθερα να μεταχειριστούν τις μειονότητές τους σχεδόν όπως τους άρεσε. Σε αυτό το σημείο, μάλιστα, έχουμε υποχρέωση να θυμίσουμε ότι εκείνοι που πρέσβευαν τις λιγότερο ανεκτικές πολιτικές απέναντι στις μειονότητες δεν ήταν οι συντηρητικοί πολιτικοί αλλά οι φιλελεύθεροι της εποχής, οι οποίοι (ορθότατα) στόχευαν σε δραστικές κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Όλοι αυτοί, ήταν αντίθετοι με τον πολιτιστικό κατακερματισμό, που θα επέφερε η ίδρυση μειονοτικών σχολείων. Έτσι υποστήριζαν σθεναρά την ανέγερση και λειτουργία περισσότερων κρατικών σχολείων, ώστε να μάθουν οι μειονότητες τη γλώσσα της πλειονότητας. Η καταπίεση, συχνά δεν ήταν τόσο ο αντικειμενικός σκοπός τέτοιων πρωτοβουλιών, όσο μια όψη εκσυγχρονισμού του Κράτους, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει κι ο Μark Mazower (στο έργο του «Τα Βαλκάνια»). « Αν μάθαιναν την επίσημη γλώσσα, οι Έλληνες της Αλβανίας, οι Βλάχοι και οι Σλάβοι της Ελλάδας, οι Ουκρανοί και οι Μακεδόνες της Ρουμανίας, μπορούσαν να αφομοιωθούν… », σημειώνει ο Ο. Janowsky,9 . Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστική η εισαγωγή άρθρου του Leon Trotskij (στην εφημερίδα Κιέβσκαϊα Μύσλ, τχ.206, 8 [21] Ιουλίου του 1913), ο οποίος -υπό τον τίτλο «Το τέλος (;) του πολέμου»- αναφέρει: « την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, αναμένεται, από ώρα σε ώρα, η υπογραφή της συνθήκης που θα μείνει στην ιστορία ως η Ειρήνη του Βουκουρεστίου του 1913. Οι Βούλγαροι έδειξαν, έναντι των Σέρβων, κι ακόμα περισσότερο έναντι των Ρουμάνων, μια εσπευσμένη ενδοτικότητα, με την οποία προφανώς ελπίζουν να απομονώσουν τους Έλληνες. Τέτοια ήταν η βιασύνη των Βούλγαρων αντιπροσώπων που, ενώ εξασφάλισαν την εθνική και πολιτιστική αυτονομία (γλωσσική, εκπαιδευτική και θρησκευτική) στους Κουτσόβλαχους, που βρίσκονται εντός της βουλγαρικής επικράτειας, ξέχασαν εντελώς να ζητήσουν την κατάλληλη στιγμή ανάλογες εγγυήσεις για τους Βουλγάρους που προσαρτήθηκαν στη Ρουμανία. Στο μυαλό τους είχανε συνεχώς την Καβάλα, το σημαντικότερο μετά τη Θεσσαλονίκη λιμάνι στο Αιγαίο, το κέντρο εξαγωγής των καπνών: Καπνά αξίας 10 εκατομμυρίων ρουβλιών, περνούν ετησίως από την Καβάλα. Και μπροστά σε φυτείες καπνού και σε εξαγωγές καπνού, τα ζητήματα κουλτούρας και συνείδησης των 200.000 Βούλγαρων της νότιας Ρουμανίας ήταν φαίνεται ασήμαντα.. » Μετά από αυτήν την φιλοβουλγαρική προσέγγιση, για τα όσα συνέβησαν στα Βαλκάνια, ο Leon Trotskij, που δεν διστάζει να ονομάσει τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, «διαμελισμό της Πολωνίας των Βαλκανίων», όπως ονομάζει τη Βουλγαρία, καταλήγει: « πρέπει να πούμε -για τις νέες συνοριακές γραμμές της βαλκανικής χερσονήσου- πως, ανεξάρτητα με το πόσο θα κρατήσουν, έχουν χαραχτεί πάνω στα καταξεσκισμένα, αφαιμαγμένα και εξουθενωμένα ζωντανά κορμιά των εθνών. Ούτε ένα απ΄ αυτά τα βαλκανικά έθνη δεν κατόρθωσε να συμμαζέψει όλα τα σκορπισμένα κομμάτια του. Και ταυτόχρονα όλα τους, συμπεριλαμβανομένης και της Ρουμανίας, περιέχουν τώρα στην επικράτειά τους μια συμπαγή εχθρική μειονότητα.

Αυτοί είναι οι καρποί ενός πολέμου, που καταβρόχθισε –σε σκοτωμένους, τραυματίες και θύματα της αρρώστιας- πάνω από μισό εκατομμύριο άνδρες. Ούτε ένα από τα βασικά προβλήματα της βαλκανικής ανάπτυξης δεν επιλύθηκε.

