Βασίλης Μπάμπας «Οι Λιβαδιώτες του Ολύμπου στους αγώνες για Λευτεριά - Ειρήνη - Δημοκρατία»

«Οι Λιβαδιώτες του Ολύμπου στους αγώνες για Λευτεριά - Ειρήνη - Δημοκρατία» - Βασίλη ΜπάμπαΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
"Φύλαγέ μου, Θεέ μου, τουλάχιστον όσα έχουν πεθάνει" Κική Δημουλά, Ακαδημαϊκός
Οι άνθρωποι είναι οι μνήμες τους. Δίχως μνήμη, ο άνθρωπος θα ήταν απλώς μία ακόμη ψηφίδα στο μωσαϊκό της πανίδας του κόσμου, θα ήταν ένας απλός τροφοσυλλεκτικός οργανισμός με στόχο την αυτοσυντήρησή του, έως ότου κλείσει τον βιολογικό του κύκλο.
Μνήμη λοιπόν, δηλαδή η ικανότητα του εγκεφάλου να διατηρεί γνώσεις ή εντυπώσεις και να τις ανακαλεί, όταν και όποτε θέλει, για να αναπλάθει πληροφορίες ή εμπειρίες. Μνήμη λοιπόν, η μητέρα της σοφίας κατά τον Αισχύλο, η σωτηρία των αισθήσεων κατά τον Πλάτωνα, η βίγλα η αψηλή στα φρένα μας κατά τον Νίκο Καζαντζάκη, η ιδιωτική λογοτεχνία του κάθε ανθρώπου κατά τον Άλντους Χάξλεϋ.

 


