Φορεσιές - Παραδοσιακές φορεσιές των Συρρακιωτών

Παραδοσιακές φορεσιές από το Συρράκο from http://photoioannina.blogspot.grΗ φορεσιά ενός λαού εκφράζει άμεσα το αισθητικό επίπεδο και τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες του τόπου της καταγωγής τους. Στις φορεσιές τις ανδρικές και τις γυναικείες υπάρχει μια μεγάλη διαφορά: η ανδρική στολίζεται από κεντήματα πολλές φορές λίγα και σε αυστηρή γραμμή ενώ η γυναικεία ποικίλλεται από την έμφυτη φιλαρέσκεια της γυναίκας και την ισχυρότερη κλίση της προς τον καλλωπισμό και το στολίδι μαζί με το γεγονός ότι το ράψιμο και το κέντημα της γυναικείας φορεσιάς ανήκουν στο μεγαλύτερο τους μέρος στο χώρο της οικιακής χειροτεχνίας που επηρεάζεται άμεσα από τοπικές πατροπαράδοτες συνήθειες.
Το Συρράκο του οποίου η αρχιτεκτονική, τα παλαιότατα υδραγωγεία, τα γεφύρια, οι εκκλησίες και τα σπίτια χτισμένα με πελεκητή άσπρη πέτρα, η διαρρύθμιση τους σε χώρους υποδοχής, βοηθητικούς, αποθηκευτικούς, καλοκαιρινούς και χειμωνιάτικους έδειχναν ότι οι κάτοικοι ήταν έτοιμοι ν' αντιμετωπίσουν μεγάλους και μακρείς χειμώνες και ζεστά καλοκαίρια.

 

 

