Χοάρα Μουσιάτα - Τα Λιβάδια του Πάικου - ο τόπος, η ιστορία, οι άνθρωποι

Χοάρα Μουσιάτα - Τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου - ο τόπος, η ιστορία, οι ανθρώποι Το κίνητρο για τη συγγραφή του πονήματος1 που κρατάτε στα χέρια σας ήταν ένα και μοναδικό: η αγάπη για τον τόπο και τη γενέθλια γή των προγόνων μου.

Ακούγεται συνήθως πεζό, και χιλιοειπωμένο, ειδικότερα από όλους αυτούς που κατά καιρούς επεχείρησαν και έγραψαν κάτι για το δικό τους προσφιλή τόπο. Αλλά αυτή είναι η αλήθεια.  Γράφοντας τούτες τις σελίδες, είχα στο νου μου πρώτα απ’ όλα τους Λιβαδιώτες.
Τους Λιβαδιώτες που έζησαν τα Λιβάδια των παιδικών τους χρόνων, και θάθελαν να ξαναθυμηθούν αλλά και να μάθουν κάτι περισσότερο για την καταγωγή τους και τη γενέτειρά τους. Επίσης τους νεώτερους Λιβαδιώτες δεύτερης και τρίτης γενιάς, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία ζούνε στα αστικά κέντρα.

Αυτούς  που επιθυμούν να ικανοποιήσουν μια ανθρώπινη ανάγκη, την ανάγκη του να ανήκουν σε ένα μοναδικό και διακριτό υποσύνολο, σ’ αυτό  του Μεγαλολιβαδιώτη, του Λιβαδιώτη του Πάικου.
Επίσης είχα στο νου μου τους Λιβαδιώτες που δεν υπάρχουν ανάμεσά μας πια. Αυτούς  που  θάθελαν να πούνε στο εγγόνι ή το δισέγγονό τους μια ιστορία των παιδικών τους χρόνων, ένα παραμύθι, ένα τραγούδι για το  αγαπητό τους χωριό.

Φεύγοντας όμως πήραν μαζί τους για παντοτινά,  μνήμες και αναμνήσεις. Ακόμη, σκέφθηκα τον απλό επισκέπτη του τόπου μου. Αυτόν που ερχόμενος σε έναν ορεινό, και μάλλον άγνωστο προορισμό, επιθυμεί να γνωρίσει την τοπική ιστορία, την καταγωγή, τα ήθη και έθιμα των ανθρώπων που κάποτε πέρασαν από εδώ. Αλλά και την τοπογραφία και το φυσικό περιβάλλον (το μόνο που απέμεινε ευτυχώς ανέπαφο ακόμη από τις πάμπολλες περιπέτειες που γνώρισε τούτος ο τόπος). Επίσης  να γνωρίσει πώς  μια μικρή κοινωνία που βρέθηκε στις «ραφές» του ελληνισμού, εκεί που τελειώνει η Ελλάδα και αρχίζει η βαλκανική ενδοχώρα, πορεύθηκε μέσα στο χρόνο ως τα σήμερα.  Αλλά και πώς προσπαθεί με χίλιες δυό αντιξοότητες να ορθοποδήσει και να πορευθεί στο μέλλον της.

Τέλος, έφερα στο νου μου όλους αυτούς τους γνωστούς και άγνωστους  που πίστεψαν, μόχθησαν, και έμπρακτα εργάσθηκαν και αθόρυβα εργάζονται, για να γίνουν κάποτε τα Λιβάδια  ένα όμορφο χωριό, μια «χοάρα μουσιάτα»  όπως θα λέγαμε στη ντοπιολαλιά μας.

Φώτης Κιλιπίρης
Κοινοτάρχης Λιβαδίων

----------------------------------------------------------------------------
1.Η καταγραφή της ιστορίας της γενέτειρας των προγόνων μου αποτελεί μια προσπάθεια για την ανάδειξη του δικού μου ιδιαίτερου τόπου και μια μικρή συμβολή για περισσότερη αυτογνωσία. Δεν είναι η πρώτη, και πιστεύω ότι δεν θα είναι και η τελευταία. Όσον αφορά τη δομή του, το πόνημά μου ξεκινά με μια αναφορά στη βλαχόφωνη καταγωγή των Λιβαδιωτών. Αυτό γίνεται σκόπιμα ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι τόσο στην ελληνική όσο και τη διεθνή βιβλιογραφία, υπάρχουν διάφορες θεωρίες και προσεγγίσεις περί της καταγωγής των Αρμάνων-Βλάχων, γεγονός που όπως είναι αναμενόμενο σε ορισμένες περιπτώσεις, είτε να παραπλανούν (δεν λείπουν οι σκοπιμότητες), είτε να δημιουργούν σύγχυση στο μέσο αναγνώστη. Επιλέγω την προσέγγιση εκείνη η οποία επιστημονικά αφενός μεν επιβεβαιώνει την παρουσία βλαχοφώνων-λατινοφώνων στον ευρύτερο ελληνικό χώρο από την εποχή της ρωμαιοκρατίας, αφετέρου δε εκφράζει τον αυτοπροσδιορισμό και τη συλλογική ταυτότητα  των Ελληνοβλάχων όπως τουλάχιστον αυτή διαμορφώθηκε στην πράξη και εξελίχθηκε στο πέρασμα του χρόνου, ως τα σήμερα. Παρουσιάζονται οι τόποι καταγωγής των Λιβαδιωτών, στοιχεία σύστασης των Μικρών και των Μεγάλων Λιβαδίων καθώς και η κοινωνική και λοιπή δραστηριότητα του δίδυμου οικισμού.