Η οικονομική ανάπτυξη απαιτεί μια τελωνειακή ένωση ως πρώτο βήμα προς μια ομοσπονδία όλων των βαλκανικών κρατών. Και αντί αυτού βλέπουμε την εχθρότητα του καθενός εναντίον όλων, και όλων εναντίον του καθενός. Τα βαλκανικά κράτη τρέφουν το αμοιβαίο μίσος, και το ίδιο φοβερό μίσος αισθάνονται και τα κομμάτια των εθνών που είναι παγιδευμένα μέσα στα χωριστά κράτη. Οι υλικοί πόροι της χερσονήσου εξαντλήθηκαν για ένα μεγάλο διάστημα, και οι εθνικο-πολιτικές σχέσεις έγιναν πιο συγκεχυμένες από ό,τι ήταν πριν τον πόλεμο. Δεν είναι όμως αυτό το χειρότερο: ακόμα και από εξωτερική, καθαρά διπλωματική άποψη, οι βαλκανικές σχέσεις δεν έχουν διευθετηθεί ακόμα. Το ζήτημα των Σερβο-Ελληνικών συνόρων δεν έχει ξεκαθαρίσει εντελώς, οι σχέσεις Σερβίας-Μαυροβουνίου προκαλούν επιφυλακή και η τύχη της Θράκης επικρέμαται σαν ένα απειλητικό ερωτηματικό πάνω από τη χερσόνησο.

Η Ειρήνη του Βουκουρεστίου έχει φτιαχτεί από υπεκφυγές και ψέματα. Είναι το αντάξιο επιστέγασμα ενός πολέμου απληστίας και επιπολαιότητας. Μα ενώ επιστεγάζει αυτόν τον πόλεμο, δεν τον τελειώνει. Έχοντας σταματήσει λόγω της απόλυτης εξουθένωσης, ο πόλεμος θα επαναληφθεί όταν φρέσκο αίμα κυλήσει στις αρτηρίες… Κι όμως το αίμα των σκοτωμένων κραυγάζει πως χύθηκε άδικα. Τίποτα δεν επιτεύχθηκε, τίποτα δεν επιλύθηκε…Το Ανατολικό Ζήτημα καίει ακόμα, σαν μια απαίσια πληγή που χύνει δηλητήριο μέσα στο σώμα της καπιταλιστικής Ευρώπης »10 Αυτά σημείωνε προφητικά τότε, ο εβραϊκής καταγωγής αστέρας της μετεπαναστατικής Ρωσίας, ο οποίος μάλιστα φιλοξενήθηκε στη Θεσσαλονίκη από την εβραϊκή κοινότητα της πόλης, επιφανή μέλη της οποίας είχαν την τύχη(;) να είναι ιδρυτικά μέλη του Σ.Ε.Κ.Ε (Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας) και στη συνέχεια του Κ.Κ.Ε.(Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδας). Η «φυλετική οπτική», του τότε δημοσιογράφου της Κιέβσκαγια Μύσλ, και επιφανούς όσο και αμφιλεγόμενου στελέχους της Σοβιετικής Ένωσης αργότερα, ενισχύεται από τη στάση του έναντι στελεχών των νέων βαλκανικών κρατών, όπως ο επίσης εβραϊκής καταγωγής Κωνσταντίν Ντομπρογκεάνου-Γκερέα, στον οποίο αναγνωρίζει ηγετικό ρόλο στο ρουμανικό διαφωτισμό. Η σύμπτωση της καταγωγής τού Trotskij και του Ρακόφσκυ, όπως και η σύμπτωση της εμφάνισης επιχειρηματιών, συγγραφέων και αναλυτών με την ίδια καταγωγή στη Βαλκανική της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, δεν μπορεί, βεβαίως, να μας οδηγήσει αβίαστα σε γενικεύσεις. Ωστόσο, ίσως να μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια συγκροτούμενη τάση, η οποία τότε -όπως και σήμερα- κατόρθωσε να επηρεάσει τα Βαλκάνια, στη βάση μιας φυλετικής –έστω και εν μέρει- λογικής. Αν σκεφτεί κανείς, βέβαια, ότι οι αναλύσεις του Leon Trotskij, σαν αυτή που παραθέσαμε, διδάσκονται –εδώ και μια δεκαετία περίπου- στη Σχολή Στρατηγικής Ανάλυσης των Ένοπλων Δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών, αντιλαμβάνεται τα μέτρα της θεωρητικής βάσης, πάνω στην οποία στηρίζεται το νέο δόγμα των Η.Π.Α για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Εκ του αποτελέσματος, γίνεται κατανοητό ότι «η μικροκρατία», δηλαδή αυτό που με σταθερότητα απέρριπταν οι επισπεύδουσες τις εξελίξεις, Μεγάλες Δυνάμεις των αρχών του 20ου αιώνα, έγινε –περίπου έναν αιώνα μετά- το αμερικανικό δόγμα, που καθορίζει τις εξελίξεις στη Βαλκανική. Τα «σκουπίδια» που σπρώχτηκαν βιαστικά κάτω από το «διπλωματικό χαλί», στη δεκαετία του 1920, βγήκαν στην επιφάνεια και είναι οι πρωταγωνιστές των βαλκανικών εξελίξεων, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως τις ημέρες μας. Είναι βεβαίως σημαντικό να τονισθεί ότι το πρωταγωνιστικό, το κυρίαρχο θέμα, και στις αρχές του 20 ου αιώνα και στις μέρες μας, είναι το ζήτημα της Μακεδονίας.