Οι Συρρακιώτικες φορεσιές υπετάσσοντο στον τρόπο ζωής και κατοικίας των Συρρακιωτών. Απ' τις φορεσιές τις οποίες θα αναλύσω θα ήθελα πρώτα ν' αναφερθώ σε κάτι ιδιαίτερο. Είναι τα κεντήματα. Οι γυναίκες των κτηνοτρόφων φορούσαν φούστες από ύφασμα υφαντό κεντημένο πότε πάνω από ένα βολάν με το οποίο τελείωνε και φεστόνι, πότε με φούστες πλεκτές και στο πλέξιμο κεντητές αράδες από λευκό συνήθως χρώμα. Μπλε, πράσινο και καφέ από φλούδες καρυδιάς βαμμένο, ανεξίτηλα δηλαδή. Τα συγκούνια είναι στο Συρράκο τρία: το νεανικό, από μαύρη στόφα με γαϊτάνια κόκκινα και πολύ κομψά ραμμένα. Τα κεντούσαν άνδρες. Ήταν οι χρυσοραφτάδες. Ήταν όμως κεντημένα με μπιρσίμια και κορδόνια, με θαυμάσια σχέδια το δεύτερο σιγκούνι ήταν με λίγο βαθύτερα χρώματα τα κορδόνια, τα δε τρίτα ήταν με σκούρα χρώματα, τουλάχιστον στο Συρράκο τα αποκαλούσαν τα σιγκούνια με τις σόδες. Όλα όμως ήταν φοδραρισμένα ως τη μέση λεπτό εμπριμέ ύφασμα απ' τους τερζήδες.
Τα συγκούνια εδώ σε μας φτιαχνόταν από εγχώρια μάλλινα υφάσματα και ήταν τριών ειδών. Ο διάκοσμος όμως γινόταν με στριφτά μεταξωτά κορδόνια που τα έλεγαν γαϊτάνια ή ουτράδες ή ουτρές και πολλές φορές έπαιρνε τέτοια έκταση ώστε απλώνεται και να σκεπάζουν ολόκληρη ή σχεδόν ολόκληρη την επιφάνεια του ρούχου. Τέτοια είναι τα ζαγορίσια συγκούνια. Σε σπάνιες περιπτώσεις τα συγκούνια μας είχαν και λίγο χρυσοκέντημα. Όπως είναι γνωστό η χρυσοκεντητική έχει μακρά παράδοση στην Ελλάδα. Άρχιζε ν' ακμάζει τον 4ο αιώνα και διατηρήθηκε σ' ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο τροφοδοτώντας τη χλιδή της βυζαντινής αυλής και της ανατολικής εκκλησίας με λαμπρά χρυσοκεντήματα, που μας είναι γνωστά είτε από περιγραφές των κειμένων, είτε από κεντήματα που σώθηκαν αυτούσια και πλέον το υφαντό μεταξωτό πολύ λεπτό ύφασμα πάνω στο οποίο απλώνεται κεντημένο με τα σχέδια του το χρυσό έχει πλέον σκουριάσει.
Ας προχωρήσουμε στις γυναικείες φορεσιές. Είμαι εις θέση να ξέρω από διηγήσεις, από φωτογραφίες και από γεγονότα που συνέβησαν στους οικείους μου ότι πριν από 125 χρόνια η Συρρακιωτοπούλα νύφη οδηγείτο στο γάμο της με τη χρυσοκέντητη και ολομέταξη φορεσιά της και στο κεφάλι δύο μαντήλια ένα εσωτερικό. Τα μαλλιά της στα πλάγια γυρισμένα σε στριφτές μπούκλες, ένα μαντήλι από πάνω στο οποίο τύλιγαν τις κοτσίδες της, ένα δεύτερο μαντήλι από εκλεκτό μετάξι και κεντήματα, από πάνω μια ομπόλια ή φερεντζέ ή μαχραμά και τελείωνε μ' ένα βελούδινο φέσι με χρυσή φούντα. Οι Συρρακιώτες παρ' ότι ήταν προστατευμένοι απ' τους νόμους της Βαλιδέ Χανούμ όπως και οι Ζαγορίσιοι, εντούτοις δεν έδειχναν τα κορίτσια τους με γυμνά πρόσωπα έξω ούτε στους ξένους.
Πέρασαν χρόνια ώστε να πεταχτεί ο φερεντζές. Πρέπει να πω ότι ήταν κόκκινος, κεντημένος με χρυσές πούλιες. Έκτοτε το διπλό μαντήλι κρατήθηκε για τις ηλικιωμένες γυναίκες και οι νέες κράτησαν ένα μαντήλι τρίγωνο διπλό μ' ένα εξαιρετικό δέσιμο, μοναδικό σε όλα τα γύρω χωριά. Ξεκινούσε στο πίσω μέρος του κεφαλιού από μια ανοιχτή βεντάλια, που στις άκρες της είχε δύο απλωμένα φύλλα. Μια καρφίτσα ασημένια κοσμούσε το κεφάλι αυτό. Εδώ που γίνεται με το βελόνι, πολύχρωμα και αναπαριστά μπουμπούκια λουλουδιών ή φύλλα. Σε μας λέγεται ούβια ή μπιμπίλα επί το απλούστερον. Υπήρχαν όμως και δαντέλες των οποίων τα σχέδια έρχονται απ' τη Δύση και τα βλέπουμε στις ιταλικές βιογραφίες του 16ου αι. Κεντήματα επίσης σε ρουχισμό είχαν οι οικογένειες του ραφτάδων, των οποίων οι γυναίκες κεντούσαν σε βελούδο γυναικείες παντούφλες και επίσης σε ατλάζι κεντημένες παντούφλες ανδρικές, τις οποίες φοδραρισμένες και άδετες προσέφεραν με τα προικιά στο γαμπρό.