Ακολουθεί η παρουσίαση των μεγάλων ιστορικών γεγονότων του εικοστού αιώνα όπως ο Μακεδονικός Αγώνας, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, οι διάφορες περιπέτειες του τόπου, και πως αυτά τα γεγονότα επέδρασαν πάνω στη φυσιογνωμία και την παραπέρα τύχη της ιστορικού βλαχοχωριού της Μακεδονίας. Η μεταπολεμική περίοδος του οικισμού με την μεγάλη προσπάθεια ανασύνταξής του και αναβίωσής του, ακολουθεί μέσα από την παράθεση όλων εκείνων των δράσεων που πραγματικά  δρομολόγησαν και δρομολογούν την αναβίωση της ιστορικής κοινότητας του Πάικου. Τα τοπωνύμια καθώς και το πλούσιο φυσικό περιβάλλον δεν λείπουν από την καταγραφή αυτή. Όπως επίσης οι εκδηλώσεις αλλά και όλοι εκείνοι οι φορείς  που ζωντάνεψαν και συνεχίζουν με τη δράση τους να ζωντανεύουν τον ιδιαίτερο τόπο μου. Τέλος γίνεται αναφορά στους επίτιμους δημότες του χωριού μας καθώς και στα Λιβαδιώτικα επώνυμα έτσι όπως αυτά διασώθηκαν μέσα από τα αρχεία και στα οποία ο καθένας μπορεί να προστρέξει  για να βρεί την ιδιαίτερη ρίζα του.  Για τη συγγραφή χρησιμοποίησα σαν πηγές τη διαθέσιμη σχετική  βιβλιογραφία, στοιχεία της προφορικής παράδοσης, έγγραφα, αφηγήσεις από προσωπικές μαρτυρίες όπως και φωτογραφικό υλικό από διάφορες πηγές. Ευχαριστώ όλους για τη συμβολή τους.



Παραγγελίες
Σύλλογος Μεγαλολιβαδιωτών Πάικου
Λαγκαδά 8, 54623
Θεσσαλονίκη
τηλ. 6977-734674

Πληροφορίες
Φώτης Κιλιπίρης
Χρυσοστόμου 7
55535 Πυλαία
Θεσσαλονίκη
τηλ. 6945-587437




Πρόλογος

Νοσταλγία και καημός, βαθειά αγάπη και υπερηφάνεια οδηγούν τα βήματά μας και τον νου μας, την ψυχή μας και τη μέριμνά μας, ξανά και ξανά, παντοτινά, στις ρίζες μας και στα μέρη μας, στα ψηλά  βουνά μας και στους θερμούς δεσμούς του αίματός μας. Είναι ένας ευρύς, πολύ βαθύς και στους τρίτους αφανής, κύκλος της ζωής, όπως οι προαιώνιοι κύκλιοι χοροί μας κι η καρδιά μας.

Περιπλωμένων ενιαυτών, στον αιώνιο αυτοδύναμο κύκλο των ετών, δεσμεύθηκε και κινήθηκε επίσης ο Οδυσσέας μας –καθώς του ψάλλει στην Οδύσσεια ο ΄Ομηρος τα πάθη του και τους άθλους του, τις φουρτούνες του και όσα απίστευτα γνώρισε, την αντρειοσύνη του και την πονηρία του που εκκίνησε η νοσταλγία του. Τσέλιγκας, άλλωστε, όπως όλοι οι Βασιλείς των ομηρικών επών, ήταν ο Οδυσσέας και πρώτα απ’όλα στη στάνη του, στο μαντρόσκυλό του ΄Αργο –τον Λευκό, τον Φλώρο- και στον τσομπάνο του Εύμαιο πήγε μόλις γύρισε στην Ιθάκη του.