Σε αυτό το σημείο, επιτρέψτε μου να μοιρασθώ μαζί σας ένα ντοκουμέντο που δείχνει ότι, την ώρα που ο Trotskij υπογράμμιζε την πολιτιστική αλληλεγγύη της Ρουμανίας προς τους Κουτσόβλαχους της Βουλγαρίας, οι ιδεολογικοί του σύντροφοι στα γειτονικά, νεότευκτα βαλκανικά κράτη, όχι μόνο αγωνίζονταν για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» και «ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη», αλλά είχαν εξοβελίσει –προ καιρού- κάθε ιδέα υπεράσπισης εθνικής ελευθερίας, για τις μειονότητες, όπως και κάθε συζήτηση αυτονομίας ή αυτοδιάθεσής τους. Μείζον θέμα για εκείνους ήταν αυτό που κι ο Trotskij αναφέρει, ως «βαλκανική ομοσπονδία». Το εάν και κατά πόσο, αυτό που πρότασσαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, συγκροτούσε ένα ρεαλιστικό ή ουτοπικό στόχο –αν αναλογισθούμε τα όσα συνέβησαν στα Βαλκάνια, κατά το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα- αποτελεί αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης.

Ας έρθουμε λοιπόν στο προαναφερθέν ντοκουμέντο, το οποίο ήρθε στο φως τη δεκαετία του 1990. Είναι «η έκθεση δράσης της Περιφερειακής Επιτροπής Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (Κ.Κ.Ε)»11 , για την περίοδο από 25/11/1927 έως 31/3/1928, και ειδικότερα η «έκθεση δράσης του γραφείου μειονοτήτων». Περιλαμβάνεται σε έκδοση που αφορά κυρίως τα αρχεία της Κομιντέρν, τα σχετικά με το Μακεδονικό ζήτημα. Ας σημειωθεί ότι η έκθεση αυτή συντάχθηκε με τη συμπλήρωση μιας πενταετίας περίπου από την έκφραση της πολιτικής για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη», η οποία είχε εγκριθεί από το 3ο έκτακτο Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος, και αποτέλεσε βαριά υποθήκη για τη συγκρότηση, τόσο του κομμουνιστικού κινήματος στα Βαλκάνια όσο και για το μέλλον του Κ.Κ.Ε. Βεβαίως η ανάλυση του πνεύματος και των αριθμητικών δεδομένων της συγκεκριμένης έκθεσης είναι ζήτημα που απαιτεί έρευνα και δεν επιδέχεται μονομερείς απλουστεύσεις. Ωστόσο, η επαναφορά του Μακεδονικού ζητήματος στην επικαιρότητα και οι συσχετισμοί, που έρχονται στην επιφάνεια, δείχνουν τη σοβαρότητα του σκηνικού που διαμορφώθηκε στη Βαλκανική από τις εξελίξεις που παρακολουθούμε, από το 1990 ως τις μέρες μας. Δηλαδή, από την πτώση των τειχών του διπολισμού ως σήμερα.

Ας παρακολουθήσουμε το συλλογισμό του Κ.Κ.Ε., μέσα απ΄ την προαναφερθείσα έκθεση:

« Το ζήτημα της δράσης μας μέσα στις μειονότητες και της σύνδεσης του αγώνα των μειονοτήτων με τον αγώνα της εργατικής τάξης στις σημερινές συνθήκες του επαναστατικού αγώνα, είναι ζήτημα πολύ σοβαρό. Τα μέλη του κόμματος στην περιφέρειά μας δεν κατανόησαν ακόμα αυτή τη σημασία…

ΙΙ. Αριθμητική δύναμη και κοινωνική σύνθεση κάθε μειονότητας.

Βουλγαρόφωνοι. 100-150 χιλιάδες εκδηλωμένοι και μη, πραγματικοί Μακεδόνες. Στην πλειοψηφία φτωχοί και μεσαίοι αγρότες.

Αρμένιοι. 10-15 χιλιάδες, σχεδόν όλοι εργάτες και φτωχοί βιοπαλαισταί.

Αλβανοί. 5-10 χιλιάδες επί το πλείστον πλούσιοι και μικροαστοί.

Βλάχοι 10-15 χιλιάδες πλούσιοι και μεσαίοι χωρικοί.

Εβραίοι. 100-110 χιλιάδες, από τους οποίους το 1/5 εργάτες τα 3,5/5 μικροαστοί και επαγγελματίες, 0,5/5 αστοί (έμποροι, τραπεζίτες κλπ.). Οι παραπάνω αριθμοί είναι κατά προσέγγιση λόγω ότι μας λείπουν συγκεκριμένες στατιστικές…

Πρόγραμμα δράσης

  • Να σταθεροποιηθούν οι υπάρχουσες φράξιες και να γίνει αυστηρός έλεγχος ώστε κανένα μέλος του κόμματος και νεολαίας να μη μείνει έξω από αυτές.

  • Να γίνει ένα δίχτυ ανταποκριτών.

  • Να συνδεθούμε καλύτερα με την ύπαιθρο και να ιδρυθούν γραφεία κοντά στις αχτίδες και να τραβήξουν τους αγρότες μέσα στις Αγροτικές Ενώσεις.

  • Να δοθεί προσοχή στους Εβραίους εργάτες.

  • Να βγουν μερικές εφημερίδες στη γλώσσα των μειονοτήτων.

  • Να γίνει καταμερισμός δουλειάς του γραφείου με υποεπιτροπές για κάθε μειονότητα ».

