Στην κατηγορία αυτή παρουσιάζονται υποκοριστικά και χαιδευτικά ονομάτων στα βλάχικα και τα αντίστοιχα στην Ελληνική.
Μπορείτε εύκολα να προσθέσετε όσα γνωρίζετε.
Λέξη, φράση, όνομα | Ερμηνεία (Μετάφραση) |
---|---|
όαε, όι |
πρόβατο |
Οάρα σλάμπα |
Ώρα αχαμνή, κακιά ώρα
Εκφέρεται είτε ως δικαιολογία είτε και ως κατάρα. |
οάσπε |
φίλος |
όκλιου |
μάτι
|
Όμλου ιάστι ντούλτσι κα νιάρι, σ' γκρέου κα σάρι |
Ο άνθρωπος είναι γλυκός σαν μέλι και βαρύς σαν αλάτι |
Όμλου σ'πιλιξιάστι κου ζμπόρλου σι όχι κου ταπόρλου |
Ο άνθρωπος διαμορφώνεται με το Λόγο κι όχι με το τσεκούρι |
όμου |
άνθρωπος |
όου |
αβγό |
οπτζάτς |
ογδόντα |
όπτι, όπτου |
οκτώ |
όρμπιρι, όρμπιργιε |
δέντρο, δέντρα
|
όσου |
κόκκαλο
|
ούμτου λέμνου |
φυτικό βούτυρο
|
ούμτου ντι λέμου =ουμτουλέμου |
λάδι ούμτου=βούτυρο+λέμνου =ξύλο. Το εκ του ξύλου βούτυρο...αφου γνώριζαν στα ορεινα - λόγω της ενασχόλησης τους μέ προιόντα του γάλακτος κατ΄αρχήν τό βούτυρο. Οι ελιές ευδοκιμούν χαμηλά.ΟΥΜΤΟΥ ΝΤΙ ΛΕΜΝΟΥ λοιπόν =ουμτουλέμνου. |
ουν |
ένα |
ούν σπριγινιτσ |
εικοσιένα |
ούνε σούτε |
εκατό |
ουντουλέμνου |
ελαιόλαδο
|
ουριάκλι |
αυτί |
ούρσα |
αρκούδα |
ουρσίνι |
ντροπή |
ουρτζάτς |
τσουκνίδα |
ούσια |
πόρτα, είσοδος
|
Ουσμπάγκ πουρίτσ τα στι μέκε | Θα βάλω ψύλλους να σε φάνε (Βαησμπάγκου πούριτσι στ μ'γκου) |