Αυτόν τον κύκλο των ετών ακολουθούμε και ζωοδοτούμε κι εμείς οι Αρμάνοι διαπλέοντας  όλη τη ζωή μας με αμετακίνητη κι ακατανίκητη ρότα την Ιθάκη μας, το κοπάδι μας, τον γαλανόν καπνόν αναθρώσκοντα από το πατρογονικό μας τζάκι. Κι ας πάνε να κουρεύονται οι Λαιστρηγόνες και οι Κύκλωπες, ο άγριος Ποσειδώνας και οι γραβατωμένοι φραγκεμένοι. Τους περιφρονούμε και τους προσπερνούμε γιατί δεν τους κουβανεί η ψυχή μας.
Πριν μισόν αιώνα στην Ελλάδα, που εμείς φτιάξαμε, φωτίσαμε και κοσμήσαμε, μας καταφρονούσαν και μας δακτυλοδεικτούσαν, μας συκοφαντούσαν και μας λοιδωρούσαν. Σιωπή εμείς, ούτε φωνή ούτε λαλιά ούτε στα ελληνικά ούτε, προς Θεού, στη λατινόφωνη ντοπιολαλιά. Τα χωριά μας ένα-ένα πυρπολήθηκαν τότε στους πολέμους κι ερημώθηκαν, τα κοπάδια μας δεκατίσθηκαν, οι άνθρωποί μας σκορπίσθηκαν, ολόκληρο το προαιώνιο σύστημά μας διαλύθηκε, η ιστορία μας συγκαλύφθηκε και σιγά-σιγά η γλώσσα μας χάθηκε στα χείλη των επιγενομένων.
Όλα φανέρωναν πως επέρχονταν αναπόφευκτη η συντέλειά μας κι όλα τα κατάπινε η λησμονιά. Αισθανόμασταν οι Τελευταίοι των Μοϊκανών – και ήμασταν κατάκαρδα θλιμμένοι. Μεγαλώναμε μαζί φίλοι, συμμαθητές ή γείτονες και ούτε μια γνωριμία δίναμε. Μας συνέπαιρνε και μας προφύλαγε η ανωνυμία.
Ο κύκλος έκλεινε οριστικά. Ωστόσο, μια λεπτομέρεια μας διέφευγε και ήταν το ομηρικό κλειδί: περιπλωμένων ενιαυτών. Τώρα πια η ζωή μάς δίδαξε το μεγάλο μυστικό: έχει ο καιρός γυρίσματα. Ο κύκλος πράγματι κλείνει, αλλά αρχίζει πάλι άλλος. Ο ιστορικός χρόνος δεν είναι ευθύγραμμος ούτε πεπερασμένος. Μοιάζει με την κυκλική τροχιά των άστρων η οποία ορίζεται από την μαγνητική και εξισορροπεί το Σύμπαν. ΄Ετσι, ξαφνικά μα νομοτελειακά, φανερώθηκε ξανά το δικό μας, απειροελάχιστο γεωμετρικά αλλά μέγιστο ηθικά, Σύμπαν.