  • Κυρίες και Κύριοι,

    Ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης12 , αναφερόμενος στην αρχική υπηκοότητα, το θρήσκευμα, τη γλώσσα και την παιδεία όσων κατοικούσαν στην Αυστρο-Ουγγαρία, και προέρχονταν από τη Μακεδονία και την Ήπειρο, απευθύνει μια σειρά ερωτημάτων, στα οποία πιστεύω ότι πρέπει να σταθούμε με τη δέουσα προσοχή:

    «Πού πήγαν οι “Makedonoroumanen” των γερμανικών εγγράφων, οι “Zinzaren” των σερβικών, και οι “Aromunen ” των Κουτσοβλαχικών γραπτών πηγών; Όλες αυτές τις ονομασίες του ίδιου πράγματος, που είχαν βαθμιαία και οργανικά αφομοιωθεί μέσα στις ισχυρές ροές του Ελληνισμού, όλους αυτούς που είχαν γίνει εκούσια και με ιδιαίτερη ευχαρίστηση Έλληνες, τους τράβηξαν με βία, στην επιφάνεια μιας φτιαχτής πραγματικότητας, οι εξάρσεις ενός ή και περισσοτέρων εθνικισμών που αναδύονται από τα διάδοχα εθνικά κράτη της διαλυμένης Αυστρο-Ουγγαρίας, προς το τέλος του 19 ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Η έξαρση των εθνικισμών αυτών δημιούργησε το «Μακεδονικό Ζήτημα», η διάλυση της Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας των ημερών μας δημιούργησε τη «Δημοκρατία των Σκοπίων» και το ψευδώνυμό της «Μακεντόνσκι . Ότι το ίδιο ζήτημα -που χώρισε άλλοτε τους λαούς της χερσονήσου του Αίμου και τους στοίχισε ποταμούς αιμάτων και δακρύων –ξανακατασκευάζεται τώρα, δεν φανερώνει ούτε πολιτική ευφυΐα, ούτε διάθεση για ειρήνη και δημιουργική συνεργασία, ούτε και ιδιαίτερη αγάπη για τον άνθρωπο. Φανερώνει μάλλον μια ξεπερασμένη για την εποχή μας σφετεριστική και αρπακτική διάθεση, αν όχι πολιτικό τυχοδιωκτισμό…Στο ερώτημα, τι έγινε με τους ξενόγλωσσους εκείνους κατοίκους του προαιώνιου μακεδονικού χώρου; Η απάντηση είναι μία, την επαναλαμβάνουμε.

    Η Οικουμένη της ελληνο-ορθοδοξίας, η Οικουμένη της γλώσσας και παιδείας και η Οικουμένη της ανεξάρτητης από το κράτος εθνικής συνείδησης, τους αναχώνευσε μέσα στους κόλπους του Ελληνισμού με την ίδια τους τη θέληση, χωρίς βία, και μάλιστα με το περήφανο εκείνο αίσθημα ότι ανήκουν στο γένος των Ελλήνων. Τα αρχεία των κρατικών υπηρεσιών της Αυστρο-Ουγγαρίας μιλούν για “ Griechen” στην Αυστρία και για “Görök ” στο άλλο ήμισυ της δυαδικής μοναρχίας που ήταν αργότερα η Ουγγαρία. Μιλούν για «Έλληνες» κατά τη γλώσσα, την προέλευση και την εθνική συνείδηση. Στο ελεύθερο δε, ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, η μετατόπιση του Μικρασιατικού Ελληνισμού στα μακεδονικά εδάφη, έσβησε οργανικά και τους τελευταίους ξενικούς φθόγγους που ακούονταν ακόμη στην περιοχή σαν τελευταία υπολείμματα μετά τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους ».