Η μνήμη όμως, όπου και να την αγγίξεις πονεί, λέει ο Γιώργος Σεφέρης. Κι αυτός ο πόνος πηγάζει αβίαστα από το συγγραφικό πόνημα του Βασίλη Μπάμπα ‘ΟΙ ΛΙΒΑΔΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΛΕΥΤΕΡΙΑ - ΕΙΡΗΝΗ - ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ’, που είναι μία ευγενής εσωτερική του ανάγκη να αποτυπώσει σε ένα λευκό χαρτί τις μνήμες και τα ακούσματα μιάς ολόκληρης ζωής, σχετικά με τους εθνικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες των Λιβαδιωτών του Ολύμπου κατά τον 20ο αιώνα και κυρίως από το 1940 και πέρα.
Ο Βασίλης Μπάμπας, με το βιβλίο του αυτό, δεν διεκδικεί την απόκτηση ούτε της δόξας ενός ιστοριοδίφη, ούτε λογοτεχνικές δάφνες. Διεκδικεί όμως -και δικαίως-, να καταθέσει τη δική του άποψη και φωνή για μία ταραγμένη περίοδο της Ελλάδας, η οποία συμπαρέσυρε φυσικά και την περιοχή του Ολύμπου και του Λιβαδίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σήμερα, 70 και περισσότερα χρόνια από το 1940, τα γεγονότα της εποχής εκείνης αποτελούν ακόμη ταμπού για πολλούς, τόσο για επιζώντες ακόμη γέροντες και ηλικιωμένους, όσο και για τους απογόνους τους. Δύσκολα θα βρει κανείς ανταπόκριση αν ανοίξει μία συζήτηση για θέματα της εποχής του εμφυλίου πολέμου ή της δικτατορίας. Οι μνήμες είναι φαίνεται ακόμη νωπές και η ηρεμία των συναισθημάτων, σε συνδυασμό με την εσωστρέφεια της τοπικής κοινωνίας, είναι ένα πρόωρο ζητούμενο. Ο πανδαμάτωρ χρόνος φαίνεται να περνάει τώρα στη μετεφηβική του ηλικία.
Τόσο μακρυά μας. Όλα φαίνονται καθαρότερα πλέον;
Ίσως εδώ να έγκειται και η μεγάλη αξία αυτής της προσπάθειας του συγγραφέα. Κατάφερε -όπως λέει-, έκπληκτος και ο ίδιος, να βρει ανταπόκριση από τους συμπατριώτες του και να βρει ανοιχτά στόματα, λες και περίμεναν όλοι το πρώτο βήμα. Κατάφερε να συλλέξει πολύτιμο προφορικό και γραπτό υλικό, να τα οσμώσει με σχετική αρμονία και συνέπεια και να παρουσιάσει με μία ρέουσα αφηγηματική διάθεση τα τραγικά γεγονότα μισού αιώνα παθών της Ελληνικής ιστορίας, με επίκεντρο την πατρίδα του το Λιβάδι.  
Εξ αρχής ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να αποκρύψει την πολιτική του τοποθέτηση απέναντι στα γεγονότα, ούτε και τις κομματικές του πεποιθήσεις. Στέκεται μαχητικά με την πλευρά ‘των ηττημένων’ (εξ άλλου ήταν κι αυτός ο ίδιος θύμα των διωγμών της τελευταίας ανώμαλης περιόδου) και έχει πλήρη συναίσθηση της έντιμης ‘υποκειμενικότητας’ της ματιάς του. Στρέφει το βλέμμα του στα γεγονότα, αναφέρει ευθαρσώς πρόσωπα και καταστάσεις, ενώ χειρίζεται με εντυπωσιακή διακριτικότητα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, εκεί όπου κρίνει ότι η ιστορία ακόμη δεν επέφερε τη νηφαλιότητα στις μνήμες ενός πρόσφατου κοινωνικά και πολιτικά ταραχώδους παρελθόντος.
Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο αυτού του συγγραφικού πονήματος, είναι ότι έρχονται στην επιφάνεια, εγγράφως πλέον, τα πρόσωπα μιάς κοινωνίας, άνθρωποι του μόχθου συνηθισμένοι και καθημερινοί, που η ιστορία τούς μεταμόρφωσε απότομα και μέσα σε λίγες στιγμές, σε ενεργούς πρωταγωνιστές του έπους του ’40 και της Εθνικής Αντίστασης, της τραγωδίας του εμφύλιου αλληλοσπαραγμού και της θλιβερής επταετίας των συνταγματαρχών. Το έργο αυτό, συγκεντρώνει, αποτυπώνει και καταθέτει ως βιβλιογραφική παρακαταθήκη, τα ονόματα των απλών ανθρώπων που συνέβαλαν στην ανεξίτηλη γραφή της σύγχρονης ιστορίας του τόπου τους και της Ελλάδας. Είναι γοητευτικό το να ανακαλύπτει κανείς λαϊκά πρόσωπα, τα οποία δεν κάθισαν να δουν ως θεατές την ιστορία να περνάει από μπροστά τους, αλλά την χάραξαν δυναμικά, αφήνοντας το στίγμα τους.
Όσο κι αν νοιώθει ο αναγνώστης μία διάχυτη πίκρα να βγαίνει από την πέννα του συγγραφέα για την κατάληξη των πραγμάτων, έχει την αίσθηση ότι την ιστορία που έγραψαν αυτοί οι άνθρωποι, δεν του τη διηγούνται άλλοι, αλλά οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της.
Το έργο αυτό, όπως αναφέρει με σεμνότητα ο συγγραφέας, είναι ένα μικρό βοήθημα, μια ελάχιστη συμβολή στους νέους κα τις νέες που θέλουν και πρέπει να γνωρίσουν τους κοινωνικούς αγώνες του Λιβαδίου, είναι ένα σημαντικό βοήθημα για τους ιστορικούς του μέλλοντος, αφού αποτελεί μία αξιέπαινη και συμπυκνωμένη πηγή πληροφοριών και στοιχείων.
Όσον αφορά δε το θέμα της αντικειμενικότητας ή μη της ματιάς του συγγραφέα, είναι γνωστό τοις πάσι ότι η Αλήθεια είναι η έλλειψη της Λήθης, είναι Α-λήθεια. Η Αλήθεια είναι η μικρότερη και ετεροθαλής αδελφή της Μνήμης. Η αλήθεια έχει πολλές μαμές. Ποιός μπορεί λοιπόν να καθορίσει με σαφήνεια τη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει το υποκειμενικό με το αντικειμενικό; Ο γράφων αυτό το προλογικό σημείωμα, πιστεύει ότι η αντικειμενικότητα ενός συγγραφέα είναι η ευπρέπεια της υποκειμενικότητάς του. Και ο συγγραφέας Βασίλης Μπάμπας είναι άνθρωπος ευπρεπής.

 


Γιώργος Ι. Συνεφάκης

 

Αναζήτηση