Ξαφνικά, από το πουθενά, λάμπουν ξανά στα βουνά τα βλαχοχώρια μας, αστράφτει η λεβεντιά, ανάβει ευλαβικά σαν αναστάσιμη λαμπάδα η συνεισφορά μας στον βωμό του Γένους, αναδύεται στις πόλεις με ισχυρούς αρμούς ο κόσμος μας σεβαστός, μάς σέβονται πάλι όλοι. Ψάχνουν τους προγόνους τους και, σαν βρίσκουν Αρμάνους κρυμμένους στη γενιά τους, επιδεικνύουν με καμάρι αυτόν τον ζωντανό τίτλο ευγενείας. Σήμερα την Πατρίδα συγκυβερνούν τρεις Αρμάνοι Υπουργοί ( Τζίμας, Χατζηγάκης, Φώλιας ) και τέσσερις Αρμάνοι Υφυπουργοί ( Βλάχος, Λέγκας, Μπέζας, Τασούλας )
Οι Βλάχοι είναι πολύ in με υψηλή υπογραφή Αρμάνι – έτσι παρουσίασε χιουμοριστικά μα και κυριολεκτικά στην εφημερίδα «Το Βήμα» ο φίλος Σταύρος Ψυχάρης το βιβλίο μου Αρμάνοι, οι Βλάχοι πριν 8 κιόλας χρόνια. Για να επανέλθει η ελληνική Ιστορία στον τόπο της εργάσθηκαν πολλοί επί πολύ με αυταπάρνηση, αυτοπεποίθηση, αποτελεσματικότητα και επιστημοσύνη. Αρκεί να μνημονευθεί ο μακαριστός Αρχηγέτης μας ευπατρίδης Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας. Αυτόν τον κύκλο ακολούθησε και με πατριωτικές πράξεις κίνησε κι ο  Φώτης Κιλιπίρης με αρκετούς εύψυχους άλλους από τη νεότερη πλέον γενεά των Αρμάνων που οι περισσότεροι μάλιστα είχαν χάσει τη γλώσσα μας αλλά ουδέποτε έχασαν το αίσθημα της μεγάλης κληρονομιάς μας και της εθνικής μας αποστολής.
Γεννημένος στην Πυλαία και μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη, αποκομμένος κι αυτός από τη δική μας ντοπιολαλιά, ήταν λογικά ένας ακόμη «χαμένος» Αρμάνος. Δεν ήταν, όμως. Και δεν είναι οι νεότεροι ούτε τα παιδιά μας ούτε τα εγγόνια μας. Δεν τα ορίζει πια η γλώσσα. Τα προσδιορίζει, όμως, και δια βίου τα προκαθορίζει η ορμέμφυτη στάση της ζωής. Μια στάση αρειμάνια, γεμάτη περηφάνεια, μια ματιά που κοιτάει μακρυά με ορίζοντα την Οικουμένη και μια ορμέμφυτη αίσθηση ότι ανέρχονται από ρίζες πολύ βαθειές και ανήκουν εσαεί στην πατρώα Αυτοκρατορία. Δεν διεκδικούν ούτε απαιτούν παρά μονάχα ενεργούν και υπηρετούν. Κατέρχονται από το Βασιλικόν Γένος των Ρωμαίων. Δεν διαπραγματεύονται το ρωμέϊκο.
Αυτό το πατρώο δώρημα έλαβε κι ο Φώτης Κιλιπίρης και σ’ αυτόν τον πλατύ ορίζοντα κινήθηκε και κινείται. Δεν μιμείται. Το χρέος προς το Γένος τον κινεί εν πλήρει επιγνώσει ότι εμπροσθοφυλακή του Γένους επί αιώνες διετελέσαμε οι λατινοφωνήσαντες επιχώριοι οροφύλακές του, οι επικαλούμενοι από τρίτους Βλάχοι, που ανέκαθεν αυτοκαλούμεθα Αρμάνοι. Ο Φώτης ξανοίχθηκε ευθύς αμέσως στον ζωτικό μας όμορο χώρο, στα Βαλκάνια, όπου μαζί με άλλους έδρασε παραγωγικά και αγαπητικά προς όλους. Συνείργησε, επίσης, αποφασιστικά στη διάσωση και ανάδειξη των παραδόσεών μας μέσα από τους Συλλόγους μας. Και, τέλος, έφθασε στην Ιθάκη του – στα Μεγάλα Λιβάδια μας που τα υπηρετεί και τα οδηγεί στην ανάπτυξη ως Πρόεδρος της Κοινότητος.
Ζωτικό τμήμα της κοινωνίας και της οικονομίας εξ άλλου αποτελούν ανέκαθεν οι Αρμάνοι στη Θεσσαλονίκη όπου Μεγαλολιβαδιώτες είναι μαζικά εγκατεστημένοι και εξαιρετικά δραστήριοι στην Πυλαία, στη Θέρμη, στον Εύοσμο, στο Ωραιόκαστρο κι αλλού. Τη Θεσσαλονίκη ζώνουν και υπηρετούν πλην των άλλων οι Αρμάνοι Δήμαρχοι Ευόσμου, Ωραιοκάστρου, Πεύκων, Χορτιάτη, Αξιού κ.α. Στον Δήμο Θεσσαλονίκης πρωτοστατούν και στη Νομαρχία, επίσης, ενώ έδωσαν και τον νεότερο βουλευτή της.

Λοιπόν, όπως είναι φυσικό και για μας επιτακτικό, την αγάπη του προς τον τόπο του και προς την κοινή παράδοσή μας καταθέτει ο Φώτης Κιλιπίρης με την ανά χείρας μαρτυρία του και την μακρά ήδη υπηρεσία του στο κοινό των Ελλήνων. ΄Αξιος ο μισθός του. Χωρίς να τον συγκρατώ, τον προειδοποιώ ότι, καθώς επιμαρτυρεί ο Αρμάνων βίος, Ουδεμία πατριωτική πράξις ουδέποτε παρέμεινεν ατιμώρητος!
Αυτό το μάθημα το μάθαμε όλοι μας καλά. Γι’αυτό, άλλωστε, εμείς οι Αρμάνοι αυξάνουμε και εντείνουμε κατά δύναμιν τις πράξεις μας υπέρ Πατρίδος. Εμείς έχουμε την κάπα μας κρεμασμένη στην αλυγαριά και τη συνείδησή μας άγρυπνη.
Είδες Βλάχο; Σ’είδε πρώτος!

Ν. Ι. Μέρτζος
Πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
Νιβεστιάνος

Αναζήτηση