    Σε αυτούς τους ξενικούς φθόγγους δεν συμπεριλαμβάνονταν, βεβαίως, η βλάχικη γλώσσα. Ωστόσο, αυτοί που επιχείρησαν να διαχειριστούν το βλάχικο ζήτημα, και προσπάθησαν να παρασύρουν τους Βλάχους σε μια πορεία, με Μέκκα το Βουκουρέστι, επιχείρησαν να τους πείσουν –για να θυμηθούμε κάποιες από τις σοφές επισημάνσεις του Καθηγητή Νικόλαου Κατσάνη- ότι η βλάχικη γλώσσα είναι «κόρη» της ρουμανικής, για αυτό και η γνώση της «μητέρας» γλώσσας ήταν προαπαιτούμενο για τη διατήρηση και διαιώνιση της «θυγατρός». Το γεγονός αυτό, δηλαδή μια ουτοπική –διπλωματικά και στρατηγικά - προσπάθεια, ευθύνεται, εν πολλοίς, για τις περαιτέρω περιπέτειες της βλάχικης γλώσσας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ζώρζ Καστελάν13 , όταν οι εξελίξεις το απαίτησαν, η Ρουμανία υπέβαλε αίτηση αποζημίωσης «για την παραίτησή της από τους Βλάχους της στη Μακεδονία». Ζητούσε, από τη Βουλγαρία περιοχές που γειτνίαζαν με τα σύνορά της και ιδιαίτερα το νότιο τμήμα της Δοβρουτσάς, περιοριζόμενη σε καταγραφή της αλληλεγγύης της προς τους Βλάχους της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Αυτό, βέβαια, δεν εμπόδισε όσους επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν τους Βλάχους, ως μοχλό αποσταθεροποίησης της Ελλάδας, να προσεγγίσουν - δύο φορές - κάποιους «διαχειριστές» του βλάχικου ζητήματος, πείθοντάς τους για την σκοπιμότητα ίδρυσης ανεξάρτητου κράτους των Βλάχων. Γνωρίζουμε ακόμη ότι, πολλές φορές - πάλαι τε και επ΄ εσχάτων - εκδηλώθηκαν προσπάθειες με στόχο να δημιουργηθεί «παμβλαχικό μέτωπο», που θα διέτρεχε όλες τις χώρες της Βαλκανικής, με προβαλλόμενο στόχο τη διάσωση της κοινής (;) ιστορίας και του πολιτισμού των Βλάχων της χερσονήσου του Αίμου. Ιδιαίτερα, μετά την κατάρρευση των τειχών του διπολισμού, με πρωταγωνιστές κάποιους στρατευμένους ή παρασυρμένους εμπειρογνώμονες και μοχλό συγκεκριμένες «δεξαμενές σκέψης» (think tanks) από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, εκδηλώνεται μεθοδικά μια νέα προσπάθεια διαχείρισης των Βλάχων (η 3η με τα ίδια χαρακτηριστικά), με στόχο να τους εντάξουν στο πλαίσιο εφαρμογής αυτού, που ήδη περιγράψαμε ως «Μικροκρατία» στα Βαλκάνια. Έτσι, οι ίδιοι κύκλοι, αφού περιπλανήθηκαν στα δύσβατα καί δυσνόητα μονοπάτια του 20ου αιώνα, κατέληξαν στην απόφαση να χρησιμοποιήσουν - ως πολιορκητικό κριό - οργανώσεις με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και ικανότητα στην προώθηση αποσταθεροποιητικών στόχων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ίδρυμα του George Soros και οι «Ανοιχτές Κοινωνίες» (Open Societies) που ίδρυσε, που χρηματοδοτούν οργανώσεις και ινστιτούτα, που εργάζονται για την αναβίωση συνθημάτων και πρακτικών που προσιδιάζουν σε όσα μετήλθαν το «Πριγκιπάτο της Πίνδου» ή η «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Με βάσεις στο Βουκουρέστι, στη Σόφια, στα Σκόπια και στα Τίρανα, και με τη συμπαράσταση αυτών που – στη νέα τάξη πραγμάτων - συγκροτούν τη «συμμαχία των προθύμων της Βαλκανικής» (με το αζημίωτο βεβαίως!...), επιχειρούν να επενδύσουν στο συναίσθημα των Βλάχων και ιδιαίτερα σε θέματα που άπτονται της γλώσσας και του πολιτισμού τους. Εκμεταλλευόμενοι τα μέσα που τους παρέχονται κι ένα εκτενέστατο δίκτυο κατασκευής, προβολής και διεκδίκησης ζητημάτων, που παρουσιάζεται ότι άπτονται των «ανθρώπινων και μειονοτικών δικαιωμάτων», έχουν επικεντρωθεί σε δύο επιμέρους στόχους: Πρώτον, να διαγράψουν ό,τι συνδέει τους Βλάχους με την εθνική αποκατάσταση και την προκοπή της Ελλάδας και να αποσιωπήσουν ή να εξαφανίσουν ό,τι γράφτηκε στο παρελθόν - με μελάνι ή και αίμα ακόμη - που ταυτίζει τους Βλάχους με τα οράματα και τους στόχους του ελληνικού έθνους. Είναι χαρακτηριστικό πως από τότε που αντιλήφθηκαν ότι ο “New Statesman14 ” είχε ονομάσει κάποτε τον Τζωρτζ Φρέντερικ Άμποτ, «πασίγνωστο φιλλέληνα», η ελλαδική «συμμαχία των προθύμων» και όσοι επικαλούνται αυτά που έγραψαν όλοι (;) οι ξένοι περιηγητές για τους Βλάχους, αποσιωπούν όσα ο Βρετανός απεσταλμένος του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ υπογράμμιζε για τους Βλάχους, εν έτει 1903, όταν κυκλοφόρησε - στο Λονδίνο - το βιβλίο του με τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του από τη Μακεδονία15 . Αξίζει ο κόπος να θυμηθούμε τι έγραφε ο Άμποτ, για να αντιληφθούμε - σε σχέση με όσα προβάλλονται κατά κόρον - τι εξοβελίζουν συστηματικά, κάποια «παρατηρητήρια» για τις συμφωνίες του Ελσίνκι, διάφορα Κέντρα ερευνών μειονοτικών ομάδων, κάποια διεθνή φόρα, τα οποία εργάζονται -πυρετωδώς και ακατάπαυστα- για την προβολή ανάλογων ζητημάτων, αλλά και οι διάφοροι ανά την Ελλάδα και τον κόσμο «βλαχολόγοι». Οι περισσότεροι εξ αυτών, αν και ελάχιστοι αριθμητικά, συγκροτούν -υπό διαφορετική ονομασία- οργανώσεις και συλλόγους, που εμφανίζονται λαλίστατοι όταν πρόκειται να καταγγείλουν την Ελλάδα, για υπαρκτά ή ανύπαρκτα ζητήματα, όπως αυτά που άπτονται των Βλάχων, των Τσιγγάνων, των Μουσουλμάνων και άλλων πληθυσμιακών ομάδων της Ελλάδας, ενώ παρουσιάζονται να αγνοούν χαρακτηριστικά ή να προβάλλουν αποσπασματικά οτιδήποτε έχει σχέση με την τύχη τέτοιων ομάδων σε άλλα σημεία της Βαλκανικής ή της Κεντρικής Ευρώπης, όπως επί παραδείγματι στη F.Y.R.O.M, στο Κόσσοβο, στην Αλβανία, στη Βουλγαρία, στην Ιταλία (Νότιο Τιρόλο) ή στην Ελβετία.