Η φουστανέλα βέβαια είναι η εθνική στολή και έτσι αναπαριστούν πάντα τον Έλληνα πολεμιστή, τον Έλληνα καπετάνιο, τους δικούς μας πατέρες και ελευθερωτές που άρχισαν τον αγώνα το 1821. Όμως στη Λακωνία φοράνε τη φουστανέλα όπως εμείς με τη φέρμελη ξεκούμπωτη, τσαρούχια αλλά με μαντίλι στο κεφάλι. Στην Αττική και τη Ρούμελη η φέρμελη είναι κουμπωμένη, χρυσοκεντημένη, το ζωνάρι είναι υφαντό, το φέσι είναι κόκκινο και παπούτσια, τα οποία καλύπτουν γκέτες χρυσοκεντημένες που φτάνουν πάνω απ' τα γόνατα. Το Μέτσοβο έχει σκούρα φουστανέλα και το Περιβόλι άσπρη, υφαντή, κεντημένη με οτρά. Των γυναικών τα συγκούνια, το πολυτελέστερο είναι το πιρπιρί της Γιαννιώτισσας, που φοριέται με φέσι, το Ζαγορίσιο που είναι τριών λογιών αλλά σε φόντο μαύρο, κεντημένο με γαϊτάνια κόκκινα, βαρύτατο, κομψό και αθάνατο. Ο πατέρας της λαογραφίας, ο πολίτης, τα θαύμαζε πάντα αλλά και οι ξένοι έκαναν λόγο στις περιγραφές τους και τόνιζαν τις παραλλαγές. Δεν περιέγραψα την κορωνίδα της ελληνικής φορεσιάς, τη φουστανέλα.
Αυτή είχε τη φέρμελη, που ήταν μαύρη, σαν γιλέκο, στολίζεται μπροστά από δυο σειρές χρυσόπλεκτα ή ασημένια κουμπιά τα μακριά μανίκια έχουν ξηλωμένη ολόκληρη τη ραφή και το μπροστινό μέρος της μασχάλης και πέφτουν ελεύθερα και αχρησιμοποίητα στην πλάτη. Υπήρχαν όμως και φέρμελες χρυσοκεντημένες ολόκληρες και οι περικνημίδες που ήταν από τσόχα, κεντημένες με την ίδια τεχνική και διακοσμητική αντίληψη. Και σ' όλο μου το βίο είχα δει δύο τέτοια Συρρακιώτικα. Η μία ήταν του αδερφού της μητέρας μου του δικηγόρου Μανώλη Αυδίκου, την οποία είδα όταν ήμουν σε σχολική ηλικία, οι γονείς του, του την είχαν δώσει μαζί του. Εκείνος χάθηκε νέος αλλά εγώ τη φορεσιά δεν την ξανάδα ποτέ. Η δεύτερη ήταν του καπετάν Γούλα Λεπενιώτη, ο οποίος τη φορούσε όταν ελευθερώθηκαν τα Γιάννενα και λένε το εξής: αληθινό ή παραμύθι, δεν ξέρω: η μάνα του που παρακολουθούσε την προέλευση πήγε να καμαρώσει το γιο της. Πλησίασε το βασιλιά και ρώτησε: «Ω! Βασιλιά που είναι ο γιος μου, ο Γούλα Λεπενιώτης; Έρχεται πίσω», της απήντησε ο βασιλιάς και είναι σπουδαίο παλικάρι. Τη φορεσιά αυτή μας την είχε εμπιστευτεί η οικογένεια του καπετάνιου, όταν με τον Λαογραφικό Όμιλο «Κρυστάλλης» πήγα στην Κρήτη να κάνω την αναπαράσταση της απελευθέρωσης.
Στην ομιλία θα περιγραφούν τα κεντήματα, τα κοσμήματα οι δαντέλες με τη λεπτομέρειά τους και ζωντανά «θα τα δείτε στο μουσείο»
Θέλω εδώ να σταματήσω και η κατάθεση μου τούτη κι ας είναι για τους νεότερους υπόδειγμα γιατί η επόμενη εποχή θα τα διαγράψει όλα. Ο πολιτιτισμός, η τεχνολογία, η οικονομική άνεση σε σχέση με το τι υπήρχε αλλού σταμάτησαν τις βλαχοπούλες να τραγουδούν.

Τάκου-τάκου ο αργαλειός μου τάκου κι έρχεται ο καλός μου
ή
το κέντησμα είναι γλέντησμα κι η ρόκα είναι σιργιάνι
κι αυτός ο έρμος ο αργαλιός είναι σκλαβιά μεγάλη.

 

Ερμηνεία Φωτιάδου, Συγγραφέας – Λαογράφος
Φορεσιές - Παραδοσιακές φορεσιές των Συρρακιωτών

4o Σεμινάριο Βλάχικων Παραδοσιακών Χορών, Συρράκο, 27-28 Απριλίου 2002

Αναζήτηση