    Η μαρτυρία του Τζωρτζ Φρέντερικ Άμποτ, για τους πολυάριθμους Βλάχους της Μακεδονίας, απουσιάζει από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις τους και δεν περιλαμβάνεται στις αναφορές για την εθνοτική σύσταση του πληθυσμού της Βαλκανικής, στις αρχές του 20ου αιώνα. Επειδή, αυτή η «ενορχηστρωμένη παράλειψη», μόνο ως τυχαία δεν μπορεί να εκληφθεί, μας οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ενοχλούν όσα, μεταξύ άλλων, αναφέρει για την εθνική αυτογνωσία των Βλάχων. Ας προσέξουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:

    « Όλοι οι Βλάχοι μιλούν μια διάλεκτο που είναι πολύ συγγενής της λατινικής αλλά έχει πολλές προσμίξεις ελληνικής και πολλοί από αυτούς είναι δίγλωσσοι, χρησιμοποιώντας τα Ελληνικά, στις οικονομικές δοσοληψίες και στο γραπτό λόγο, ενώ στις συνήθεις περιπτώσεις εμμένουν στο δικό τους ιδίωμα, όπως και μερικοί μορφωμένοι Σκώτοι εμμένουν στα Κελτικά, παρ΄ ότι η Αγγλική τούς είναι εξίσου οικεία. Ένα παράξενο, αλλά όχι ασήμαντο το γεγονός ότι, όταν μιλούν Ελληνικά, οι Βλάχοι δεν εμφανίζουν ούτε το παραμικρό σημάδι ξένης προφοράς. Πράγματι, είναι πολύ πιο εύκολο να ξεχωρίσεις έναν κάτοικο της βόρειας Βρετανίας, όταν μιλάει τη γλώσσα του Νότου, παρά ένα Βλάχο που μιλάει Ελληνικά, κάτι που δεν ισχύει κατ΄ ουδένα τρόπο στην περίπτωση των Σλάβων που μιλούν Ελληνικά.

    Με εξαίρεση το γλωσσικό τους ιδίωμα, όλα τα χαρακτηριστικά των Βλάχων –και ιδίως των πολιτισμένων Βλάχων των πόλεων- είναι ελληνικά: οι τρόποι και τα έθιμά τους, οι θρύλοι και τα τελετουργικά τραγούδια τους, η εμπορική και πνευματική ζωή τους και η θρησκεία τους είναι όλα έντονα ελληνικά και σε όλα τα ζητήματα που αφορούν την εθνικότητα είναι περισσότερο Έλληνες από τους ίδιους τους Έλληνες. Έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από τότε που η ρουμανική προπαγάνδα άρχισε να ανακατεύεται με τους Βλάχους αλλά, όπως προαναφέρθηκε, χωρίς καμία ορατή επιτυχία. Ελάχιστοι Βλάχοι επέτρεψαν στους εαυτούς τους να πεισθούν ότι είναι Ρουμάνοι και ακόμα κι αυτοί, κατά γενική διαβεβαίωση, ενέδωσαν σε άλλα πλην των καθαρά ιστορικών επιχειρήματα.

    Η μεγάλη πλειοψηφία της φυλής εξακολουθεί να είναι σταθερά προσηλωμένη στην ελληνική υπόθεση και συχνά είδα Βλάχους την ώρα που συζητούσαν για τα πεπρωμένα του ελληνικού έθνους και για γεγονότα όπως η Άλωση της Κωνσταντινούπολης ή η Επανάσταση του 1821, να ενθουσιάζονται και να συγκινούνται οι ίδιοι και να συγκινούν τους συνομιλητές τους μέχρι δακρύων. Είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται για ένα υλικό από το οποίο μπορούν να κατασκευασθούν Ρουμάνοι πολίτες. Ωστόσο, είναι κάτι περισσότερο από αμφίβολο αν οι Ρουμάνοι αποβλέπουν σοβαρά στον πολιτικό προσηλυτισμό των Βλάχων. Η γεωγραφική θέση της Ρουμανίας αποκλείει την περίπτωση να αποβλέπει η τελευταία σε προσάρτηση εδαφών στη Μακεδονία. Η μόνη πιθανή εξήγηση της Ρουμανικής πολιτικής σε αυτήν την επαρχία είναι η επιθυμία προβολής τίτλων οι οποίοι, κατά την αιωνίως αναμενόμενη και αιωνίως αναβαλλόμενη ημέρα του διαμελισμού της Τουρκίας, θα μπορούσαν να ανταλλαγούν με εδάφη ευρισκόμενα πλησιέστερα προς τη ρουμανική επικράτεια ».

    Τέτοιες αναφορές, όπως αυτή του Τζωρτζ Φρέντερικ Άμποτ, απουσιάζουν παντελώς από τις περισπούδαστες σύγχρονες αναλύσεις για τους Βλάχους, οι οποίες, στις περισσότερες περιπτώσεις, συμπληρώνονται τόσο από επιφανειακές, όσο και από φαινομενικά εμβριθείς προσεγγίσεις, που περιλαμβάνονται σε ταξιδιωτικές εντυπώσεις ευρωπαίων που επισκέπτονταν τη Μακεδονία ή την Ήπειρο, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Τουναντίον επενδύοντας στη συναισθηματική φόρτιση που προκαλεί η αναφορά στην ανάγκη διάσωσης της βλαχικής γλώσσας και του πλούσιου βλαχικού πολιτισμού, οι σύγχρονοι πλασιέ της «Μικροκρατίας» στα Βαλκάνια, επιχειρούν να εντάξουν τα ζητήματα αυτά σε ένα πακέτο θεμάτων, που μπορεί μεν να χωρά τα δικαιώματα των τουρκογενών Μουσουλμάνων της Θράκης αλλά ταυτόχρονα αποκλείει την προβολή των δικαιωμάτων για κάποιες πληθυσμιακές ομάδες που βρίσκονται «εκτός του σχεδίου», όπως για παράδειγμα των Πομάκων ή των Ρωμά, για τους οποίους ευνοούν και εργάζονται για τον εκτουρκισμό τους. Έτσι, οι ίδιοι «πλασιέ», οι ίδιοι «επαγγελματίες των ανθρώπινων δικαιωμάτων», μπορούν να κλείνουν τα μάτια τους και να αποσιωπούν όσα οι τουρκογενείς Μουσουλμάνοι εφαρμόζουν καθημερινά, προκειμένου να συνθλίψουν τους Ρομά και τους Πομάκους, οι οποίοι - επειδή κατοικούν στη Θράκη - αποτελούν υποκείμενα μιας άγριας, αφομοιωτικής προσπάθειας, που εκδηλώνεται με τη διπλωματική συμπαράσταση της Τουρκίας και τη «θρησκευτική αλληλεγγύη» ισλαμικών, θεοκρατικών ή «κοσμικών» αραβικών κρατών. Είναι οι ίδιοι κύκλοι που νομίζουν ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τις προθέσεις, τα κίνητρα και τα ελατήριά τους, όταν δηλώνουν ότι αγωνίζονται «για τις λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες» αλλά μόνο σε περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου και όχι της Θράκης. Οι ίδιοι κύκλοι που απαιτούν εκπαίδευση στη σλαβομακεδονική γλώσσα, αλλά ποτέ στη ρομανί ή στην πομακική γλώσσα. Οι ίδιοι κύκλοι, που μπορούν να κόπτονται για τους Ρωμά που κατοικούν στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης αλλά δεν είδαν, δεν άκουσαν ή δεν έμαθαν ποτέ κάτι για τη γενοκτονία των Ρωμά στο Κόσσοβο!...

    Κυρίες και Κύριοι,

    εκατόν έξι χρόνια μετά τα όσα επισήμαινε ο Άμποτ για τους Βλάχους στη Μακεδονία και στην Ήπειρο, οι ίδιοι οι Βλάχοι μπορούν και πρέπει να διαχειριστούν μόνοι τους τα ζητήματα που αφορούν τη διάσωση της γλώσσας και του πολιτισμού τους. Χωρίς τους «μονόφθαλμους επαγγελματίες», χωρίς τους «εργολάβους γλωσσικών ή άλλων ανθρώπινων δικαιωμάτων». Οι ίδιοι οι Βλάχοι γνωρίζουν τι πρόσφεραν στην υπόθεση της εθνικής αποκατάστασης, της πνευματικής, πολιτιστικής, οικονομικής ευημερίας του Τόπου μας. Όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες γνωρίζουμε καλά τι οφείλουμε σε αυτήν τη σημαντική συνιστώσα του Ελληνισμού. Κι όλοι μαζί, είμαστε αποφασισμένοι να μην αφήσουμε χώρο σε εκείνους που φαντάζονται ότι, τόσο τα Βαλκάνια όσο και η Ελλάδα πρέπει να πάψουν να ατενίζουν το μέλλον. Είμαστε έτοιμοι να ανατρέψουμε τα σκοτεινά τους σχέδια που στοχεύουν στη διαμόρφωση των συνθηκών και των όρων για ένα νέο «ραντεβού της Βαλκανικής με το ζοφερό παρελθόν της». Όσοι αποφάσισαν να θεμελιώσουν την πολιτική τους στη Χερσόνησο του Αίμου, σε «φαντάσματα του παρελθόντος», θα κληθούν πολύ σύντομα να αναζητήσουν με ποιο τρόπο θα στηρίξουν τις οικονομικά θνησιγενείς κρατικές οντότητες που διαμόρφωσαν μέσα από τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Είναι καιρός πάντως να αντιληφθούν ότι -έναν αιώνα μετά- στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, δεν υπάρχουν οι αναλογίες της δεκαετίες του 1910 και του 1920. Τα παραμύθια με τους Βλάχους, τους Σαρακατσάνους και τους Ρωμά, τους οποίους παρουσιάζουν ως δήθεν ξεχασμένες μειονότητες στην Ελλάδα, μπορούν να βρίσκουν φιλόξενο χώρο σε ιστοσελίδες, όπως αυτή του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών ή του Συλλόγου Τούρκων Δυτικής Θράκης ή ενίοτε και στις εκθέσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συντάσσει κατ΄ έτος το State Department ή ακόμη ως θεματική ενότητα σε συμπόσια και συνέδρια πανεπιστημιακών τμημάτων του εξωτερικού, δεν θα βρει όμως ποτέ – όσα μέσα κι αν διαθέσουν - τη συμπαράσταση των ίδιων των ενδιαφερόμενων ή οποιασδήποτε από τις συνιστώσες του Ελληνισμού.

    Ακόμη, το συνδυασμένο, χονδροκομμένο παιχνίδι, για την επαναφορά της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης στην κατάσταση της διεθνοποιημένης οντότητας, των αρχών του 19ου αιώνα, έγινε πλέον αντιληπτό από την πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού, παρά τις προσπάθειες συγκάλυψής του. Για αυτό ένα είναι σίγουρο: Όσοι αγωνίζονται για να πραγματώσουν τον προαναφερθέντα στόχο, κάτι που προϋποθέτει ανακάλυψη ή «κατασκευή» μειονοτήτων, δεν θα βρουν συμμάχους ή συνεργούς, όσα φαντάσματα (των Βαλκανίων ή της Θεσσαλονίκης) κι αν περιγράψουν, επικαλεστούν, επιστρατεύσουν ή επινοήσουν…

    Αν το αντιληφθούν εγκαίρως, θα αποφύγουν να θέσουν σε δοκιμασία τα αντανακλαστικά της κοινωνίας των ενεργών πολιτών, που –τουλάχιστον στην Ελλάδα- δεν εννοεί να παζαρέψει την ενότητά της και τη συλλογική προσπάθεια για το μέλλον, προκειμένου να δικαιωθούν κάποιοι άρρωστοι αναλυτές, οι οποίοι μας θέλουν συνεργάτες φαντασμάτων της ιστορίας ή της μυθοπλασίας τους γύρω από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

     

    ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΛΕΓΟΜΕΝΩΝ ΒΛΑΧΩΝ 
    Θανάσης Χούπης
    8ο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών, Λιβάδι Ολύμπου, 26-27 Μαΐου 2006

     

    1 R. Kaplan: «Επερχόμενη Αναρχία» (τίτλος του πρωτότυπου:“The Coming Anarchy”), Εκδόσεις «Ροές», Αθήνα, 2001, σελ. 250, 251

    2 R. Kaplan: «Επερχόμενη Αναρχία» (“The Coming Anarchy”), ό.π

    3 Ο Ramsay παρατίθεται στο V.H. Dadrian, The History of the Armenian Genocide, Μπέργκχαν, 1995, σελ.158, Von Tietz, St. Peters-burgh, σελ.135, που παραθέτει ένα μη κατονομαζόμενο ταξιδιώτη, Jennings, σελ.101.

    4 Μαρκ Μαζάουερ, «Τα Βαλκάνια», Εκδόσεις «Πατάκη», Αθήνα, 2002, σελ. 136-137.

    5 P. Kitromilidis, «“ Imagined communities” and the origins of the national question in the Balkans» , στο έργο του Enlightenmet, Nationalism, Οrthodoxy, XI, σελ. 158.

    6 Johann Bernhard, Count von Rechberg und Rothenlowen, Υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας, το 1853.

    7 V. Dedijer, “The road to Serajevo”, London 1966, page 73

    8 A. Toumarkine: “Les migration des populations mousoulmanes Balkaniques en Anatolie”, pages 27-50

    9 “People at bay, The Jewish Problem”, Oξφόρδη, 1938

    10 Leon Trotskij Κιέβσκαγια Μύσλ, τχ. 206, 8(21) Ιουλίου 1913, στο έργο, Λέον Τρότσκι: «Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, 1912-1913, εκδόσεις «Θεμέλιο», 1993, (σελ.403-409).

    11 Αρχείο Αλέξανδρου Δάγκα, δημοσιευμένο στο έργο των Αλέξανδρου Δάγκα – Γιώργου Λεοντιάδη: «Κομιντέρν και Μακεδονικό Ζήτημα» (το ελληνικό παρασκήνιο, 1924), εκδόσεις «Τροχαλία», 1997, σελ.184-187.

    12 Πολυχρόνης Ενεπεκίδης: «Εθνική συνείδηση των Μακεδόνων και των Βορειοηπειρωτών της Αυστρο-Ουγγαρίας», εκδόσεις «Μαλλιάρης-Παιδεία», 1993, σελ. 33 κ.ε.

    13 Ζωρζ Καστελάν: «Ιστορία των Βαλκανίων (14ος-20ος αι.), εκδόσεις «Γκοβόστης», 1991, Αθήνα, σελ. 520.

    14 O “New Statesman”, σε κριτική του για το βιβλίο του George Frederick Abbott: “Turkey, Greece and the Great Powers”(A Study in Friendship and Hate, Robert Scott, London, 1916), αποφαίνεται πως ο Άμποτ «είναι ένας πασίγνωστος φιλέλληνας του πλέον ασυμβίβαστου είδους».

    15 Τζωρτζ Φρέντερικ Άμποτ: «Ένας Άγγλος στη Μακεδονία του 1900», 2004, Εκδόσεις «Στοχαστής», Αθήνα.

    Αναζήτηση